Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Γέροντας Αιμιλιανός, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας (+) Η προεόρτια μοναξιά και το κρύψιμο του Θεού

 

Η καθημερινή ζωή του μοναστηριού δεν είναι μόνον πρακτική ζωή ή πεζότητα, αλλά μπορεί να είναι πτέρυγες που καλύπτουν μία άλλη πραγματικότητα, ένα βαθύτερο βίωμα, το οποίο ζη κάθε μέλος της αδελφότητος χωριστά και, σαν μια καρδιά και μια ψυχή, ολόκληρη η αδελφότητα. Αυτό το βίωμα είναι συμμετοχή «κατά το μέτρον της ηλικίας» (Εφ. 4,13), δηλαδή της δυνάμεως, της χωρητικότητος, της διαθέσεως και της αγωνιστηκότητος του κάθε μέλους, στην εμπειρία της Εκκλησίας. Τότε είναι φανερό ότι στο μοναστήρι ζη ο Θεός, όχι μόνον ο άνθρωπος.

Η Γέννησις του Κυρίου, που αρχίσαμε να εορτάζωμε, συνυφασμένη με όλα τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου και της Θεοτόκου, δημιουργεί ένα άλλο κάλυμμα. Με την σάρκωσι του Λόγου καλύφθηκε η θεότης, ώστε το φως της να μην τυφλώση και κατακαύση το ανθρώπινο γένος, διότι η θεότης είναι «πυρ καταναλίσκον»(Εξ. 4,24· 9, 3), κατακαίον τα πάντα, είναι όμως και φως. Οι άνθρωποι δεν έπρεπε εξ αρχής να το καταλάβουν αυτό· τόσο πολύ μάλιστα, ώστε «εις τα ίδια» ερχόμενος ο Χριστός να μην τον αναγνωρίση ούτε ο περιούσιος λαός του και να τον διώξη ως ξένο και άγνωστο (Ιω. 1,11). Όντως, ως ξένος και άγνωστος καταδικάσθηκε, και ως ενσαρκωτής του αποπομπαίου τράγου (Λευϊτ. 16, 7-10· 20-22·26) εξήλθε από την ζωή.

Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δη τον Θεόν με τα πήλινα μάτια του. Ποιος μπορούσε να καταλάβη ότι κάτω από την σάρκα του Χριστού κρυβόταν ο Θεός; Δεν το κατάλαβε ούτε η Παναγία Μητέρα του· δεν το κατάλαβαν ούτε οι απόστολοι, οι οποίοι ζούσαν κάθε ημέρα μαζί του και πολλές φορές σκανδαλίζονταν εξ αιτίας του· τόσο πολύ μάλιστα, ώστε να δώσουν αφορμές να μείνουν στην ιστορία αμφισβητήσεις σχετικά με τον Χριστόν, που δεν θα τολμούσε κανείς να τις επινοήση εναντίον του πατέρα του, της μητέρας του, ούτε κάν εναντίον του εχθρού του. Και όμως τις επινόησαν εναντίον του Χριστού.

Η σοφία του Θεού μπορεί να βρίσκη τρόπους να κρύβη την θεότητα. Για ποιό λόγο; Διότι ο άνθρωπος φοβάται το πολύ φως, το άνοιγμα των ουρανών, φοβάται την αιωνιότητα, και αντ’ αυτών, προτιμά οτιδήποτε τον κάνει να νοιώθη ότι είναι μόνος του, γιατι Θεός σημαίνει κάτι παγκόσμιο και καθολικό. Ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος από την αμαρτία, από την δεύτερη, θα λέγαμε, σαρκική γέννησί του, είναι έτσι επενδεδυμένος μετά τον πειρασμό της Εύας, ώστε να θέλει να ζη μόνος του, το ισχυρότερο βίωμά του είναι η μόνωσίς του. Παντού υπάρχουν καρδιές που ζουν μόνες. Είναι δυνατόν να τις βρη κανείς ακόμη και εκεί όπου τόσο πολύ συνωθούνται οι άνθρωποι. Ο καθένας έχει την δυνατότητα να κρύβη την ζωή τπυ και να μένη ολομόναχος. Και τούτο, διότι δεν μπορεί να ζη με έναν Θεόν καθολικόν και αιώνιον.

Ο άνθρωπος λοιπόν έκανε θεό τον εαυτό του, για να ζη μέσα στην μιζέρια του, στην παροδικότητα και την συμβατικότητά του, στην ανάπαυσι που κάθε φορά δημιουργεί για τον εαυτό του: Σήμερα αυτό είναι μια χαρά, αύριο μια προσευχή, μεθαύριο ένα πανηγύρι, αντιμεθαύριο μια αμαρτία, και μετά κάτι άλλο· κάτι δηλαδή που διασκεδάζει και ταυτόχρονα κατατεμαχίζει την ζωή του, τον χρόνο του, την καρδιά του, την βούλησί του – άλλο θέλει και άλλο κάνει – και μέσα στην διάσπασι του χρόνου δημιουργεί συζυγίες της μοναξιάς του. Έτσι, η μοναξιά που μοιάζει με παμφάγο θηρίο κατατρώγει, διαλύει κάθε μορφή ανάπαυλας, και ο «θεός», ο ευρισκόμενος κάτω στην γη από την πτώσι του, μένει πάλι μόνος του.

Κρύβεται ο Θεός, διότι οι άνθρωποι φοβούνται να τον κρατήσουν κοντά τους. Όπως το παιδάκι φοβάται το ύψος ή το βάθος, όπως ιλιγγιά κανείς μπροστά στους παμμεγέθεις αριθμούς, έτσι ακριβώς ιλιγγιούμε μπροστά στον καθολικόν Θεόν, σε αυτόν ο οποίος είναι πάνω από όλα και ταυτόχρονα περικλείει τα πάντα. Το κρύψιμο του Θεού είναι η μεγαλύτερη έκφρασις της ταπεινώσεως και της αγάπης του·  είναι μία κένωσις, η οποία αείποτε συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνη, ενώ με την μορφή της σαρκώσεως παρουσιάσθηκε κατά την γέννησι του Χριστού. Ο Χριστός συνεχίζει τις καθόδους του, την κένωσί του, με το να καθιστά μέτοχον του εαυτού του την καρδιά, την σκέψι , το μυαλό, την αμαρτία του καθενός. Αίρει τα πάντα επάνω του, για να μπορή, κρυπτόμενος όπισθεν αυτών, να διευκολύνη τον άνθρωπο να τον κρατά δέσμιο της αγάπης του, χωρίς να αναιρή την ελευθερία του.

Αρχιμ. Αιμιλιανού, Λόγοι εόρτιοι Μυσταγωγικοί, Ίνδικτος, Αθήναι 2014, σ. 287-289.

Μοναξιά και εγκατάλειψη



Δεν έχουμε κανένα άνθρωπο να ανοίξει την πόρτα μας!
Να μας πει ένα λόγο, για να σπάσει η μοναξιά μας!
Ζούμε μόνοι μας...
Αυτά τα λόγια ακούμε να βγαίνουν με παράπονο
Από το στόμα συνανθρώπων μας.

Είναι τραγική η κατάσταση όταν κανείς τελείως ολομόναχος.
Πράγματι υπάρχουν συνάνθρωποι μας
Που ζουν στην ερημιά των μεγαλουπό­λεων ή και σε χωριά
Ξεχασμένοι, μόνοι κι έρημοι
Χωρίς καμιά επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.
Είναι πολύ περισ­σότεροι απ' ότι μπορούμε να φαντασθούμε
Αυτοί που εκφράζουν το πα­ράπονο του παραλυτικού της Βηθεσδά:
"Άνθρωπον ούκ έχω" (\ω. ε' 7).
Σημειώνουμε μερικές περιπτώσεις.
Υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νοσήματα
Με καθημερινό σύντροφο τον πόνο και τις πληγές, χωρίς καμιά περιποίηση.
Απουσιάζει τελείως φίλος ή συγγενής τους, για να σκύψει στο προσκέφαλα τους
Και με πατρική στοργή και ειλικρινή αγάπη να τους περιποιη­θεί.
Και όταν συμβεί να εμφανισθεί κανέ­νας από αυτούς δίπλα τους
Το κάνει με βαριά και παγωμένη καρδιά.
Γέροντες γονείς που ανέθρεψαν τα παιδιά τους με πολλά ξενύχτια και ιδρώτες
Περνούν τώρα, στη δύση της ζωής τους, ξεμοναχιασμένοι
Κλεισμένοι σ' ένα δωμάτιο με ελάχιστη περιποίηση.
Τους αγνοούν τελείως τα παιδιά τους
Το θεωρούν "βάρος" να τους κάνουν έστω ένα τηλεφώνημα
Για να πληροφορηθούν πως ξημεροβραδιάζονται.
Στα όσα συνοδεύουν συνήθως τα γηρατειά τους ανήμπορους γέρους
Προστίθεται και ο ψυχικός πόνος τους για την τραγική εγ­κατάλειψη από αυτά τα σπλάχνα τους.
Μοναξιά φοβερή και εγκατάλειψη δο­κιμάζουν παιδιά και νέοι
Όταν οι γονείς τους με προχειρότητα και ελαφρά τη συνείδηση
Χωρίς ουσιαστικούς λόγους, διαλύουν την οικογένεια τους.
Ζουν χω­ρίς οικογένεια, αποξενωμένα και έρημα.
Ή άλλα παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, αι­σθάνονται την ανάγκη της οικογενεια­κής θαλπωρής
Και στοργικής συμπαρα­στάσεως και παρακολουθήσεως τους.
Οι γονείς τους όμως τα εγκαταλείπουν και αδιαφορούν
Χωρίς ποτέ να εκδηλώ­νουν κανένα ενδιαφέρον για τη σωστή διαπαιδαγώγηση τους
Και την καλή εξέ­λιξη τους.
Μοναξιά και εγκατάλειψη επίσης αι­σθάνονται και όσοι ζουν τη ζωή της αμαρτίας.
Ζουν αυτό το δράμα στο βά­θος της ψυχής τους
Έστω και αν προσ­παθούν να το καμουφλάρουν με επί­πλαστα χαμόγελα και με ξενύχτια.
Θα γινόταν μακρύς ο κατάλογος, εάν συνεχίζαμε να καταγράφουμε
Όλες τις περιπτώσεις που συνάνθρωποι μας πί­νουν ολομόναχοι
Το κατάπικρο ποτήρι της εγκαταλείψεως και της μοναξιάς.
Μπροστά στο δράμα αυτό που ζουν πολλοί αδελφοί μας
Έχουμε καθήκον και ιερό χρέος, ως χριστιανοί
Να επιση­μαίνουμε αυτούς τους ανθρώπους
Να τους βρίσκουμε και να τους συμπαρα­στεκόμαστε.
Να τους περιβάλλουμε με ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη.
Να τους δείχνουμε στοργή.
Ένας λόγος παρη­γορητικός και ενθαρρυντικός
Μία σύ­σταση αδελφική για προσευχή και μελέ­τη του λόγου του Θεού
Λίγη συντροφιά οικοδομητική, έστω και τηλεφωνικώς
Θα διαλύσει τα βαριά μολυβένια σύννεφα που σκεπάζουν τον ορίζοντα της ψυχής τους
Θα ανοίξει νέους φωτεινούς ορί­ζοντες στις σκέψεις τους.
Θα δοξάζουν τον Θεό και θα μας ευγνωμονούν για την ψυχική ανακούφιση
Και τη χαρά που τους προσφέραμε.
Πιθανόν και εμείς να ζούμε στιγμές μοναξιάς και εγκαταλείψεως από προσ­φιλή μας πρόσωπα. Διάφορες σκοπι­μότητες, ιδιοτελή ελατήρια
Ή διότι θέλουν να αποκομίσουν από εμάς κάποια οφέλη
Συντελούν στο να απομακρύνονται από εμάς γονείς, φίλοι, συγγενείς.
Υπάρχει όμως η δυνατότητα να ανακουφίζεται η ψυχή μας αυτές τις δύσκολες ώρες.
Να καταφεύγουμε στον Σωτήρα και Λυ­τρωτή μας Κύριο Ιησού Χριστό
Τον πάνσοφο και πανάγαθο κυβερνήτη της ζωής μας.
Έχουμε συμπαραστάτες την Παναγία Μητέρα μας και τους Άγιους μας.
Έχουμε το Ψαλτήρι.
Ακόμη έχουμε τη δυνατότητα να ανοίγουμε την καρδιά μας
Στον καλό μας Πνευματικό κατά την Ιερή ώρα της εξομολογήσεως.
Ας μην απογοητευόμαστε.
Ο παραλυτικός της Βηθεσδά εκφράζει το παράπονο στον Κύριο
Ότι δεν έχει άνθρωπο για να τον ρίξει μέσα στην κολυμβήθρα αμέσως ό­ταν ταράσσεται το νερό. Εμφανίζεται ό­μως μπροστά του ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός.
Τότε του λέει ο Ιησούς:
"Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι στον ώμο σου και περπάτα" (Ίω. ε' 5­9).
Υγιής πλέον περπατά και μεταφέρει ο ίδιος το κρεβάτι του.
Στην περίπτωση επίσης της χήρας της Ναΐν βρίσκουμε τον Κύριο
Κοντά στην πονεμένη χήρα μητέρα να μοιράζεται μαζί της τον πόνο της {Λουκ. ζ' 11-15).
Ας έχουμε δε υπ' όψιν μας ότι και ο Κύριος μας ως άνθρωπος έζησε ώρες εγκαταλείψεως.
Μας το αποκάλυψε το αδιάψευστο στόμα του:
"Ιδού έρχεται ώρα, και νυν ελήλυθεν, ίνα σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε".
Ιδού έρχεται ώρα, και έφθασε τώρα αυτή η ώρα, για να σκορπισθείτε
Και επιστρέψετε ο καθένας σας στα σπίτια σας και να με αφήσετε ολομόναχο.
Πράγματι ύστερα από λίγο ο Ιούδας Τον προδίδει.
Ο Πέτρος Τον αρνείται:
"Ουκ οίδα τον άνθρωπον" (Ματθ, κς' 72).
Οι πάντες Τον εγκατα­λείπουν στην κρίσιμη ώρα των Σεπτών Παθών του.
Ο δε απόστολος Παύλος με πόνο ψυχής θα γράψει στο μαθητή του Τιμόθεο:
"Κατά την πρώτη μου απο­λογία δεν ήλθε κανένας μαζί μου για να μου συμπαρασταθεί
Αλλά οι πάντες με εγκατέλειψαν" (Β' Τιμ. δ' 16* πρβλ. α' 15).
Μοναξιά και εγκατάλειψη, δυο λέξεις φορτωμένες με πολλά δάκρυα και βαθείς αναστεναγμούς.
Την βιώνουν και στη σημερινή εποχή πολλοί συνάνθρω­ποι μας
Παρ' όλο που ζούμε σε πολυκα­τοικίες με πληθώρα διαμερισμάτων.
­Εάν όμως οι άνθρωποι μας λησμονούν, έχουμε φιλόστοργο ουράνιο πατέρα που μας ενθυμείται.
Να καταφεύγουμε κοντά Του.
Θα μας στηρίζει και θα μας πα­ρηγορεί με τον λόγο του.
Ως προς τους άλλους που ζουν μόνοι τους ξεχασμέ­νοι, να κάνουμε ότι μπορούμε.
Ας τους πλησιάζουμε με ειλικρινή αγάπη και στοργικά ενδιαφέρον.
Ως άλλοι Κυρηναίοι να μοιραζόμαστε λίγο από το βά­ρος του σταυρού που σηκώνουν.
Να παρακαλούμε δε τον φιλάνθρωπο Κύ­ριο μας
Να λιγοστεύει συνεχώς τους ανθρώπους της μοναξιάς και της εγκαταλείψεως.

Η μοναξιά του Χριστού και η δική μας αδιαφορία π. Κωνσταντίνου Καλλιανού

 



Ένα προσωπικό σχόλιο στο «Περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου»

Συνήθως, όταν ακούμε τις ευαγγελικές περικοπές του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής ή τα λεγόμενα Δώδεκα Ευαγγέλια, επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στα όσα διαδραματίζονται στο ναό με την έξοδο και τη λιτανεία του Εσταυρωμένου. Έτσι, πολλά από αυτά που προηγούνται αυτής της ιερής στιγμής, απομένουν στην αφάνεια και πολύ περισσότερο δεν τα λαμβάνουμε υπόψη μας, με αποτέλεσμα να χάνουμε μιαν ευκαιρία να παρατηρήσουμε και να κατανοήσουμε τις τελευταίες γήινες στιγμές του Χριστού και, φυσικά, να συνειδητοποιήσουμε και να εμβιώσουμε το κορυφαίο γεγονός της μοναξιάς Του. Γι’ αυτό και οι Πασχαλιές με τα Μεγαλοβδόμαδα τους μας φαίνονται με το χρόνο, όλο και πιο ανούσιες, τυπολατρικές και συνηθισμένες.

