Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

“Αυτοκυριαρχία- Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

 



Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο Κατάνυξη.


Αυτοκυριαρχία- Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να κυριαρχούν στην καρδιά τους, ακόμα λιγότερο μπορούν να κυριαρχούν στη γλώσσα τους.  Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να βάλουν τάξη στην ζωή τους, ακόμα λιγότερο μπορούν να βάλουν τάξη στο κράτος.

Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν αν δουν κόσμο μέσα τους, ακόμα λιγότερο μπορούν να δουν τον εαυτό τους στον κόσμο.

Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να συμμετέχουν στον πόνο του άλλου, ακόμα λιγότερο μπορούν να συμμετέχουν στη χαρά του άλλου.

Κράτα όλα τα πράγματα στην κατάλληλη απόσταση, μόνο την ψυχή σου πλησίασε όσο περισσότερο στον Θεό.

Εάν χύσεις νερό στην φωτιά, δεν θα έχεις ούτε νερό ούτε φωτιά. Εάν επιθυμήσεις το ξένο, θα μισήσεις το δικό σου και θα χάσεις και τα δυο.

Εάν πλησιάσεις την υπηρέτρια όσο και την γυναίκα σου, δεν θα έχεις ούτε υπηρέτρια ούτε γυναίκα. Εάν πίνεις συχνά στην υγεία του άλλου, θα χάσεις τη δική σου.

Εάν ασταμάτητα μετράς χρήματα του άλλου, όλο και λιγότερο θα έχεις δικά σου. Εάν ασταμάτητα μετράς τις αμαρτίας του άλλου, οι δικές σου θα αυξάνονται!

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Γέροντας Αιμιλιανός, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας (+) Η προεόρτια μοναξιά και το κρύψιμο του Θεού

 

Η καθημερινή ζωή του μοναστηριού δεν είναι μόνον πρακτική ζωή ή πεζότητα, αλλά μπορεί να είναι πτέρυγες που καλύπτουν μία άλλη πραγματικότητα, ένα βαθύτερο βίωμα, το οποίο ζη κάθε μέλος της αδελφότητος χωριστά και, σαν μια καρδιά και μια ψυχή, ολόκληρη η αδελφότητα. Αυτό το βίωμα είναι συμμετοχή «κατά το μέτρον της ηλικίας» (Εφ. 4,13), δηλαδή της δυνάμεως, της χωρητικότητος, της διαθέσεως και της αγωνιστηκότητος του κάθε μέλους, στην εμπειρία της Εκκλησίας. Τότε είναι φανερό ότι στο μοναστήρι ζη ο Θεός, όχι μόνον ο άνθρωπος.

Η Γέννησις του Κυρίου, που αρχίσαμε να εορτάζωμε, συνυφασμένη με όλα τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου και της Θεοτόκου, δημιουργεί ένα άλλο κάλυμμα. Με την σάρκωσι του Λόγου καλύφθηκε η θεότης, ώστε το φως της να μην τυφλώση και κατακαύση το ανθρώπινο γένος, διότι η θεότης είναι «πυρ καταναλίσκον»(Εξ. 4,24· 9, 3), κατακαίον τα πάντα, είναι όμως και φως. Οι άνθρωποι δεν έπρεπε εξ αρχής να το καταλάβουν αυτό· τόσο πολύ μάλιστα, ώστε «εις τα ίδια» ερχόμενος ο Χριστός να μην τον αναγνωρίση ούτε ο περιούσιος λαός του και να τον διώξη ως ξένο και άγνωστο (Ιω. 1,11). Όντως, ως ξένος και άγνωστος καταδικάσθηκε, και ως ενσαρκωτής του αποπομπαίου τράγου (Λευϊτ. 16, 7-10· 20-22·26) εξήλθε από την ζωή.

Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δη τον Θεόν με τα πήλινα μάτια του. Ποιος μπορούσε να καταλάβη ότι κάτω από την σάρκα του Χριστού κρυβόταν ο Θεός; Δεν το κατάλαβε ούτε η Παναγία Μητέρα του· δεν το κατάλαβαν ούτε οι απόστολοι, οι οποίοι ζούσαν κάθε ημέρα μαζί του και πολλές φορές σκανδαλίζονταν εξ αιτίας του· τόσο πολύ μάλιστα, ώστε να δώσουν αφορμές να μείνουν στην ιστορία αμφισβητήσεις σχετικά με τον Χριστόν, που δεν θα τολμούσε κανείς να τις επινοήση εναντίον του πατέρα του, της μητέρας του, ούτε κάν εναντίον του εχθρού του. Και όμως τις επινόησαν εναντίον του Χριστού.

Η σοφία του Θεού μπορεί να βρίσκη τρόπους να κρύβη την θεότητα. Για ποιό λόγο; Διότι ο άνθρωπος φοβάται το πολύ φως, το άνοιγμα των ουρανών, φοβάται την αιωνιότητα, και αντ’ αυτών, προτιμά οτιδήποτε τον κάνει να νοιώθη ότι είναι μόνος του, γιατι Θεός σημαίνει κάτι παγκόσμιο και καθολικό. Ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος από την αμαρτία, από την δεύτερη, θα λέγαμε, σαρκική γέννησί του, είναι έτσι επενδεδυμένος μετά τον πειρασμό της Εύας, ώστε να θέλει να ζη μόνος του, το ισχυρότερο βίωμά του είναι η μόνωσίς του. Παντού υπάρχουν καρδιές που ζουν μόνες. Είναι δυνατόν να τις βρη κανείς ακόμη και εκεί όπου τόσο πολύ συνωθούνται οι άνθρωποι. Ο καθένας έχει την δυνατότητα να κρύβη την ζωή τπυ και να μένη ολομόναχος. Και τούτο, διότι δεν μπορεί να ζη με έναν Θεόν καθολικόν και αιώνιον.

Ο άνθρωπος λοιπόν έκανε θεό τον εαυτό του, για να ζη μέσα στην μιζέρια του, στην παροδικότητα και την συμβατικότητά του, στην ανάπαυσι που κάθε φορά δημιουργεί για τον εαυτό του: Σήμερα αυτό είναι μια χαρά, αύριο μια προσευχή, μεθαύριο ένα πανηγύρι, αντιμεθαύριο μια αμαρτία, και μετά κάτι άλλο· κάτι δηλαδή που διασκεδάζει και ταυτόχρονα κατατεμαχίζει την ζωή του, τον χρόνο του, την καρδιά του, την βούλησί του – άλλο θέλει και άλλο κάνει – και μέσα στην διάσπασι του χρόνου δημιουργεί συζυγίες της μοναξιάς του. Έτσι, η μοναξιά που μοιάζει με παμφάγο θηρίο κατατρώγει, διαλύει κάθε μορφή ανάπαυλας, και ο «θεός», ο ευρισκόμενος κάτω στην γη από την πτώσι του, μένει πάλι μόνος του.

Κρύβεται ο Θεός, διότι οι άνθρωποι φοβούνται να τον κρατήσουν κοντά τους. Όπως το παιδάκι φοβάται το ύψος ή το βάθος, όπως ιλιγγιά κανείς μπροστά στους παμμεγέθεις αριθμούς, έτσι ακριβώς ιλιγγιούμε μπροστά στον καθολικόν Θεόν, σε αυτόν ο οποίος είναι πάνω από όλα και ταυτόχρονα περικλείει τα πάντα. Το κρύψιμο του Θεού είναι η μεγαλύτερη έκφρασις της ταπεινώσεως και της αγάπης του·  είναι μία κένωσις, η οποία αείποτε συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνη, ενώ με την μορφή της σαρκώσεως παρουσιάσθηκε κατά την γέννησι του Χριστού. Ο Χριστός συνεχίζει τις καθόδους του, την κένωσί του, με το να καθιστά μέτοχον του εαυτού του την καρδιά, την σκέψι , το μυαλό, την αμαρτία του καθενός. Αίρει τα πάντα επάνω του, για να μπορή, κρυπτόμενος όπισθεν αυτών, να διευκολύνη τον άνθρωπο να τον κρατά δέσμιο της αγάπης του, χωρίς να αναιρή την ελευθερία του.

