Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

Φωνή των Πατέρων

Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

Πηγή: Φυλλάδιο που διανέμεται δωρεάν από:
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ. ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2005

Πρόλογος
Στο διάβα είκοσι αιώνων, από τα χρόνια του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ως την εποχή μας, πολλοί κήρυκες και μάρτυρες της θείας αγάπης πέρασαν από τούτη τη γη. Ένας απ' αυτούς, σύγχρονος μας μάλιστα, είναι και ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (+1938), μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του Αγιορείτικου και γενικότερα του ορθοδόξου μοναχισμού.
Γεννήθηκε το 1866 στο χωριό Σόβσκ της επαρχίας Λεμπεντιάσκ της μεγάλης Ρωσίας από γονείς ευσεβείς. Μετά από διάφορες μεταπτώσεις των πρώτων νεανικών του χρόνων, ένα αποκαλυπτικό δράμα της Υπεραγίας Θεοτόκου τον έκανε να μετανοήσει βαθιά και να ποθήσει την ισάγγελη μοναχική πολιτεία.
Το 1892 ήρθε στο Άγιον Όρος, στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, οπού εγκαταβίωναν τότε δύο χιλιάδες μοναχοί. Μικρόσχημος μοναχός έγινε το 1896 και μεγαλόσχημος το 1911.
Η ζωή του στον Άθωνα, διαποτισμένη από τη διαρκή μνήμη του Θεού, ξεχώριζε για τη συνέπεια και την ακρίβεια της: προσευχή στο κελλί, καθημερινές ακολουθίες στο ναό, αγρυπνίες, νηστείες, τακτική εξομολόγηση και θεία κοινωνία, μελέτη, νήψη, σωματικός κόπος στις μοναστηριακές διακονίες.
Υπομονετικός και μακρόθυμος, πράος και άκακος, ταπεινός και υπάκουος ο όσιος Σιλουανός, κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση των συμμοναστών του, αλλά και δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τους φθονερούς και μισόκαλους δαίμονες.
Έχοντας παραδώσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στον Θεό, πολύ σύντομα αξιώθηκε να λάβει το δώρο της ακατάπαυστης ευχής από την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και να δει τον ζώντα Χριστό μέσα στο ναό του Προφήτη Ηλία, στο μυλωνά της μονής.
Η θεοφάνεια εκείνη ήταν ο σημαντικότερος σταθμός της ζωής του. Από τότε η οξεία πνευματική αίσθηση του έγινε ακόμα οξύτερη. Αισθανόταν αφόρητο πόνο για την αμαρτία. Λυπόταν και έκλαιγε για τις ψυχές που βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Προσευχόταν αδιάλειπτα για όλο τον κόσμο. Αγαπούσε τους ανθρώπους και τον Θεό χωρίς όρια. Μολονότι ολιγογράμματος, απέκτησε σπάνια σοφία και πείρα με τους αγώνες και τις μελέτες του. Η επικοινωνία μαζί του ήταν πηγή χαράς. Η παρουσία του χάριζε ειρήνη και ανάπαυση.
Η διδασκαλία του, που έχει αποτυπωθεί στις γραφές του, είναι βαθιά βιωματική και αναφέρεται σε καίρια ζητήματα της πνευματικής ζωής - προσευχή, χάρη, δοκιμασίες, ταπείνωση, ειρήνη, ελευθερία, μετάνοια, αγάπη, υπακοή, θεογνωσία.
Μέσα στην προσευχή και τη δοξολογία του Θεού τελείωσε την επίγεια πορεία του. Κοιμήθηκε στις 11/24 Σεπτεμβρίου 1938 στη μονή της μετανοίας του.
Η συναρπαστική βιογραφία του, γραμμένη από το μαθητή του γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ (+1993), καθώς και οι θεόσοφες διδαχές του σαγήνευσαν πολλούς ανθρώπους, και μάλιστα αλλόδοξους, και τους έκαναν να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό και να επιστρέψουν στη μάνδρα της Μιας, Αγίας και Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. σ’ αυτήν ακριβώς τη γνωριμία με τον Θεό - γνωριμία που πραγματώνεται όχι με τον ορθό λόγο και το στοχασμό, αλλά με την εν Χριστώ άσκηση και την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία - αναφέρονται τα αποσπάσματα που ανθολογήθηκαν σ' αυτό το τεύχος. Προσφέρονται σ’ όσες ψυχές ποθούν να έρθουν εις επίγνωσιν του μυστηρίου του Θεού… , εν ω εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι (Κολ. 2:2-3).
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Η γνωριμία με τον Θεό

Πως θα γνωρίσουμε τον Θεό
Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος• αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι τον Θεό.
Ήμουν χειρότερος κι από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου• σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρηση από τον Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρηση αλλά και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι, εν Πνεύματι Αγίω, γνώρισα τον Θεό.
Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει την ευσπλαχνία Του;
Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε πως υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για τον Θεό σ’ όλες τις Εκκλησίες μας, αλλά και στην ψυχή μου.
Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό. Εν Πνεύματι Αγίω οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούνε τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στον Θεό.

Ζούμε στη γη και δεν βλέπουμε τον Θεό, δεν μπορούμε να Τον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε τον Θεό, όπως Τον είδε ο άγιος Στέφανος (Πράξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νους αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Αυτός είναι ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Τον υπέδειξε στους ανθρώπους. και στον ουρανό και στη γη, ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. και τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει. Ακόμα κι αν διαβάζουμε πως μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι' αυτά μόνο με το νου, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Χριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη• τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.
*
Καθένας μας μπορεί να κρίνει για τον Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πως είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε η δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Οι άγιοι λένε πως είδαν τον Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Είναι φανερό πως μιλούν έτσι γιατί δεν Τον γνώρισαν αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει.
Οι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι' Αυτόν στη γη. Οι άνθρωποι όμως θέλουν να ζουν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι' αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει.
Όλων των λαών η ψυχή αισθανόταν πως υπάρχει ο Θεός, αν και δεν ήξεραν να λατρεύουν τον αληθινό Θεό. Το Άγιο Πνεύμα όμως δίδαξε πρώτα τους Προφήτες, έπειτα τους Αποστόλους, κατόπιν τους αγίους πατέρες και Επισκόπους μας, κι έτσι έφτασε ως εμάς η αληθινή πίστη. Εμείς γνωρίσαμε τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Και όταν Τον γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ’ Αυτόν η ψυχή μας.
Γνωρίστε, λαοί, ότι πλαστήκαμε για να δοξάζουμε τον ουράνιο Θεό, και μην προσκολλάστε στη γη, γιατί ο Θεός είναι Πατέρας μας και μας αγαπάει σαν πολυπόθητα παιδιά Του.
Οποίος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί. Οι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι' αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
*
Πολλοί φιλονικούν για την πίστη - και δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτές τις φιλονικίες -, ενώ, αντί να φιλονικούμε, πρέπει να προσευχόμαστε μόνο στον Θεό και την Παναγία, και ο Κύριος θα μας δώσει το φωτισμό χωρίς φιλονικίες, και μάλιστα γρήγορα.
Πολλοί μελέτησαν όλες τις θρησκείες, αλλά δεν γνώρισαν την αληθινή πίστη όπως πρέπει. Όποιος όμως προσεύχεται στον Θεό με ταπείνωση να τον φωτίσει, σ’ αυτόν ο Κύριος θα δώσει να μάθει πόσο αγαπάει τον άνθρωπο. Οι υπερόπτες ελπίζουν να μάθουν τα πάντα με το νου τους, αλλά ο Θεός τους έθεσε όρια.
*
Ο Κύριος είπε: Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται… ίνα θεωρή την δόξαν την εμήν (Παράβαλλε Ιωάνν. 12:26• 17:24). Οι άνθρωποι όμως δεν κατανοούν τις Γραφές, τις βρίσκουν σχεδόν ακατανόητες. Μόνο όταν τους διδάξει το Άγιο Πνεύμα, τότε όλα γίνονται κατανοητά και η ψυχή αισθάνεται σαν να είναι στους ουρανούς. Γιατί το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι και στους ουρανούς και στη γη και στην Αγία Γραφή και στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό. Χωρίς Πνεύμα Άγιο οι άνθρωποι πλανώνται και αδυνατούν να γνωρίσουν αληθινά τον Θεό και την ανάπαυση κοντά Του, έστω κι αν μελετούν συνεχώς.