Αν όμως παρακολουθήσουμε με τη δέουσα ευλάβεια την όλη πορεία των γεγονότων, από το Δείπνο μέχρι την ώρα της Προδοσίας και της συλλήψεως Του, θα διαπιστώσετε πως παράλληλα με την Αγωνία του Κυρίου συμπορεύεται και η τέλεια μοναξιά Του αυτή δηλαδή που εκφράζεται με εκείνον τον καθαρά ανθρώπινο λόγο, λόγο που διατρέχει του αιώνες με την ίδια δυναμική και βαρύτητα και γίνεται ο κοινός λόγος όλων εκείνων που ζουν οριακές στιγμές αγωνίας, ανησυχίας και πόνου: «Περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου». Τι άλλο, στ’ αλήθεια περιμένουμε ν’ ακούσουμε από Κάποιον που ροκανίζεται το είναι Του από μύρια ερωτήματα και πικρία; Πικρία και απόγνωση που διερμηνεύεται από τον υμνογράφο με το, «Λαός μου τι εποίησας σοι και τι μοι ανταπέδωκας….;»

Στην Ορθοδοξία Εικονογραφία και μάλιστα αν σταθούμε στην εικόνα – παράσταση της εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα (πρβλ. Ιωάν. 12, 12-18), τότε ευκρινώς θα παρατηρήσουμε ότι το Πρόσωπο Του έχει μια περίσκεψη, ένα ίχνος και μια σοβαρότητα, που φανερώνει προβληματισμό, αλλά και αποχή από τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Γι’ αυτό και σωπαίνει, γι’ αυτό και δεν χαιρετά, δεν ευλογεί, δεν θαυματουργεί, δεν προσέχει τα ωσσανά…. Όλα αυτά ξέρει πως αποτελούν και είναι σημάδια μιας πορείας που μέλλει να διανύσει. Όπως, άλλωστε, το είχε προειπεί: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιέρευσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται».

Σε παράλληλο δρόμο, με αυτό του Ιησού, πορεύεται και ο κάθε ποιμένας. Μόνο που αυτός δεν έχει τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια, γι’ αυτό και αρέσκεται στο να δέχεται τις επευφημίες του κόσμου, ν’ ακούει κολακείες, να αριθμεί τους περί αυτόν επώνυμους και ανώνυμους, για να αισθάνεται μια σιγουριά και μιαν ασφάλεια. Προσωρινή όπως πάντα και για λίγο μόνο. Γιατί όταν πάψουν τα ωσαννά, αυτό το διαχρονικό χειροκρότημα δηλαδή, όταν ο καθένας πάρει το δρόμο για το σπίτι του και απομείνουν στους νυχτωμένους δρόμους μονάχα τα σημάδια μιας πορείας τότε αρχίζει κι η αντίστροφη μέτρηση αφού σε λίγο διάστημα – πόσο άραγε; Θ’ αρχίσουν τα «πονηρά συμβούλια», θ’ αναζητούνται οι δόλιοι και οι φιλάργυροι – πάντα μέσα από τον κύκλο το στενό του ποιμένα – κι ύστερα θα σχεδιάζεται ο τρόπος της προδοσίας. Της όποιας προδοσίας….

Όχι, δεν θα υπάρξει κανένας κήπος με ελιές που το φύλλωμα τους θ’ ασημίζει στο νυχτωμένο ανοιξιάτικο λυκόφως, ούτε κάποια σπείρα «μετά φανών, λαμπάδων και όπλων» θα φανεί. Αρκεί μια επίσκεψη, ένα τηλεφώνημα, μια επιστολή, ένα δημοσίευμα, κάποια συνάντηση, για να ξεδιπλωθεί το μεγαλείο της αγωνίας, να υφανθεί ο χιτώνας της απελπισίας και να στραγγίσει η ψυχή από την δίψα της απουσίας αδελφών και φίλων. Τότε ασφαλώς εκείνα τα λόγια, «ούκ ισχύσατε μιαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ αμού», θα γίνουν η μόνη του βακτηρία αφού θα φέρει σιμά του Εκείνον, ο οποίος «περίλυπος» έζησε τη μαρτυρική τη μοναξιά και άφησε τον ιδρώτα Του να ποτίσει το χώμα της Ιερουσαλήμ, για ν’ ανθήσει εκεί η ελπιδοφόρος προτροπή: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν».

Αιώνες τώρα ακούγεται στις εκκλησίες, στις ανθρώπινες συνάξεις δηλαδή, ο Κυριακός λόγος «περί λυπός έστιν η ψυχή μου…» και ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα συνειδητοποιούν την Αγωνία Του και Τον συντρέχουν. Με την κατάθεση της ψυχής τους στα τίμια χέρια Του. Δεν περιμένουν τα τετελεσμένα, τον Σταυρό δηλαδή και το θάνατο, αλλ’ αγρυπνούν μαζί Του, περιμένουν να φανεί στην όποια πλατεία του κάθε άτολμου Πιλάτου και καρτερούν «ίδειν το τέλος». Γιατί αυτοί μονάχα ξέρουν τι σημαίνει να περιμένεις το «Οψέ δε σαββάτων τη επιφούσκωση…», όπως το προείπε άλλωστε και ο Ίδιος, χωρίς κανένας να το πάρει στα σοβαρά τότε όπως και σήμερα……… Δυστυχώς.

Μοναξιά και ελπίδα προς το Θεό - γ.Αθανάσιος Λεμεσού

Μια κραυγή αγωνίας και μοναξιάς: «Άνθρωπον ουκ έχω» >> Ιωάννης Καραβιδόπουλος



Μοναξιά πολλές φορές δεν είναι η απουσία άλλων ανθρώπων αλλά και η παρουσία πολλών άλλων ανθρώπων κοντά μας που είναι όμως αδιάφοροι και επικεντρωμένοι στον εαυτό τους, στο δικό τους πρόβλημα.

Το παράπονο του επί 38 χρόνια παραλύτου για τον οποίο κάνει λόγο η σημερινή διήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη (5, 1-15) είναι πράγματι συγκλονιστικό: «Δεν έχω άνθρωπο να με βάλει μέσα στην δεξαμενή, όταν αναταράζεται το νερό». Δεν παραπονιέται για τη μακροχρόνια ασθένειά του, αλλά γιατί είναι αβοήθητος και μόνος. Η φράση του αποτελεί κραυγή πόνου και αγωνίας για τη μοναξιά του. Έχει διαχρονική αξία, διότι και στην εποχή μας, παρά τα πολλά μέσα επικοινωνίας και δίκτυα τηλεπικοινωνίας, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται μόνοι. Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκουν τον συνάνθρωπο δίπλα τους την ώρα που έχουν την ανάγκη του. Το παράπονο του παράλυτου είναι η κραυγή αγωνίας πολλών ανθρώπων της εποχής μας. Εάν η πίστη μας είναι μόνο μια κάθετη σχέση με τον Θεό και δεν έχει την οριζόντια διάσταση της συναντήσεως με τον συνάνθρωπο, όταν μάλιστα αυτός έχει την ανάγκη μας, τότε πρέπει να διερωτηθούμε σοβαρά εάν αυτή η πίστη είναι γνήσια και πραγματική.

Τη βοήθεια όμως που δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να προσφέρει στον παράλυτο της διηγήσεως έρχεται να του την δώσει με τον πιο δραστικό, οριστικό και αυθεντικό τρόπο Αυτός που έγινε άνθρωπος όχι μόνο για να μας αποκαλύψει ποιος είναι ο Θεός αλλά και ποιος είναι – ή μάλλον ποιος πρέπει να είναι – ο πραγματικός άνθρωπος. Ένας ύμνος του εσπερινού της Κυριακής του παραλύτου βάζει στο στόμα του Ιησού τα εξής λόγια: «Διά σε άνθρωπος γέγονα, διά σε σάρκα περιβέβλημαι και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω; Άρον σου τον κράββατον και περιπάτει». Ο Χριστός με ένα αυθεντικό λόγο του δίνει την υγεία στον ασθενή. «Κύριε, – λέγει το Δοξαστικό των Αίνων της ημέρας – τον παράλυτον ουχ η κολυμβήθρα εθεράπευσεν, αλλ’ο σος λόγος ανεκαίνισεν».

Όπως ο δημιουργικός λόγος του Θεού εκ του μηδενός δημιούργησε τον κόσμο (κατά την διήγηση της Γενέσεως), το ίδιο και ο δυναμικός λόγος του Υιού του Θεού αναδημιουργεί και ανακαινίζει το κατεστραμμένο από την αμαρτία και την αρρώστια πλάσμα. Επίσης και ο δυναμικός λόγος των μαθητών του Ιησού, στην αποστολική διήγηση της ημέρας (Πράξ. 9,32-42), ο λόγος του μαθητή του Πέτρου με την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού δίνει την υγεία στον παράλυτο επί οκτώ χρόνια Αινέα στη Λύδδα της Παλαιστίνης και ανασταίνει την Ταβιθά (που στα ελληνικά σημαίνει Δορκάδα) στην Ιόππη.

Ο λόγος του Χριστού δίνει ζωή, είναι ζωοδότης λόγος. Αρκεί ο άνθρωπος να δεχτεί με πίστη και εμπιστοσύνη τον αυθεντικό αυτό λόγο που διαφέρει ριζικά από τα ανθρώπινα λόγια. Γιατί δεν προσβάλλει, αλλά βοηθάει. Δεν καταστρέφει, αλλά δημιουργεί. Δίνει τη ζωή και την ανάσταση. «Αυτός που δέχεται τα λόγια μου, λέγει ο Ιησούς, και πιστεύει σ’ Αυτόν που με έστειλε, έχει κιόλας την αιώνια ζωή• και δεν θα αντιμετωπίσει την τελική κρίση, αλλά ήδη έχει περάσει από τον θάνατο στη ζωή» (Ιωάν. 5, 24).

Ο θείος αυτός λόγος «μένει εις τον αιώνα», χωρίς να μεταβάλλεται ή να εξασθενεί με το πέρασμα του χρόνου και να χάνει την επικαιρότητά του. Γιατί η ελπίδα της ζωής και της κατανικήσεως του θανάτου παραμένει παντοτινός πόθος των ανθρώπων, μη επηρεαζόμενος από την τεχνική πρόοδο ή την πολιτιστική εξέλιξη, που κάνουν τον άνθρωπο ακόμη πιο δέσμιο των έργων του και τον αφήνουν αβοήθητο στα βαθύτερα αιτήματά τα δικά του και του διπλανού του. Μέσα στο πλήθος των ανέσεων και μηχανών που διευκολύνουν εξωτερικά τη ζωή, διαπιστώνει κανείς την απουσία του συνανθρώπου, του βοηθού, του συμπαραστάτη.

Είναι πραγματικά παράξενος ο τρόπος με τον οποίο υποδέχονται πολλές φορές οι άνθρωποι την προσφορά του λόγου του Θεού. Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες στη διήγησή μας αγανακτούν, γιατί ο Ιησούς έκανε το θαύμα την ημέρα του Σαββάτου και ζήτησε από τον ασθενή να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και να πορευθεί θεραπευμένος στο σπίτι του μετά από 38 ετών αρρώστια! Με τη στενόκαρδη νοοτροπία τους οι εκπρόσωποι της θρησκείας έμειναν παγιδευμένοι στο γράμμα του Νόμου και δεν είδαν το Πνεύμα του Θεού που φανέρωσε στην ανθρωπότητα ο Χριστός. Νόμισαν ότι καταρρέει όλο το θρησκευτικό σύστημα των νομικών διατάξεων και απαγορεύσεων, τη στιγμή ακριβώς που ο Ιησούς πρόσφερε την αγάπη και τη ζωή σε ένα πονεμένο άνθρωπο.

Μέσα σ’ έναν κόσμο, που συνέθεταν από την μια μεριά οι παραμορφωμένοι από την αρρώστια και την αμαρτία άνθρωποι και από την άλλη οι χαρακτηριζόμενοι από στενόκαρδη τυποκρατία στη σφαίρα της θρησκευτικής ζωής και αρνούμενοι τη θεία προέλευση του Ιησού θρησκευτικοί ηγέτες της εποχής, αποκαλύπτεται ο Θεός όχι σαν τιμωρός και κριτής όλων αυτών αλλά σαν σωτήρας που λυτρώνει από την ασθένεια, ελευθερώνει από τους ξηρούς τύπους, δίνει ζωή στους ανθρώπους και θερμαίνει την ελπίδα της αναστάσεως, αφού ο ίδιος ο Υιός του Θεού δια του θανάτου του κατανικά τον θάνατο και θριαμβεύει κατά των δυνάμεων της φθοράς και της καταστροφής.

Σε τρία σημεία κυρίως μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη διόρθωση πορείας της ανθρωπότητας που επιτελεί ο Χριστός κατά τη διήγηση της σημερινής ευαγγελικής περικοπής:

1. Διορθώνει την παραμόρφωση της ανθρώπινης φύσεως που οδηγείται στον όλεθρο, την καταστροφή και τον θάνατο, επαναφέροντάς την στην πορεία της ζωής που οδηγεί στον κόσμο της αναστάσεως.

2. Ελευθερώνει από τον συχνά απάνθρωπο τύπο του γράμματος του Νόμου, αποκαλύπτοντας την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και την εντολή της αγάπης του κάθε ανθρώπου για τον συνάνθρωπό του.

3. Δίνει τον λόγο της αλήθειας που μέσα στα ψεύτικα πολλές φορές λόγια των ανθρώπων μαρτυρεί για την αυθεντία της θείας δυνάμεως. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν τον λόγο ξεπερνά τον θάνατο και μπαίνει ήδη από τώρα στο βασίλειο της πραγματικής ζωής, της θείας και ατέρμονης ζωής. Αυτός γίνεται ο άνθρωπος που έψαχνε ο παράλυτος. Αυτός γίνεται ο άνθρωπος για κάθε αναγκεμένο συνάνθρωπό του.

Διέξοδοι στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου (Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης)

 




"Η μοναξιά δεν εξοβελίζεται μ’ ευφυείς συνταγές ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων και κηρύκων. Θέλει προσωπικό αγώνα, εσωτερική τακτοποίηση, μετωπική σύγκρουση με την υπαρξιακή άγνωστη ταυτότητά μας, ανδρεία ενδοσκαφή προς ανεύρεση του πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινή προσκύνηση του Θεού, προς μαθητεία και βοήθεια, ειλικρινή και τίμια έξοδο προς συνάντηση των άλλων, με πνεύμα θυσίας, με διάθεση κατανοήσεως και παραδοχής, αλληλοσυμπληρώσεως και αλληλοβοηθείας."

Ειλικρινά, δυσκολεύομαι αρκετά, παρότι ίσως σας φανεί παράξενο, να πείσω τον εαυτό μου για την αξία μιας ακόμη ομιλίας. Φοβάμαι πως δεν θα πρωτοτυπήσω καθόλου, αν και γνωρίζω πως η αξία του λόγου δεν έγκειται στην πρωτοτυπία.

Ελπίζω στην υπομονή σας. Θα επιθυμούσα μέσα από μια σύντομη παρουσίαση της κατάστασης που σεις καθημερινά ζείτε, να σας υπενθυμίσω μερικά λόγια που πηγάζουν από παραθεωρημένα κείμενα θείας σοφίας και αγάπης. Θα χαιρόμουν να τα κατάφερνα να σας εμπνεύσω και να σας οδηγήσω σε μια διέξοδο, δίχως να προσπαθήσω να σας πείσω, σεβόμενος απολύτως τη θεόσδοτη ελεύθερη βούλησή σας. Θ’ ανοίξουμε λοιπόν μαζί ένα παράθυρο για να ξαναδούμε τον κόσμο…

Ένα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι απρόσωπο, που τον διάλογο έχει υποκαταστήσει με μυριόστομη αντιφώνηση συνθημάτων και η μέθη του τον έχει κάνει μέσα στη μαζοποίηση να έχει χάσει την προσωπικότητά του και να κυριαρχείται από το συναίσθημα της αγέλης.