Αρχιμ. Αιμιλιανού, Λόγοι εόρτιοι Μυσταγωγικοί, Ίνδικτος, Αθήναι 2014, σ. 287-289.

Μοναξιά και εγκατάλειψη



Δεν έχουμε κανένα άνθρωπο να ανοίξει την πόρτα μας!
Να μας πει ένα λόγο, για να σπάσει η μοναξιά μας!
Ζούμε μόνοι μας...
Αυτά τα λόγια ακούμε να βγαίνουν με παράπονο
Από το στόμα συνανθρώπων μας.

Είναι τραγική η κατάσταση όταν κανείς τελείως ολομόναχος.
Πράγματι υπάρχουν συνάνθρωποι μας
Που ζουν στην ερημιά των μεγαλουπό­λεων ή και σε χωριά
Ξεχασμένοι, μόνοι κι έρημοι
Χωρίς καμιά επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.
Είναι πολύ περισ­σότεροι απ' ότι μπορούμε να φαντασθούμε
Αυτοί που εκφράζουν το πα­ράπονο του παραλυτικού της Βηθεσδά:
"Άνθρωπον ούκ έχω" (\ω. ε' 7).
Σημειώνουμε μερικές περιπτώσεις.
Υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νοσήματα
Με καθημερινό σύντροφο τον πόνο και τις πληγές, χωρίς καμιά περιποίηση.
Απουσιάζει τελείως φίλος ή συγγενής τους, για να σκύψει στο προσκέφαλα τους
Και με πατρική στοργή και ειλικρινή αγάπη να τους περιποιη­θεί.
Και όταν συμβεί να εμφανισθεί κανέ­νας από αυτούς δίπλα τους
Το κάνει με βαριά και παγωμένη καρδιά.
Γέροντες γονείς που ανέθρεψαν τα παιδιά τους με πολλά ξενύχτια και ιδρώτες
Περνούν τώρα, στη δύση της ζωής τους, ξεμοναχιασμένοι
Κλεισμένοι σ' ένα δωμάτιο με ελάχιστη περιποίηση.
Τους αγνοούν τελείως τα παιδιά τους
Το θεωρούν "βάρος" να τους κάνουν έστω ένα τηλεφώνημα
Για να πληροφορηθούν πως ξημεροβραδιάζονται.
Στα όσα συνοδεύουν συνήθως τα γηρατειά τους ανήμπορους γέρους
Προστίθεται και ο ψυχικός πόνος τους για την τραγική εγ­κατάλειψη από αυτά τα σπλάχνα τους.
Μοναξιά φοβερή και εγκατάλειψη δο­κιμάζουν παιδιά και νέοι
Όταν οι γονείς τους με προχειρότητα και ελαφρά τη συνείδηση
Χωρίς ουσιαστικούς λόγους, διαλύουν την οικογένεια τους.
Ζουν χω­ρίς οικογένεια, αποξενωμένα και έρημα.
Ή άλλα παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, αι­σθάνονται την ανάγκη της οικογενεια­κής θαλπωρής
Και στοργικής συμπαρα­στάσεως και παρακολουθήσεως τους.
Οι γονείς τους όμως τα εγκαταλείπουν και αδιαφορούν
Χωρίς ποτέ να εκδηλώ­νουν κανένα ενδιαφέρον για τη σωστή διαπαιδαγώγηση τους
Και την καλή εξέ­λιξη τους.
Μοναξιά και εγκατάλειψη επίσης αι­σθάνονται και όσοι ζουν τη ζωή της αμαρτίας.
Ζουν αυτό το δράμα στο βά­θος της ψυχής τους
Έστω και αν προσ­παθούν να το καμουφλάρουν με επί­πλαστα χαμόγελα και με ξενύχτια.
Θα γινόταν μακρύς ο κατάλογος, εάν συνεχίζαμε να καταγράφουμε
Όλες τις περιπτώσεις που συνάνθρωποι μας πί­νουν ολομόναχοι
Το κατάπικρο ποτήρι της εγκαταλείψεως και της μοναξιάς.
Μπροστά στο δράμα αυτό που ζουν πολλοί αδελφοί μας
Έχουμε καθήκον και ιερό χρέος, ως χριστιανοί
Να επιση­μαίνουμε αυτούς τους ανθρώπους
Να τους βρίσκουμε και να τους συμπαρα­στεκόμαστε.
Να τους περιβάλλουμε με ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη.
Να τους δείχνουμε στοργή.
Ένας λόγος παρη­γορητικός και ενθαρρυντικός
Μία σύ­σταση αδελφική για προσευχή και μελέ­τη του λόγου του Θεού
Λίγη συντροφιά οικοδομητική, έστω και τηλεφωνικώς
Θα διαλύσει τα βαριά μολυβένια σύννεφα που σκεπάζουν τον ορίζοντα της ψυχής τους
Θα ανοίξει νέους φωτεινούς ορί­ζοντες στις σκέψεις τους.
Θα δοξάζουν τον Θεό και θα μας ευγνωμονούν για την ψυχική ανακούφιση
Και τη χαρά που τους προσφέραμε.
Πιθανόν και εμείς να ζούμε στιγμές μοναξιάς και εγκαταλείψεως από προσ­φιλή μας πρόσωπα. Διάφορες σκοπι­μότητες, ιδιοτελή ελατήρια
Ή διότι θέλουν να αποκομίσουν από εμάς κάποια οφέλη
Συντελούν στο να απομακρύνονται από εμάς γονείς, φίλοι, συγγενείς.
Υπάρχει όμως η δυνατότητα να ανακουφίζεται η ψυχή μας αυτές τις δύσκολες ώρες.
Να καταφεύγουμε στον Σωτήρα και Λυ­τρωτή μας Κύριο Ιησού Χριστό
Τον πάνσοφο και πανάγαθο κυβερνήτη της ζωής μας.
Έχουμε συμπαραστάτες την Παναγία Μητέρα μας και τους Άγιους μας.
Έχουμε το Ψαλτήρι.
Ακόμη έχουμε τη δυνατότητα να ανοίγουμε την καρδιά μας
Στον καλό μας Πνευματικό κατά την Ιερή ώρα της εξομολογήσεως.
Ας μην απογοητευόμαστε.
Ο παραλυτικός της Βηθεσδά εκφράζει το παράπονο στον Κύριο
Ότι δεν έχει άνθρωπο για να τον ρίξει μέσα στην κολυμβήθρα αμέσως ό­ταν ταράσσεται το νερό. Εμφανίζεται ό­μως μπροστά του ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός.
Τότε του λέει ο Ιησούς:
"Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι στον ώμο σου και περπάτα" (Ίω. ε' 5­9).
Υγιής πλέον περπατά και μεταφέρει ο ίδιος το κρεβάτι του.
Στην περίπτωση επίσης της χήρας της Ναΐν βρίσκουμε τον Κύριο
Κοντά στην πονεμένη χήρα μητέρα να μοιράζεται μαζί της τον πόνο της {Λουκ. ζ' 11-15).
Ας έχουμε δε υπ' όψιν μας ότι και ο Κύριος μας ως άνθρωπος έζησε ώρες εγκαταλείψεως.
Μας το αποκάλυψε το αδιάψευστο στόμα του:
"Ιδού έρχεται ώρα, και νυν ελήλυθεν, ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε".
Ιδού έρχεται ώρα, και έφθασε τώρα αυτή η ώρα, για να σκορπισθείτε
Και επιστρέψετε ο καθένας σας στα σπίτια σας και να με αφήσετε ολομόναχο.
Πράγματι ύστερα από λίγο ο Ιούδας Τον προδίδει.
Ο Πέτρος Τον αρνείται:
"Ουκ οίδα τον άνθρωπον" (Ματθ, κς' 72).
Οι πάντες Τον εγκατα­λείπουν στην κρίσιμη ώρα των Σεπτών Παθών του.
Ο δε απόστολος Παύλος με πόνο ψυχής θα γράψει στο μαθητή του Τιμόθεο:
"Κατά την πρώτη μου απο­λογία δεν ήλθε κανένας μαζί μου για να μου συμπαρασταθεί
Αλλά οι πάντες με εγκατέλειψαν" (Β' Τιμ. δ' 16* πρβλ. α' 15).
Μοναξιά και εγκατάλειψη, δυο λέξεις φορτωμένες με πολλά δάκρυα και βαθείς αναστεναγμούς.
Την βιώνουν και στη σημερινή εποχή πολλοί συνάνθρω­ποι μας
Παρ' όλο που ζούμε σε πολυκα­τοικίες με πληθώρα διαμερισμάτων.
­Εάν όμως οι άνθρωποι μας λησμονούν, έχουμε φιλόστοργο ουράνιο πατέρα που μας ενθυμείται.
Να καταφεύγουμε κοντά Του.
Θα μας στηρίζει και θα μας πα­ρηγορεί με τον λόγο του.
Ως προς τους άλλους που ζουν μόνοι τους ξεχασμέ­νοι, να κάνουμε ότι μπορούμε.
Ας τους πλησιάζουμε με ειλικρινή αγάπη και στοργικά ενδιαφέρον.
Ως άλλοι Κυρηναίοι να μοιραζόμαστε λίγο από το βά­ρος του σταυρού που σηκώνουν.
Να παρακαλούμε δε τον φιλάνθρωπο Κύ­ριο μας
Να λιγοστεύει συνεχώς τους ανθρώπους της μοναξιάς και της εγκαταλείψεως.