Ω αδελφοί, σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα της ευσπλαχνίας του Θεού: Πιστεύετε στο Ευαγγέλιο και στη μαρτυρία της Αγίας Εκκλησίας, και τότε θα γευθείτε, ήδη απ’ αυτή τη γη, τη μακαριότητα του παραδείσου. Αληθινά, η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας: Η αγάπη του Θεού χαρίζει στην ψυχή τον παράδεισο. Πολλοί πρίγκιπες και άρχοντες εγκατέλειψαν τους θρόνους τους, όταν γνώρισαν την αγάπη του Θεού. Κι αυτό είναι ευνόητο, γιατί η αγάπη του Θεού είναι φλογερή. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η χαρά της ψυχής φτάνει ως τα δάκρυα, και τίποτα επίγειο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της.
Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε εμείς οι ορθόδοξοι Χριστιανοί! Τι Θεό έχουμε! Είναι αξιολύπητοι όσοι δεν γνώρισαν τον Θεό. Αυτοί δεν βλέπουν το αιώνιο φως, και μετά το θάνατο πορεύονται στο αιώνιο σκοτάδι. Αυτό το ξέρουμε, γιατί το Άγιο Πνεύμα πληροφορεί μέσα στην Εκκλησία τους αγίους για το τι υπάρχει στον ουρανό και τι στον Άδη.
Ω, πόσο αξιολύπητοι είναι οι πλανεμένοι άνθρωποι! Αυτοί δεν μπορούν να ξέρουν τι είναι η αληθινή χαρά. Μερικές φορές διασκεδάζουν και γελούν, αλλά το γέλιο και η απόλαυση που δοκιμάζουν θα μεταβληθούν σε θρήνο και θλίψη. Δική μας χαρά είναι ο Χριστός. Με τα πάθη Του μας έγραψε στο βιβλίο της ζωής, και στη βασιλεία των ουρανών θα είμαστε αιώνια με τον Θεό και θα βλέπουμε τη δόξα Του και θα ευφραινόμαστε μαζί Του. Η χαρά μας είναι το Άγιο Πνεύμα. Είναι τόσο γλυκό και ευχάριστο! Αυτό μαρτυρεί στην ψυχή για τη σωτηρία.
*
Τα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νου που δεν αναγεννήθηκε.

 
Τι μας εμποδίζει να γνωρίσουμε τον Θεό
Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νου του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι' αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.
*
Ο Κύριος αποκαλύπτειται στις ταπεινές ψυχές. Σ' αυτές δείχνει τα έργα Του, που είναι ακατάληπτα για το νου μας. Με τον φυσικό μας νου μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα.
Μερικοί μοχθούν σ’ όλη τους τη ζωή για να μάθουν τι υπάρχει στον ήλιο η στη σελήνη η κάτι παρόμοιο, αλλ’ αυτά δεν ωφελούν την ψυχή. Αν όμως προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε τι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, τότε θα βλέπαμε στην ψυχή του αγίου τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στην ψυχή του αμαρτωλού σκοτάδι και κόλαση. Και είναι ωφέλιμο να το ξέρουμε, γιατί θα είμαστε αιώνια είτε στη βασιλεία είτε στην κόλαση.
*
Ο νωθρός στην προσευχή εξετάζει με περιέργεια τα πάντα, όσα βλέπει στη γη και στον ουρανό, αλλά δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Κύριος ούτε προσπαθεί να το μάθει. Κι όταν ακούει διδασκαλία για τον Θεό, λέει:
Μα πως είναι δυνατό να γνωρίσουμε τον Θεό; Κι εσύ από πού Τον γνωρίζεις;
Θα σου πω: Μαρτυρεί το Άγιο Πνεύμα, Αυτό γνωρίζει και μας διδάσκει.
Αλλά μήπως το Πνεύμα είναι ορατό;
Οι Απόστολοι Το είδαν να κατεβαίνει σε πύρινες γλώσσες, κι εμείς Το αισθανόμαστε μέσα μας. Είναι γλυκύτερο από κάθε τι γήινο. Αυτό γεύονταν οι Προφήτες και μιλούσαν στο λαό και ο λαός τους πρόσεχε. Οι άγιοι Απόστολοι έλαβαν Άγιο Πνεύμα και κήρυξαν σωτηρία στον κόσμο χωρίς να φοβούνται τίποτα, γιατί τους ενίσχυε αυτό το Πνεύμα. Το ίδιο και οι μάρτυρες και οι ασκητές πήγαιναν χαρούμενοι στο μαρτύριο και την κακοπάθεια. Γιατί το Άγιο Πνεύμα, το αγαθό και γλυκύ, έλκει την ψυχή στην αγάπη του Κυρίου. Κι έτσι η ψυχή, χάρη στη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, δεν φοβάται τα βασανιστήρια.
*
Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Μιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζει υπερήφανο Πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέμματα κατά της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Νομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχτεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. και είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση.
Αντίθετα, στην καρδιά των αγίων ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τους κάνει συγγενείς του Θεού. Οι άγιοι νιώθουν ολοκάθαρα πως είναι πνευματικά παιδιά του ουράνιου Πατέρα, και γι' αυτό λένε: Πάτερ ημών…
*
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πει: Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισε με, και θα σε υπηρετήσω μ' όλη μου την καρδιά και μ' όλη μου την ψυχή. Και ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του Θεού. Δεν πρέπει όμως να λέει: Αν υπάρχεις, παίδεψέ με. Γιατί αν έρθει η τιμωρία, είναι δυνατό να μη βρει τη δύναμη να ευχαριστήσει τον Θεό και να μετανοήσει.
Όταν ο Κύριος σε φωτίσει, τότε η ψυχή σου θα Τον αισθανθεί, θα αισθανθεί πως την συγχώρησε και την αγαπάει. Θα το μάθεις με την πείρα σου, και η χάρη του Αγίου Πνεύματος θα μαρτυρεί στην ψυχή τη σωτηρία, και θα θέλεις τότε να διακηρύσσεις σ’ όλο τον κόσμο: Πόσο πολύ μας αγαπάει ο Κύριος!
Ο Απόστολος Παύλος, όσο δεν γνώριζε τον Κύριο, Τον καταδίωκε. Όταν όμως Τον γνώρισε, τότε γύρισε σ’ όλη την οικουμένη κηρύσσοντας το Χριστό.
Για να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρει ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση; Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.
*
Δείξαμε μεγάλη αμέλεια και δεν καταλαβαίνουμε πια αν υπάρχει η κατά Χριστόν ταπείνωση και αγάπη. Βέβαια, η ταπείνωση αυτή και η αγάπη γίνονται γνωστές μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς όμως δεν ξέρουμε ότι, για να προσελκύσουμε τη χάρη κοντά μας, πρέπει να την ποθήσουμε μ' όλη μας την ψυχή. Αλλά πώς θα ποθήσουμε κάτι που δεν το γνωρίζουμε καθόλου; και όμως, όλοι μας τη γνωρίζουμε τη χάρη, έστω και λίγο, γιατί το Άγιο Πνεύμα κινεί κάθε ψυχή στην αναζήτηση του Θεού.
Ω, πώς πρέπει να παρακαλούμε τον Κύριο να δώσει στην ψυχή το ταπεινό Άγιο Πνεύμα! Η ταπεινή ψυχή έχει μεγάλη ανάπαυση, ενώ η υπερήφανη βασανίζει η ίδια τον εαυτό της. Ο υπερήφανος δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού και βρίσκεται μακριά Του. Υπερηφανεύεται πως είναι πλούσιος η επιστήμων η ένδοξος, μα δεν ξέρει την τραγικότητα της φτώχειας και της απώλειας του, αφού δεν γνώρισε τον Θεό. Απεναντίας, εκείνον που αγωνίζεται εναντίον της υπερηφάνειας, τον βοηθάει ο Κύριος να νικήσει αυτό το πάθος.
*
Είναι αδύνατο ν' αγαπήσουμε και να γνωρίσουμε τον Κύριο, αν δεν ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές Του. Ο άνθρωπος όμως από μόνος του είναι ανίκανος να τηρήσει τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό ο Ιησούς είπε: Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν (Ματθαίος 7:7). Αν δεν ζητάμε, βασανίζουμε μόνοι μας τον εαυτό μας και χάνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
*
Στον αγώνα μας πρέπει να είμαστε ανδρείοι. Ο Κύριος αγαπάει την ανδρεία και συνετή ψυχή. Αν δεν έχουμε ανδρεία και σύνεση, τότε πρέπει να τα ζητάμε από τον Θεό και να υπακούμε στους πνευματικούς, γιατί σ’ αυτούς ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος μάλιστα, που ο νους του έπαθε βλάβη από δαιμονική ενέργεια, ιδίως αυτός πρέπει να υπακούει στον πνευματικό και να μην εμπιστεύεται καθόλου τον εαυτό του.
Οι ψυχικές συμφορές μας έρχονται από την υπερηφάνεια, ενώ τις σωματικές τις παραχωρεί πολλές φορές ο Θεός από αγάπη για μας, όπως έγινε με τον πολύαθλο Ιώβ.
Είναι πολύ δύσκολο να διαγνώσεις μέσα σου την υπερηφάνεια. Να όμως μερικά συμπτώματα: Αν σε προσβάλλουν δαίμονες η σε βασανίζουν κακοί λογισμοί, αυτό σημαίνει πως δεν έχεις ταπείνωση. Γι’ αυτό, έστω κι αν δεν αντιλήφθηκες την υπερηφάνεια σου, ταπεινώσου. Αν είσαι οξύθυμος η, όπως λένε, νευρικός, αυτό είναι αληθινή συμφορά. Κι αν πάσχεις από παροξυσμούς και φοβίες, θα γιατρευτείς με τη μετάνοια, με το ταπεινό φρόνημα και με την αγάπη για τον αδελφό σου, ακόμα και για τους εχθρούς. Οποίος δεν αγαπάει τους εχθρούς, σ’ αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμα η χάρη του Θεού.
*
Στην πλάνη πέφτει κανείς είτε από απειρία είτε από υπερηφάνεια. Κι αν είναι από απειρία, ο Κύριος θεραπεύει γρήγορα αυτόν που πλανήθηκε. Αν όμως είναι από υπερηφάνεια, τότε θα υποφέρει για πολύν καιρό η ψυχή, ώσπου να μάθει την ταπείνωση, και τότε θα θεραπευθεί από τον Κύριο.
Στην πλάνη πέφτουμε όταν νομίζουμε πως είμαστε πιο συνετοί και έμπειροι από τους άλλους, ακόμα κι από τον πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ με την απειρία μου, και γι' αυτό υπέφερα. Ευχαριστώ βαθιά τον Θεό, γιατί έτσι με ταπείνωσε, με νουθέτησε και δεν πήρε το έλεος Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι πως χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατό ν’ απαλλαγούμε από την πλάνη, γιατί στον πνευματικό έδωσε ο Θεός τη χάρη του δεσμείν και λύειν.