Στην πολυκατοικία δεν είναι γνωστοί όλοι οι ένοικοι. Στην πολυκατοικία χάθηκε η γειτονιά, που μοιραζόσουν το ψωμί κι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Οι σχέσεις εξαντλούνται σε μια καλημέρα μέσα στο ασανσέρ κι ένα τυποποιημένο και βιαστικό χαμόγελο δίνοντας τον λογαριασμό των κοινοχρήστων. Στις επαρχιακές πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια να διατηρηθούν εθιμοτυπικές επισκέψεις και το κουτσομπολιό.
Στο δρόμο σκουντουφλά ο ένας πάνω στον άλλο, στο λεωφορείο στριμώχνονται, στα κέντρα διασκεδάσεως δεν βρίσκεις θέση. Στο σχολείο, στο σπίτι, στο κατάστημα, παντού, κουβαλά ο άνθρωπος την πλήξη και την ανία του, πολλές φορές και δίχως να συνειδητοποιεί πλήρως κι η κατάσταση αυτή να έχει γίνει απλή συνήθεια δίχως και να απασχολεί πια. Οι καθημερινές ασχολίες δεν αφήνουν ποτέ μόνους τους ανθρώπους για να τα πούνε με τον εαυτό τους.
Η μοναξιά δεν εξοβελίζεται μ’ ευφυείς συνταγές ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων και κηρύκων. Θέλει προσωπικό αγώνα, εσωτερική τακτοποίηση, μετωπική σύγκρουση με την υπαρξιακή άγνωστη ταυτότητά μας, ανδρεία ενδοσκαφή προς ανεύρεση του πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινή προσκύνηση του Θεού, προς μαθητεία και βοήθεια, ειλικρινή και τίμια έξοδο προς συνάντηση των άλλων, με πνεύμα θυσίας, με διάθεση κατανοήσεως και παραδοχής, αλληλοσυμπληρώσεως και αλληλοβοηθείας.
Έτσι η στείρα και πικρή μοναξιά του ανθρώπου μπορεί να μεταβληθεί σε γόνιμη πηγή, με ύδατα ανυπέρβλητης γοητευτικότητας και δυναμικότητας, εμβαθύνοντας στην ολότητά του κι ανακαλύπτοντας τις δυνάμεις του, την αυθεντικότητα του θεόμορφου προσώπου του.
Μόνο ο εσωτερικό ισορροπημένος άνθρωπος και τακτοποιημένος μπορεί να έχει αγαθές σχέσεις με τους άλλους, σχέσεις που άρχισαν με τη βοήθεια του Θεού, και του έδωσαν τη δύναμη γι’ αυτή την κουβέντα με τον εαυτό του. Έτσι οι άλλοι γίνονται συλλειτουργοί στο μυστήριο της λειτουργίας της ζωής, όπου μεταλαμβάνουμε ο ένας του άλλου, με την προσευχή, τη φιλία, τον γάμο και παρηγοριόμαστε στο πολυκύμαντο αυτό ταξίδι της εφήμερης ζωής μας.
Φοβάσαι; Μη φοβάσαι να σκέφτεσαι τον Θεό. Πήγαινε στην εκκλησία και κάτσε σε μια γωνιά ήσυχος. Μόνο ο Θεός μπορεί να σε λυτρώσει από τους φόβους. Με συγχωρείτε που δυσκολεύομαι να είμαι αναλυτικός. Δεν νομίζω άλλωστε πως χρειάζεται. Πρέπει να νοιώσεις πως οι σχέσεις σου με τον Θεό είναι θέμα δικό σου, Παρότι είναι δύσκολο εντούτοις πρέπει να κοιτάξει να βρει κανείς ένα καλό πνευματικό οδηγό. Δε συμφέρει ν’ ανοίγεις εύκολα την ψυχή σου στον καθένα. Η ψυχή του ανθρώπου είναι απύθμενο μυστήριο. Θα είναι πολύ τυχερός κανείς αν μπορέσει να βρει στη ζωή του ένα πρόσωπο που θα το σέβεται, θα το αγαπά και θα το εμπιστεύεται και με χαρά θα το ακολουθεί. Κι όσο νωρίτερα γίνει αυτό τόσο καλύτερα.
Την πρώτη θέση της καρδιάς μας καλείται να έχει ο Θεός. Οι άλλοι ας είναι μεσάζοντες της προσαγωγής μας σε Αυτόν ως παρρησία, εμπειρία, γνώση και διάκριση έχοντες των μονοπατιών που οδηγούν σε Αυτόν και του φωτός που χύνει στους επικαλουμένους του.
Μα ποιος είναι αυτός ο Θεός, πάτερ μου, θα μου πείτε. Δεν τον είδαμε, δεν τον ακούσαμε, δεν αισθανόμαστε την ανάγκη του, είναι ίσως τόσο μακρυά… Ασχολείται μ’ εμάς; Τι ανάγκη μας έχει; Τι μας θέλει; Και δίχως αυτόν δεν μπορεί να πάει καλά η ζωή μας όπως εκατομμυρίων ανθρώπων που τον αγνοούν; Εύκολα θα έλεγα ερωτήματα, φυσικά, ανθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η ύπαρξη του Θεού μπορεί ν’ αποδειχτεί με τη φυσική λογική. Μόνο γι’ αυτό το δόγμα δεν θα μπορούσα να ‘μια ποτέ καθολικός. Αν είχα τον Θεό σαν ένα άλλο σαν κι εμένα, έξω από μένα, μόνο που να είναι δυνατότερός μου, τότε θα ήμουν υποχρεωμένος να τον ξεχάσω. Αλλά κι ο Θεός δεσμοφύλακας, εφοριακός, εκδικητής και γέρος πλούσιος, που μας παρουσιάστηκε από συγγενείς, δασκάλους και κληρικούς θα θεωρούσα καθήκον μου να τον αψηφίσω τελείως. Ο Θεός δεν είναι αυτός. Είναι ανάγκη να πούμε πως ο άνθρωπος ούτε με τον Θεό θέλει να είναι, αλλ’ ούτε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν;
Ήρθαν δύο συνομίληκοί σας στο Άγιον Όρος, μ’ έξαλλη κόμμωση κι αμφίεση. Δυσκολευόμενοι ανάμεσα σ’ ένα μικρό ακροατήριο που «ξεναγείτο» κάθησαν διακριτικά στο τέλος και μας πλησίασαν. Σας μεταφέρω τις πρώτες κουβέντες του διαλόγου μας αυτολεξεί:
– Θα μπορούσαμε να σας ρωτήσουμε κάτι;
– Ευχαρίστως!
– Αν σας έλεγε κάποιος πως δεν υπάρχει Θεός τι θα του κάνατε;
– Τι θα του έκανα;
– Μάλιστα.
– Μήπως είναι δική σας η ερώτηση;
– Αν σας πούμε ναι;
– Αν σας πω κι εγώ πως είναι και δική μου;
– Δική σας; Εσείς, ένας μοναχός;
– Δεν πιστεύω στον Θεό που μας παρουσιάστηκε. Ένα Θεό άγαλμα, ξένο, μακρινό, απρόσιτο…
Μείναμε να κουβεντιάζουμε ώρες. Φεύγοντας την άλλη μέρα μου είπαν:
– Και μεις νομίζαμε άλλα…
Ναι, πολλοί νομίζουν άλλα. Είναι ανέντιμο να μιλάς για κάτι που δεν γνωρίζεις, να κατηγορείς το φως, τη ζωή, την αλήθεια, συ που ζεις στο σκοτάδι και στην απάτη. Είναι στενομυαλιά. Μα η στενομυαλιά θα θεραπευτεί τη στιγμή που θα την παραδεχθείς. Όσο θα τη θεωρείς ευφυΐα, ελευθερία και δόξα θα ταλαιπωρείσαι πικρά.
Είναι αλήθεια, πως οι άλλοι μας απομάκρυναν από τον Θεό και μάλιστα αυτοί που καλούνται να μας συνάξουν κοντά Του. Αυτοί οι αξιοδάκρυτοι που δεν πίστευαν αυτά που έλεγαν και δεν τα ζούσαν, ανέντιμοι υποκριτές. Μα τα ποσοστά ευθύνης κυμαίνονται και αιωρούνται επί πολλών κεφαλών και δεν απομακρύνονται καθόλου των δικών μας. Ο καθένας θα δώσει λόγο για τις προσωπικές του πράξεις.
Ό,τι κι αν έγινε μέχρι χθες μπορεί να διορθωθεί σήμερα, τώρα. Όλοι ζητούν το αποτίναγμα του νέφους που στεφανώνει τις πόλεις μας και κανείς δεν κάνει μια κίνηση. Αγνοεί; Δειλιάζει; Φοβάται; Τι συμβαίνει;
Η Ορθόδοξη πνευματικότητα έχει μια κληρονομιά αγιότητος, επιδεικνύει τρόπο επικίνδυνης ζωής κι όχι φλυαρίες κι ατέρμονες συζητήσεις των σχολαστικών, με τους ορισμούς των ορθολογιστών και τις πομπώδεις δισασκαλίες των ηθικιστών. Κελαρύζει δροσερό νεράκι στα χωράφια των καρδιών και ξεδιψά πραγματικές ανάγκες απαιτητικών ανθρώπων. Ο ασκητισμός της, η ταπείνωσή της μας οδηγούν σε πεδίο βολής και εκτόξευσης. Η Ορθοδοξία δεν είναι η πιστή τήρηση μερικών υποχρεωτικών κανόνων κι ενός τυπικού που θα πρέπει να απομνημονευθεί. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε και να ακινητοποιηθούμε. Να μη μιλάμε πολύ ούτε περί Θεού, αλλά να αποκτήσουμε τρόπο ζωής διαφορετικό. Η ζωή μας να μιλά. Κι όχι να μιλά για να μιλά. Η παραδοχή και η κατανόηση των άλλων είναι μια από τις οδούς της θεώσεως και της καταργήσεως της μοναξιάς. Γνωρίζω καλά πως όλοι αυτό ποθείτε κι ας μην το εκφράζετε, αυτό φανερώνει κι η τυχόν αντίδρασή σας στη φτώχεια μου.
Πρέπει ν’ αφήσουμε τα πολλά, όσα δεν είναι αναγκαία, τις γενικότητες και τις ασάφειες. Ο Παπαδιαμάντης λέει. κάθε γενικότητα γελοιότητα κι ένας άλλος σύγχρονος σοφός: «Αν προσπαθήσεις να δεις τα πάντα, δεν θα δεις τίποτε» (Βιττγκενστάϊν Λ.). Να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, πιο συγκεντρωμένοι πιο προσεκτικοί, πιο λιτοί. Να γνωρίσουμε τη σπουδαιότητα της απλότητας. Να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ ένα πειθαρχημένο εαυτό. Πρέπει κατά τον απόστολο Παύλο να πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αυτό σημαίνει να κάνω ότι θέλω τον εαυτό μου κι όχι ότι θέλει αυτός εμένα. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Η λύση του αδιεξόδου. Είναι μεγάλη υπόθεση αυτή. Για σκεφθείτε τη. Ακόμη αυτός ο θάνατος ο καθημερινός σημαίνει πως ν’ αρέσω στον Θεό κι όχι πως θα θαυμάζομαι από τους ανθρώπους.
Δεν χρειάζεται να τα καταλάβουμε αμέσως όλα. Ο σεβασμός μας στις Άγιες Γραφές και στον τίμιο αγώνα αγίων ανθρώπων, ότι κάτι αν δεν καταλαβαίνουμε ας ικανοποιείται με το ν’ αφήνει ακατανόητο και δεν θ’ αργήσει η ώρα που θα φωτιστούμε και θα το κατανοήσουμε. Το να διαστρέφουμε όμως τις έννοιες, για να τις ταιριάσουμε στις ιδέες μας, είναι εγωισμός κι αρχή πλάνης και αιρέσεως.
Όπως κανείς δεν πηγαίνει στον στρατό για να καλοπεράσει έτσι κι η πνευματική ζωή, η εν Χριστώ, είναι αγώνας διαρκής δίχως άγχος, μα με αγωνία. Μια μάχη σώμα με σώμα, όπου πρέπει να σφαγείς, να θανατωθείς, για ν’ αναστηθείς. Κι αυτό γίνεται ήρεμα, σιγά, ανεπαίσθητα, αργά ή σύντομα, ανάλογα με τον πόθο και την αγαπητική βούληση του Θεού. Προσκαλεί συνεχώς, προκαλεί επιτηδείως κι ευγενώς ο Θεός, ο Θεός τον άνθρωπο, να δώσει στον εαυτό του χρόνο, να ηρεμήσει και να σκεφτεί και να μη ζει σ’ ένα συνεχή στρόβιλο δραστηριότητας. Θα ήταν αρκετό στον Θεό να υπομένει ο άνθρωπος τον δύσκολο χαρακτήρα του, αφού τον παραδεχτεί, ν’ αφοσιωθεί στην άρρωστη γυναίκα του ο σύζυγος, ν’ αγαπήσει τους απρόκοφτους μαθητές του ο δάσκαλος, να κατανοήσει την απαιτητική και παράξενη μάνα του ο γιος. Είναι ένας πειρασμός να αρκεστεί κανείς στο ολίγο. Θεωρεί ότι μόνο έκτακτα, μεγάλα και συνταρακτικά γεγονότα θα τον αναδείξουν. Φαντάζεται ευεργέτη της ανθρωπότητας τον εφευρέτη και ιεραπόστολο της Αφρικής. Δεν μπορεί να βλέπει τον Χριστό ν’ αφήνει τα 99 πρόβατα για να πάει στους γκρεμούς να βρει το χαμένο ένα.

 

Νομίζουμε ότι θα μας ζητήσει ο Θεός πολλά.
Θα ζητήσει μόνο αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε.

 

Δε θα ζητήσει καρπούς εκεί που δεν έσπειρε. Δεν θα πει στον τραυλό γιατί δεν έγινε ιεροκήρυκας και στον χωλό δρομέας. Θα δώσουμε λόγο γι’ αυτό ακριβώς που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Θα λαθεύουμε, θα σκοντάφτουμε, θα πέφτουμε, μα θα σηκωνόμαστε. Έχει τόση άπλα, τόση άνεση, τόση ευρυχωρία, η Εκκλησία μας. Στη θέρμη της αγκάλης της χωρούν όλοι, όποιοι και να ‘ναι. Το να πέσουμε είναι ανθρώπινο, το να μη σηκωθούμε δαιμονικό. Δεν υπάρχει αμαρτία που να μη συγχωρείται, πληγή που να μη θεραπεύεται. Αρκεί να το επιθυμήσεις, να το θελήσεις αληθινά. Ο Θεός μας θέλει όλους κοντά Του. Αυτό είναι σίγουρο και βέβαιο. Στο χέρι μας λοιπόν είναι να το απολαύσουμε. Μια ακόμη αρχή αυτής της συναντήσεώς μας με αυτόν, στο να σκηνώσει η Χάρη Του ζωηρή εντός μας είναι η καθαρότητά μας. Μόνο με τους καθαρούς ενώνεται ο Θεός.

 

 Πρέπει πρώτα να καθαριστείς για να συνομιλήσεις με τον Θεό, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και ο αββάς Ισαάκ τονίζει πως πρώτα θα αποσυνδεθείς από την ύλη για να ενωθείς με τον Θεό. Όσο καιρό ο νους, παραμένει απρόσεκτος και ακάθαρτος ο Θεός δεν ελεεί. Με τη σταδιακή κάθαρση έρχεται λύπη στην καρδιά για τ’ ατοπήματά μας και την προσβολή του Θεού. Και χαρά, γιατί η ψυχή αρχίζει ν’ ανασαίνει και να προγεύεται κάποιων θείων, μικρών, αλλά δυνατών και εντυπωσιακών παρηγοριών. Η προσευχή βοηθά σ’ αυτή την κάθαρση και ιδιαίτερα η νοερά. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με… Πρέπει να τονιστεί πως, όλη η ασκητική παράδοση αποδίδει μεγάλη σημασία στην κάθαρση της καρδιάς και δεν ικανοποιείται σε κάποια εξωτερική τακτοποίηση των ηθών. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς πως έχει αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Θεό επειδή ζει μια τίμια ζωή και αποφεύγει τις αμαρτίες, ενώ στα βάθη της ψυχής του παραμένουν ανενόχλητα και βαθύρριζα τα πάθη. Οι άγιοι Πατέρες συνιστούν θεραπευτικά μέσα για την απελευθέρωση από τα πάθη.
Αν μπορέσεις να δεχτείς το θαύμα πως ο Θεός έγινε άνθρωπος, όλες οι άλλες δυσκολίες είναι μηδαμινές. Ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανέβει ο άνθρωπος . Του άνοιξε τον δρόμο. Τώρα όλα είναι εύκολα. Με την ανάστασή Του νικήθηκε κι ο θάνατος. Έτσι η πίστη του πιστού περιπαίζει τον δαίμονα, τον θάνατο, το κακό, την κάθε μοναξιά.
Μόνο ο αληθινός άνθρωπος του Θεού σκέφτεται την αθάνατη ψυχή του. Δεν προσδοκά ανταπόδοση. Χαίρεται να χαρίζει σαν να λαμβάνει. Ένα σκοπό έχει. Πώς να σωθεί. Αγαπά γιατί είναι έξυπνος. Δεν έχει οκνηρία, διχασμούς και δισταγμούς, άγχος και αμφιβολίες. Χαίρεται να υπακούει. Δεν κάνει τίποτε μισό. Ξέρει κι αγαπά να σωπαίνει. Είναι γνήσιος, αυτός που είναι, ατόφιος, ειλικρινής. Θα μπορούσε βεβαίως ο Θεός να επέμβει δυναμικά στη ζωή μας και να μας κάνει θέλοντας και μη καλούς. Αλλά αυτό όπως καταλαβαίνετε είναι μακράν του σχεδίου της αγάπης του Θεού. Η αγιότητα δεν είναι δοτή. Ο Θεός δίνει συνεχείς ευκαιρίες κι ερεθισμούς, αν ο άνθρωπος της εκμεταλλευτεί καλώς. Ο Θεός στο ένα βήμα μας κάνει δέκα. Αλλά πρέπει να κάνουμε πρώτα το δικό μας ένα. Αδυνατεί, θα λέγαμε, ανθρωπομορφικά να επέμβει δικτατορικώ τω τρόπω και να μας αναστατώσει. Είναι απεριόριστα ευγενής λοιπόν κι ευαίσθητος ο Θεός.