Η μοναξιά του Χριστού και η δική μας αδιαφορία π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

 



Ένα προσωπικό σχόλιο στο «Περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου»

Συνήθως, όταν ακούμε τις ευαγγελικές περικοπές του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής ή τα λεγόμενα Δώδεκα Ευαγγέλια, επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στα όσα διαδραματίζονται στο ναό με την έξοδο και τη λιτανεία του Εσταυρωμένου. Έτσι, πολλά από αυτά που προηγούνται αυτής της ιερής στιγμής, απομένουν στην αφάνεια και πολύ περισσότερο δεν τα λαμβάνουμε υπόψη μας, με αποτέλεσμα να χάνουμε μιαν ευκαιρία να παρατηρήσουμε και να κατανοήσουμε τις τελευταίες γήινες στιγμές του Χριστού και, φυσικά, να συνειδητοποιήσουμε και να εμβιώσουμε το κορυφαίο γεγονός της μοναξιάς Του. Γι’ αυτό και οι Πασχαλιές με τα Μεγαλοβδόμαδα τους μας φαίνονται με το χρόνο, όλο και πιο ανούσιες, τυπολατρικές και συνηθισμένες.

Αν όμως παρακολουθήσουμε με τη δέουσα ευλάβεια την όλη πορεία των γεγονότων, από το Δείπνο μέχρι την ώρα της Προδοσίας και της συλλήψεως Του, θα διαπιστώσετε πως παράλληλα με την Αγωνία του Κυρίου συμπορεύεται και η τέλεια μοναξιά Του αυτή δηλαδή που εκφράζεται με εκείνον τον καθαρά ανθρώπινο λόγο, λόγο που διατρέχει του αιώνες με την ίδια δυναμική και βαρύτητα και γίνεται ο κοινός λόγος όλων εκείνων που ζουν οριακές στιγμές αγωνίας, ανησυχίας και πόνου: «Περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου». Τι άλλο, στ’ αλήθεια περιμένουμε ν’ ακούσουμε από Κάποιον που ροκανίζεται το είναι Του από μύρια ερωτήματα και πικρία; Πικρία και απόγνωση που διερμηνεύεται από τον υμνογράφο με το, «Λαός μου τι εποίησας σοι και τι μοι ανταπέδωκας….;»

Στην Ορθοδοξία Εικονογραφία και μάλιστα αν σταθούμε στην εικόνα – παράσταση της εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα (πρβλ. Ιωάν. 12, 12-18), τότε ευκρινώς θα παρατηρήσουμε ότι το Πρόσωπο Του έχει μια περίσκεψη, ένα ίχνος και μια σοβαρότητα, που φανερώνει προβληματισμό, αλλά και αποχή από τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Γι’ αυτό και σωπαίνει, γι’ αυτό και δεν χαιρετά, δεν ευλογεί, δεν θαυματουργεί, δεν προσέχει τα ωσσανά…. Όλα αυτά ξέρει πως αποτελούν και είναι σημάδια μιας πορείας που μέλλει να διανύσει. Όπως, άλλωστε, το είχε προειπεί: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιέρευσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται».

Σε παράλληλο δρόμο, με αυτό του Ιησού, πορεύεται και ο κάθε ποιμένας. Μόνο που αυτός δεν έχει τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια, γι’ αυτό και αρέσκεται στο να δέχεται τις επευφημίες του κόσμου, ν’ ακούει κολακείες, να αριθμεί τους περί αυτόν επώνυμους και ανώνυμους, για να αισθάνεται μια σιγουριά και μιαν ασφάλεια. Προσωρινή όπως πάντα και για λίγο μόνο. Γιατί όταν πάψουν τα ωσαννά, αυτό το διαχρονικό χειροκρότημα δηλαδή, όταν ο καθένας πάρει το δρόμο για το σπίτι του και απομείνουν στους νυχτωμένους δρόμους μονάχα τα σημάδια μιας πορείας τότε αρχίζει κι η αντίστροφη μέτρηση αφού σε λίγο διάστημα – πόσο άραγε; Θ’ αρχίσουν τα «πονηρά συμβούλια», θ’ αναζητούνται οι δόλιοι και οι φιλάργυροι – πάντα μέσα από τον κύκλο το στενό του ποιμένα – κι ύστερα θα σχεδιάζεται ο τρόπος της προδοσίας. Της όποιας προδοσίας….

Όχι, δεν θα υπάρξει κανένας κήπος με ελιές που το φύλλωμα τους θ’ ασημίζει στο νυχτωμένο ανοιξιάτικο λυκόφως, ούτε κάποια σπείρα «μετά φανών, λαμπάδων και όπλων» θα φανεί. Αρκεί μια επίσκεψη, ένα τηλεφώνημα, μια επιστολή, ένα δημοσίευμα, κάποια συνάντηση, για να ξεδιπλωθεί το μεγαλείο της αγωνίας, να υφανθεί ο χιτώνας της απελπισίας και να στραγγίσει η ψυχή από την δίψα της απουσίας αδελφών και φίλων. Τότε ασφαλώς εκείνα τα λόγια, «ούκ ισχύσατε μιαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ αμού», θα γίνουν η μόνη του βακτηρία αφού θα φέρει σιμά του Εκείνον, ο οποίος «περίλυπος» έζησε τη μαρτυρική τη μοναξιά και άφησε τον ιδρώτα Του να ποτίσει το χώμα της Ιερουσαλήμ, για ν’ ανθήσει εκεί η ελπιδοφόρος προτροπή: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν».

Αιώνες τώρα ακούγεται στις εκκλησίες, στις ανθρώπινες συνάξεις δηλαδή, ο Κυριακός λόγος «περί λυπός έστιν η ψυχή μου…» και ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα συνειδητοποιούν την Αγωνία Του και Τον συντρέχουν. Με την κατάθεση της ψυχής τους στα τίμια χέρια Του. Δεν περιμένουν τα τετελεσμένα, τον Σταυρό δηλαδή και το θάνατο, αλλ’ αγρυπνούν μαζί Του, περιμένουν να φανεί στην όποια πλατεία του κάθε άτολμου Πιλάτου και καρτερούν «ίδειν το τέλος». Γιατί αυτοί μονάχα ξέρουν τι σημαίνει να περιμένεις το «Οψέ δε σαββάτων τη επιφούσκωση…», όπως το προείπε άλλωστε και ο Ίδιος, χωρίς κανένας να το πάρει στα σοβαρά τότε όπως και σήμερα……… Δυστυχώς.

Μοναξιά και ελπίδα προς το Θεό - γ.Αθανάσιος Λεμεσού

Μια κραυγή αγωνίας και μοναξιάς: «Άνθρωπον ουκ έχω» >> Ιωάννης Καραβιδόπουλος



Μοναξιά πολλές φορές δεν είναι η απουσία άλλων ανθρώπων αλλά και η παρουσία πολλών άλλων ανθρώπων κοντά μας που είναι όμως αδιάφοροι και επικεντρωμένοι στον εαυτό τους, στο δικό τους πρόβλημα.