Η κοινωνία με τον Θεό
Οποίος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. Η θύμηση του Θεού γεννάει την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι• και χωρίς την προσευχή, δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή.
Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο νους, όταν προσεύχεσαι, είναι απασχολημένος με τον Θεό και στέκεται με ταπεινό Πνεύμα ενώπιον του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχομένου.
Ο αρχάριος όμως χρειάζεται χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έρθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα. Αυτός αναγνωρίζει τη χάρη κατά τη γεύση.
Οποίος θέλει να ασκεί την προσευχή χωρίς χειραγωγό και, μέσα στην υπερηφάνεια του, φαντάζεται πως μπορεί να τη διδαχθεί από τα βιβλία, αυτός βρίσκεται κιόλας στην πλάνη. Τον ταπεινό όμως τον προστατεύει ο Κύριος• έτσι, αν πράγματι δεν υπάρχει έμπειρος οδηγός, αυτός καταφεύγει στον υπάρχοντα πνευματικό, και ο Κύριος θα τον σκεπάσει χάρη στην ταπείνωση του. Σκέψου ότι στον πνευματικό ζει το Άγιο Πνεύμα, και αυτός θα σου πει το ωφέλιμο. Αν όμως σκεφτείς πως ο πνευματικός ζει με αμέλεια και διερωτηθείς, πως είναι δυνατό να έχει το Άγιο Πνεύμα; θα υποστείς εξαιτίας αυτής της σκέψης σου μεγάλο πειρασμό, και ο Κύριος θα σε ταπεινώσει και θα επιτρέψει να πέσεις σε κάποια πλάνη.
Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό.
*
Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση, και ο Κύριος θα σου χαρίσει να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Κι αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, γίνε ταπεινός, γίνε εγκρατής, εξομολογήσου ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές, μείνε ευχαριστημένος με όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι πως σε βλέπει ο Κύριος, γι' αυτό πρόσεχε μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό• μην τον κατακρίνεις και μην τον στενοχωρήσεις ούτε μ' ένα βλέμμα, και το Πνεύμα το Άγιο θα σε αγαπήσει και θα σε βοηθήσει σε όλα.
Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει πολύ με αγαπημένη, γνήσια μητέρα. Η μητέρα αγαπάει το παιδί της και πονάει γι' αυτό. Έτσι και το Άγιο Πνεύμα σπλαχνίζεται, συγχωρεί, θεραπεύει, νουθετεί και χαροποιεί. και αναγνωρίζεται το Άγιο Πνεύμα στην ταπεινή προσευχή.
Οποίος αγαπάει τους εχθρούς, αυτός γρήγορα θα γνωρίσει τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Οποίος όμως δεν τους αγαπάει - γι' αυτόν δεν θέλω ούτε καν να γράψω. Όμως τον λυπάμαι, γιατί βασανίζει τον εαυτό του και τους άλλους και δεν θα γνωρίσει τον Κύριο.
*
Στις Εκκλησίες τελούνται οι ιερές ακολουθίες και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτές. Η ψυχή, ωστόσο, είναι ο καλύτερος ναός του Θεού, και οποίος προσεύχεται εσωτερικά, γι' αυτόν όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού. Αυτό όμως δεν είναι για όλους.
Πολλοί προσεύχονται προφορικά η προτιμούν να προσεύχονται με βιβλία. Και αυτό καλό είναι και ο Κύριος δέχεται την προσευχή τους. Αν όμως κανείς προσεύχεται και σκέφτεται άλλα πράγματα, ο Κύριος δεν εισακούει αυτή την προσευχή.
*
Η αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξαιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας. Όποιος αγαπάει τον Θεό, αυτός μπορεί να Τον σκέφτεται μέρα και νύχτα, γιατί το ν’ αγαπάς τον Θεό καμιά εργασία δεν το παρεμποδίζει.