 

Ο υποκειμενικός λοιπόν παράγοντας στην προς Θεόν πρασαγωγή μας είναι απαραιτήτως απαραίτητος. Η συμβολή μας, η συνεργία μας, στον συνεχή αγώνα για τη σωτηρία μας, με πολλή ταπείνωση πάντα, είναι βασική προϋπόθεση μιας αρχής.
Μέσα σ’ ένα κόσμο δίχως σκοπό, με μια συμφεροντολόγα αγάπη για τον πλησίον και κακή για τον εαυτό του, που πλησιάζει τον άλλον για ν’ αποφύγει τα ερωτήματα του εαυτού του, η μοναξιά του καταντά φυλακή. Η χυδαιότητα του κόσμου έγκειται στο ότι ζει για το τίποτα κι αυτό γίνεται αφορμή δακρύων για κάθε φιλόθεο και φιλάνθρωπο.
Αναγκάζομαι παρασυρόμενος να υποπίπτω σε αυτό που κατηγόρησα, σε γενικότητες και να σας κουράζω. Ερχόμενος κανείς στο μοναστήρι ένα από τα πρώτα βιώματα που έχει είναι πως όλη του η ζωή είναι μια μπουνιά στο στομάχι του Θεού. Κι αυτή τη μπουνιά του ο Θεός τη χαϊδεύει. Ε, τότε δε σου μένει άλλο από το να κλαις συνεχώς. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει περί Θεού και να πείσει. Ο Θεός δεν αποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικά στις καρδιές και κάποτε σε τόπους και σε ώρες που δεν το περιμένεις. Ο Θεός μιλά σιωπηλά. Σε τόπους ήσυχους θορυβωδώς. Σε τόπους θορυβώδεις ήσυχα κι ίσως γι’ αυτό δεν ακούγεται. Ίσως, μάλλον, δεν θέλουμε να τον ακούσουμε και γι’ αυτό δεν τον ακούμε. Μη μειώνουμε λοιπόν το νόημα αυτών που δεν κατανοούμε. Όλα είναι δύσκολα πριν αυτή τη φανέρωση, τη ζωντανή σχέση, την αποκάλυψη, το νέο τρόπο ζωής. Είναι ένα θαύμα φωτός που σε κάνει να λησμονάς όλο το προηγούμενο σκοτάδι σου, από λεπρός γίνεσαι υγιής, από αμαθής σοφός. Αποκτάς φτερά, νέα όραση, νέα ακοή. Μα δεν πρέπει να λησμονάς τον Ίκαρο, το πολύ φως που τυφλώνει, τη βροντή της σιωπής που κουφαίνει.
Συγχωρέστε παρακαλώ την τυχόν ποιητικότητά μου. Πολλή ειρήνη υπάρχει μέσα στη σιωπή. Μίλα άνετα με τους ανθρώπους, δίχως συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Να είσαι φίλος όσο ξένος με όλους, κατά τον αββά Ισαάκ. Λέγε τη γνώμη σου, δίχως να θες να την επιβάλλεις. Άκου και τον άλλο κι ας σου φαίνεται ανιαρός κι αστείος. Έχει τον πόνο του, την ιστορία του, έχυσε και γι’ αυτόν αίμα ο Χριστός. Μη συγκρίνεσαι με τους άλλους, λέει ο αββάς Ησαΐας, είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Αν πεις είσαι καλύτερος του άλλου πέφτεις στην υπερηφάνεια. Αν πεις πως είσαι χειρότερος στην κακομοιριά, στην μειονεξία, την αποθάρρυνση, την απελπισία.

 

 Να ενδιαφέρεσαι για την πρόοδό σου στις σπουδές και στην εργασία, μα να ξέρεις πως κι ένας τσαγκάρης κι ένας οδοκαθαριστής προσφέρει έργο χρήσιμο, μπορεί να είναι ήρωας, άγιος. Να κοιτάς να είσαι αυτός που είσαι. Κυρίως μην υποκρίνεσαι τον καλό γιατί είναι βαριά αυτή η αρρώστια κι οδηγεί σε θάνατο. Ούτε πάλι ως εξ’ αυτού να γίνεσαι κυνικός και μάλιστα ότι αφορά την αγάπη. Μη βιάζεσαι και μη χασομεράς. Να είσαι όσο ευγενικός τόσο κι αυστηρός με τον εαυτό σου. Μη τον αφήνεις εύκολα να χαζεύει και μην τον κουράζεις με προγράμματα που σε λίγο θα τα διακόψεις. Η κούραση κι η μοναξιά γρήγορα μπορούν να σε αρρωστήσουν. Φτιάξτα με τον Θεό. Φτιάξτα με τον εαυτό σου. Φτιάξτα με τους άλλους και κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει την ειρήνη από την καρδιά σου. Βρες την ειρήνη στην καρδιά σου και χιλιάδες κόσμος θα σωθεί, λέει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ. Έτσι, εσύ, που όλοι νομίζουν πως δεν προσφέρεις τίποτε, μόνο με αυτή την ειρήνη, τη νηφαλιότητά σου, τη χαρά σου, θα έχεις διάρκεια, αντοχή, αποθέματα, σημεία σημαντικά μυστικών μεταμορφώσεων, δυνάμενα να μεταμορφώσουν πολλή από την κακία και την ασχήμια του κόσμου. Όπως μερικά γεροντάκια στο Άγιον Όρος που σε διδάσκουν μόνο με τη θωριά τους. Η ηρεμία τους, η γαλήνη τους, η στάση τους, ο τρόπος τους, είναι το πιο βροντερό κήρυγμα και μάλιστα στους νέους επισκέπτες του Αγίου Όρους, εσάς, που έχετε τη χάρη πιο έντονη από τον Θεό, να διακρίνετε το γνήσιο, το ατόφιο, το καθαρό, το πολύτιμο.

 

Είστε καλοί, μα μπορείτε να γίνετε καλύτεροι. Είστε λίγοι, μη φοβάστε. Κι ένας μπορεί να φυλά την αλήθεια, όπως διδάσκει η Ιστορία. Η δύναμη του πνεύματος δεν είναι με τα μεγάλα μεγέθη των αριθμών.
Είναι λυπηρό να βλέπεις τους νέους διαμελισμένους, σκόρπιους εδώ κι εκεί, αφηρημένους, ασυνεπείς. Ενώ μπορούν πολλά. Ας κάνει κανείς πολύ λιγότερα μα ολοκληρωμένα. Είναι κρίμα να ‘χει κατακυριευτεί η νεολαία από αυτό το πνεύμα της βαρύτητας, της πλαδαρότητας, της νωχέλειας, του «δε βαριέσαι βρε αδερφέ». Το να έχεις μια γνώμη για όλα, να μισοξέρεις πολλά, να λες σε άλλους ναι ή όχι, είναι σημείο μεγάλης θολούρας και χλιαρότητας, που φανερώνει αναποφασιστικότητα και φαντασιοσκοπία, πνευματική χρεωκοπία και δυστυχία για το μέλλον.
Όταν θα βαρεθείτε όλα αυτά, τα λίγα, τα πολλά, τα μισά κι ασχοληθείτε με το ένα, με σας, με τον Θεό, με μένα, με σένα, τότε κάτι μπορεί ν’ αρχίσει. Γι’ αυτή τη μεγάλη τιμή της ιδιαιτερότητος του προσώπου μιλά η Εκκλησία μας απλά, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αυτή τη σπάνια και πολύτιμη, ειλικρινή και αθώα γνησιότητα αγωνίσθηκαν οι άγιοι κι αυτή μας παραδίδουν. Δίχως να προσδοκούν καμιά ανταπόδοση για την αγάπη του αγώνα τους, ούτε από τον Θεό, ούτε από τους ανθρώπους. Αυτό που αναφωνούσε μέσα στον άφατο πόνο της απελπισίας του ο Νίτσε. «Ω μοναξιά, μοναξιά, πατρίδα μου» θα πρέπει να είναι η ιαχή των χριστιανών, κατ’ άλλη βέβαια έννοια. Κι αυτό που λέει ο Σαρτρ, πως η κόλαση είναι οι άλλοι, για μας ο παράδεισος να είναι. Ο επίσης απελπισμένος επαναστάτης Καμύ δεν βοηθά με τις συνταγές του τα αδιέξοδα επταήμερα του δύστροπου εικοστού αιώνα. Η λογοτεχνία, η τέχνη, η πολιτική, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η θεολογία των εδρών, δεν φωτίζουν, δεν λυτρώνουν την ψυχή του νέου ανθρώπου.
Δεν θα σας κουράσω πολύ ακόμη με τις αποσπασματικές και τηλεγραφικές αυτές φράσεις μου. Θα επιθυμούσα όμως να σας μεταφέρω τις σκέψεις μερικών ακόμη αγίων Πατέρων μας στο θέμα που μας απασχολεί, των σχέσεών μας με τον Θεό, τον εαυτό μας και τους άλλους και της διεξόδου της πολλής μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Θα παρακαλούσα να προσέξουμε ώστε η μικρή συζήτηση που θα επακολουθήσει να έχει βάση της αυτά που ειπώνονται και να περιοριστεί μόνο σε αυτά.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως δεν είναι καλό ο άνθρωπος ούτε πολύ να ξεθαρρεύει ούτε να απελπίζεται. Το να έχεις παράτολμο θάρρος σε κάνει να πέσεις κι η απελπισία πεσμένο δε σ’ αφήνει να σηκωθείς. Ο αββάς Δωρόθεος συχνά μιλά στα ασκητικά του έργα για την κατάκτηση του μέτρου, της ισορροπίας, της ειρήνης και της ταπεινώσεως. Μας θέλει συνεχείς κυνηγούς της ειρήνης. Με την ειρήνη της καρδιάς σου και μόνο, λέει, βοηθάς τους άλλους. Πρέπει να φροντίζεις πάντοτε, συνεχίζει, να βρίσκεσαι σε ειρηνική κατάσταση, ώστε να μη θολώνει η καρδιά σου.
Χρειάζεται να βγάζουμε διδάγματα και συμπεράσματα και να κάνουμε αναλύσεις; Ασφαλώς και βεβαίως όχι. Έτσι θα περιμένω να ακούσω τις ερωτήσεις σας. Διατηρώντας πάντα το παντζούρι ανοιχτό, του παραθύρου που ανοίξαμε μαζί, σ’ ένα κόσμο άκοσμο κι όχι κόσμημα, πεπτωκότα και συγχυσμένο, που όμως μπορεί αν θέλει να σπάσει το κέλυφος που δεν τον αφήνει να ανασάνει ελεύθερα κι η μοναξιά του να γίνει ευεργετική, με την αυτογνωσία, την μνήμη του Θεού, τη μελέτη. Ετοιμασία και οδός προς συνάντηση του Θεού και των πλασμάτων του κι ο κόσμος να ‘ναι περιβόλι. Αυτά από το Περιβόλι της Παναγίας, νύξεις απλές με τη γνώση πως δεν κομίζω «γλαύκας εις Αθήνας» και τη συγγνώμη για το τυχόν διδασκαλικό μου ύφος.

(Πηγή: "Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον")

Η θεραπεία της μοναξιάς (Αν είσαι μόνος πρέπει να το διαβάσεις)

 



Δόξαζέ Τον πολλές φορές στην διάρκεια της ημέρας, διότι κάποιοι άλλοι Τον υβρίζουν και Τον (καθημερινώς).

Ύμνει την μας, λέγε τους Χαιρετισμούς της. Είναι έργο αγγελικό. Τώρα δεν έχεις πλέον άλλες μέριμνες και φροντίδες οικογενειακές. Ίσως είσαι και συνταξιούχος. Εκμεταλλεύσου την περίστασι. Αγίαζε τον χρόνο σου.

Είσελθε εις το «ταμείον» σου [σε ένα ήσυχο σημείο η “στην καρδιά σου”] και προσεύχου, αδελφέ μου, μην αμελείς αυτό το καθήκον. Έχομε ευθύνη για την κατάστασι που επικρατεί γύρω μας.

Προσεύχου για όλο τον κόσμο, για την ταλαίπωρη πατρίδα μας που την συκοφάντησαν, ν᾿ αναστηθή και πάλι. Γιά την μετάνοια και συντριβή των ορθοδόξων ελλήνων.

Γι᾿ αυτούς που αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή —για να κρατήσουν την ορθόδοξη πίστι αλώβητη από τους ποικιλώνυμους εχθρούς της και ιδιαιτέρως από την παναίρεσι του οικουμενισμού— και πολεμούνται λυσσωδώς.

Ν᾿ αναδειχθούν κι άλλοι ομολογηταί της ορθοδόξου πίστεως και Ιεράρχες άξιοι «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι».

Κλείσε την τηλεόρασι· δεν σού προσφέρει τίποτε.

Καί προσεύχου, αδελφέ μου, κάνεις πολύ σπουδαίο έργο:

Γιά την ελληνορθόδοξη οικογένεια, να μη χάση την δομή της· να μην σαλευθούν τα θεμέλιά της.

Γιά τους ασθενείς, για τους γέροντες και τους διακονητές τους, για δύναμι και υπομονή.

Διαβάστε εδώ: Σ’ ένα νεαρό για τη μοναξιά και την αληθινή επικοινωνία

Γιά τους νοσηλευομένους στις εντατικές κλινικές, για υπομονή.

Γιά τους γιατρούς και νοσηλευτάς, να τους φωτίζη ο Θεός να δίνουν τις κατάλληλες διαγνώσεις, να κάνουν σωστές ενέργειες.

Προσεύχου για τους εκπαιδευτικούς μας, να μεταφέρουν τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, τα ιδανικά της φυλής, στα παιδιά μας. Να μείνουν όρθιοι στις επάλξεις, στο καθήκον, στην αποστολή τους.

Γιά τους εργαζομένους, για τους πολλούς ανέργους, για τους απογοητευμένους, να μη χάσουν την ελπίδα τους στο Θεό και έλθουν σε απόγνωσι.

Γιά τους φυλακισμένους, μάλιστα δε διά τους αδίκως φυλακισμένους, γι᾿ αυτούς που τους συμπαραστέκονται.

Γιά τα εγκαταλελειμμένα, για τα παραβατικά παιδιά. Γιά τους νέους μας, για τους ναρκομανείς, για τους πλανεμένους, να βρούν την οδό της σωτηρίας.

Γιά τους πολυτέκνους, για τους χρεωμένους.

Προσεύχου για την αφύπνισι και ενότητα του ορθοδόξου ελληνικού λαού!

Γιά το μικρό ποίμνιο [δηλ. τους λίγους και απομονωμένους πιστούς].

Γιά την προστασία πάντων ημών από τα επερχόμενα δεινά!

Γιά τους μοναχικούς ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκωνται, στην Ελλάδα η στο εξωτερικό.

Γιά τον Ιερό κλήρο· για τους εργαζομένους υπέρ της δόξης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Κάνεις πολύ σπουδαίο έργο.

Προσεύχου ιδιαιτέρως για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, για την ανάπαυσί τους· το περιμένουν. Είναι η καλύτερη ελεημοσύνη και ιεραποστολή.

—Μελέτα τον λόγο του Θεού, την αγία Γραφή! Ιδιαιτέρως την Καινή Διαθήκη. Εμβάθυνε σ᾿ αυτήν. Θα γλυκαίνεται «ο λάρυγξ» σου, θα φωτίζεται ο νούς σου, θα ηρεμή η ψυχή σου. Καθώς και το Ψαλτήριο.

Αν είσαι μόνος, αδελφέ, αν έχης αυλή η μπαλκόνι, ρίξε λίγα ψίχουλα σ᾿ ένα σκεύος, για να ᾽ρθουν περιστέρια η άλλα πετεινά του ουρανού· θα έχης πολύ καλή συντροφιά και θα χαίρεσαι. Μίλα μαζί τους.

Φύτεψε και λίγα λουλούδια η δένδρα, αν έχης χώρο, και δόξαζε τον Θεό.

Η αγαθή Του Πρόνοια στην δυσκολία η αρρώστια σου δεν θα σ᾿ αφήση. Θα προνοήση για σένα. Πως είναι δυνατόν να σ᾿ εγκαταλείψη; Αφού φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού· για σένα το πλάσμα των χειρών του, τον λογικό άνθρωπο, για τον οποίο έχυσε το αίμα του πάνω στον σταυρό, θ᾿ αδιαφορήση;

Εσύ, μόνο, έλπιζε εις Αυτόν.

Αν είσαι μόνος, αδελφέ, έχεις πολλά να κάνης.

Περί της φονεύτριας της μοναξιάς, της αγίας ταπεινώσεως Νταλιάρης Γιώργος

 

 

 


 

 

 Βρισκόμαστε, αγαπητοί μου, στην εποχή που προφήτευσε ο άγιος, πως ο άνθρωπος θα κάνει ημέρες δρόμο για να βρεί έναν άνθρωπο και σαν τον συναντήσει θα τον ασπάζεται ως αδελφό του.