Το παράπονο του επί 38 χρόνια παραλύτου για τον οποίο κάνει λόγο η σημερινή διήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη (5, 1-15) είναι πράγματι συγκλονιστικό: «Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει μέσα στην δεξαμενή, όταν αναταράζεται το νερό». Δεν παραπονιέται για τη μακροχρόνια ασθένειά του, αλλά γιατί είναι αβοήθητος και μόνος. Η φράση του αποτελεί κραυγή πόνου και αγωνίας για τη μοναξιά του. Έχει διαχρονική αξία, διότι και στην εποχή μας, παρά τα πολλά μέσα επικοινωνίας και δίκτυα τηλεπικοινωνίας, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται μόνοι. Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκουν τον συνάνθρωπο δίπλα τους την ώρα που έχουν την ανάγκη του. Το παράπονο του παράλυτου είναι η κραυγή αγωνίας πολλών ανθρώπων της εποχής μας. Εάν η πίστη μας είναι μόνο μια κάθετη σχέση με τον Θεό και δεν έχει την οριζόντια διάσταση της συναντήσεως με τον συνάνθρωπο, όταν μάλιστα αυτός έχει την ανάγκη μας, τότε πρέπει να διερωτηθούμε σοβαρά εάν αυτή η πίστη είναι γνήσια και πραγματική.

Τη βοήθεια όμως που δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να προσφέρει στον παράλυτο της διηγήσεως έρχεται να του την δώσει με τον πιο δραστικό, οριστικό και αυθεντικό τρόπο Αυτός που έγινε άνθρωπος όχι μόνο για να μας αποκαλύψει ποιος είναι ο Θεός αλλά και ποιος είναι – ή μάλλον ποιος πρέπει να είναι – ο πραγματικός άνθρωπος. Ένας ύμνος του εσπερινού της Κυριακής του παραλύτου βάζει στο στόμα του Ιησού τα εξής λόγια: «Διά σε άνθρωπος γέγονα, διά σε σάρκα περιβέβλημαι και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω; Άρον σου τον κράββατον και περιπάτει». Ο Χριστός με ένα αυθεντικό λόγο του δίνει την υγεία στον ασθενή. «Κύριε, – λέγει το Δοξαστικό των Αίνων της ημέρας – τον παράλυτον ουχ η κολυμβήθρα εθεράπευσεν, αλλ’ο σος λόγος ανεκαίνισεν».

Όπως ο δημιουργικός λόγος του Θεού εκ του μηδενός δημιούργησε τον κόσμο (κατά την διήγηση της Γενέσεως), το ίδιο και ο δυναμικός λόγος του Υιού του Θεού αναδημιουργεί και ανακαινίζει το κατεστραμμένο από την αμαρτία και την αρρώστια πλάσμα. Επίσης και ο δυναμικός λόγος των μαθητών του Ιησού, στην αποστολική διήγηση της ημέρας (Πράξ. 9,32-42), ο λόγος του μαθητή του Πέτρου με την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού δίνει την υγεία στον παράλυτο επί οκτώ χρόνια Αινέα στη Λύδδα της Παλαιστίνης και ανασταίνει την Ταβιθά (που στα ελληνικά σημαίνει Δορκάδα) στην Ιόππη.

Ο λόγος του Χριστού δίνει ζωή, είναι ζωοδότης λόγος. Αρκεί ο άνθρωπος να δεχτεί με πίστη και εμπιστοσύνη τον αυθεντικό αυτό λόγο που διαφέρει ριζικά από τα ανθρώπινα λόγια. Γιατί δεν προσβάλλει, αλλά βοηθάει. Δεν καταστρέφει, αλλά δημιουργεί. Δίνει τη ζωή και την ανάσταση. «Αυτός που δέχεται τα λόγια μου, λέγει ο Ιησούς, και πιστεύει σ’ Αυτόν που με έστειλε, έχει κιόλας την αιώνια ζωή• και δεν θα αντιμετωπίσει την τελική κρίση, αλλά ήδη έχει περάσει από τον θάνατο στη ζωή» (Ιωάν. 5, 24).

Ο θείος αυτός λόγος «μένει εις τον αιώνα», χωρίς να μεταβάλλεται ή να εξασθενεί με το πέρασμα του χρόνου και να χάνει την επικαιρότητά του. Γιατί η ελπίδα της ζωής και της κατανικήσεως του θανάτου παραμένει παντοτινός πόθος των ανθρώπων, μη επηρεαζόμενος από την τεχνική πρόοδο ή την πολιτιστική εξέλιξη, που κάνουν τον άνθρωπο ακόμη πιο δέσμιο των έργων του και τον αφήνουν αβοήθητο στα βαθύτερα αιτήματά τα δικά του και του διπλανού του. Μέσα στο πλήθος των ανέσεων και μηχανών που διευκολύνουν εξωτερικά τη ζωή, διαπιστώνει κανείς την απουσία του συνανθρώπου, του βοηθού, του συμπαραστάτη.

Είναι πραγματικά παράξενος ο τρόπος με τον οποίο υποδέχονται πολλές φορές οι άνθρωποι την προσφορά του λόγου του Θεού. Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες στη διήγησή μας αγανακτούν, γιατί ο Ιησούς έκανε το θαύμα την ημέρα του Σαββάτου και ζήτησε από τον ασθενή να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και να πορευθεί θεραπευμένος στο σπίτι του μετά από 38 ετών αρρώστια! Με τη στενόκαρδη νοοτροπία τους οι εκπρόσωποι της θρησκείας έμειναν παγιδευμένοι στο γράμμα του Νόμου και δεν είδαν το Πνεύμα του Θεού που φανέρωσε στην ανθρωπότητα ο Χριστός. Νόμισαν ότι καταρρέει όλο το θρησκευτικό σύστημα των νομικών διατάξεων και απαγορεύσεων, τη στιγμή ακριβώς που ο Ιησούς πρόσφερε την αγάπη και τη ζωή σε ένα πονεμένο άνθρωπο.

Μέσα σ’ έναν κόσμο, που συνέθεταν από την μια μεριά οι παραμορφωμένοι από την αρρώστια και την αμαρτία άνθρωποι και από την άλλη οι χαρακτηριζόμενοι από στενόκαρδη τυποκρατία στη σφαίρα της θρησκευτικής ζωής και αρνούμενοι τη θεία προέλευση του Ιησού θρησκευτικοί ηγέτες της εποχής, αποκαλύπτεται ο Θεός όχι σαν τιμωρός και κριτής όλων αυτών αλλά σαν σωτήρας που λυτρώνει από την ασθένεια, ελευθερώνει από τους ξηρούς τύπους, δίνει ζωή στους ανθρώπους και θερμαίνει την ελπίδα της αναστάσεως, αφού ο ίδιος ο Υιός του Θεού δια του θανάτου του κατανικά τον θάνατο και θριαμβεύει κατά των δυνάμεων της φθοράς και της καταστροφής.

Σε τρία σημεία κυρίως μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη διόρθωση πορείας της ανθρωπότητας που επιτελεί ο Χριστός κατά τη διήγηση της σημερινής ευαγγελικής περικοπής:

1. Διορθώνει την παραμόρφωση της ανθρώπινης φύσεως που οδηγείται στον όλεθρο, την καταστροφή και τον θάνατο, επαναφέροντάς την στην πορεία της ζωής που οδηγεί στον κόσμο της αναστάσεως.

2. Ελευθερώνει από τον συχνά απάνθρωπο τύπο του γράμματος του Νόμου, αποκαλύπτοντας την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και την εντολή της αγάπης του κάθε ανθρώπου για τον συνάνθρωπό του.