Η αληθινή ελευθερία
Όλοι μας ταλαιπωρούμαστε στη γη και ζητάμε ελευθερία, μα λίγοι ξέρουν τι είναι η ελευθερία και που βρίσκεται.
Κι εγώ θέλω επίσης ελευθερία και την αναζητώ μέρα και νύχτα. Έμαθα πως βρίσκεται κοντά στον Θεό, και δίνεται απ’ Αυτόν σ’ όσους έχουν ταπεινή καρδιά, σ’ όσους μετανόησαν και έκοψαν το θέλημα τους ενώπιον του Κυρίου. Σ' οποίον μετανοεί, ο Θεός δίνει την ειρήνη Του και την ελευθερία να Τον αγαπάει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στον κόσμο από την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Σ' αυτά βρίσκει η ψυχή ανάπαυση και χαρά.
*
Η καρδιά μου πονάει για όλον τον κόσμο και προσεύχομαι με δάκρυα γι' αυτόν, να μετανοήσουν όλοι και να γνωρίσουν τον Θεό, να ζήσουν με αγάπη και να γευθούν τη γλυκύτητα της ελευθερίας του Θεού.
Ω, όλοι οι άνθρωποι, προσευχηθείτε και κλάψτε για τις αμαρτίες σας, για να σας συγχωρήσει ο Κύριος. Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών, εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη, έστω και λίγη.
*
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία: η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα -αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς η άρχοντας, πατριάρχης η ηγούμενος η διοικητής. Μπορεί όμως ο καθένας, σε οποία τάξη κι αν ανήκει, ν' αγαπάει τον Θεό και να είναι ευάρεστος σ’ Εκείνον - κι αυτό είναι το σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό στη γη, θα έχουν περισσότερη δόξα στη βασιλεία των ουρανών και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξαστεί κατά το μέτρο της αγάπης του.
Η θεία χάρη δεν αφαιρεί την ελευθερία, αλλά συνεργεί μόνο στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Ο Αδάμ βρισκόταν στην κατάσταση της χάριτος, αλλά δεν του αφαιρέθηκε το αυτεξούσιο. Οι άγγελοι παραμένουν επίσης στο Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελεύθερη βούληση.
*
Ο Κύριος έδωσε στη γη το Άγιο Πνεύμα• και όσοι το έλαβαν, αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους.
Ίσως πεις: Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη; Επειδή εσύ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού, αλλά ζεις σύμφωνα με το δικό σου θέλημα.
*
Παρατηρήστε εκείνον που αγαπάει το θέλημα του: δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή του και δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Γι’ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν θα έπρεπε. Οποίος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπάει τον Κύριο.
*
Έτσι δόθηκε στον Θεό η Υπεραγία Παρθένος: Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου (Λουκ. 1:38).
Αν λέγαμε κι εμείς, Ιδού ο δούλος Κυρίου• γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου, τότε τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου θα ζούσαν στις ψυχές μας, η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ’ όλον τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία.
Αλλά μολονότι τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ’ όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός θα δοξαστεί και στον ουρανό και στη γη.

ΔΑΠΑΝΗ Ν. Κ.
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Τῆς προδοσίας τὸ φίλημα. Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου

Τῆς προδοσίας τὸ φίλημα. Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου


Τῆς προδοσίας τὸ φίλημα

Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.Πρ. Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιῶς 
Ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: «Τότε πορευθεῖς εἷς των δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε. Τί θέλετε μοὶ δοῦναι καὶ ἐγὼ ὑμὶν παραδώσω αὐτὸν» (Ματθ.26,14-15). «Τότε πορευθεῖς…», δηλαδὴ πότε; Ὅταν ἡ πόρνη γυναίκα, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγον ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς προηγούμενους στίχους, πλησίασε τὸν Χριστὸν καὶ ἄδειασε τὸ πολύτιμο μύρο, ποὺ εἶχε μαζί της πάνω στὴν κεφαλὴ τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ δείξει ἔτσι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν βαθειὰ μετάνοιά της γιὰ τὴν μέχρι τότε ἁμαρτωλὴ καὶ ἄσωτη ζωή της, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν πίστη, τὴν λατρεία καὶ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Διδάσκαλο.

Ἕνα ἀπὸ τὰ συγκλονιστικότερα γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους ἀποτελεῖ χωρὶς ἀμφιβολία ἡ πράξις τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα, ἀφοῦ ἕνα μεγάλος μέρος τῶν τροπαρίων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀναφέρονται ἀκριβῶς στὸ γεγονὸς αὐτό. Ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος περιγράφει μὲ σπάνια δεξιοτεχνία καὶ θεολογικὴ δύναμη ὡς τὸ στυγερότερο καὶ πλέον ἀποτρόπαιο ἔγκλημα, ποὺ γνώρισε ποτὲ ἡ ἀνθρωπότητα.
Τότε λοιπόν, ποὺ ἡ πὸρνη ἐλάμβανε τὴν ἄφεση, τῶν ἁμαρτιῶν της καθὼς μὲ δάκρυα ἐξομολογεῖτο τὶς ἁμαρτίες της, καθὼς καταφιλοῦσε τὰ ἄχραντα πόδια του καὶ τὰ ἀποσπόγγιζε μὲ τὰ μαλλιά της, τότε ὁ Ἰούδας ἔβαλε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ βδελυρὸ καὶ ἀπαίσιο ἔργο τῆς προδοσίας. Καὶ ἐκείνη μὲν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς ἀπωλείας μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἐπέτυχε τὴν σωτηρία της, ἐκεῖνος δὲ ἐξέπεσε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος καὶ ἐγκρεμίστηκε στὸν βυθὸ τῆς κολάσεως.
 Αὐτὴν τὴν ἀντινομία, τὴν τραγικὴ ἀντίθεση μεταξύ των δύο προσώπων, παρουσιάζει μὲ πολὺ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῶν αἴνων τῆς Μεγάλης Τετάρτης:
«Ὄτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς παρανόμοις. Ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον. Αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο. Αὕτη ἠλευθεροῦτο καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ. Δεινὸν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια…».

Συγκλονιστικὸς ὁ παραλληλισμὸς τῶν δύο προσώπων. Στὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀνακεφαλαιώνεται ὅλο το μυστήριον τῆς ἀπωλείας καὶ τῆς λυτρώσεως, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ  τοῦ θανάτου. Δύο πλάσματα, δύο διαφορετικοὶ κόσμοι, πλησιάζουν τὸν Κύριον, γιὰ ἀντλήσουν ἀπὸ αὐτὸν τὴν ζωήν. Κοινὴ ἡ ἀφετηρία τους, ὁ Χριστός, καὶ ὅμως τελείως διαφορετικὴ ἡ τελικὴ κατάληξις τοῦ κάθε- νὸς ἐξ αὐτῶν καὶ παρὰ πάσαν προσδοκίαν ἀντίθετη πρὸς τὴν ἀναμενόμενη.