Τούτο παράδοξα συμβαίνει προτού πραγματοποιηθεί ακριβώς, όπως το λέει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ύστερα από έναν, ας πούμε, επερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.

Μόνος ο σημερινός άνθρωπος άγχεται, αγωνιά, πάσχει, ταλαιπωρείται και ταλαιπωρεί. Γιατί; Μια κάποια απάντηση θα προσπαθήσει να δώσει η παρούσα ομιλία μεταφέροντας το άρωμα της κοινωνίας της ερήμου στην ερημία των συγχρόνων μεγαλουπόλεων.

Μοναξιά είναι η αδυναμία επαφής και επικοινωνίας. Η ανικανότητα να δημιουργηθεί και να υπάρξει δεσμός, σχέση με τους άλλους. Ο σύγχρονος πολιτισμός και οι δομές της σημερινής κοινωνίας, τα τηλεκατευθυνόμενα από την προπαγάνδα μέσα επικοινωνίας, ακόμη και τα παιχνίδια των παιδιών, οδηγούν στην κοινωνική αλλοτρίωση στην πολιτική αποξένωση στην ατομική απομόνωση, καθώς αναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.).

Ο άνθρωπος έτσι, από νωρίς αρχίζει να διακατέχεται από αίσθημα βαρειάς αδυναμίας και οκνηρίας, να χάνει το νόημα της ζωής και τον σκοπό της, να ζεί δίχως ιδανικά και κανόνες, συνεχώς να υποπτεύεται και ν’ αμφιβάλλει.

Μόνος και ανασφαλής, ανήσυχος και ακατάστατος, ιδιαίτερα ο σημερινός νέος, προσπαθεί ν’ απλώσει γέφυρες, να υψώσει σημεία, να φωνάξει. Δίχως οδηγό ή με κακούς οδηγούς απογοητεύεται σύντομα και γίνεται σκληρός κι επιθετικός, πιόνι εκμεταλλευτών πολιτικών ή αρχομανών αναρχικών. Κι ο πόθος για ελευθερία γίνεται ο πικρός θάνατος της ελευθερίας του.

Συμβιβαζόμενοι οι νέοι, αυτοί που έλεγαν πως ποτέ και με κανένα δεν θα συμβιβαστούν, καταφεύγουν σ’ εξεγέρσεις και καταλήψεις, γίνονται επαναστάτες στην προσπάθειά τους ν’ απαλλαγούν από το βάρος της μοναξιάς τους, δίχως να εννοούν πως υποδουλώνονται τώρα βαρύτερα.

Δυστυχώς όλα τούτα συμβαίνουν κι εκεί που ποτέ δεν θα το περίμενες σε νέους με καλή μόρφωση, σπάνια ευφυία, δύναμη και ταλέντο. Ανικανοποίητος ο νέος αυτός από την υλική ευδαιμονία και τη συχνή υποκρισία των μεγαλυτέρων του, αγωνίζεται για μια απλότητα στη ζωή, για μια ποιότητα για ένα ανώτερο ύφος, μα δεν βάζει το νερό στο αυλάκι που πρέπει.

Η τέχνη συνήθως κάνει την εμφάνισή της μ’ ένδυμα λίαν απομονωτικό κι αντί να φωτίζει και ν’ ανοίγει παράθυρα προς τους άλλους και τον ουρανό σε κλείνει και σε σκοτίζει περισσότερο. Ο απομονωμένος άνθρωπος δεν θ’ αργήσει να παραμιλά, να μιλά με τ’ άλογα ζώα, τις σκιές, τους νεκρούς. Είναι πιά βαρειά κι ανίατα ασθενής. Η μελαγχολία, η κοσμοφοβία, η καχυποψία έφεραν την ψυχοπάθεια.

Ένας από τους επιτυχέστερους χαρακτηρισμούς του αιώνα μας είναι, ως ο αιώνας των ψυχιάτρων. Σύμφωνα με περσινή στατιστική του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας περισσότερα από 400 εκατομμύρια άτομα στον κόσμο πάσχουν από κατάθλιψη. Από αυτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αυτοκτονούν. Ας σημειωθεί ότι η στατιστική αφορά τις λεγόμενες προηγμένες χώρες! Ο άνθρωπος μόνος κι έρημος μαστίζεται αδυσώπητα από τον εγωισμό και την υπερηφάνεια, που είναι οι φυσικοί γονείς της μοναξιάς του.

Αν αυτοί είναι οι γονείς της μοναξιάς τότε η αληθινή ταπείνωση, παρά την όποια κακομεταχείριση και φθορά της λέξεως από τους ταπεινόλογους, είναι το κλίμα που δεν την αφήνει να ευδοκιμήσει. Ιδού πως λαλεί η καλή μητέρα, η άριστη φιλόσοφος και θεολόγος έρημος περί της φονεύτριας της μοναξιάς, της αγίας ταπεινώσεως και των κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.

Ο ταπεινός άνθρωπος, κατά τον αββά Ποιμένα, είναι αναπαυμένος σ’ όποιον τόπο κι αν καθίσει. Αυτός που μικραίνει τον εαυτό του σε όλα, θα υψωθεί πάνω απ’ όλους, λέει ο αββάς Ισαάκ. Και συνεχίζει η γλυκεία και διακριτική γλώσσα του. Μίσησε την τιμή, για να τιμηθείς. Εκείνος που τρέχει πίσω από την τιμή, φεύγει η τιμή από μπροστά του. Αν καταφρονείς υποκριτικά τον εαυτό σου για να ταπεινωθείς, θα σε φανερώσει ο Θεός.

Στο Γεροντικό αναφέρεται πως ταπεινόφρων δεν είναι αυτός που αυτοεξευτελίζεται και ταπεινολογεί, αλλά εκείνος που υπομένει με χαρά τις ατιμίες που προέρχονται από τον πλησίον.

Και σε άλλο σημείο αναφέρεται πως εκείνον που τιμούν οι άνθρωποι περισσότερο απ’ όσο αξίζει ζημιώνεται, εκείνος όμως, που δεν τον τιμούν καθόλου οι άνθρωποι, θα δοξαστεί στους ουρανούς από τον Θεό.

Ο αββάς Ποιμήν συμβουλεύει: Η οποιαδήποτε στενοχώρια, που θα σού συμβεί, θα νικηθεί με τη σιωπή. Μαζί του συμφωνεί κι ο αββάς Ησαίας. Μέχρις ότου ηρεμήσει η καρδιά σου με την προσευχή, μην κάνεις καμιά εξήγηση με τον αδελφό σου. Μελετώντας τις γραφές των αγίων πατέρων της ερήμου παρατηρεί εύκολα κανείς μια σύμπνοια, μια ευγένεια, μια ανθρωπιά, μια κατανόηση, μια σοφία. Στάλες αγιοπνευματικές όπου άνθισαν στην απρόσιτη άνυδρη έρημο, ύστερα από αγώνες μακρούς κι έδωσαν άνθη που ευωδίασαν κοινωνίες ανθρώπων απόλυτα δοσμένων στον Θεό κι ευωδιάζουν ακόμη τις ψυχές που πράγματι διψούν.

Ο αββάς Ησαίας, ο μέγας νούς, σημειώνει με ιδιαίτερη χάρη και λεπτότητα: Αυτός που ταπεινώνεται ενώπιον του Θεού, καθίσταται ικανός να υπομένει κάθε προσβολή. Ο ταπεινός δεν ενδιαφέρεται τι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν. Εκείνος που μπορεί να υποφέρει για τον Θεό, αυτός είναι άξιος ν’ αποκτήσει την ειρήνη.

Ο αββάς Μάρκος, στο μεγάλο κι ενδιαφέρον αυτό κεφάλαιο των σχέσεών μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους, που καθημερινώς σκουντουφλάμε, προχωρεί και σημειώνει χαρακτηριστικά:

Όταν αντιληφθείς μέσα σου τη σκέψη να σού υπαγορεύει ανθρώπινη δόξα, να γνωρίζεις καλά πως η σκέψη αυτή σού ετοιμάζει ντροπή. Κι αν δείς κάποιον να σ’ επαινεί υποκριτικά, να περιμένεις την ίδια στιγμή και την κατηγορία από μέρους του. Και συνεχίζει με τόλμη χειρούργου ο ψυχοανατόμος αββάς:

Όταν δείς κάποιον να κλαίει για τις πολλές προσβολές που του έγιναν, να γνωρίζεις πως επειδή κυριεύθηκε από λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς να το αισθάνεται τους καρπούς των κακών της καρδιάς του.

Όποιος αγαπά την ηδονή, λυπάται για τις κατηγορίες και την κακομεταχείριση, αντίθετα εκείνος που αγαπά τον Θεό λυπάται για τους επαίνους και τις λοιπές πλεονεξίες.

Η ταπείνωσή μας κρίνεται από τη συκοφαντία. Μη νομίσεις πως έχεις ταπείνωση, τονίζει ο αββάς Ισαάκ, όταν δεν ανέχεσαι την παραμικρή κατηγορία.

Ο αββάς Ζωσιμάς προχωρεί πιο ψηλά: Αυτόν που σ’ ενέπαιξε ή σε στενοχώρησε ή σε ζημίωσε ή οτιδήποτε κακό σού έκανε, να τον θυμηθείς ως ιατρό σου. Ο Χριστός τον έστειλε για να σε θεραπεύσει, μη λοιπόν τον θυμάσαι με θυμό. Κι ο Ευάγριος ευεργέτες του θεωρούσε τους κακολόγους του.

Έχουν μεγάλη σημασία τα παραπάνω αναφερόμενα από τους θεόσοφους αυτούς ιατρούς της ερήμου στο θέμα που μας απασχολεί. Το να πεί κανείς πως αυτά αναφέρονται από μοναχούς και μόνο για μοναχούς, το λιγότερο είναι αρκετά επιπόλαιος. Γιατί, όπως πολύ καλά αντιλαμβάνεσθε και παρατηρείτε, αποτέλεσμα αταπείνωτου φρονήματος, αποτυχημένων ή λαθεμένων διαπροσωπικών σχέσεων, ανικανοποίητων εγωισμών, ανενέργητων φιλοδοξιών, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, επαινοθηρίας, φιλαυτίας κι επιθυμίας δικαιώσεως και διαφημίσεως είναι η επιδημία της μοναξιάς.

Βεβαίως υπάρχει και η άλλη μοναξιά. Μα αυτή δεν είναι καθόλου αρρωστημένη. Είναι ο φυσικός χωρισμός των μοναχών από τον κόσμο. Δίχως να έχουν διόλου μίσος για τους ανθρώπους, να έχουν απαιτήσεις από τους άλλους. Η μοναξιά τους είναι δημιουργική. Όχι πως δεν τους ενδιαφέρουν οι άλλοι πως είναι ανώτεροί τους αυτοί, δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Μα θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό.

Είναι δυνατή η μοναξιά ν’ αρρωστήσει και να εξουθενώσει τον άνθρωπο. Μα η αγάπη είναι πιο κραταιή, να γιάνει και ν’ αναστήσει τον κόσμο όλο. Η ακατανίκητη ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία πρέπει να διοχετευθεί σωστά. Πρώτα-πρώτα πρέπει να πιάσουμε κάποτε κουβέντα με αυτόν τον άγνωστο εαυτό μας.

Κουβέντα ειλικρινή, τίμια, θαρρετή. Να βρούμε στα βάθη μας την κριμένη αθωότητα των παιδικών μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο προς πρόσωπο, δίχως προσωπείο, με τον ένα, μόνο, αληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα με τους άλλους, τους όποιους, τους χειρότερους, τους καλύτερους, τους πλησίον, τους μακράν, τους αδελφούς μας εν Κυρίω.

Έτσι διαλύονται οι ιστοί της μοναξιάς, φωτίζονται τ’ άδυτα κι ανήλια υπόγεια των καρδιών, σπάει το καβούκι του εγώ, χαίρεται ο άνθρωπος, ελευθερώνεται, ζωογονείται, αναπνέει, ζεί, αρνείται τη μοναξιά του άθλιου εγωισμού. Αλήθεια με πόσα λίγα κι απλά μέσα μπορεί ο άνθρωπος να ζεσταθεί, να ξαναενωθεί με όλο τον κόσμο. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να ξαναβρεί την ελπίδα, την ανάταση, τ’ ανείπωτα πανηγύρια της καρδιάς, τις εορτές των εορτών και τις πανηγύρεις των πανηγύρεων.

Υπάρχει και μια άλλη μοναξιά, ζωηφόρα και χαριτόδοτη. Μια μοναξιά που αξίζει πολύ να της αφιερώσει κανείς αρκετό χρόνο. Ένα αποσυρμό από τη βουή του πλήθους με την τόση διάχυση, περίσπαση κι εξωστρέφεια ανωφελή. Μια μοναξιά υγιή, ωραία, καλή. Μακριά από τη μορφή επικοινωνίας εκείνη τη συνεχή με τους πολλούς, για να μη μείνουμε ποτέ με τον ένα, τον εαυτό μας, και να μην αναχθούμε, από φόβο, δειλία ή αγνωσία, στον Άλλο, τον πάντα Αναμένοντα, τον Ένα, τον Ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο.

Να βρούμε τον τρόπο, τον τόπο, την ώρα, τον χρόνο γι’ αυτή την ιερή στιγμή, γι’ αυτή την άλλη επικοινωνία. Με γνώση, με τάξη, με πρόγραμμα.

Δεν μιλάμε για μια διαφυγή μερικών, αρκετών, από τις πολλές τους ασχολίες γι’ ανάπαυλα, θέα του ηλιοβασιλέματος και του έναστρου ουρανού. Τους ρομαντικούς αυτούς βιαστικά τους αντιπαρερχόμαστε. Τους χαιρετούμε ως κουρασμένους που ξεκουράζονται αλλ’ όχι ως πνευματικούς ανθρώπους, όπως ίσως θέλουν να ονομάζονται.

Δεν μιλάμε γι’ αυτούς που καμώνονται πως αυτοσυγκεντρώνονται με τεχνικές αμφίβολης προελεύσεως και αποτελεσματικότητος ή άλλους που αφιερώνουν λίγο χρόνο σε φευγαλέες κι επιπόλαιες ονειροπολήσεις και νομίζουν πως μετανοούν, για κάποια συντριβή που είχαν, ενθυμούμενοι τ’ ατοπήματά τους στο ταξίδι που είχαν στο παρελθόν τους. Πρόκειται μάλλον για ψεύτες φυγάδες της ζωής, ονειροπαρμένους και φαντασιόπληκτους.

Ούτε, επιτρέψτε μας να πούμε, αναφερόμαστε στους αγαθούς, όσο τολμηρά αφελείς εκείνους που νομίζουν πως ζούν την πνευματική ζωή και την ιερά ησυχία, σεργιανίζοντας μ’ ένα κομποσχοίνι στο χέρι, σε ακρογιαλιές και πλαγιές ωραίων βουνών, ακούοντας καλή μουσική έχοντας τα νέα βιβλία, τη γαστέρα πεπληρωμένη και συντροφιά τους φίλους που δεν φέρνουν αντιρρήσεις.

Κι ακόμη αυτούς που κάνουν πνευματικό τουρισμό επισκεπτόμενοι και ιερούς τόπους και συνομιλώντας με παρρησία με αγίους ανθρώπους, μα που δεν βγαίνουν διόλου ποτέ από το θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλούμε, μα φοβόμαστε πως δεν είμαστε καθόλου υπερβολικοί.

Αναφερόμαστε, αγαπητοί μου, στην αγία εκείνη ησυχία, που αξίζει κάθε κόπος και μέριμνα για να δώσουμε τη σημαντική αυτή ευκαιρία στον εαυτό μας και μέσα στη θορυβώδη αυτή πολιτεία και μέσα στο άστατο σπιτικό μας και με αυτά τα χάλια της ζωής μας και του χαρακτήρα μας. Ανάγκη πάσα να ελευθερωθούμε στην αγία αυτή μοναξιά. Χρειάζεται άσκηση, υπομονή, μόχθος, μέχρι να σβήσουν τα σκοτάδια που μας κουράζουν στην εργασία αυτή. Να βρούμε τις ρίζες και τα όρια της υπάρξεώς μας. Να μάθουμε να προσευχόμαστε. Να γίνει η σιωπή, πηγή, βροντή, συντριβάνι, φως, καθώς λέει ο γλυκύτατος ποιητής άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Χρειάζεται αγρύπνια, εγρήγορση συνεχής, ακινησία, γαλήνη. Ο Θεός είναι πλάι μας. Αυτός με οδηγεί. Σ’ αυτόν οδηγούμαι. Τι έχω να φοβηθώ; Απελπισμένος από τις φιλίες, τις γνωριμίες, τις τέχνες, τις τεχνικές, τις ιδεολογίες, τις φλυαρίες, τις κοινοτυπίες, φθάνω στην προνομιούχο εσχάτη απελπισία, και καθώς είμαι έτσι γυμνός, ο ίδιος ο Θεός με ντύνει την πιο γνήσια ελπίδα. Με στηρίζουν σε αυτό το θαύμα η Παναγία και όλοι οι άγιοι.