3. Δίνει τον λόγο της αλήθειας που μέσα στα ψεύτικα πολλές φορές λόγια των ανθρώπων μαρτυρεί για την αυθεντία της θείας δυνάμεως. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν τον λόγο ξεπερνά τον θάνατο και μπαίνει ήδη από τώρα στο βασίλειο της πραγματικής ζωής, της θείας και ατέρμονης ζωής. Αυτός γίνεται ο άνθρωπος που έψαχνε ο παράλυτος. Αυτός γίνεται ο άνθρωπος για κάθε αναγκεμένο συνάνθρωπό του.

Διέξοδοι στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου (Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης)

 




"Η μοναξιά δεν εξοβελίζεται μ’ ευφυείς συνταγές ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων και κηρύκων. Θέλει προσωπικό αγώνα, εσωτερική τακτοποίηση, μετωπική σύγκρουση με την υπαρξιακή άγνωστη ταυτότητά μας, ανδρεία ενδοσκαφή προς ανεύρεση του πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινή προσκύνηση του Θεού, προς μαθητεία και βοήθεια, ειλικρινή και τίμια έξοδο προς συνάντηση των άλλων, με πνεύμα θυσίας, με διάθεση κατανοήσεως και παραδοχής, αλληλοσυμπληρώσεως και αλληλοβοηθείας."

Ειλικρινά, δυσκολεύομαι αρκετά, παρότι ίσως σας φανεί παράξενο, να πείσω τον εαυτό μου για την αξία μιας ακόμη ομιλίας. Φοβάμαι πως δεν θα πρωτοτυπήσω καθόλου, αν και γνωρίζω πως η αξία του λόγου δεν έγκειται στην πρωτοτυπία.

Ελπίζω στην υπομονή σας. Θα επιθυμούσα μέσα από μια σύντομη παρουσίαση της κατάστασης που σεις καθημερινά ζείτε, να σας υπενθυμίσω μερικά λόγια που πηγάζουν από παραθεωρημένα κείμενα θείας σοφίας και αγάπης. Θα χαιρόμουν να τα κατάφερνα να σας εμπνεύσω και να σας οδηγήσω σε μια διέξοδο, δίχως να προσπαθήσω να σας πείσω, σεβόμενος απολύτως τη θεόσδοτη ελεύθερη βούλησή σας. Θ’ ανοίξουμε λοιπόν μαζί ένα παράθυρο για να ξαναδούμε τον κόσμο…

Ένα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι απρόσωπο, που τον διάλογο έχει υποκαταστήσει με μυριόστομη αντιφώνηση συνθημάτων και η μέθη του τον έχει κάνει μέσα στη μαζοποίηση να έχει χάσει την προσωπικότητά του και να κυριαρχείται από το συναίσθημα της αγέλης.