 «Τότε πορευθεῖς…». Δηλαδὴ δὲν τὸν ἐκάλεσαν ἄλλοι, οὔτε τὸν ἐξανάγκασε κανεῖς, ἀλλὰ ἐνήργησε μόνος του, κατόπιν ἰδικῆς τοῦ ἐπιλογῆς καὶ ἀποφάσεως. Ξεκὶνησε αὐτὸ τὸ ἐγκληματικὸ ἔργο μὲ ἰδικὴ του πρωτοβουλία καὶ προμελέτη. Δὲν ἦταν πράξις, στὴν ὁποία παρεσύρθη σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπροσεξίας κάτω ἀπὸ τὴν πίεση δυσχεριῶν καὶ δυσμενῶν περιστάσεων. Ἦταν πράξις, τὴν ὁποία ἐν ψυχρῶ ἐμελὲτησε, κατέστρωσε καὶ πραγματοποίησε.
Ἦταν ἔκφρασις ἑνὸς φοβεροῦ πάθους, ποὺ ἔκρυβε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας. Τὸ πάθος αὐτὸ γεννήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ ρίζωσε μέσα του σταδιακὰ καὶ προοδευτικά, μέχρις ὅτου διέβρωσε κατὰ τρόπον ἀνεπανόρθωτον, ὅλο τὸν ψυχικό του κόσμο. Ἐτύφλωσε τοὺς ψυχικούς του ὀφθαλμοὺς καὶ ἐσκλήρυνε τὴν καρδιά του σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μένει ἀσυγκίνητος καὶ ἀναίσθητος μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Διδασκάλου του, μπροστὰ στὰ ἄπειρα θαύματα, τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἔβλεπε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ τὰ ὁποῖα μαρτυροῦσαν καὶ ἀπεδείκνυαν τὴν θεία ἐξουσία καὶ δύναμή του, τὴν μεσσιανική του ἰδιότητα.

«Τότε πορευθεῖς εἷς των δώδεκα…». Δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ τὸν πρόδωσε, δὲν ἦταν ἕνας τυχαῖος ἄνθρωπος, ἢ ἕνας ἀπὸ τὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν, ἀλλ’ ἀνῆκε στοὺς δώδεκα. Δηλαδὴ στοὺς ἐκλεκτούς, σ’ ἐκείνους ποὺ ἦταν κάθε μέρα μὲ τὸν Κύριο. Ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώθηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἕνδεκα νὰ ἀπολαὺσει τόσο πλούσια τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δὴ θαύματα, ποὺ δὲν τὰ εἶδαν πολλοὶ ἀπὸ τὸν ὄχλο.
Αὐτὸς ποὺ ἀξιώθηκε, νὰ κάνη καὶ ὁ ἴδιος θαύματα καὶ νὰ θεαραπεύει δαιμονισμένους μὲ τὴν δύναμη τοῦ Διδασκάλου του. Αὐτὸς, τοῦ ὁποίου τὰ πόδια ἔπλυνε ὁ Κύριος κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δεῖπνου. Αὐτὸς, στὸν ὁποῖο ἔδωσε ὁ Κύριος τὴν θεία Κοινωνία, τὸ ἅγιο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα του.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἰούδας συνεφώνησε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς τὰ τῆς προδοσίας, ζητοῦσε νὰ βρῆ τὴν κατάλληλη εὐκαιρία. Κατέστρωσε δὲ σχέδιο, στὸ ὁποῖο τὰ πάντα εἶχαν τακτοποιηθῆ μέχρι λεπτομερείας, ὥστε τὸ ἐγχείρημα νὰ ἔχει ἐπιτυχία. Ἀκόμη καὶ ὁ τρόπος τῆς προδοσίας εἶχε προβλεφθῆ. Ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής: «ὁ δὲ παραδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων, ὃν ἂν φιλήσω αὐτὸς ἐστίν, κρατήσατε αὐτόν. Καὶ εὐθέως προσελθών τῷ Ἰησοῦ εἶπε, χαῖρε ραββὶ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν» (στίχ.48,49).
Τὸ σημάδι ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ καταλάβαιναν, ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἦταν τὸ φίλημα. Δηλαδὴ δὲν ἐπροτίμησε ἄλλο τρόπο προδοσίας, φερ’ εἰπεῖν νὰ τὸν δείξει μὲ τὸ δάκτυλο, ἢ μὲ κάποια ἄλλη χειρονομία, ἀλλὰ μὲ φίλημα. Μὲ μιὰ πράξη δηλαδὴ μὲ τὴν ὁποία ἐκδηλώνομε αἰσθήματα βαθειᾶς ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως, καθώς ἀσπαζόμαστε ἕνα πρόσωπο.
Ποία σχέση ὅμως εἶχε τὸ φίλημα, τὸ σύμβολο αὐτὸ τῆς ἀγάπης μὲ τὸ ἐσωτερικὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του, ποὺ ἦταν γεμάτο μίσος καὶ πονηρία πρὸς τὸν Διδάσκαλο; «Ἀλοίμονο», παρατηρεῖ ἔκπληκτος ὁ ἱερὸς Χρυσὸστομος, «πόση πονηρία ἐδέχθηκε ἡ ψυχὴ τοῦ προδότου! Μὲ ποιὰ μάτια ἔβλεπε τότε τὸν Διδάσκαλον; Μὲ ποῖο στόμα τὸν φιλοῦσε;» Καὶ συνεχίζει παρὰ κάτω: «Παρὰξενος εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς προδοσίας, ποὺ συνοδεύεται μὲ φίλημα καὶ μὲ προσφώνηση («χαῖρε ραββί»).
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπήντησε: Γι’ αὐτὸ ἦρθες ἐδῶ φίλε; Γιατί μου εὔχεσαι νὰ χαίρομαι, ἀφοῦ σκοπός σου εἶναι, νὰ μὲ λυπήσης; Γιατί μὲ περιποιεῖσαι μὲ τὰ λόγια, ἀφοῦ μὲ πληγώνεις μὲ τὰ ἔργα σου; Γιατί μὲ λὲς Διδὰσκαλό σου, χωρὶς νὰ εἶσαι μαθητής μου; Γιατί κακομεταχειρίζεσαι τὸ φίλημα, πού εἶναι ἐκδήλωση ἀγάπης; Γιατί ἔκαμες σύνθημα γιὰ τὴν προδοσία σου τὸ σύμβολο τῆς εἰρήνης;…Ξέρω ποιός σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο γιὰ τὸ δόλιο φίλημα. Ὁ διάβολός σοῦ ἔβαλε στὸ μυαλό σου νὰ νὰ μὲ φιλήσης μὲ τέτοιο τρόπο».

Φοβερὸ λοιπόν, ἀγαπητὲ φίλε ἀναγνώστα, τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Φοβερὸ καὶ ὀλέθριο ἀφοῦ κατώρθωσε, νὰ ἀποσπάση ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ διδασκάλου καὶ νὰ τὸν ὁδηγήση στὴν ἀπώλεια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ θεωρεῖ «ρίζα πάντων των κακῶν» (Α΄Τιμ.6,10).
Πάθος, ποὺ σκοτίζει καὶ σκληρύνει τὴν ψυχὴ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴν διστάζει, νὰ διαπράττει τὰ στυγερότερα ἐγκλήματα. Πάθος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅλοι κινδυνεύουμε. Καὶ ἃς μὴν πεῖ κανείς, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ξαναγίνει ἕνας δεύτερος Ἰούδας, μιὰ ποὺ ὁ Χριστὸς τώρα πλέον βρίσκεται στοὺς Οὐρανοὺς καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ τὸν προδώσουμε, οὔτε νὰ τοῦ δώσουμε τῆς προδοσίας τὸ φίλημα.

Ὅπως λέγει ὁ μέγας ἅγιος της Ἐκκλησίας μας Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, κάθε φορά ποὺ ἁμαρτάνομε μὲ τὴν θέλησή μας εἶναι, σὰν νὰ προδίδωμε τὸν Χριστό, ὅπως ὁ Ἰούδας. «Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη χρησάμενον. Φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν, τὴν Διδασκάλω τοιαῦτα τολμήσασαν…», προειδοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ ἐμπνευσμένο τροπάριο τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Ἡ πτῶσις τοῦ Ἰούδα μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκὸμη. Ὅτι κανένα ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα, ὅσο μεγάλο καὶ ἂν εἶναι αὐτό, δὲν μᾶς ἑξασφαλίζει τὴν σωτηρία, ἐὰν δὲν προσέξωμε.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος ἔλεγε: «Ὁ δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μὴ πέση» (Α΄Κορ.10,12). Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἰδέα, ὅτι στέκεται, ὅτι εἶναι ἑδραιωμένος στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ νομίζει, ὅτι δὲν διατρέχει κανέναν πνευματικὸ κίνδυνο πτώσεως, ἐκεῖνος ἃς προσέξει, μήπως πέση. Διότι ἡ αὐτοπεποίθηση, ποὺ ἔχει καλλιεργήσει μέσα του, θὰ ἀφαιρέση τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βρεθῆ στὸν κίνδυνο τῆς πτώσεως.
Ἡ Χάρις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Περί τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναστάσεως.

Περί τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναστάσεως.





Τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τῆς Έγέρσεως τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ τάφου, προσκυνοῦμεν, ὡς ἰστοροῦσαν αὐτήν τήν Ζωηφόρον Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δεχόμενοι τήν θέσιν τῆς  Ἐκκλη­σίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται εἰς τό Ἱερόν Πηδάλιον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου:
« Τό νά ζωγραφίζουν τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἐκ τοῦ τάφου τόν Χριστόν ἐξερχόμενον, καί τούς στρατιώτας περί τόν τάφον ὄντας καί φυλάττοντας, καί τόν Ἄγγελον ἐπί τοῦ λίθου καθήμενον, καθώς λέγει τό Εὐαγγέλιον, ἀλλά ζωγραφίζοντες τόν μέν Χριστόν εἰς ἅδην καταβαίνοντα, τόν δέ Ἀδάμ καί τήν Εὔαν κρατουμένους ὑπό τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καί τάς πύλας καί κλεῖθρα τοῦ ἅδου συντετριμμένα, καί δαίμονας πολλούς σκοτεινούς ἐκεῖσε ὅντας, καί πά­ντας τούς Προπάτορας καί Προφήτας· τά ὁποια δέν είναι εἰκών τῆς Ἀναστάσεως ἀλλά εἰκών τῆς εἰς ἅδην καταβάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἀνάστασις δέ καί εἰς ἅδην κατάβασις μεγάλην ἔχουσι τήν διαφοράν.
Ἐν γάρ τῆ εἰς ἅδην καταβάσει, χωρι­σμένη ἦτο ἡ ψυχή τοῦ Σωτῆρος ἀπό τό σῶμα.  καί ἡ μέν ψυχή μόνη κατῆλθεν εἰς τόν ἅδην, τό δέ σῶμα ἔκειτο νεκρόν εἰς τόν τάφον.
Ἐν δέ τῆ Ἀναστάσει, ἡνώθη πάλιν ἡ ψυχή μετά τοῦ σώματος, καί τοῦτό ἐστιν ἡ Ἀνάστασις»
                               (Πηδάλιον Ἁγίου Νικοδήμου, ἔκδ. Ἀστέρος, σελ.321)




Ἡ τοῦ Κυρίου Ἀνάστασις σώματος ἀφθαρτισθέντος καί ψυχῆς ἕνωσις ἦν
                           (ταῦτα γάρ τά διαιρεθέντα)
                                                      (Ἰωάν.Δαμασκηνοῦ ΕΠΕ 1, 566)

Λόγος περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως (Λόγος ΙΓ´)

Λόγος περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως (Λόγος ΙΓ´)


Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἤδη τὸ Πάσχα, ἡ χαρμόσυνος ἡμέρα, ἡ πάσης εὐφροσύνης καὶ θυμηδίας, τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως κατὰ περίοδον τοῦ χρόνου παραγινομένης ἀεὶ μᾶλλον δὲ καθ᾿ ἑκάστην καὶ ἀεννάως γινομένης ἐν τοῖς εἰδόσι τὸ μυστήριον ταύτης, χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως (Πρβ. Λουκ. α´ 14) ἀφάτου ἐπλήρωσε τὰς καρδίας ἡμῶν, λύσασα ἐπὶ τὸ αὐτὸ τῆς πανσέπτου νηστείας τὸν κόπον ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, τελειώσασα καὶ ἅμα παρακαλέσασα ἡμῶν τὰς ψυχάς, διὸ καὶ πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ εὐχαριστίαν πάντας ὁμοῦ τοὺς πιστοὺς προσκαλεσαμένη, ὡς ὁρᾶτε, διῆλθεν. Εὐχαριστήσωμεν οὖν τῷ Κυρίῳ, τῷ διαβιβάσαντι ἡμᾶς τὸ πέλαγος (Πρβ. Σ. Σολ. ι´ 18) τῆς νηστείας καὶ εἰς τὸν λιμένα τῆς αὐτοῦ ἀναστάσεως ἀγαγόντι μετ᾿ εὐθυμίας ἡμᾶς· εὐχαριστήσωμεν αὐτῷ, οἵ τε καλῶς καὶ προθύμως μετὰ ζεούσης προθέσεως καὶ ἀγώνων τῆς ἀρετῆς τὸν δρόμον διανύσαντες τῆς νηστείας καὶ οἱ ἀσθενήσαντες περὶ ταῦτα δι᾿ ὀλιγωρίαν καὶ ψυχῆς ἀσθένειαν, ἐπειδή αὐτός ἐστιν ὁ καὶ τοῖς σπουδαίοις ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ διδοὺς τοὺς στεφάνους καὶ τοὺς ἀξίους μισθοὺς τῶν ἔργων αὐτῶν, καὶ συγγνώμην αὖθις τοῖς ἀσθενεστέροις, ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος, ἀπονέμων. Ὁρᾷ γὰρ τὰς διαθέσεις ἡμῶν τῶν ψυχῶν καὶ τὰς προαιρέσεις μᾶλλον ἢ τοὺς κόπους τοῦ σώματος, δι᾿ ὧν γυμνάζομεν πρὸς ἀρετὴν ἑαυτούς, ἢ πλεῖον τὴν ἄσκησιν προθυμίᾳ ψυχῆς ἐπιτείνοντες ἢ ἔλαττον δι᾿ ἀσθένειαν σώματος ταύτην τῶν σπουδαίων ποιούμενοι, καὶ κατὰ τὰς προθέσεις ἡμῶν ἀντιμετρεῖ τὰ ἔπαθλα καὶ τὰ τοῦ Πνεύματος ἑκάστῳ χαρίσματα, ποιῶν ἢ περίφημον καὶ ἔνδοξον τῶν σπουδαίων τινὰ ἢ ἐὼν ταπεινόν ἔτι καὶ δεόμενον ἐπιπονωτέρας καθάρσεως.
Ἀλλὰ γὰρ ἴδωμεν, εἰ δοκεῖ, καὶ καλῶς ἐξετάσωμεν, τί τὸ μυστήριον τῆς τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀναστάσεως, ὅπερ ἀεὶ τοῖς βουλομένοις ἡμῖν μυστικῶς γίνεται, καὶ πῶς ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός ὡς ἐν μνήματι θάπτεται καὶ πῶς ἑνούμενος ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς ἐξανίσταται, συνανιστῶν καὶ ἡμᾶς ἑαυτῷ. Ἐστι δὲ ὁ σκοπός τοῦ λόγου τοιοῦτος.
Ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν, ἐπὶ σταυροῦ κρεμασθεὶς καὶ προσηλώσας (Πρβ Κολασ. β´ 14) ἐν αὐτῷ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (Πρβ Ἰω, α´ 29), θανάτου γευσάμενος (Πρβ Ἑβρ. β´ 9), κατῆλθεν ἐν τοῖς κατωτάτοις τοῦ ᾅδου (Πρβ Ἐφ. Δ´ 9, Ψαλ. πε´ 13). Ὥσπερ οὖν ἐξ ᾅδου πάλιν ἀνελθὼν εἰς τὸ ἄχραντον ἑαυτοῦ σῶμα εἰσῆλθεν, οὗ κατελθὼν ἐκεῖσε οὐδαμῶς ἐχωρίσθη, καὶ εὐθὺς ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ μετὰ ταῦτα ἀνῆλθεν εἰς οὐρανοὺς μετὰ δόξης πολλῆς καὶ δυνάμεως (Πρβ Ματθ. κδ´ 30, Λουκ. κα´ 27), οὕτω δὴ καὶ νῦν ἐξερχομένων ἡμῶν ἐκ τοῦ κόσμου καὶ εἰσερχομένων διὰ τῆς τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου ἐξομοιώσεως (Πρβ. Ρωμ. ς´ 5, Β´ Κορ. α´ 5, Φιλιπ. γ´ 10 κ.α.) ἐν τῷ τῆς μετανοίας καὶ ταπεινώσεως μνήματι, αὐτὸς ἐκεῖνος ἐξ οὐρανῶν κατερχόμενος, εἰσέρχεται ὡς ἐν τάφῳ ἐν τῷ ἡμῶν σώματι, καὶ ἑνούμενος ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς ἐξανιστᾷ νεκρὰς οὔσας ὁμολογουμένως αὐτάς, καὶ τηνικαῦτα βλέπειν ἐμπαρέχει τῷ οὕτως ἀναστάντι σύν τῷ Χριστῷ τὴν δόξαν τῆς μυστικῆς αὐτοῦ ἀναστάσεως. Ἀνάστασις οὖν Χριστοῦ ἡ ἡμετέρα ὑπάρχει ἀνάστασις, τῶν κάτω κειμένων. Ἐκεῖνος γὰρ μὴ πεσὼν εἰς ἁμαρτίαν ποτέ (Πρβ. Ἰω. η´ 46, Ἑβρ. Δ´ 15, ζ´ 26 κ.α.), καθὰ γέγραπται, μηδὲ ἀλλοιωθεὶς τῆς ἰδίας δόξης κἂν ὁπωσοῦν, πῶς ἀναστήσεταί ποτε ἢ δοξασθήσεται, ὁ ἀεὶ ὢν ὑπερδεδοξασμένος καὶ ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας (Ἐφ. α´ 21) διαμένων ὡσαύτως; Ἀνάστασις καὶ δόξα Χριστοῦ ἡ ἡμετέρα, καθάπερ εἴρηται, δόξα ὑπάρχει, ἡ διὰ τῆς ἐν ἡμῖν αὐτοῦ ἀναστάσεως γινομένη καὶ δεικνυμένη καὶ ὁρωμένη ἡμῖν. Ἅπαξ γὰρ οἰκειωσάμενος τὰ ἡμέτερα, ἃ ποιεῖν ἐν ἡμῖν αὐτός, ταῦτα ἑαυτῷ ἐπιγράφεται.
Ἀνάστασις δὲ ψυχῆς ἡ ἕνωσίς ἐστι τῆς ζωῆς· ὥσπερ γὰρ τὸ νεκρόν σῶμα, εἰ μὴ δέξεται ἐν ἑαυτῷ τὴν ζῶσαν ψυχὴν καὶ ἀμίκτως ταύτῃ μιγῇ, ζῆν οὐ λέγεται οὐδὲ δύναται, οὕτως οὐδὲ ψυχὴ μόνη ζῆν αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν δύναται, εἰ μὴ ἀρρήτως καὶ ἀσυγχύτως ἑνωθῇ Θεῷ, τῇ ὄντως αἰωνίᾳ ζωῇ (Πρβ Α´ Ἰω. ε´ 20). Πρὸ γὰρ τῆς ἐν γνώσει καὶ ὁράσει καὶ αἰσθήσει ἑνώσεως νεκρά ἐστιν, εἰ καὶ νοερὰ ὑπάρχει καὶ τῇ φύσει ἀθάνατος. Οὔτε γὰρ γνῶσις δίχα ὁράσεως, οὔτε ὅρασις δίχα αἰσθήσεως. Ἔστι δὲ τὸ λεγόμενον οὕτως· ὅρασις καὶ ἐν τῇ ὁράσει γνῶσις καὶ αἴσθησις (ἐν τοῖς πνευματικοῖς δὲ τοῦτό φημι, ἐν γὰρ τοῖς σωματικοῖς καὶ δίχα ὁράσεως αἴσθησις γίνεται). Οἷόν τι λέγω; Τυφλὸς εἰς λίθον τὸν πόδα κρούων αἰσθάνεται, ὁ δὲ νεκρός οὔ· ἐν τοῖς πνευματικοῖς δὲ εἰ μὴ εἰς θεωρίαν ἔλθῃ ὁ νοῦς τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν, τῆς μυστικῆς ἐνεργείας οὐκ αἰσθάνεται. Ὁ οὖν πρὸ τῆς θεωρίας τῶν ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν ἐπαισθάνεσθαι λέγων ἐν τοῖς πνευματικοῖς, τῷ τὰς ὄψεις πηρῷ ἔοικεν, ὃς ἐν οἷς μὲν πάσχει ἀγαθοῖς ἢ κακοῖς ἐπαισθάνεται, ἀγνοεῖ δὲ τὰ ἐν χερσὶν ἢ ποσὶ καὶ τὰ παραίτια ζωῆς ἢ θανάτου τούτῳ γενόμενα· τὰ γὰρ ἐπερχόμενα αὐτῷ κακὰ ἢ ἀγαθὰ οὐδαμῶς ἐπαισθάνεται τῆς ὀπτικῆς ἐστερημένος δυνάμεως καὶ αἰσθήσεως, ὅθεν καὶ πολλάκις τὴν ῥάβδον ἐπάρας πρὸς τὴν τοῦ ἐχθροῦ ἄμυναν, ἀντ᾿ ἐκείνου ἔσθ᾿ ὅτε τὸν ἑαυτοῦ φίλον μᾶλλον ἐτύπτησε, τοῦ ἐχθροῦ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἱσταμένου καὶ διαγελῶντος αὐτόν.
Ἀνάστασιν Χριστοῦ οἱ πλείονες μὲν τῶν ἀνθρώπων πιστεύουσιν, ὀλίγοι δὲ λίαν εἰσὶν οἱ καὶ ταύτην βλέποντες καθαρῶς, οἱ δέ γε μὴ θεασάμενοι οὐδὲ προσκυνεῖν δύνανται, ὡς ἅγιον καὶ Κύριον, τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν· «Οὐδεὶς γάρ, φησί, δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α´ Κορ. ιβ´ 3), καὶ ἀλλαχοῦ· «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. δ´ 24). Οὐδὲ γὰρ λέγει τὸ ἱερώτατον λόγιον, ὃ καθ᾿ ἑκάστην ἐπὶ στόματος περιφέρομεν· Ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύσαντες, ἀλλὰ τί; «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τὸν μόνον ἀναμάρτητον». Πῶς οὖν προτρέπεται νῦν ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα λέγειν τὸ Ἅγιον – ὡς αὐτὴν ἰδόντες, ἥνπερ οὐκ εἴδομεν· «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», ἅπαξ πρὸ χιλίων ἐτῶν ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ καὶ μηδὲ τότε τοῦτον ἀνιστάμενον ἰδόντος τινός; Ἆρα μὴ ψεύδεσθαι ἡμᾶς βούλεται ἡ θεία Γραφή; Ἄπαγε, ἀλλ᾿ ἀληθεύειν μᾶλλον παρεγγυᾷ, ὡς ἐν ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν τῶν πιστῶν ἐγγινομένης δηλονότι τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλά καθ᾿ ὥραν, ὡς εἰπεῖν, αὐτοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἐν ἡμῖν ἐξανισταμένου, λαμπροφοροῦντος καὶ ἀπαστράπτοντος τὰς τῆς ἀφθαρσίας καὶ Θεότητος ἀστραπάς. Ἡ φωτοφόρος γὰρ παρουσία τοῦ Πνεύματος τὴν ἀνάστασιν ἡμῖν, ὡς ἐν πρωΐᾳ (Πρβ Ἰω. κα´ 4) ὑποδεικνύει, μᾶλλον δὲ αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν ἀναστάντα ὁρᾷν χαρίζεται. Διὸ καὶ λέγομεν· «Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν» (Ψαλ. ριζ´ 27), καὶ τὴν δευτέραν αὐτοῦ ὑποσημαίνοντες παρουσίαν ἐπιφέροντες οὕτω λέγομεν· «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ψαλ. ριζ´ 26). Οἷς οὖν ἐπιφανῇ ὁ Χριστὸς ἐξαναστάς, πάντως πνευματικῶς αὐτοῖς τοῖς πνευματικοῖς ὄμμασι ὁρώμενος δείκνυται. Ὅταν γὰρ ἐν ἡμῖν διὰ τοῦ Πνεύματος γένηται, ἀνιστᾷ ἡμᾶς ἐκ νεκρῶν καὶ ζωοποιεῖ καὶ αὐτὸν ἐν ἡμῖν ὅλον ὁρᾷν ζῶντα δίδωσι, τὸν ἀθάνατον καὶ ἀνώλεθρον, οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ συνανιστῶντα (Πρβ. Ἐφ. β´ 6) καὶ συνδοξάζοντα (Πρβ. Ρωμ. η´ 17) ἡμᾶς ἑαυτῷ τρανῶς γινώσκειν χαρίζεται, καθώς πᾶσα θεία Γραφὴ μαρτυρεῖ.
Ταῦτα τοίνυν εἰσὶ τὰ τῶν χριστιανῶν θεῖα μυστήρια, αὕτη ἡ ἐγκεκρυμμένη τῆς πίστεως ἡμῶν δύναμις, ἣν οἱ ἄπιστοι ἢ δύσπιστοι ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἡμίπιστοι οὐχ ὁρῶσιν, οὔτε μὴν ἰδεῖν οὐδαμῶς δύνανται (Πρβ. Α´ Τιμ. ς´ 16). Ἄπιστοι δέ, δύσπιστοι καὶ ἡμίπιστοι, οὗτοί εἰσιν οἱ μὴ διά τῶν ἔργων τὴν πίστιν ἐπιδεικνύμενοι (Πρβ. Ἰακ. β´ 18). Ἔργων γὰρ δίχα καὶ οἱ δαίμονες πιστεύουσι (Πρβ. Ἰακ. β´ 19) καὶ Θεὸν εἶναι τὸν Δεσπότην ὁμολογοῦσι Χριστόν·
«Οἴδαμεν γὰρ σε (Πρβ. Μαρκ. α´ 24, Λουκ. δ´ 34), φασί, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» (Πρβ. Ματθ. η´ 29 κ.α.), καὶ ἀλλαχοῦ· «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν»(Πραξ. ις´ 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τοὺς δαίμονας οὔτε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ἡ τοιαύτη πίστις ὠφελήσει. Οὐδὲ γὰρ τῆς πίστεως ταύτης ὄφελος, νεκρὰ γὰρ ἐστι κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον· «Ἡ πίστις γὰρ, φησί, δίχα τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. β´ 26), ὥσπερ καὶ τὰ ἔργα δίχα πίστεως. Νεκρὰ δὲ πῶς; Ὅτι τὸν ζωογονοῦντα Θεὸν (Πρβ. Α´ Τιμ. ς´ 13) οὐκ ἔχει ἐν ἑαυτῇ, ὅτι τὸν εἰπόντα· «Ὁ ἀγαπῶν με τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσει (Πρβ. Ἰω. ιδ´ 21, 23), καὶ ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιησόμεθα» (Ἰω. ιδ´ 23) οὐκ ἐκτήσατο ἐν ἑαυτῇ, ἵνα τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ ἐξαναστήσῃ τὸν κεκτημένον αὐτὴν ἐκ νεκρῶν καὶ ζωοποιήσῃ αὐτὸν καὶ τὸν ἀναστάντα ἐν αὐτῷ καὶ αὐτὸν ἀναστήσαντα κατιδεῖν χαρίσηται. Νεκρὰ οὖν ἐστιν ἡ τοιαύτη πίστις τούτου γε ἕνεκα, μᾶλλον δὲ νεκροὶ οἱ ταύτην χωρὶς τῶν ἔργων κεκτημένοι εἰσίν. Ἡ γὰρ πίστις, ἡ εἰς Θεόν, ἀεὶ ζῇ καὶ ζῶσα ζωοποιεῖ τοὺς ἐκ προθέσεως ἀγαθῆς προσερχομένους καὶ ὑποδεχομένους αὐτήν, ἥτις καὶ πρὸ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν πολλοὺς ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν ἀνήγαγε καὶ τὸν Χριστὸν καὶ Θεὸν ὑπέδειξε. Καὶ ἔμελλον ἄν, εἰ ἐνέμειναν ταῖς αὐτοῦ ἐντολαῖς καὶ ταύτας μέχρι θανάτου (Πρβ. Φιλιπ. β´ 8) ἐφύλαξαν, διαφυλαχθῆναι καὶ αὐτοὶ ὑπ᾿ αὐτῶν – οἷοι δηλονότι γεγόνασιν ὑπὸ μόνης τῆς πίστεως· ἐπεὶ δὲ μετεστράφησαν ὡς τόξον στρεβλὸν (Ψαλ. οζ´ 57) καὶ ταῖς προτέραις αὐτῶν περιεπάρησαν πράξεσιν, εἰκότως εὐθὺς καὶ περὶ τὴν πίστιν εὑρέθησαν ναυαγήσαντες (Α´ Τιμ. α´ 19) καὶ τοῦ ἀληθινοῦ πλούτου, ὅς ἐστι Χριστὸς ὁ Θεός, ἑαυτοὺς δυστυχῶς ἀπεστέρησαν. Ὅπερ ἵνα μὴ πάθωμεν καὶ ἡμεῖς, τηρήσωμεν, ἀξιῶ, τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ ὅση δύναμις, ἵνα καὶ τῶν παρόντων καὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, λέγω δὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ θέας, ἐπαπολαύσωμεν, ἧς Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.