 Εντός αυτής της θείας μοναξιάς, απαλλάσσομαι από το προσωπείο που αναγκάσθηκα να φορέσω ή μου φόρεσαν. Ήμουν τρομοκρατημένος και κάθε βράδυ πήγαινα και σε άλλη συγκέντρωση, άλλη ομάδα, γιατί, έπρεπε κάπου να ενταχθώ, αλλάσσοντας συνεχώς προσωπείο. Ενδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιώ, αισθάνομαι παιδί του Θεού, βρίσκω, αποκαλύπτω την ταυτότητά μου, το πρόσωπό μου, το μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Παρατηρώ τις κινήσεις των παθών. Βλέπω και βρίσκω τα όριά μου, τα τάλαντά μου, τις δυνατότητές μου, λυτρώνομαι από τις πλάνες, τους φανατισμούς, το υπέρμετρο, το υποτονικό.

Θέλει δυνατή βούληση ο άνθρωπος για να οδηγήσει τα βήματά του σε τακτά διαστήματα στο άγιο αυτό βήμα της αυτογνωσίας και θεογνωσίας. Γιατί η μοναξιά αυτή είναι εντρύφηση για τους δυνατούς και φόβος για τους αδύναμους. Του ιερού αυτού βήματος εξέρχεται κανείς με λιγότερη ατομικότητα, με περισσότερη αγάπη για τους άλλους, με δύναμη για μεγαλύτερους αγώνες, με νωπά τα δάκρυα για τον πόνο των αδελφών του. Έτσι ο άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί ποτέ να είναι μόνος, δεν μπορεί ποτέ να πάσχει από μοναξιά. Έχει διάλογο με τον εαυτό του, όταν είναι μόνος και με τον Θεό του. Μέσα από την σπαρακτική μοναξιά του ανθρώπου, από τα τσαλαπατήματα που του έκαναν απρόσεκτοι στο δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στο σχολείο, πατήματα που πέρασαν στην ψυχή του, υψώνεται από τα βάθη φωνή που σχίζει νέφη κι έρχεται στον Τριαδικό Θεό, που πάντα ακούει και πάντα απαντάει.

Ο άνθρωπος του Θεού μόνο να θερμαίνει τη φωνή του γνωρίζει, να χαίρεται που στέκεται δεύτερος, να είναι φίλος και με τον ξένο, ν’ αρκείται στο ολίγο, να κουράζεται στο πολύ, να πλένει με δάκρυα τους άπληστους, τους άσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ακόμη κι όταν τον εγκαταλείπουν αυτοί που ποτέ δεν θα το περίμενες: συγγενείς, φίλοι, ομοιδεάτες.

Μακριά από την τύρβη, την αγορά και τη σύγχυση, στο ταμείο σου, που το διάλεξες αβίαστα κι ελεύθερα, φαίνεται να μη προσφέρεις τίποτε στους άλλους, να είναι μια πράξη εγωιστική, μόνο για τον εαυτό σου, τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι λένε σ’ έχουν ανάγκη και πάσχουν από την οδυνηρή μοναξιά. Αυτά, όπως θα έχετε ακούσει, προσάπτουν και στους μοναχούς. Η πρώτη αυτή εντύπωση δεν είναι ακριβής. Η μοναξιά αυτή είναι έργο επίπονο, θέλει δύναμη, ηρωισμό, επιμονή. Είναι εργασία μακρά κι ατελείωτη, που κάποτε μπορεί να είναι και προεργασία για μια επιστροφή σε αυτούς που αφήσαμε έξω από το κελλί μας, δίχως αυτό βεβαίως να είναι ο σκοπός του μονασμού μας.

Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ακόμη και οι πιο φλογεροί ιεραπόστολοι, κι ο ίδιος ο Κύριος στην επίγεια ζωή του έζησαν το μυστήριο της θείας αυτής μοναξιάς. Ή οι μεγάλες εκείνες μορφές των Προφητών της Π. Διαθήκης Μωυσής, Ηλίας, Ησαίας και Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Επανερχόμενοι στον κόσμο του αιώνα μας τον βρίσκουμε τραγικά μόνο, απελπισμένο, απαισιόδοξο, να τα έχει συγκρούσει, παρ’ όλες τις προσπάθειές του για κάτι άλλο, με όλους και όλα, συναδέλφους, γονείς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, εργασίες και προπαντός με τον εαυτό του και τον Θεό, που αυτού ποτέ δεν του μίλησε, δεν του είπε τίποτε.

Η πιο σκληρή μοναξιά είναι να είσαι πλάι στη σύζυγό σου και να μη μπορείς να της μεταδώσεις τα αισθήματά σου, την ίδια στιγμή που ένα μήνυμα μεταδίδεται από τη μια ήπειρο στην άλλη, να υπάρχουν πολυετή μυστικά μεταξύ των συζύγων, να είναι άγνωστος κι ανύπαρκτος ο διάλογος των παιδιών με τους γονείς, τους δασκάλους, τους κληρικούς. Δεν υπάρχει πιο άγρια μοναξιά από μια οικογένεια να κάθεται ώρες αμίλητη μπροστά στην τηλεόραση. Βρισκόμαστε σε δύσκολα έτη. Η μοναξιά σε έξαρση. Ο άνθρωπος έχει χαθεί. Ο Θεός δεν μιλά.

Μέσα σε αυτή την ερημία των πόλεων, τη φαινομενική σιωπή και απουσία του Θεού καλείται ο άνθρωπος να συνάξει τους λογισμούς του, νάλθει στα συγκαλά του, όπως λέει ο λαός, ν’ αφήσει την τόση κοσμική δραστηριότητα και ν’ απέλθει στο προσκυνητάρι του άλαλος, γυμνός, νήπιο, για να μπορέσει ο Θεός να του μιλήσει, να τον ντύσει, να τον ανδρώσει. Η μοναξιά του τότε θα γίνει απελευθερωτική και θα αισθάνεται πλήρης. Μόνο μια τέτοια ριζική μοναξιά οδηγεί σε μια ριζική σύλληψη του Θεού, που καταργεί κάθε δισταγμό, αμφιβολία και ταλαιπωρία….

«Η κοινωνία της ερήμου και η ερημία των πόλεων»
Το πρώτο κεφάλαιο από το ομώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, του μακαριστού μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,
Εκδόσεις «Τήνος», Αθήναι 1987)

ΜΟΝΑΞΙΑ, ΚΟΛΑΣΗ Ή ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ;



Εικόνα

Χτές, όπως έγραψα, βρέθηκα σε μια σύναξη αγάπης..Πολύς κόσμος, γεμάτος απο συναισθήματα, χαμογελαστός, πλούσιος απο χαμόγελα και ζεστή ικανοποίηση πληρότητας. Όμως αυτό είναι η όμορφη πλευρά, κάτι που ίσως το έλεγες παράδεισο.. Κι όμως, όλοι μας κάποια στιγμή μεγάλης στενοχώριας, βιώνουμε καταστάσεις, που αβασάνιστα τις αποκαλούμε "κόλαση". Έχει όμως καμιά σχέση αυτή η κόλαση με την ΚΟΛΑΣΗ; Και βέβαια όχι.

Η κόλαση, γενικά, περιγράφεται σαν βίωση της μοναξιάς.

Καποτε ο αββάς Μακάριος περπατώντας στην έρημο βρήκε ένα κρανίο, Το σήκωσε και το ρώτησε σε ποιον ανήκε και έμαθε ότι ήταν ενός ιερέως των ειδώλων.

Ξαναρώτησε τότε, ποια είναι η κατάστασή του στην κόλαση και δέχθηκε την εξής απάντηση: «όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι το χάος κάτω μας, στεκόμαστε δε από τα πόδια έως το κεφάλι μέσα στο χάος και δεν μπορούμε να κοιτάξουμε κάποιον πρόσωπο προς πρόσωπο, αλλά η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου. Αν και όταν προσευχηθεί κανείς για μας, βλέπει καπως για λίγο ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η "παρηγορια" μας.

Ενας Αγιορείτης είπε: "Αν ο Θεός ήταν ένα Όν σαν κι εμένα, έξω από μένα, αλλά πολύ δυνατότερό μου, τότε θα ήθελα να το ξεχάσω. Ο Θεός όμως δεν είναι Αυτό, κι είναι ανάγκη να πούμε πως ο άνθρωπος ούτε με τον θεό θέλει να είναι, αλλ' ούτε και μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν".

(Μοναχού Μωυσή: "Διέξοδοι στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου". στο περιοδικό «ορθόδοξη μαρτυρία» 1987 σ. 30) .

Η Επίγνωση Του Θεού ανοίγει τη διέξοδο για την αποκατάσταση στενών σχέσεων με τους άλλους.

Είναι Το Αντίδοτο Της Μοναξιάς.

Ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον παράκλητο, και ταυτόχρονα: «εις ενότητα πάντας εκάλεσεν». Το Άγιο Πνεύμα μας καλεί όλους κοντά. Αποκαθιστά την επαφή μας με το Θεό και με τον άνθρωπο. Αυτός ο Θεός μας προσέφερε τη δυνατότητα της αμοιβαίας εγγύτητος και παρηγορίας δια της Εκκλησίας του.

«Εκκλησία, καλείται, διά το πάντας εκκαλείσθαι και ομού συνάγειν», τονίζει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (p.g. 33,1044).

Μέσα Στην Εκκλησία αποκτούμε την αίσθηση του προσώπου και ταυτόχρονα διδασκόμαστε, πως δεν είμαστε αυτόνομες μονάδες, ψηφίδες ανεξάρτητες στο ποικίλο μωσαϊκό του κόσμου.

Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ούκ Ειμί Μόνος. Ότι Ο Πατήρ Μετ' Εμού Εστί». Ο λόγος αυτός είναι το κλειδί για την υπέρβαση της μοναξιάς.

Αρα: Κοντά στο Θεό δεν υπάρχει μοναξιά.

Ορθοδοξία δεν είναι η πιστή τήρηση κανόνων, ενός τυπικού που θα πρέπει ν' απομνημονευθεί. Η Ορθοδοξία, μας ζητά μάλλον να σιωπήσουμε και ν' ακινητοποιηθούμε, να μη μιλάμε πολύ, αλλά ν' αποκτήσουμε τρόπο Ζωής διαφορετικό.

Η ζωή μας να μιλά. Κι όχι να μιλάμε για να μιλάμε.

Όπως κανείς δεν πηγαίνει στο στρατό για να καλοπεράσει, έτσι κι η πνευματική ζωή, η εν Χριστώ ζωή, είναι αγώνας διαρκής, δίχως άγχος, αλλά με συνεχή εγρήγορση. Μια μάχη, όπου πρέπει να θανατωθείς, για ν' αναστηθείς. Κι αυτό γίνεται ήρεμα, σιγά, ανεπαίσθητα, αργά ή σύντομα, ανάλογα με τον πόθο της ψυχής και την αγαπητική βούληση του Θεού.

Προσκαλεί συνεχώς, προκαλεί επιτηδείως, μα συγχρόνως ευγενώς, ο Θεός τον άνθρωπο, να δώσει στον εαυτό του χρόνο, να ηρεμήσει και να σκεφθεί και να μη ζει σ' ένα συνεχή στρόβιλο δραστηριότητας.

Θ' αρκούσε στο Θεό να μάθει ο κάθε άνθρωπος, το συνάνθρωπό του που έχει δύσκολο χαρακτήρα:

· Να τον υπομείνει, αφού τον παραδεχθεί,

· Ν' αφοσιωθεί στην άρρωστη γυναίκα του, ο σύζυγος,

· Ν' αγαπήσει τους ανεπρόκοπους μαθητές του, ο δάσκαλος,

· Να κατανοήσει την απαιτητική και παράξενη μάνα του, ο γιος.

Είναι ένας πειρασμός. Ν' αρκεσθεί ο καθένας να ξεκινήσει από το ολίγο για να καταλήξει με τη βοήθεια του Θεού στο πολύ.

Νομίζουμε ότι θα μας ζητήσει ο Θεός πολλά. Αλλά όχι! Θα ζητήσει μόνο αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Δε θα ζητήσει "καρπούς εκεί που δεν έσπειρε". Δε θα πει στο βραδύγλωσσο, γιατί δεν έγινε Ιεροκήρυκας, και στο χωλό, γιατί δεν έγινε δρομέας.

Θα δώσουμε λόγο γι' αυτό ακριβώς που μπορούσαμε να κάνουμε Και Δεν Το Κάναμε.

· Θα λαθεύουμε,

· Θα σκοντάφτουμε,

· Θα πέφτουμε, μα θα σηκωνόμαστε.

Έχει τόση άπλα, τόση άνεση, τόση ευρυχωρία η Εκκλησία μας. Στη θέρμη της αγκάλης της χωρούν όλοι!

Η ησυχία αυτή, η μοναξιά, δημιουργεί μια εσωτερική ατράνταχτη ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, και η αρμονία αυτή εκφράζεται στη συνέχεια με μια ισορροπία των ψυχικών και σωματικών εκδηλώσεων, που βρίσκονται στον αντίποδα των τραγικών αδιεξόδων της επίγειας κόλασης. όπως τη ζει ο σημερινός κοσμικός άνθρωπος.

Μέσα απ' αυτή την ισορροπία ξεπηδά και η δυνατότητα για αποκατάσταση σωστών σχέσεων με τους συνανθρώπους μας. Η ορθή επικοινωνία και επαφή με τον συνάνθρωπο, τον αδελφό μας, είναι η βάση για την επίλυση του προβλήματος της μοναξιάς.

Όλα αυτά σημαίνουν "εκκλησιοποίησή" μας.

Μια τέτοια κατεύθυνση Αναζήτησης του Θεού και του ανθρώπου, δια της Εκκλησίας, κάνει τον άνθρωπο, όχι μόνο να ξεπερνά τη μοναξιά, αλλά και να της δίνει έκφραση και καινούργιο νόημα. Επειδή γι' αυτόν που αναζητά το Θεό, η μοναξιά γίνεται πολύ συχνά ένας άλλος δρόμος επικοινωνίας και κοινωνίας. Γίνεται, δηλαδή, η μοναξιά πλαίσιο για να μπορέσει ο άνθρωπος να συνομιλήσει περισσότερο με το Θεό, ν' ακούσει το Θεό, να Τον ζήσει στην ψυχή του. Έτσι για το Χριστιανό η μοναξιά αποκτά θετικό περιεχόμενο, αφού γεμίζει με την Παρουσία του Θεού.
,,,

o Φτιάξτα με το Θεο,

o Φτιάξτα με τον εαυτό σου,

o Φτιάξτα με τους άλλους.

Να η αληθινή κοινωνικότητα, που διώχνει τη μοναξιά.

Η μοναξιά Είναι Καρπός Της Αμαρτίας και ο εγωισμός είναι αμαρτία. Άρα ο εγωισμός σε σπρώχνει στη μοναξιά, που κανένα κοσμικό σαλόνι δεν μπορεί ποτέ ν' αναιρέσει.

o Σβήνουν τα φώτα και μένεις μόνος σου.

o Και φοβάσαι.

ο Σου λείπει η παρηγοριά του Θεού και η βοήθεια των αδελφών σου.

Μη φοβάσαι, όταν είσαι μόνος. Αρκεί να έχεις την αίσθηση. ότι είναι μαζί σου ο Θεός.

(Από το blog: kosmaser.pblogs.gr με λίγες - ποιητική αδεία - επεμβάσεις στη σύνταξη).

Μοναξιά

 


Εικόνα

"Όταν αγαπάς κάποιον, τον νοιώθεις ζωντανό μπροστά σου. Μοναξιά νοιώθει αυτός που δεν αγαπά, και η μοναξιά γίνεται μεγαλύτερη, όταν θέλω να με αγαπούν. Οιοσδήποτε άνθρωπος, είτε βασιλιάς, είτε ζητιάνος είναι, μόλις θελήσει να τον αγαπούν, θα δείτε ότι αμέσως θα νοιώσει μοναξιά. Μόλις αρχίσει να αγαπά, όχι με αγάπη ανθρώπινη αλλά εν τη Εκκλησία, αρχίζει να φεύγει η μοναξιά και ανακαλύπτει πως όλη η Εκκλησία, οι πάντες, είναι μαζί του".

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

"Ή μοναξιά είναι μια εξαιρετική εμπειρία και μια θαυμάσια άσκηση. Μια εμπειρία, πού δείχνει αν έχεις κάποιο πραγματικό περιεχόμενο μέσα στην ψυχή σου, αν μπορείς να ζεις με το εσωτερικό αυτό περιεχόμενο, όταν τα εξωτερικά ελαττωθούν στο ελάχιστο. Γιατί κατά το πλείστον ζούμε με τις εξωτερικές εντυπώσεις —τούς ανθρώπους γύρω μας, τις διάφορες υποθέσεις και μέριμνές μας. Τί θα συμβεί, ανθρώπων όλα αυτά απομακρυνθούν από μας; Τί θα γινόταν, αν κλείνονταν οι αισθήσεις μας, πού μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο; Με πόνο και κόπο και με τρίξιμο θα 'άνοιγαν τότε οι πόρτες, για να μπορούμε στον εσωτερικό κόσμο της ψυχής μας.

Βέβαια, μέσα στον αγοραίο θόρυβο, στον όποιο ζούμε συνήθως, είναι δύσκολο ακόμη και να υποπτευθούμε ότι μέσα στην ψυχή μας υπάρχει ό εσωτερικός αυτός χώρος. Πόσο ευκολότερο είναι να προσεύχεται κανείς μέσα σ' αυτή την μοναξιά και μελαγχολία· πόσο νοιώθεις σαν δικό σου τον θρήνο των ψαλμών, πού απευθύνονται στον Θεό!"

"Πνευματικά Κεφάλαια". Πρεσβ. Αλέξανδρος Ελτσιάνινωφ.

Διέξοδοι στὴ μοναξιὰ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου

Εἰλικρινά, δυσκολεύομαι ἀρκετά, παρότι ἴσως σᾶς φανεῖ παράξενο, νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ἀξία μιᾶς ἀκόμη ὁμιλίας. Φοβᾶμαι πὼς δὲν θὰ πρωτοτυπήσω καθόλου, ἂν καὶ γνωρίζω πὼς ἡ ἀξία τοῦ λόγου δὲν ἔγκειται στὴν πρωτοτυπία. Ἐλπίζω στὴν ὑπομονή σας. Θὰ ἐπιθυμοῦσα μέσα ἀπὸ μία σύντομη παρουσίαση τῆς καταστάσεως ποὺ σεῖς καθημερινὰ ζεῖτε, νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω μερικὰ λόγια ποὺ πηγάζουν ἀπὸ παραθεωρημένα κείμενα θείας σοφίας καὶ ἀγάπης. Θὰ χαιρόμουν νὰ τὰ κατάφερνα νὰ σᾶς ἐμπνεύσω καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω σὲ μία διέξοδο, δίχως νὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς πείσω, σεβόμενος ἀπολύτως τὴ θεοσδοτη ἐλεύθερη βούλησή σας. Θ’ ἀνοίξουμε λοιπὸν μαζὶ ἕνα παράθυρο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸν κόσμο...

Ἕνα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι ἀπρόσωπο, ποὺ τὸ διάλογο ἔχει ὑποκαταστήσει ἡ μυριόστομη ἀντιφώνηση συνθημάτων καὶ ἡ μέθη του τὸν ἔχει κάνει μέσα στὴ μαζοποίηση νὰ ἔχει χάσει τὴν προσωπικότητά του καὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἀγέλης.

Στὴν πολυκατοικία δὲν εἶναι γνωστοὶ ὅλοι οἱ ἔνοικοι. Στὴν πολυκατοικία χάθηκε ἡ γειτονιά, ποὺ μοιραζόσουν τὸ ψωμὶ κι οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτές. Οἱ σχέσεις ἐξαντλοῦνται σὲ μία καλημέρα μέσα στὸ ἀσανσὲρ κι ἕνα βιαστικὸ χαμόγελο δίνοντας τὸ λογαριασμὸ τῶν κοινοχρήστων. Στὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις καὶ τὸ κουτσομπολιό.

Στὸ δρόμο σκουντουφλᾶ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, στὸ λεωφορεῖο στριμώχνονται, στὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν βρίσκεις θέση. Στὸ σχολεῖο, στὸ σπίτι, στὸ κατάστημα, παντοῦ, κουβαλᾶ ὁ ἄνθρωπος τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία του, πολλὲς φορὲς καὶ δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ πλήρως κι ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ ἔχει γίνει ἁπλὴ συνήθεια δίχως καὶ νὰ ἀπασχολεῖ πιά. Οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες δὲν τοὺς ἀφήνουν ποτὲ μόνους τους ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε μὲ τὸν ἑαυτό τους.

Ἡ μοναξιὰ δὲν ἐξοβελίζεται μ’ εὐφυεῖς συνταγὲς ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων καὶ κηρύκων. Θέλει προσωπικὸ ἀγώνα, ἐσωτερικὴ τακτοποίηση, μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἄγνωστη ταυτότητά μας, ἀνδρεία ἐνδοσκαφὴ πρὸς ἀνεύρεση τοῦ πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ, πρὸς μαθητεία καὶ βοήθεια, εἰλικρινῆ καὶ τίμια ἔξοδο πρὸς συνάντηση τῶν ἄλλων, μὲ πνεῦμα θυσίας, μὲ διάθεση κατανοήσεως καὶ παραδοχῆς, ἀλληλοσυμπληρώσεως καὶ ἀλληλοβοήθειας.

Ἔτσι ἡ στείρα καὶ πικρὴ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ γόνιμη πηγή, μὲ ὕδατα ἀνυπέρβλητης γοητευτικότητας καὶ δυναμικότητας, ἐμβαθύνοντας στὴν ὁλότητά του κι ἀνακαλύπτοντας τὶς δυνάμεις του, τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θεόμορφου προσώπου του.

Μόνο ὁ ἐσωτερικὰ ἰσορροπημένος ἄνθρωπος καὶ τακτοποιημένος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, σχέσεις ποὺ ἄρχισαν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴ δύναμη γι’ αὐτὴ τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ ἄλλοι γίνονται συλλειτουργοὶ στὸ μυστήριο τῆς λειτουργίας τῆς ζωῆς, ὅπου μεταλαμβάνουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μὲ τὴν προσευχή, τὴ φιλία, τὸ γάμο καὶ παρηγοριόμαστε στὸ πολυκύμαντο αὐτὸ ταξείδι τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας.

Φοβᾶσαι; Μὴ φοβᾶσαι νὰ σκέφτεσαι τὸ Θεό. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ κάτσε σὲ μία γωνιὰ ἥσυχος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τοὺς φόβους. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ δυσκολεύομαι νὰ εἶμαι ἀναλυτικός. Δὲν νομίζω ἄλλωστε πὼς χρειάζεται. Πρέπει νὰ νοιώσεις πὼς οἱ σχέσεις σου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἕνα θέμα δικό σου. Παρότι εἶναι δύσκολο ἐντούτοις πρέπει νὰ κοιτάξει νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα καλὸ πνευματικὸ ὁδηγό. Δὲ συμφέρει ν’ ἀνοίγει κανεὶς εὔκολα τὴν ψυχή του στὸν καθένα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπύθμενο μυστήριο. Θὰ εἶναι πολὺ τυχερὸς κανεὶς ἂν μπορέσει νὰ βρεῖ στὴ ζωὴ του ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ τὸ σέβεται, θὰ τὸ ἀγαπᾶ καὶ θὰ τὸ ἐμπιστεύεται καὶ μὲ χαρὰ θὰ τὸ ἀκολουθεῖ. Κι ὅσο νωρίτερα γίνει αὐτὸ τόσο καλύτερα.

Τὴν πρώτη αὐτὴ θέση τῆς καρδιᾶς μας καλεῖται νὰ ἔχει ὁ Θεός. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶναι οἱ μεσάζοντες τῆς προσαγωγῆς μας σὲ Αὐτόν, ὡς παρρησία, ἐμπειρία, γνώση καὶ διάκριση ἔχοντες τῶν μονοπατιῶν ποὺ ὁδηγοῦν σὲ Αὐτὸν καὶ τοῦ φωτὸς ποὺ χύνει στοὺς ἐπικαλουμένους του.

Μὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, πάτερ μου, θὰ μοῦ πεῖτε. Δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε, δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη του, εἶναι ἴσως τόσο μακρυά. Ἀσχολεῖται μ’ ἐμᾶς; Τί ἀνάγκη μᾶς ἔχει; Τί μᾶς θέλει; Καὶ δίχως Αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ πάει καλὰ ἡ ζωή μας, ὅπως ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν; Εὐλόγα θάλεγα ἐρωτήματα, φυσικά, ἀνθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ μὲ τὴ φυσικὴ λογική. Μόνο γι’ αὐτὸ τὸ δόγμα δὲν θὰ μποροῦσα νἄμαι ποτὲ καθολικός. Ἂν εἶχα τὸ Θεὸ σὰν ἕνα ἄλλο σὰν κι ἔμενα, ἔξω ἀπὸ μένα, μόνο ποὺ νὰ εἶναι πολὺ δυνατότερός μου, τότε θὰ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ξεχάσω. Ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς δεσμοφύλακας, ἐφοριακός, ἐκδικητὴς καὶ γέρος πλούσιος, ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε ἀπὸ συγγενεῖς, δασκάλους καὶ κληρικοὺς θὰ θεωροῦσα καθῆκον μου νὰ τὸν ἀψηφήσω τελείως. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸ Θεὸ θέλει νὰ εἶναι, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς Αὐτόν;

Ἦλθαν δυὸ συνομίληκοί σας στὸ Ἅγιον Ὅρος, μ’ ἔξαλλη κόμωση κι ἀμφίεση. Δυσκολεμένοι ἀνάμεσα σ’ ἕνα μικρὸ ἀκροατήριο ποὺ «ξεναγεῖτο» κάθησαν διακριτικὰ στὸ τέλος καὶ μᾶς πλησίασαν. Σᾶς μεταφέρω τὶς πρῶτες κουβέντες τοῦ διαλόγου μας αὐτολεξεί:
— Θὰ μπορούσαμε νὰ σᾶς ρωτήσουμε κάτι;
— Εὐχαρίστως!
— Ἂν σᾶς ἔλεγε κάποιος πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς τί θὰ τοῦ κάνατε;
— Τί θὰ τοῦ ἔκανα;
— Μάλιστα.
— Μήπως εἶναι δική σας ἡ ἐρώτηση;
— Ἂν σᾶς ποῦμε ναί;..
— Ἂν σᾶς πῶ κι ἐγὼ πὼς εἶναι καὶ δική μου;
— Δική σας; Ἐσεῖς, ἕνας μοναχός;
— Δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε. Ἕνα Θεὸ ἄγαλμα, ξένο, μακρυνό, ἀπρόσιτο...
Μείναμε νὰ κουβεντιάζουμε ὧρες. Φεύγοντας τὴν ἄλλη μέρα μοῦ εἶπαν.
— Καὶ μεῖς νομίζαμε ἄλλα...

Ναί, πολλοὶ νομίζουν ἄλλα. Εἶναι ἀνέντιμο νὰ μιλᾶς γιὰ κάτι ποὺ δὲν γνωρίζεις, νὰ κατηγορεῖς τὸ φῶς, τὴ ζωή, τὴν ἀλήθεια, σὺ ποὺ ζεῖς στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπάτη. Εἶναι στενομυαλιά. Μὰ ἡ στενομυαλιὰ θὰ θεραπευτεῖ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν παραδεχθεῖς. Ὅσο θὰ τὴ θεωρεῖς εὐφυία, ἐλευθερία καὶ δόξα θὰ ταλαιπωρεῖσαι πικρά.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄλλοι μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ καλοῦνταν νὰ μᾶς συνάξουν κοντά του. Αὐτοὶ οἱ ἀξιοδάκρυτοι ποὺ δὲν πίστευαν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ δὲν τὰ ζοῦσαν, ἀνέντιμοι, ὑποκριτές. Μὰ τὰ ποσοστὰ εὐθύνης κυμαίνονται καὶ αἰωροῦνται ἐπὶ πολλῶν κεφαλῶν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται καθόλου τῶν δικῶν μας. Ὁ καθένας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς προσωπικές του πράξεις.

Ὅ,τι κι ἂν ἔγινε μέχρι χθὲς μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ σήμερα, τώρα. Ὅλοι ζητοῦν τὸ ἀποτίναγμα τοῦ νέφους ποὺ στεφανώνει τὶς πόλεις μας καὶ κανεὶς δὲν κάνει μία κίνηση. Ἀγνοεῖ; Δειλιάζει; Φοβᾶται; Τί συμβαίνει;

Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἔχει μιὰ κληρονομιὰ ἁγιότητος, ἐπιδεικνύει τρόπο ἐπικίνδυνης ζωῆς κι ὄχι φλύαρες κι ἀτέρμονες συζητήσεις τῶν σχολαστικιστῶν, μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ τὶς πομπώδεις διδασκαλίες τῶν ἠθικιστῶν. Κελαρύζει δροσερὸ νεράκι στὰ χωράφια τῶν καρδιῶν καὶ ξεδιψᾶ πραγματικὲς ἀνάγκες ἀπαιτητικῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀσκητισμός της, ἡ ταπείνωσή της μᾶς ὁδηγοῦν σὲ πεδίο βολῆς καὶ ἐκτόξευσης. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ πιστὴ τήρηση μερικῶν ὑποχρεωτικῶν κανόνων κι ἑνὸς τυπικοῦ ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀπομνημονευθεῖ. Μᾶλλον πρέπει νὰ σιωπήσουμε καὶ ν’ ἀκινητοποιηθοῦμε, νὰ μὴ μιλᾶμε πολὺ οὔτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ν’ ἀποκτήσουμε τρόπο ζωῆς διαφορετικό. Ἡ ζωή μας νὰ μιλᾶ. Κι ὄχι νὰ μιλᾶ γιὰ νὰ μιλᾶ. Ἡ παραδοχὴ καὶ ἡ κατανόηση τῶν ἄλλων εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ὁδοὺς τῆς θεώσεως καὶ τῆς καταργήσεως τῆς μοναξιᾶς. Γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι αὐτὸ ποθεῖτε κι ἂς μὴ τὸ ἐκφράζετε, αὐτὸ φανερώνει κι ἡ τυχὸν ἀντίδρασή σας στὴ φτώχειά μου.

Πρέπει ν’ ἀφήσουμε τὰ πολλά, ὅσα δὲν εἶναι ἀναγκαῖα, τὶς γενικότητες καὶ τὶς ἀσάφειες. Ὁ Παπαδιαμάντης λέει: κάθε γενικότητα γελοιότητα. Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος σοφός: «Ἂν προσπαθήσεις νὰ δεῖς τὰ πάντα, δὲν θὰ δεῖς τίποτε». Νὰ γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι, πιὸ συγκεντρωμένοι, πιὸ προσεκτικοί, πιὸ λιτοί. Νὰ γνωρίσουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς ἁπλότητας. Νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι μ’ ἕνα πειθαρχημένο ἑαυτό. Πρέπει, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αὐτὸ σημαίνει νὰ κάνω ὅ,τι θέλω τὸν ἑαυτό μου κι ὄχι ὅ,τι θέλει αὐτὸς ἐμένα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Ἡ λύση τοῦ ἀδιεξόδου. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση αὐτή. Γιὰ σκεφθεῖτε την. Ἀκόμη αὐτὸς ὁ θάνατος ὁ καθημερινὸς σημαίνει πῶς ν’ ἀρέσω στὸν Θεὸ κι ὄχι πῶς νὰ θαυμάζομαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν χρειάζεται νὰ τὰ καταλάβουμε ἀμέσως ὅλα. Ὁ σεβασμός μας στὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ στὸν τίμιο ἀγώνα ἁγίων ἀνθρώπων, ὅταν κάτι δὲν καταλαβαίνουμε ἂς ἱκανοποιεῖται νὰ τ’ ἀφήνει ἀκατανόητο καὶ δὲν θ’ ἀργήσει ἡ ὥρα ποὺ θὰ φωτιστοῦμε καὶ θὰ τὸ κατανοήσουμε. Τὸ νὰ διαστρέφουμε ὅμως τὶς ἔννοιες γιὰ νὰ τὴν ταιριάσουμε στὶς ἰδέες μας εἶναι ἐγωισμὸς κι ἀρχὴ πλάνης κι αἱρέσεως.

Ὅπως κανεὶς δὲν πηγαίνει στὸ στρατὸ γιὰ νὰ καλοπεράσει ἔτσι κι ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ἀγώνας διαρκής, δίχως ἄγχος, μὰ μὲ ἀγωνία. Μία μάχη σῶμα μὲ σῶμα, ὅπου πρέπει νὰ σφαγεῖς, νὰ θανατωθεῖς, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς. Κι αὐτὸ γίνεται ἤρεμα, σιγά, ἀνεπαίσθητα, ἀργὰ ἤ σύντομα, ἀνάλογα μὲ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγαπητικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Προσκαλεῖ συνεχῶς, προκαλεῖ ἐπιτηδείως κι εὐγενῶς ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, νὰ δώσει στὸν ἑαυτὸ χρόνο, νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ μὴ ζεῖ σ’ ἕνα συνεχῆ στρόβιλο δραστηριότητας. Θὰ ἦταν ἀρκετὸ στὸ Θεὸ νὰ ὑπομείνει ὁ ἄνθρωπος τὸ δύσκολο χαρακτήρα του, ἀφοῦ τὸν παραδεχτεῖ, ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἄρρωστη γυναίκα του ὁ σύζυγος, ν’ ἀγαπήσει τοὺς ἀπρόκοφτους μαθητὲς του ὁ δάσκαλος, νὰ κατανοήσει τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ παράξενη μάνα του ὁ γιός. Εἶναι ἕνας πειρασμὸς ν’ ἀρκεστεῖ κανεὶς στ’ ὀλίγο. Θεωρεῖ ὅτι μόνο ἔκτακτα, μεγάλα καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα θὰ τὸν ἀναδείξουν. Φαντάζεται εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας τὸν ἐφευρέτη καὶ τὸν ἱεραπόστολο τῆς Ἀφρικῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ν’ ἀφήνει τὰ 99 πρόβατα γιὰ νὰ πάει στοὺς γκρεμοὺς νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἕνα. Νομίζουμε θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς πολλά. Θὰ ζητήσει μόνο αὐτὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Δὲν θὰ ζητήσει καρποὺς ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρε. Δὲν θὰ πεῖ στὸν τραυλὸ γιατί δὲν ἔγινε ἱεροκήρυκας καὶ στὸν χωλὸ δρομέας. Θὰ δώσουμε λόγο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Θὰ λαθεύουμε, θὰ σκοντάφτουμε. Θὰ πέφτουμε, μὰ θὰ σηκωνόμαστε. Ἔχει τόση ἄπλα, τόση ἄνεση, τόση εὐρυχωρία ἡ Ἐκκλησία μας. Στὴ θερμή της ἀγκάλη της χωροῦν ὅλοι, ὅποιοι καὶ νἄναι. Τὸ νὰ πέσουμε εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ νὰ μὴ σηκωθοῦμε δαιμονικό. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴ συγχωρεῖται, πληγή ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμήσεις, νὰ τὸ θελήσεις ἀληθινά.

Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του. Αὐτὸ εἶναι σίγουρο καὶ βέβαιο. Στὸ χέρι μας λοιπὸν εἶναι νὰ τὸν ἀπολαύσουμε. Μιὰ ἀκόμη ἀρχὴ αὐτῆς τῆς συναντήσεώς μας μὲ Αὐτόν, στὸ νὰ σκηνώσει ἡ Χάρη του ζωηρὴ ἐντὸς μας εἶναι ἡ καθαρότητά μας. Μόνο μὲ τοὺς καθαροὺς ἑνώνεται ὁ Θεός. Πρέπει πρῶτα νὰ καθαριστεῖς γιὰ νὰ συνομιλήσεις μὲ τὸ Θεό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ τονίζει πὼς πρῶτα θ’ ἀποσυνδεθεῖς ἀπὸ τὴν ὕλη γιὰ νὰ συνδεθεῖς μὲ τὸ Θεό. Ὅσο καιρὸ ὁ νοῦς παραμένει ἀπρόσεκτος κι ἀκάθαρτος ὁ Θεὸς δὲν ἐλέει. Μὲ τὴ σταδιακὴ κάθαρση ἔρχεται λύπη στὴν καρδιὰ γιὰ τ’ ἀτοπήματά μας καὶ τὴν προσβολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ χαρά, γιατί ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν’ ἀνασαίνει καὶ νὰ προγεύεται κάποιων θείων μικρῶν ἀλλὰ δυνατῶν κ ἐντυπωσιακῶν παρηγοριῶν. Ἡ προσευχὴ βοηθᾶ σ’ αὐτὴ τὴν κάθαρση καὶ ἰδιαίτερα ἡ νοερά: τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν.

Πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση ἀποδίδει μεγάλη σημασία στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἱκανοποιεῖται σὲ κάποια ἐξωτερικὴ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν. Εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς ἔχει ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Θεὸ ἐπειδή, ζεῖ μία τίμια ζωὴ κι ἀποφεύγει τὶς ἁμαρτίες ἐνῶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του παραμένουν ἀνενόχλητα καὶ βαθύρριζα τὰ πάθη. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη.

Ἂν μπορέσεις νὰ δεχτεῖς τὸ θαῦμα πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅλες οἱ ἄλλες δυσκολίες εἶναι μηδαμινές. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ ν’ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο. Τώρα ὅλα εἶναι εὔκολα. Μὲ τὴν ἀνάστασή του νικήθηκε κι ὁ θάνατος. Ἔτσι ἡ πίστη τοῦ πιστοῦ περιπαίζει τὸ δαίμονα, τὸ θάνατο, τὸ κακό, τὴν κάθε μοναξιά.

Μόνο ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σκέφτεται τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Δὲν προσδοκᾶ ἀνταπόδοση. Χαίρεται νὰ χαρίζει σὰν νὰ λαμβάνει. Ἕνα σκοπὸ ἔχει: Πὼς νὰ σωθεῖ. Ἀγαπᾶ γιατί εἶναι ἔξυπνος. Δὲν ἔχει ὀκνηρία, διχασμοὺς καὶ δισταγμούς, ἄγχος καὶ ἀμφιβολίες. Χαίρεται νὰ ὑπακούει. Δὲν κάνει τίποτε τὸ μισό. Ξέρει κι ἀγαπᾶ νὰ σωπαίνει. Εἶναι γνήσιος αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀτόφιος, εἰλικρινής.

Θὰ μποροῦσε βεβαίως ὁ Θεὸς νὰ ἐπέμβει δυναμικὰ στὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλοιώσει, καὶ νὰ μᾶς κάνει θέλοντας καὶ μὴ καλούς. Ἀλλὰ αὐτὸ ὅπως καταλαβαίνετε εἶναι μακράν τοῦ σχεδίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι δοτή. Ὁ Θεὸς δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες κι ἐρεθισμούς, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐκμεταλλευτεῖ καλῶς. Ὁ Θεὸς στὸ ἕνα βῆμα μας κάνει δέκα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε πρῶτα τὸ δικό μας ἕνα. Ἀδυνατεῖ, θὰ λέγαμε ἀνθρωπομορφικά, νὰ ἐπέμβει δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ καὶ νὰ μᾶς ἀναστατώσει. Εἶναι ἀπεριόριστα εὐγενὴς κι εὐαίσθητος ὁ Θεός. Ὁ ὑποκειμενικὸς λοιπὸν παράγοντας στὴν πρὸς Θεὸν προσαγωγὴ μας εἶναι ἀπαραιτήτως ἀπαραίτητος. Ἡ συμβολή μας, ἡ συνεργία μας, στὸ συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας, μὲ πολλὴ ταπείνωση πάντα, εἶναι βασικὴ προϋπόθεση μιᾶς ἀρχῆς.

Μέσα σ’ ἕνα κόσμο δίχως σκοπό, μὲ μία συμφεροντολόγα ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ κακὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποὺ πλησιάζει τὸν ἄλλο γιὰ ν’ ἀποφύγει τὰ ἐρωτήματα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ μοναξιὰ του καταντᾶ φυλακή. Ἡ χυδαιότητα τοῦ κόσμου ἔγκειται στ’ ὅτι ζεῖ γιὰ τὸ τίποτα κι αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ δακρύων γιὰ κάθε φιλόθεο καὶ φιλάνθρωπο.

Ἀναγκάζομε παρασυρόμενος νὰ ὑποπίπτω σ’ αὐτὸ ποὺ κατηγόρησα, σὲ γενικότητες καὶ νὰ σᾶς κουράζω.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει περὶ Θεοῦ καὶ νὰ σᾶς πείσει. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικὰ στὶς καρδιὲς καὶ κάποτε σὲ τόπους καὶ ὧρες ποὺ δὲν τὸ περιμένεις. Ὁ Θεὸς μιλᾶ σιωπηλά. Σὲ τόπους ἥσυχους, θορυβωδῶς. Σὲ τόπους θορυβώδεις, ἥσυχα, κι ἴσως γι' αὐτὸ δὲν ἀκούγεται. Ἴσως, μᾶλλον, δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἀκοῦμε. Μὴ μειώνουμε λοιπὸν τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ δὲν κατανοοῦμε. Ὅλα εἶναι δύσκολα πρὶν αὐτὴ τὴ φανέρωση, τὴ ζωντανὴ σχέση, τὴν ἀποκάλυψη, τὸ νέο τρόπο ζωῆς. Εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτὴ ἡ συνταρακτικὴ ὅσο καὶ ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸ Θεό. Ἕνα θαῦμα φωτὸς ποὺ σὲ κάνει νὰ λησμονεῖς ὅλο τὸ προηγούμενο σκοτάδι σου, ἀπὸ λεπρὸς γίνεσαι ὑγιής, ἀπὸ ἀμαθής σοφός. Ἀποκτᾶς, φτερά, νέα δράση, νέα ἀκοή. Μὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖς τὸν Ἴκαρο, τὸ πολὺ φῶς ποὺ τυφλώνει, τὴ βροντὴ τῆς σιωπῆς ποὺ κουφαίνει.

Συγχωρέστε παρακαλῶ τὴν τυχὸν ποιητικότητά μου. Πολλὴ εἰρήνη ὑπάρχει μέσα στὴ σιωπή. Μίλα ἄνετα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δίχως συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Να ’σαι φίλος ὅσο ξένος μὲ ὅλους, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Λέγε τὴ γνώμη σου δίχως νὰ θὲς νὰ τὴν ἐπιβάλλεις. Ἄκου καὶ τὸν ἄλλο κι ἄς σοῦ φαίνεται ἀνιαρὸς κι ἀστεῖος. Ἔχει τὸν πόνο του, τὴν ἱστορία του, ἔχυσε καὶ γι’ αὐτὸν αἷμα ὁ Χριστός. Μὴ συγκρίνεσαι μὲ τοὺς ἄλλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο παιχνίδι. Ἂν πεῖς εἶσαι καλύτερός τοῦ ἄλλου πέφτεις στὴν ὑπερηφάνεια. Ἂν πεῖς πὼς εἶσαι χειρότερος στὴν κακομοιριά, τὴ μειονεξία, τὴν ἀποθάρρυνση, τὴν ἀπελπισία.

Νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴν πρόοδό σου στὶς σπουδὲς καὶ τὴν ἐργασία, μὰ νὰ ξέρεις πὼς κι ἕνας τσαγκάρης κι ἕνας ὁδοκαθαριστὴς προσφέρει ἔργο χρήσιμο, μπορεῖ νὰ εἶναι ἥρωας, ἅγιος. Νὰ κοιτᾶς νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Κυρίως μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν καλὸ γιατί εἶναι βαρειὰ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια κι ὁδηγεῖ σὲ θάνατο. Οὔτε πάλι ὡς ἐξ αὐτοῦ νὰ γίνεσαι κυνικὸς καὶ μάλιστα ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἀγάπη. Μὴ βιάζεσαι καὶ μὴ χασομερᾶς. Νὰ εἶσαι ὅσο εὐγενικὸς τόσο κι αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Μὴν τὸν ἀφήνεις εὔκολα νὰ χαζεύει καὶ μὴ τὸν κουράζεις μὲ προγράμματα ποὺ σὲ λίγο θὰ τὰ διακόψεις. Ἡ κούραση κι ἡ μοναξιὰ γρήγορα μποροῦν νὰ σὲ ἀρρωστήσουν. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν Θεό. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν ἑαυτό σου. Φτιάξ’ τα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κλέψει τὴν εἰρήνη ἀπ' τὴν καρδιά σου. Βρὲς τὴν εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ χιλιάδες κόσμος θὰ σωθεῖ, λέει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι, ἐσὺ ποὺ ὅλοι νομίζουν πὼς δὲν προσφέρεις τίποτε, μόνο μὲ αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴ νηφαλιότητά σου, τὴ χαρά σου θὰ ἔχεις διάρκεια ἀντοχῆς, ἀποθέματα, σημεῖα σημαντικὰ μυστικῶν Μεταμορφώσεων, δυνάμενα νὰ μεταμορφώσουν πολλὴ ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀσχήμια τοῦ κόσμου.
Ὅπως μερικὰ γεροντάκια στὸ Ἅγιον Ὅρος ποὺ σὲ διδάσκουν μόνο μὲ τὴ θωριά τους. Ἡ ἠρεμία τους, ἡ γαλήνη τους, ἡ στάση τους, ὁ τρόπος τους, εἶναι τὸ πιὸ βροντερὸ κήρυγμα καὶ μάλιστα στοὺς νέους ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐσᾶς, ποὺ ἔχετε τὴ χάρη πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διακρίνετε τὸ γνήσιο, τὸ ἀτόφιο, τὸ καθαρό, τὸ πολύτιμο.

Εἶστε καλοὶ μὰ μπορεῖτε νὰ γίνετε καλύτεροι. Εἶστε λίγοι, μὴ φοβᾶστε. Κι ἕνας μπορεῖ νὰ φυλάει τὴν ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία. Ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι μὲ τὰ μεγάλα μεγέθη τῶν ἀριθμῶν.

Εἶναι λυπηρὸ νὰ βλέπεις τοὺς νέους διαμελισμένους, σκόρπιους ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀφηρημένους, ἀσυνεπεῖς. Ἐνῶ μποροῦν πολλά. Ἂς κάνει κανεὶς πολὺ λιγότερα, μὰ ὁλοκληρωμένα. Εἶναι κρίμα νάχει κατακυριευτεῖ ἡ νεολαία ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς βαρύτητας, τῆς πλαδαρότητας, τῆς νωχέλειας, τοῦ «δὲ βαρυέσαι βρὲ ἀδελφέ». Τὸ νὰ ἔχεις μία γνώμη γιὰ ὅλα, νὰ μισοξέρεις πολλά, νὰ λὲς σὲ ὅλους ναὶ ἤ ὄχι, εἶναι σημεῖο μεγάλης θολούρας καὶ χλιαρότητας, ποὺ φανερώνει ἀναποφασιστικότητα καὶ φαντασιοσκοπία, πνευματικὴ χρεωκοπία καὶ δυστυχία γιὰ τὸ μέλλον.

Ὅταν θὰ βαρεθεῖτε ὅλα αὐτὰ τὰ λίγα, τὰ πολλά, τὰ μισὰ κι ἀσχοληθεῖτε μὲ τὸ ἕνα, μέ σᾶς, μὲ τὸν Θεό, μὲ μένα, μὲ σένα, τότε κάτι μπορεῖ ν’ ἀρχίσει. Γι’ αὐτὴ τὴ μεγάλη τιμὴ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ προσώπου μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία μας ἁπλᾶ, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αὐτὴ τὴ σπάνια καὶ πολύτιμη, εἰλικρινῆ καὶ ἀθώα γνησιότητα ἀγωνίσθησαν οἱ ἅγιοι κι αὐτὴ μᾶς παραδίδουν. Δίχως νὰ προσδοκοῦν καμμιὰ ἀνταπόδοση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀγώνα τους, οὔτε ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν θὰ σᾶς κουράσω πολὺ ἀκόμα μὲ τὶς ἀποσπασματικὲς καὶ τηλεγραφικὲς αὐτὲς φράσεις μου. Θὰ ἐπιθυμοῦσα ὅμως νὰ σᾶς μεταφέρω τὶς σκέψεις μερικῶν ἀκόμη ἁγίων Πατέρων μας στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, τῶν σχέσεών μας μὲ τὸ Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τῆς διεξόδου τῆς πολλῆς μοναξιᾶς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος καλὸ οὔτε πολὺ νὰ ξεθαρρεύει οὔτε ν’ ἀπελπίζεται. Τὸ νὰ ἔχεις παράτολμο θάρρος σὲ κάνει νὰ πέσεις κι ἡ ἀπελπισία πεσμένο δὲ σ’ ἀφήνει νὰ σηκωθεῖς. Ἂς εἰρηνεύσεις μὲ τὸν ἑαυτό σου, θὰ πεῖ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, κι ὅλα θὰ εἰρηνεύσουν.

Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος θὰ πεῖ τὴ σπουδαία ἐκείνη ρήση: Αὐτὸς ποὺ γνώρισε καὶ νίκησε τὰ πάθη του εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς.

Χρειάζεται νὰ βγάζουμε διδάγματα καὶ συμπεράσματα καὶ νὰ κάνουμε ἀναλύσεις; Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως ὄχι. Διατηρώντας πάντα τὸ παντζούρι ἀνοιχτό, τοῦ παραθύρου ποὺ ἀνοίξαμε μαζί, σ’ ἕνα κόσμο ἄκοσμο κι ὄχι κόσμημα, πεπτωκότα καὶ συγχυσμένο, ποὺ ὅμως μπορεῖ ἂν θέλει νὰ σπάσει τὸ κέλυφος ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει ν’ ἀνασάνει ἐλεύθερα κι ἡ μοναξιά του νὰ γίνει εὐεργετικὴ μὲ τὴν αὐτογνωσία, τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴ μελέτη. Ἑτοιμασία καὶ ὁδὸς πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πλασμάτων του κι ὁ κόσμος νἄναι περιβόλι. Αὐτὰ ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Νύξεις ἁπλὲς μὲ τὴν γνώση πὼς δὲν κομίζω «γλαύκας εἰς Ἀθήνας» καὶ τὴν συγγνώμην γιὰ τὸ τυχὸν διδασκαλικό μου ὕφος.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Πηγή: agiazoni.gr