Στην πολυκατοικία δεν είναι γνωστοί όλοι οι ένοικοι. Στην πολυκατοικία χάθηκε η γειτονιά, που μοιραζόσουν το ψωμί κι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Οι σχέσεις εξαντλούνται σε μια καλημέρα μέσα στο ασανσέρ κι ένα τυποποιημένο και βιαστικό χαμόγελο δίνοντας τον λογαριασμό των κοινοχρήστων. Στις επαρχιακές πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια να διατηρηθούν εθιμοτυπικές επισκέψεις και το κουτσομπολιό.
Στο δρόμο σκουντουφλά ο ένας πάνω στον άλλο, στο λεωφορείο στριμώχνονται, στα κέντρα διασκεδάσεως δεν βρίσκεις θέση. Στο σχολείο, στο σπίτι, στο κατάστημα, παντού, κουβαλά ο άνθρωπος την πλήξη και την ανία του, πολλές φορές και δίχως να συνειδητοποιεί πλήρως κι η κατάσταση αυτή να έχει γίνει απλή συνήθεια δίχως και να απασχολεί πια. Οι καθημερινές ασχολίες δεν αφήνουν ποτέ μόνους τους ανθρώπους για να τα πούνε με τον εαυτό τους.
Η μοναξιά δεν εξοβελίζεται μ’ ευφυείς συνταγές ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων και κηρύκων. Θέλει προσωπικό αγώνα, εσωτερική τακτοποίηση, μετωπική σύγκρουση με την υπαρξιακή άγνωστη ταυτότητά μας, ανδρεία ενδοσκαφή προς ανεύρεση του πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινή προσκύνηση του Θεού, προς μαθητεία και βοήθεια, ειλικρινή και τίμια έξοδο προς συνάντηση των άλλων, με πνεύμα θυσίας, με διάθεση κατανοήσεως και παραδοχής, αλληλοσυμπληρώσεως και αλληλοβοηθείας.
Έτσι η στείρα και πικρή μοναξιά του ανθρώπου μπορεί να μεταβληθεί σε γόνιμη πηγή, με ύδατα ανυπέρβλητης γοητευτικότητας και δυναμικότητας, εμβαθύνοντας στην ολότητά του κι ανακαλύπτοντας τις δυνάμεις του, την αυθεντικότητα του θεόμορφου προσώπου του.
Μόνο ο εσωτερικό ισορροπημένος άνθρωπος και τακτοποιημένος μπορεί να έχει αγαθές σχέσεις με τους άλλους, σχέσεις που άρχισαν με τη βοήθεια του Θεού, και του έδωσαν τη δύναμη γι’ αυτή την κουβέντα με τον εαυτό του. Έτσι οι άλλοι γίνονται συλλειτουργοί στο μυστήριο της λειτουργίας της ζωής, όπου μεταλαμβάνουμε ο ένας του άλλου, με την προσευχή, τη φιλία, τον γάμο και παρηγοριόμαστε στο πολυκύμαντο αυτό ταξίδι της εφήμερης ζωής μας.
Φοβάσαι; Μη φοβάσαι να σκέφτεσαι τον Θεό. Πήγαινε στην εκκλησία και κάτσε σε μια γωνιά ήσυχος. Μόνο ο Θεός μπορεί να σε λυτρώσει από τους φόβους. Με συγχωρείτε που δυσκολεύομαι να είμαι αναλυτικός. Δεν νομίζω άλλωστε πως χρειάζεται. Πρέπει να νοιώσεις πως οι σχέσεις σου με τον Θεό είναι θέμα δικό σου, Παρότι είναι δύσκολο εντούτοις πρέπει να κοιτάξει να βρει κανείς ένα καλό πνευματικό οδηγό. Δε συμφέρει ν’ ανοίγεις εύκολα την ψυχή σου στον καθένα. Η ψυχή του ανθρώπου είναι απύθμενο μυστήριο. Θα είναι πολύ τυχερός κανείς αν μπορέσει να βρει στη ζωή του ένα πρόσωπο που θα το σέβεται, θα το αγαπά και θα το εμπιστεύεται και με χαρά θα το ακολουθεί. Κι όσο νωρίτερα γίνει αυτό τόσο καλύτερα.
Την πρώτη θέση της καρδιάς μας καλείται να έχει ο Θεός. Οι άλλοι ας είναι μεσάζοντες της προσαγωγής μας σε Αυτόν ως παρρησία, εμπειρία, γνώση και διάκριση έχοντες των μονοπατιών που οδηγούν σε Αυτόν και του φωτός που χύνει στους επικαλουμένους του.
Μα ποιος είναι αυτός ο Θεός, πάτερ μου, θα μου πείτε. Δεν τον είδαμε, δεν τον ακούσαμε, δεν αισθανόμαστε την ανάγκη του, είναι ίσως τόσο μακρυά… Ασχολείται μ’ εμάς; Τι ανάγκη μας έχει; Τι μας θέλει; Και δίχως αυτόν δεν μπορεί να πάει καλά η ζωή μας όπως εκατομμυρίων ανθρώπων που τον αγνοούν; Εύκολα θα έλεγα ερωτήματα, φυσικά, ανθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η ύπαρξη του Θεού μπορεί ν’ αποδειχτεί με τη φυσική λογική. Μόνο γι’ αυτό το δόγμα δεν θα μπορούσα να ‘μια ποτέ καθολικός. Αν είχα τον Θεό σαν ένα άλλο σαν κι εμένα, έξω από μένα, μόνο που να είναι δυνατότερός μου, τότε θα ήμουν υποχρεωμένος να τον ξεχάσω. Αλλά κι ο Θεός δεσμοφύλακας, εφοριακός, εκδικητής και γέρος πλούσιος, που μας παρουσιάστηκε από συγγενείς, δασκάλους και κληρικούς θα θεωρούσα καθήκον μου να τον αψηφίσω τελείως. Ο Θεός δεν είναι αυτός. Είναι ανάγκη να πούμε πως ο άνθρωπος ούτε με τον Θεό θέλει να είναι, αλλ’ ούτε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν;
Ήρθαν δύο συνομίληκοί σας στο Άγιον Όρος, μ’ έξαλλη κόμμωση κι αμφίεση. Δυσκολευόμενοι ανάμεσα σ’ ένα μικρό ακροατήριο που «ξεναγείτο» κάθησαν διακριτικά στο τέλος και μας πλησίασαν. Σας μεταφέρω τις πρώτες κουβέντες του διαλόγου μας αυτολεξεί:
– Θα μπορούσαμε να σας ρωτήσουμε κάτι;
– Ευχαρίστως!
– Αν σας έλεγε κάποιος πως δεν υπάρχει Θεός τι θα του κάνατε;
– Τι θα του έκανα;
– Μάλιστα.
– Μήπως είναι δική σας η ερώτηση;
– Αν σας πούμε ναι;
– Αν σας πω κι εγώ πως είναι και δική μου;
– Δική σας; Εσείς, ένας μοναχός;
– Δεν πιστεύω στον Θεό που μας παρουσιάστηκε. Ένα Θεό άγαλμα, ξένο, μακρινό, απρόσιτο…
Μείναμε να κουβεντιάζουμε ώρες. Φεύγοντας την άλλη μέρα μου είπαν:
– Και μεις νομίζαμε άλλα…
Ναι, πολλοί νομίζουν άλλα. Είναι ανέντιμο να μιλάς για κάτι που δεν γνωρίζεις, να κατηγορείς το φως, τη ζωή, την αλήθεια, συ που ζεις στο σκοτάδι και στην απάτη. Είναι στενομυαλιά. Μα η στενομυαλιά θα θεραπευτεί τη στιγμή που θα την παραδεχθείς. Όσο θα τη θεωρείς ευφυΐα, ελευθερία και δόξα θα ταλαιπωρείσαι πικρά.
Είναι αλήθεια, πως οι άλλοι μας απομάκρυναν από τον Θεό και μάλιστα αυτοί που καλούνται να μας συνάξουν κοντά Του. Αυτοί οι αξιοδάκρυτοι που δεν πίστευαν αυτά που έλεγαν και δεν τα ζούσαν, ανέντιμοι υποκριτές. Μα τα ποσοστά ευθύνης κυμαίνονται και αιωρούνται επί πολλών κεφαλών και δεν απομακρύνονται καθόλου των δικών μας. Ο καθένας θα δώσει λόγο για τις προσωπικές του πράξεις.
Ό,τι κι αν έγινε μέχρι χθες μπορεί να διορθωθεί σήμερα, τώρα. Όλοι ζητούν το αποτίναγμα του νέφους που στεφανώνει τις πόλεις μας και κανείς δεν κάνει μια κίνηση. Αγνοεί; Δειλιάζει; Φοβάται; Τι συμβαίνει;
Η Ορθόδοξη πνευματικότητα έχει μια κληρονομιά αγιότητος, επιδεικνύει τρόπο επικίνδυνης ζωής κι όχι φλυαρίες κι ατέρμονες συζητήσεις των σχολαστικών, με τους ορισμούς των ορθολογιστών και τις πομπώδεις δισασκαλίες των ηθικιστών. Κελαρύζει δροσερό νεράκι στα χωράφια των καρδιών και ξεδιψά πραγματικές ανάγκες απαιτητικών ανθρώπων. Ο ασκητισμός της, η ταπείνωσή της μας οδηγούν σε πεδίο βολής και εκτόξευσης. Η Ορθοδοξία δεν είναι η πιστή τήρηση μερικών υποχρεωτικών κανόνων κι ενός τυπικού που θα πρέπει να απομνημονευθεί. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε και να ακινητοποιηθούμε. Να μη μιλάμε πολύ ούτε περί Θεού, αλλά να αποκτήσουμε τρόπο ζωής διαφορετικό. Η ζωή μας να μιλά. Κι όχι να μιλά για να μιλά. Η παραδοχή και η κατανόηση των άλλων είναι μια από τις οδούς της θεώσεως και της καταργήσεως της μοναξιάς. Γνωρίζω καλά πως όλοι αυτό ποθείτε κι ας μην το εκφράζετε, αυτό φανερώνει κι η τυχόν αντίδρασή σας στη φτώχεια μου.
Πρέπει ν’ αφήσουμε τα πολλά, όσα δεν είναι αναγκαία, τις γενικότητες και τις ασάφειες. Ο Παπαδιαμάντης λέει. κάθε γενικότητα γελοιότητα κι ένας άλλος σύγχρονος σοφός: «Αν προσπαθήσεις να δεις τα πάντα, δεν θα δεις τίποτε» (Βιττγκενστάϊν Λ.). Να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, πιο συγκεντρωμένοι πιο προσεκτικοί, πιο λιτοί. Να γνωρίσουμε τη σπουδαιότητα της απλότητας. Να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ ένα πειθαρχημένο εαυτό. Πρέπει κατά τον απόστολο Παύλο να πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αυτό σημαίνει να κάνω ότι θέλω τον εαυτό μου κι όχι ότι θέλει αυτός εμένα. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Η λύση του αδιεξόδου. Είναι μεγάλη υπόθεση αυτή. Για σκεφθείτε τη. Ακόμη αυτός ο θάνατος ο καθημερινός σημαίνει πως ν’ αρέσω στον Θεό κι όχι πως θα θαυμάζομαι από τους ανθρώπους.
Δεν χρειάζεται να τα καταλάβουμε αμέσως όλα. Ο σεβασμός μας στις Άγιες Γραφές και στον τίμιο αγώνα αγίων ανθρώπων, ότι κάτι αν δεν καταλαβαίνουμε ας ικανοποιείται με το ν’ αφήνει ακατανόητο και δεν θ’ αργήσει η ώρα που θα φωτιστούμε και θα το κατανοήσουμε. Το να διαστρέφουμε όμως τις έννοιες, για να τις ταιριάσουμε στις ιδέες μας, είναι εγωισμός κι αρχή πλάνης και αιρέσεως.
Όπως κανείς δεν πηγαίνει στον στρατό για να καλοπεράσει έτσι κι η πνευματική ζωή, η εν Χριστώ, είναι αγώνας διαρκής δίχως άγχος, μα με αγωνία. Μια μάχη σώμα με σώμα, όπου πρέπει να σφαγείς, να θανατωθείς, για ν’ αναστηθείς. Κι αυτό γίνεται ήρεμα, σιγά, ανεπαίσθητα, αργά ή σύντομα, ανάλογα με τον πόθο και την αγαπητική βούληση του Θεού. Προσκαλεί συνεχώς, προκαλεί επιτηδείως κι ευγενώς ο Θεός, ο Θεός τον άνθρωπο, να δώσει στον εαυτό του χρόνο, να ηρεμήσει και να σκεφτεί και να μη ζει σ’ ένα συνεχή στρόβιλο δραστηριότητας. Θα ήταν αρκετό στον Θεό να υπομένει ο άνθρωπος τον δύσκολο χαρακτήρα του, αφού τον παραδεχτεί, ν’ αφοσιωθεί στην άρρωστη γυναίκα του ο σύζυγος, ν’ αγαπήσει τους απρόκοφτους μαθητές του ο δάσκαλος, να κατανοήσει την απαιτητική και παράξενη μάνα του ο γιος. Είναι ένας πειρασμός να αρκεστεί κανείς στο ολίγο. Θεωρεί ότι μόνο έκτακτα, μεγάλα και συνταρακτικά γεγονότα θα τον αναδείξουν. Φαντάζεται ευεργέτη της ανθρωπότητας τον εφευρέτη και ιεραπόστολο της Αφρικής. Δεν μπορεί να βλέπει τον Χριστό ν’ αφήνει τα 99 πρόβατα για να πάει στους γκρεμούς να βρει το χαμένο ένα.

 

Νομίζουμε ότι θα μας ζητήσει ο Θεός πολλά.
Θα ζητήσει μόνο αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε.

 

Δε θα ζητήσει καρπούς εκεί που δεν έσπειρε. Δεν θα πει στον τραυλό γιατί δεν έγινε ιεροκήρυκας και στον χωλό δρομέας. Θα δώσουμε λόγο γι’ αυτό ακριβώς που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Θα λαθεύουμε, θα σκοντάφτουμε, θα πέφτουμε, μα θα σηκωνόμαστε. Έχει τόση άπλα, τόση άνεση, τόση ευρυχωρία, η Εκκλησία μας. Στη θέρμη της αγκάλης της χωρούν όλοι, όποιοι και να ‘ναι. Το να πέσουμε είναι ανθρώπινο, το να μη σηκωθούμε δαιμονικό. Δεν υπάρχει αμαρτία που να μη συγχωρείται, πληγή που να μη θεραπεύεται. Αρκεί να το επιθυμήσεις, να το θελήσεις αληθινά. Ο Θεός μας θέλει όλους κοντά Του. Αυτό είναι σίγουρο και βέβαιο. Στο χέρι μας λοιπόν είναι να το απολαύσουμε. Μια ακόμη αρχή αυτής της συναντήσεώς μας με αυτόν, στο να σκηνώσει η Χάρη Του ζωηρή εντός μας είναι η καθαρότητά μας. Μόνο με τους καθαρούς ενώνεται ο Θεός.

 

 Πρέπει πρώτα να καθαριστείς για να συνομιλήσεις με τον Θεό, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και ο αββάς Ισαάκ τονίζει πως πρώτα θα αποσυνδεθείς από την ύλη για να ενωθείς με τον Θεό. Όσο καιρό ο νους, παραμένει απρόσεκτος και ακάθαρτος ο Θεός δεν ελεεί. Με τη σταδιακή κάθαρση έρχεται λύπη στην καρδιά για τ’ ατοπήματά μας και την προσβολή του Θεού. Και χαρά, γιατί η ψυχή αρχίζει ν’ ανασαίνει και να προγεύεται κάποιων θείων, μικρών, αλλά δυνατών και εντυπωσιακών παρηγοριών. Η προσευχή βοηθά σ’ αυτή την κάθαρση και ιδιαίτερα η νοερά. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με… Πρέπει να τονιστεί πως, όλη η ασκητική παράδοση αποδίδει μεγάλη σημασία στην κάθαρση της καρδιάς και δεν ικανοποιείται σε κάποια εξωτερική τακτοποίηση των ηθών. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς πως έχει αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Θεό επειδή ζει μια τίμια ζωή και αποφεύγει τις αμαρτίες, ενώ στα βάθη της ψυχής του παραμένουν ανενόχλητα και βαθύρριζα τα πάθη. Οι άγιοι Πατέρες συνιστούν θεραπευτικά μέσα για την απελευθέρωση από τα πάθη.
Αν μπορέσεις να δεχτείς το θαύμα πως ο Θεός έγινε άνθρωπος, όλες οι άλλες δυσκολίες είναι μηδαμινές. Ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανέβει ο άνθρωπος . Του άνοιξε τον δρόμο. Τώρα όλα είναι εύκολα. Με την ανάστασή Του νικήθηκε κι ο θάνατος. Έτσι η πίστη του πιστού περιπαίζει τον δαίμονα, τον θάνατο, το κακό, την κάθε μοναξιά.
Μόνο ο αληθινός άνθρωπος του Θεού σκέφτεται την αθάνατη ψυχή του. Δεν προσδοκά ανταπόδοση. Χαίρεται να χαρίζει σαν να λαμβάνει. Ένα σκοπό έχει. Πώς να σωθεί. Αγαπά γιατί είναι έξυπνος. Δεν έχει οκνηρία, διχασμούς και δισταγμούς, άγχος και αμφιβολίες. Χαίρεται να υπακούει. Δεν κάνει τίποτε μισό. Ξέρει κι αγαπά να σωπαίνει. Είναι γνήσιος, αυτός που είναι, ατόφιος, ειλικρινής. Θα μπορούσε βεβαίως ο Θεός να επέμβει δυναμικά στη ζωή μας και να μας κάνει θέλοντας και μη καλούς. Αλλά αυτό όπως καταλαβαίνετε είναι μακράν του σχεδίου της αγάπης του Θεού. Η αγιότητα δεν είναι δοτή. Ο Θεός δίνει συνεχείς ευκαιρίες κι ερεθισμούς, αν ο άνθρωπος της εκμεταλλευτεί καλώς. Ο Θεός στο ένα βήμα μας κάνει δέκα. Αλλά πρέπει να κάνουμε πρώτα το δικό μας ένα. Αδυνατεί, θα λέγαμε, ανθρωπομορφικά να επέμβει δικτατορικώ τω τρόπω και να μας αναστατώσει. Είναι απεριόριστα ευγενής λοιπόν κι ευαίσθητος ο Θεός.

 

Ο υποκειμενικός λοιπόν παράγοντας στην προς Θεόν πρασαγωγή μας είναι απαραιτήτως απαραίτητος. Η συμβολή μας, η συνεργία μας, στον συνεχή αγώνα για τη σωτηρία μας, με πολλή ταπείνωση πάντα, είναι βασική προϋπόθεση μιας αρχής.
Μέσα σ’ ένα κόσμο δίχως σκοπό, με μια συμφεροντολόγα αγάπη για τον πλησίον και κακή για τον εαυτό του, που πλησιάζει τον άλλον για ν’ αποφύγει τα ερωτήματα του εαυτού του, η μοναξιά του καταντά φυλακή. Η χυδαιότητα του κόσμου έγκειται στο ότι ζει για το τίποτα κι αυτό γίνεται αφορμή δακρύων για κάθε φιλόθεο και φιλάνθρωπο.
Αναγκάζομαι παρασυρόμενος να υποπίπτω σε αυτό που κατηγόρησα, σε γενικότητες και να σας κουράζω. Ερχόμενος κανείς στο μοναστήρι ένα από τα πρώτα βιώματα που έχει είναι πως όλη του η ζωή είναι μια μπουνιά στο στομάχι του Θεού. Κι αυτή τη μπουνιά του ο Θεός τη χαϊδεύει. Ε, τότε δε σου μένει άλλο από το να κλαις συνεχώς. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει περί Θεού και να πείσει. Ο Θεός δεν αποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικά στις καρδιές και κάποτε σε τόπους και σε ώρες που δεν το περιμένεις. Ο Θεός μιλά σιωπηλά. Σε τόπους ήσυχους θορυβωδώς. Σε τόπους θορυβώδεις ήσυχα κι ίσως γι’ αυτό δεν ακούγεται. Ίσως, μάλλον, δεν θέλουμε να τον ακούσουμε και γι’ αυτό δεν τον ακούμε. Μη μειώνουμε λοιπόν το νόημα αυτών που δεν κατανοούμε. Όλα είναι δύσκολα πριν αυτή τη φανέρωση, τη ζωντανή σχέση, την αποκάλυψη, το νέο τρόπο ζωής. Είναι ένα θαύμα φωτός που σε κάνει να λησμονάς όλο το προηγούμενο σκοτάδι σου, από λεπρός γίνεσαι υγιής, από αμαθής σοφός. Αποκτάς φτερά, νέα όραση, νέα ακοή. Μα δεν πρέπει να λησμονάς τον Ίκαρο, το πολύ φως που τυφλώνει, τη βροντή της σιωπής που κουφαίνει.
Συγχωρέστε παρακαλώ την τυχόν ποιητικότητά μου. Πολλή ειρήνη υπάρχει μέσα στη σιωπή. Μίλα άνετα με τους ανθρώπους, δίχως συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Να είσαι φίλος όσο ξένος με όλους, κατά τον αββά Ισαάκ. Λέγε τη γνώμη σου, δίχως να θες να την επιβάλλεις. Άκου και τον άλλο κι ας σου φαίνεται ανιαρός κι αστείος. Έχει τον πόνο του, την ιστορία του, έχυσε και γι’ αυτόν αίμα ο Χριστός. Μη συγκρίνεσαι με τους άλλους, λέει ο αββάς Ησαΐας, είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Αν πεις είσαι καλύτερος του άλλου πέφτεις στην υπερηφάνεια. Αν πεις πως είσαι χειρότερος στην κακομοιριά, στην μειονεξία, την αποθάρρυνση, την απελπισία.

 

 Να ενδιαφέρεσαι για την πρόοδό σου στις σπουδές και στην εργασία, μα να ξέρεις πως κι ένας τσαγκάρης κι ένας οδοκαθαριστής προσφέρει έργο χρήσιμο, μπορεί να είναι ήρωας, άγιος. Να κοιτάς να είσαι αυτός που είσαι. Κυρίως μην υποκρίνεσαι τον καλό γιατί είναι βαριά αυτή η αρρώστια κι οδηγεί σε θάνατο. Ούτε πάλι ως εξ’ αυτού να γίνεσαι κυνικός και μάλιστα ότι αφορά την αγάπη. Μη βιάζεσαι και μη χασομεράς. Να είσαι όσο ευγενικός τόσο κι αυστηρός με τον εαυτό σου. Μη τον αφήνεις εύκολα να χαζεύει και μην τον κουράζεις με προγράμματα που σε λίγο θα τα διακόψεις. Η κούραση κι η μοναξιά γρήγορα μπορούν να σε αρρωστήσουν. Φτιάξτα με τον Θεό. Φτιάξτα με τον εαυτό σου. Φτιάξτα με τους άλλους και κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει την ειρήνη από την καρδιά σου. Βρες την ειρήνη στην καρδιά σου και χιλιάδες κόσμος θα σωθεί, λέει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ. Έτσι, εσύ, που όλοι νομίζουν πως δεν προσφέρεις τίποτε, μόνο με αυτή την ειρήνη, τη νηφαλιότητά σου, τη χαρά σου, θα έχεις διάρκεια, αντοχή, αποθέματα, σημεία σημαντικά μυστικών μεταμορφώσεων, δυνάμενα να μεταμορφώσουν πολλή από την κακία και την ασχήμια του κόσμου. Όπως μερικά γεροντάκια στο Άγιον Όρος που σε διδάσκουν μόνο με τη θωριά τους. Η ηρεμία τους, η γαλήνη τους, η στάση τους, ο τρόπος τους, είναι το πιο βροντερό κήρυγμα και μάλιστα στους νέους επισκέπτες του Αγίου Όρους, εσάς, που έχετε τη χάρη πιο έντονη από τον Θεό, να διακρίνετε το γνήσιο, το ατόφιο, το καθαρό, το πολύτιμο.

 

Είστε καλοί, μα μπορείτε να γίνετε καλύτεροι. Είστε λίγοι, μη φοβάστε. Κι ένας μπορεί να φυλά την αλήθεια, όπως διδάσκει η Ιστορία. Η δύναμη του πνεύματος δεν είναι με τα μεγάλα μεγέθη των αριθμών.
Είναι λυπηρό να βλέπεις τους νέους διαμελισμένους, σκόρπιους εδώ κι εκεί, αφηρημένους, ασυνεπείς. Ενώ μπορούν πολλά. Ας κάνει κανείς πολύ λιγότερα μα ολοκληρωμένα. Είναι κρίμα να ‘χει κατακυριευτεί η νεολαία από αυτό το πνεύμα της βαρύτητας, της πλαδαρότητας, της νωχέλειας, του «δε βαριέσαι βρε αδερφέ». Το να έχεις μια γνώμη για όλα, να μισοξέρεις πολλά, να λες σε άλλους ναι ή όχι, είναι σημείο μεγάλης θολούρας και χλιαρότητας, που φανερώνει αναποφασιστικότητα και φαντασιοσκοπία, πνευματική χρεωκοπία και δυστυχία για το μέλλον.
Όταν θα βαρεθείτε όλα αυτά, τα λίγα, τα πολλά, τα μισά κι ασχοληθείτε με το ένα, με σας, με τον Θεό, με μένα, με σένα, τότε κάτι μπορεί ν’ αρχίσει. Γι’ αυτή τη μεγάλη τιμή της ιδιαιτερότητος του προσώπου μιλά η Εκκλησία μας απλά, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αυτή τη σπάνια και πολύτιμη, ειλικρινή και αθώα γνησιότητα αγωνίσθηκαν οι άγιοι κι αυτή μας παραδίδουν. Δίχως να προσδοκούν καμιά ανταπόδοση για την αγάπη του αγώνα τους, ούτε από τον Θεό, ούτε από τους ανθρώπους. Αυτό που αναφωνούσε μέσα στον άφατο πόνο της απελπισίας του ο Νίτσε. «Ω μοναξιά, μοναξιά, πατρίδα μου» θα πρέπει να είναι η ιαχή των χριστιανών, κατ’ άλλη βέβαια έννοια. Κι αυτό που λέει ο Σαρτρ, πως η κόλαση είναι οι άλλοι, για μας ο παράδεισος να είναι. Ο επίσης απελπισμένος επαναστάτης Καμύ δεν βοηθά με τις συνταγές του τα αδιέξοδα επταήμερα του δύστροπου εικοστού αιώνα. Η λογοτεχνία, η τέχνη, η πολιτική, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η θεολογία των εδρών, δεν φωτίζουν, δεν λυτρώνουν την ψυχή του νέου ανθρώπου.
Δεν θα σας κουράσω πολύ ακόμη με τις αποσπασματικές και τηλεγραφικές αυτές φράσεις μου. Θα επιθυμούσα όμως να σας μεταφέρω τις σκέψεις μερικών ακόμη αγίων Πατέρων μας στο θέμα που μας απασχολεί, των σχέσεών μας με τον Θεό, τον εαυτό μας και τους άλλους και της διεξόδου της πολλής μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Θα παρακαλούσα να προσέξουμε ώστε η μικρή συζήτηση που θα επακολουθήσει να έχει βάση της αυτά που ειπώνονται και να περιοριστεί μόνο σε αυτά.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως δεν είναι καλό ο άνθρωπος ούτε πολύ να ξεθαρρεύει ούτε να απελπίζεται. Το να έχεις παράτολμο θάρρος σε κάνει να πέσεις κι η απελπισία πεσμένο δε σ’ αφήνει να σηκωθείς. Ο αββάς Δωρόθεος συχνά μιλά στα ασκητικά του έργα για την κατάκτηση του μέτρου, της ισορροπίας, της ειρήνης και της ταπεινώσεως. Μας θέλει συνεχείς κυνηγούς της ειρήνης. Με την ειρήνη της καρδιάς σου και μόνο, λέει, βοηθάς τους άλλους. Πρέπει να φροντίζεις πάντοτε, συνεχίζει, να βρίσκεσαι σε ειρηνική κατάσταση, ώστε να μη θολώνει η καρδιά σου.
Χρειάζεται να βγάζουμε διδάγματα και συμπεράσματα και να κάνουμε αναλύσεις; Ασφαλώς και βεβαίως όχι. Έτσι θα περιμένω να ακούσω τις ερωτήσεις σας. Διατηρώντας πάντα το παντζούρι ανοιχτό, του παραθύρου που ανοίξαμε μαζί, σ’ ένα κόσμο άκοσμο κι όχι κόσμημα, πεπτωκότα και συγχυσμένο, που όμως μπορεί αν θέλει να σπάσει το κέλυφος που δεν τον αφήνει να ανασάνει ελεύθερα κι η μοναξιά του να γίνει ευεργετική, με την αυτογνωσία, την μνήμη του Θεού, τη μελέτη. Ετοιμασία και οδός προς συνάντηση του Θεού και των πλασμάτων του κι ο κόσμος να ‘ναι περιβόλι. Αυτά από το Περιβόλι της Παναγίας, νύξεις απλές με τη γνώση πως δεν κομίζω «γλαύκας εις Αθήνας» και τη συγγνώμη για το τυχόν διδασκαλικό μου ύφος.

(Πηγή: "Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον")