Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία


Ag Siluanos1231
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία
 … Ὁ ὑπερήφανος δέν ἀναζητεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προτιμᾶ νά κατευθύνει ὁ ἴδιος τή ζωή του. Καί δέν καταλαβαίνει πῶς, χωρίς τόν Θεό, δέν ἐπαρκεῖ τό λογικό του ἀνθρώπου γιά νά τόν καθοδηγεῖ. Κι ἐγώ , ὅταν ἐζοῦσα στόν κόσμο προτοῦ νά γνωρίσω τόν Κύριο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐστηριζόμουν στό λογικό μου. Ὅταν ὅμως ἐγνώρισα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στόν Θεό καί δέχομαι ὁτιδήποτε θλιβερό μου συμβεῖ καί λέω: «Ὁ Κύριος μέ βλέπει. Τί νά φοβηθῶ;» Προηγουμένως ὅμως δέν μποροῦσα νά ζῶ κατ’ αὐτό τόν τρόπο .
Γιά ὅποιον παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή γίνεται πολύ εὐκολότερη, γιατί στίς ἀρρώστιες, στή φτώχεια καί στό διωγμό σκέφτεται: «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεός καί πρέπει νά ὑπομείνω γιά τίς ἁμαρτίες μου».
Νά, ἐδῶ καί πολλά χρόνια πάσχω ἀπό πονοκέφαλο καί δύσκολα τόν ὑποφέρω, ἀλλά μέ ὠφελεῖ, γιατί μέ τήν ἀσθένεια ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά προσεύχεται καί νά ἀγρυπνεῖ, ἀλλά ἡ ἀσθένεια μέ ἐμποδίζει, διότι τό ἄρρωστο σῶμα ἀπαιτεῖ ἀνάπαυση. Καί παρακάλεσα πολύ τόν Κύριο νά μέ θεραπεύσει, ἀλλά δέν μέ ἄκουσε. Κι αὐτό σημαίνει πῶς αὐτό δέν θά ἦταν πρός ὄφελός μου.
Νά ὅμως καί μία ἄλλη περίπτωση, πού ὁ Κύριος μέ ἄκουσε καί μέ ἔσωσε. Σέ μία γιορτή πρόσφεραν στήν τράπεζα ψάρι. Ἐνῶ λοιπόν ἔτρωγα, ἕνα κόκαλο μπῆκε πολύ βαθιά στό λαιμό μου. Ἐπικαλέστηκα τόν Ἅγιο Παντελεήμονα, παρακαλώντας νά μέ θεραπεύσει, γιατί ὁ γιατρός τοῦ Μοναστηριοῦ δέν θά μποροῦσε νά μοῦ βγάλει τό κόκαλο ἀπό τό φάρυγγα. Καί μόλις εἶπα: «γιάτρεψέ με», ἡ ψυχή μου πῆρε ἀπάντηση: «Βγές, ἔξω ἀπό τήν τράπεζα, κᾶνε μία βαθιά εἰσπνοή καί μία ἀπότομη ἐκπνοή καί τό κόκαλο θά βγεῖ μέ αἷμα». Ἔτσι κι ἔκαμα καί βγῆκε ἕνα μεγάλο κόκαλο μέ αἷμα. Καί κατάλαβα πῶς, ἄν ὁ Κύριος δέν μέ θεραπεύει ἀπό τόν κεφαλόπονο, αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιά τήν ψυχή μου νά ὑποφέρω τόν πόνο.
Ὅταν ἡ Χάρη εἶναι μαζί μας, εἴμαστε δυνατοί στό πνεῦμα. Ὅταν ὅμως τήν χάσουμε, βλέπουμε τήν ἀδυναμία μας , βλέπουμε πώς χωρίς τόν Θεό δέν μποροῦμε οὔτε νά σκεφτοῦμε τό καλό.
Πῶς μπορεῖς νά ξέρεις ἄν ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Νά ἡ ἔνδειξη: Ἄν στενοχωριέσαι γιά κάτι, αὐτό σημαίνει πώς δέν παραδόθηκες τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν σοῦ φαίνεται πώς ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος ζεῖ κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν μεριμνᾶ γιά τίποτε. Κι ἄν κάτι τοῦ χρειάζεται, παραδίνει τόν ἑαυτό του καί τήν ἀνάγκη του στόν Θεό. Κι ἄν δέν πάρει ὅτι θέλει, μένει ἤρεμος, σάν νά τό εἶχε.
Ψυχή πού παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν φοβᾶται τίποτε: οὔτε θύελλες οὔτε ληστές οὔτε τίποτα ἄλλο. Ὅτι κι ἄν ἔλθει, λέγει: «Ἔτσι εὐδοκεῖ ὁ Θεός», κι ἔτσι διατηρεῖται ἡ εἰρήνη στήν ψυχή καί στό σῶμα.
Τό καλύτερο ἔργο εἶναι νά παραδοθοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά βαστάζουμε τίς θλίψεις μέ ἐλπίδα. Ὁ Κύριος βλέποντας τίς θλίψεις μας δέν θά ἐπιτρέψει ποτέ κάτι πού νά ξεπερνᾶ τίς δυνάμεις μας. Ἄν οἱ θλίψεις μᾶς φαίνονται ὑπερβολικές, αὐτό σημαίνει πώς δέν ἔχουμε παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐχαριστημένος μέ ὅλα, ἔστω κι ἄν εἶναι φτωχός καί ἴσως ἀσθενής καί πάσχει, γιατί τόν εὐφραίνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὅμως δέν εἶναι ἱκανοποιημένος μέ τήν μοίρα του καί γογγύζει γιά τήν ἀρρώστια του ἤ ἐναντίον ἐκείνου πού τόν προσέβαλε, αὐτός νά ξέρει πώς κατέχεται ἀπό ὑπερήφανο πνεῦμα καί ἔχασε τήν εὐγνωμοσύνη γιά τόν Θεό. Ἄλλ’ ἀκόμα καί σέ μία τέτοια περίπτωση μή στενοχωριέσαι, ἀλλά ζήτησε μ’ ἐπιμονή ἀπό τόν Κύριο πνεῦμα ταπεινό. Κι ὅταν ἔλθει σ’ ἐσέ τό ταπεινό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ἀναζητᾶς, τότε θά Τόν ἀγαπήσεις καί θά ἔχεις βρεῖ ἀνάπαυση, παρ’ ὅλες τίς θλίψεις σου.
Ψυχή πού ἀπέκτησε τήν ταπείνωση θυμᾶται πάντα τόν Θεό καί ἀναλογίζεται: «Ὁ Θεός μέ ἔκτισε, ἔπαθε γιά μένα, συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μου καί μέ παρηγορεῖ· μέ τρέφει καί φροντίζει γιά μένα. Γιατί λοιπόν νά μεριμνῶ ἐγώ γιά τόν ἑαυτό μου ἤ τί ἔχω νά φοβηθῶ, ἔστω κι ἄν μέ ἀπειλῆ ὁ θάνατος».
Κάθε ψυχή πού ταράζεται ἀπό ὁποιαδήποτε αἰτία πρέπει νά καταφεύγει στόν Κύριο καί ὁ Κύριος θά τήν καθοδηγήσει. Αὐτό ὅμως γίνεται κυρίως σέ καιρό συμφορᾶς καί ἀπροσδόκητου συγχύσεως –κανονικά πρέπει νά ρωτᾶμε τόν πνευματικό, γιατί αὐτό εἶναι ταπεινότερο.
Καί ὅλα δίνουν τότε ἀγάπη στήν καρδιά, διότι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος νουθετεῖ μέ τό ἔλεος Του τόν ἄνθρωπο, γιά νά δέχεται μ’ εὐγνωμοσύνη τίς θλίψεις. Ποτέ σ’ ὅλη μου τή ζωή, οὔτε μία φορά δέν ἐγόγγυσα γιά τίς θλίψεις, ἀλλά τά δεχόμουν ὅλα σάν φάρμακο ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ καί πάντα Τόν εὐχαριστοῦσα καί γι’ αὐτό ὁ Κύριός μου ἔδωσε νά ὑπομένω ἐλαφρά τόν ἀγαθό ζυγό Του.
Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς ὑφίστανται ἀναπόφευκτα θλίψεις. Καί παρόλο πού δέν εἶναι μεγάλες οἱ θλίψεις πού παραχωρεῖ ὁ Κύριος, ὅμως φαίνονται στούς ἀνθρώπους ἀφόρητες καί συντριπτικές. Κι αὐτό γίνεται, διότι οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά ταπεινωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά παραδοθοῦν στό θέλημά Του. Ὅσοι ὅμως ἄφησαν τόν ἑαυτό τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς καθοδηγεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μέ τή χάρη Του καί ὑπομένουν μέ ἀνδρεία τά πάντα γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο ἀγάπησαν καί μέ τόν Ὁποῖο θά δοξάζονται αἰώνια.
Ὅταν ἡ Παναγία βρισκόταν κοντά στόν Σταυρό, ἡ θλίψη Της ἦταν ἀκατάληπτα μεγάλη, ἐπειδή Αὐτή ἀγαποῦσε τόν Υἱό της περισσότερο ἀπ’ ὅτι μπορεῖ κανείς νά φαντασθεῖ. Κι ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ λύπη. Κατά τήν ἀνθρώπινη φύση ἡ Θεοτόκος δέν θά μποροῦσε μέ κανένα τρόπο νά μήν ὑποκύψει στίς θλίψεις Της παραδόθηκε ὅμως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα Τήν ἐνίσχυσε νά ἀντέξει στόν πόνο της.
Μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡ Παναγία ἔγινε ἡ μεγάλη παρηγοριά στίς θλίψεις γιά ὅλο τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος ἔδωσε ἐπί γῆς τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅσοι Τό ἔλαβαν αἰσθάνονται τόν παράδεισο μέσα τους.
Ἴσως πεῖς: Γιατί λοιπόν δέν ἔχω κι ἐγώ μία τέτοια χάρη; Διότι σύ δέν παραδόθηκες στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζεῖς κατά δικό σου θέλημα.
Παρατηρῆστε ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τό θέλημά του. Αὐτός δέν ἔχει ποτέ εἰρήνη στήν ψυχή καί δέν εὐχαριστιέται μέ τίποτε· γι’ αὐτόν ὅλα γίνονται ὅπως δέν ἔπρεπε. Ὅποιος ὅμως δόθηκε ὁλοκληρωτικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τήν καθαρή προσευχή καί ἡ ψυχή τοῦ ἀγαπᾶ τόν Κύριο .
Ἔτσι δόθηκε στόν Θεό ἡ Ὑπεραγία Παρθένος: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» . Ἄν λέμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο: «Ἰδού ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου», τότε τά Εὐαγγελικά λόγια τοῦ Κυρίου, πού ἐγράφτηκαν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, θά ζοῦσαν μέσα στίς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά βασίλευε’ ὅλο τόν κόσμο καί ἡ ζωή στή γῆ θά ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραία. Ἀλλά παρόλο πού τά λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούγονται τόσους αἰῶνες σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν τά καταλαβαίνουν καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Ὅποιος ὅμως ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά δοξασθεῖ καί στόν οὐρανό καί στή γῆ.
Ὅποιος παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπασχολεῖται μόνο μέ τόν Θεό. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν βοηθᾶ νά παραμένει στήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κι ὅταν ἀκόμα ἐργάζεται ἤ μιλάει, ἡ ψυχή του εἶναι ἀπορροφημένη ἀπό τόν Θεό καί γι’ αὐτό ὁ Κύριος τήν πῆρε ὑπό τήν προστασία Του.
Ἡ Παράδοση λέει πώς κατά τή φυγή στήν Αἴγυπτο ἡ Ἁγία Οἰκογένεια συνάντησε στό δρόμο ἕνα ληστή, ἀλλά δέν Τούς ἔκαμε κανένα κακό. Ὅταν μάλιστα ὁ ληστής εἶδε τό Νήπιο, εἶπε πώς, ἄν γινόταν ὁ Θεός ἄνθρωπος, δέν θά ἦταν ὡραιότερος ἀπό αὐτό τό Νήπιο, καί τούς ἄφησε νά φύγουν ἀνενόχλητοι.
Ἀξιοθαύμαστο πράγμα : Ληστής πού δέν σπλαχνίζεται κανένα σάν θηρίο, οὔτε προσέλαβε οὔτε λύπησε τήν Ἁγία Οἰκογένεια. Ἡ ψυχή τοῦ ληστῆ σάν εἶδε τό Νήπιο καί τήν ταπεινή Μητέρα Του συγκινήθηκε καί τήν ἄγγιξε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ 
Τό ἴδιο συνέβαινε καί στά ἄγρια θηρία, πού μόλις ἀντίκριζαν τούς ἅγιους Μάρτυρες ἤ τούς Ὅσιους καταπραΰνονταν καί δέν τούς ἔκαναν κακό. Ἀλλά κι οἱ δαίμονες ἀκόμα φοβοῦνται τήν πράη καί ταπεινή ψυχή, πού τούς νικᾶ μέ τήν ὑπακοή, τήν ἐγκράτεια καί τήν προσευχή.
Καί πάλι πράγμα παράδοξο: ὁ ληστής λυπήθηκε τό Νήπιο–Κύριο, ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι Τόν παρέδωσαν στόν Πιλάτο γιά νά σταυρωθεῖ. Κι αὐτό γιατί δέν προσεύχονταν καί δέν ζητοῦσαν ἀπό τόν Θεό σύνεση, πῶς καί τί νά κάνουν.
Ἔτσι, πολλές φορές οἱ κυβερνῆτες καί γενικά οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν μέν τό ἀγαθό, ἀλλά δέν ξέρουν πού εἶναι αὐτό τό ἀγαθό. Δέν ξέρουν πώς τό ἀγαθό βρίσκεται στόν Θεό καί μᾶς δίνεται ἀπό τόν Θεό.
Εἶναι ἀνάγκη νά προσευχόμαστε πάντοτε, γιά νά μᾶς νουθετεῖ ὁ Κύριος τί καί πῶς πρέπει νά κάνουμε, καί ὁ Κύριος δέν θά ἐπιτρέψει νά παραπλανηθοῦμε.
Ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε τή σύνεση, νά ρωτήσει τόν Κύριο γιά τόν καρπό πού τοῦ ἔδωσε ἡ Εὔα, καί γι’ αὐτό ἔχασε τόν Παράδεισο.
Ὁ Δαβίδ δέν ἐρώτησε τόν Κύριο: «Θά ἦταν ἄραγε καλό γιά μένα νά πάρω τή γυναίκα τοῦ Οὐρία;» κι ἔπεσε στά ἁμαρτήματα τοῦ φόνου καί τῆς μοιχείας.
Ἔτσι κι ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἁμάρτησαν, ἁμάρτησαν γιατί δέν ἐπεκαλοῦντο τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά νά τούς φωτίσει. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ εἶπε: «Ὅταν μιλοῦσα ἀπό τό νοῦ μου, συνέβαιναν λάθη».
Ὑπάρχουν ὅμως καί ἀναμάρτητα λάθη πού ὀφείλονται στήν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια βλέπουμε ἀκόμη καί στήν Παναγία. Λέγεται στό Εὐαγγέλιο πώς ὅταν ἐπέστρεφε ἡ Παναγία μέ τόν Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, ἐνόμισε πῶς ὁ Υἱός Της βάδιζε μαζί μέ τούς συγγενεῖς ἤ τούς γνωστούς. Καί μόνο μετά τριῶν ἡμερῶν ἀναζήτηση Τόν βρῆκαν στό Ἱερό τῶν Ἱεροσολύμων νά συνομιλεῖ μέ τούς πρεσβυτέρους.
Συνεπῶς, μόνον ὁ Κύριος εἶναι παντογνώστης, ἐνῶ ὅλοι ἐμεῖς, ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε, πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό ζητώντας σύνεση καί νά ρωτᾶμε τόν πνευματικό μας, γιά ν΄ ἀποφύγουμε τά λάθη.
Πόσο φανερό εἶναι γιά μένα πώς ὁ Κύριος μᾶς κατευθύνει. Χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦμε οὔτε νά σκεφθοῦμε τό ἀγαθό.
Ὅπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί ἡ ἀγάπη, ἔστω καί λίγη.
Στενοχωροῦμε καί θρηνῶ καί ὀδύρομαι γιά τούς ἀνθρώπους. Πολλοί σκέφτονται μέ ἀπόγνωση: «Ἁμάρτησα πολύ: σκότωσα, λήστεψα, ἐβίασα, ἐσυκοφάντησα, ἤμουν ἄσωτος κι ἔκανα κι ἄλλα πολλά». Κι ἀπό τήν ντροπή τους δέν ἔρχονται στή μετάνοια. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι σάν σταγόνα μπροστά στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ὤ ἀδελφοί μου, μετανοεῖτε, ὅσο ἀκόμα εἶναι καιρός. Ὁ Κύριος γεμάτος ἔλεος περιμένει τή μετάνοιά μας. Καί ὅλος ὁ οὐρανός, ὅλη ἡ γῆ καί ὅλοι οἱ ἅγιοι περιμένουν ἐπίσης τήν ἐπιστροφή μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή ν’ ἀγαποῦμε ἀλλήλους. Σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ ἐλευθερία: στήν ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον. Ἐδῶ βρίσκεται καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἰσότητα. Στήν κοσμική τάξη εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρξει ἰσότητα –αὐτό ὅμως δέν ἔχει σημασία γιά τήν ψυχή. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ καθένας βασιλιάς ἤ ἄρχοντας, πατριάρχης ἤ ἡγούμενος ἤ διοικητής. Μπορεῖς ὅμως σέ κάθε τάξη ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί νά εἶσαι εὐάρεστος σ’ Αὐτόν –κι αὐτό εἶναι τό σπουδαῖο. Κι ὅσοι ἀγαποῦν περισσότερο τόν Θεό ἐπί γῆς , θά ἔχουν μεγαλύτερη δόξα στή Βασιλεία καί θά εἶναι πιό κοντά στόν Κύριο. Ὁ καθένας θά δοξασθεῖ κατά τό μέτρο τῆς ἀγάπης του.
Ἔμαθα πώς ἡ ἀγάπη ποικίλλει ὡς πρός τήν ἔντασή της. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, φοβᾶται νά Τόν λυπήσει μέ κάτι· αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός. Ὅποιος ἔχει τό νοῦ καθαρό ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς, αὐτό εἶναι ὁ δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος ἀπό τόν πρῶτο. Ὅποιος αἰσθητά ἔχει τή Χάρη στήν ψυχή του, αὐτός εἶναι ὁ τρίτος βαθμός τῆς ἀγάπης, ὁ ἀκόμα μεγαλύτερος.
Ἡ τέταρτη βαθμίδα, ἡ τέλεια ἀγάπη γιά τόν Θεό εἶναι ὅταν ἔχει κανείς τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἁγιάζουν τά σώματα καί μετά τόν θάνατό τους γίνονται ἅγια λείψανα. Ἔτσι γίνεται μέ τά σώματα τῶν ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν καί τῶν Ὁσίων ἀνδρῶν.
Ἅγιος Σιλουανός Ὁ Αθωνίτης

Hannah Arendt (1) Τί είναι η φιλοσοφία της υπάρξεως;




Η φιλοσοφία της υπάρξεως έχει μια ιστορία παληά τουλάχιστον εκατό ετών. Ξεκίνησε με τον τελευταίο Σέλλινγκ και τον Κίρκεγκαρντ, βρήκε στον Νίτσε μια ανάπτυξη κατά μήκος δυνατοτήτων που δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη μέχρι σήμερα, καθόρισε ουσιωδώς την σκέψη του Μπεργκσόν και την λεγόμενη “φιλοσοφία της ζωής”, μέχρι να κατακτήσει στην μεταπολεμική Γερμανία, με το Σέλερ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, μια αξεπέραστη συνειδητοποίηση αυτού που παίζει αληθινά στην μοντέρνα φιλοσοφία.

Πρώτα απ’ όλα ο όρος “ύπαρξη” (existenz) δεν δείχνει παρά το Είναι τού ανθρώπου, ανεξαρτήτως από όλες τις ποιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, οι οποίες ερευνώνται ψυχολογικά. Αρμόζει μέχρις εδώ και για την φιλοσοφία τής υπάρξεως αυτό που είχε επισημάνει με το δίκηο του ο Χάιντεγκερ σχετικά με την φιλοσοφία της ζωής, δηλαδή πως αυτή η έκφραση ήταν τόσο μικρής σημασίας όσο και εκείνη τής “βοτανικής των φυτών”. Παρόλα αυτά δεν είναι τυχαίο που η λέξη “Είναι” αντικατεστάθη από την λέξη “ύπαρξη”. Σ’ αυτή την αλλαγή ορολογίας, κρύβεται στην πραγματικότητα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της μοντέρνας φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφία τού Hegel που, με μια πρωτοφανή πληρότητα, είχε εξηγήσει όλα τα φυσικά και ιστορικά φαινόμενα και τα είχε οργανώσει σε ένα σύνολο με μια μυστηριώδη συνάφεια –και που δεν κατορθώσαμε να ορίσουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για μια κατοικία ή για μια φυλακή– ήταν στην πραγματικότητα η «κουκουβάγια της Αθηνάς», η οποία ξεκινά το πέταγμά της μόνον όταν πέφτει το δειλινό. Αμέσως μετά τον θάνατο του Hegel, το σύστημά του φάνηκε σαν η τελευταία λέξη σύνολης της Δυτικής φιλοσοφίας, καθώς από τον Παρμενίδη ακόμη δεν αμφέβαλλε ποτέ της πως: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι, δηλαδή πως το Είναι και η σκέψη είναι ταυτόσημα. Αυτό που ακολούθησε τον Hegel ήταν μια επανάσταση των φιλοσόφων ενάντια στην ταυτότητα Είναι και σκέψης ή το χάσιμο της ελπίδας σ’ αυτή την ταυτότητα!

Όλες οι σημαντικές σχολές φιλοσοφίας που υπάρχουν σήμερα είναι σχολές επιγόνων! Όλες προσπαθούν να ξαναπετύχουν την ενότητα Είναι και σκέψης!

Μικρή σημασία έχει σ’ αυτή την προσπάθεια εάν δοκιμάζουν να πετύχουν αυτή την αρμονία ονομάζοντας κυρίαρχη την ύλη ή το πνεύμα. Όπως έχει μικρή σημασία επίσης πως, παίζοντας με τον όρο (Aspekt) “άποψις”, δοκιμάζουν να ιδρύσουν ένα όλον Σπινοζικού χρώματος.
Πρώτο κεφάλαιο

Η προσπάθεια ανοικοδομήσεως μέσω της Φαινομενολογίας

Ανάμεσα στους επιγόνους τού Hegel, τα τελευταία εκατό χρονιά, τα πιο μοντέρνα και ενδιαφέροντα φιλοσοφικά ρεύματα είναι ο πραγματισμός και η φαινομενολογία. Πάνω απ’ όλα η φαινομενολογία άσκησε στην σύγχρονη φιλοσοφία μια τέτοια επιρροή που δεν μπορεί να είναι τυχαία, η οποία δεν εξαρτάται αποκλειστικώς από την μέθοδό της. Ο Χούσερλ έθεσε σαν στόχο να ξαναδέσει την αρχαία σχέση ανάμεσα στο Είναι και στην σκέψη, η οποία είχε εξασφαλίσει στον άνθρωπο μια κατοικία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσω μια παρακάμψεως δια μέσου τής προθετικής δομής τής συνειδήσεως. Επειδή κάθε πράξη τής συνειδήσεως έχει από την φύση της ένα αντικείμενο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι τουλάχιστον για ένα πράγμα, δηλαδή ότι εγώ “έχω” το αντικείμενο τής συνειδήσεώς μου. Χωρισμένη τοιουτοτρόπως εντελώς από το πρόβλημα της πραγματικότητος, το θέμα του Είναι μπορεί να μπει σε παρένθεση: Σαν συνειδητό ον εγώ κατέχω όλο το Είναι και σαν συνείδηση Είμαι, μέσα στον ανθρώπινο κόσμο μου, το Είναι του κόσμου (το ειδωμένο δένδρο, το δένδρο σαν αντικείμενο της συνειδήσεώς μου δεν έχει ανάγκη να είναι το πραγματικό δένδρο, αυτό είναι ούτως ή άλλως το πραγματικό αντικείμενο της συνειδήσεώς μου).

Το μοντέρνο αίσθημα της αποξενώσεως (unheimlichkeit) ξεκίνησε μπροστά στα μοναχικά πράγματα, στα πράγματα που ελευθερώθηκαν από το λειτουργικό τους πλαίσιο. Σημείο αυτού του πράγματος είναι η λογοτεχνία και ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφικής. Όπως κι αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή την αποξένωση, κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά, αυτή η αποξένωση έχει τη φιλοσοφική της βάση στο γεγονός πως, παρότι το λειτουργικό πλαίσιο του κόσμου μέσα στο οποίο συμμετέχω μπορεί να εξηγήσει και να δικαιολογήσει πως για παράδειγμα υπάρχουν γενικώς τραπέζια και καρέκλες, αυτό το πλαίσιο δεν είναι σε θέση να με βοηθήσει να συλλάβω γιατί αυτό το τραπέζι υπάρχει. Και είναι ακριβώς η ύπαρξη αυτού του τραπεζιού, ανεξαρτήτως των τραπεζιών πού εννοούνται γενικώς πού προκαλεί το φιλοσοφικό σόκ. 

H Φαινομενολογία φάνηκε ικανή να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό θεωρητικό πρόβλημα. Η περιγραφή από τον Χούσερλ της συνειδήσεως συνελάμβανε εκείνα ακριβώς τα μοναχικά πράγματα, απελευθερωμένα από το λειτουργικό τους πλαίσιο, σαν περιεχόμενο οποιασδήποτε συνειδησιακής πράξεως. Φάνηκε δε ακόμη πως κατόρθωνε να τα ξανασυνδέει με τον άνθρωπο μέσω της «ροής της συνειδήσεως». Στην πραγματικότητα ο Χούσερλ ισχυριζόταν πως παρακάμπτοντας διά μέσου τής συνειδήσεως και ξεκινώντας από την λεπτομερή κατανόηση όλων των πραγματικών περιεχομένων τής συνειδήσεως (μιά καινούρια mathesis universalis), θα κατόρθωνε να ξαναοικοδομήσει τον κόσμο που είχε γίνει κομμάτια. Αυτή η ανοικοδόμηση τού κόσμου μέσω της συνειδήσεως θα εξισούτο με μιά δεύτερη δημιουργία, διότι σ’ αυτήν την αναδημιουργία θα αφαιρείτο ο τυχαίος χαρακτήρας του κόσμου, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως και ο πραγματικός του χαρακτήρας, έτσι ώστε τελικώς ο κόσμος δεν θα φαινόταν σαν κάτι δοσμένο στον άνθρωπο αλλά σαν κάτι δημιουργημένο από αυτόν. 

Σ’ αυτή την βασική επιδίωξη της φαινομενολογίας, βρίσκεται, η πιο χαρακτηριστική και μοντέρνα προσπάθεια να βρεθεί μια καινούρια βάση τού ανθρωπισμού. Το διάσημο γράμμα τού αποχαιρετισμού τού Hofmannsthal στον Stefan George, στο οποίο ο ίδιος καθοδηγείται πλέον από τα «μικρά πράγματα» ενάντια στις μεγαλόστομες λέξεις, διότι το Μυστικό της πραγματικότητος κρύβεται μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα «μικρά πράγματα», είναι εσωτερικά παραπλήσιο στο αίσθημα της ζωής από το οποίο γεννήθηκε και η φαινομενολογία. Ο Χούσερλ και ο Hofmannsthal είναι στο ίδιο μέτρο κλασσικοί, εάν ο κλασσικισμός είναι η προσπάθεια αναπαραγωγής μαγικά μιας κατοικίας μέσα σ’ έναν κόσμο αποξενωμένο πλέον, μέσω μιάς απολύτως λεπτομερούς και συνεπούς μιμήσεως των κλασσικών, μιάς μιμήσεως δηλαδή εκείνης της ανθρώπινης συνθήκης δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται στό σπίτι του μέσα στόν κόσμο. Η πρόταση «στά ίδια τα πράγματα» του Χούσερλ δεν είναι λιγότερο μαγική των «μικρών πραγμάτων» τού Χόφμανσταλ. Εάν μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε κάτι με την μαγεία -σε μιά εποχή πού διαθέτει σάν μοναδικό της πλεονέκτημα το ξεκαθάρισμα κάθε μαγείας- τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει κάποιος στά σίγουρα με τα μικρότερα και ταπεινότερα πράγματα, με τα μικρότερα πράγματα και με τις λιγότερο λαμπερές και πομπώδεις λέξεις. 

Χάρη σ’ αυτό το φαινομενικό κρύψιμο οι αναλύσεις τής συνειδήσεως τού Χούσερλ (τίς οποίες ο Γιάσπερς δέν βρήκε τόσο σημαντικές γιά τήν φιλοσοφία, καθώς δέν διέθετε καμία συμπάθεια ούτε πρός την μαγεία ούτε πρός τον κλασσικισμό), επηρέασαν αποφασιστικά στήν νεότητά τους και τον Χάϊντεγκερ και τόν Σέλερ, παρότι ο Χούσερλ δέν κατόρθωσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση της φιλοσοφίας της υπάρξεως. Αντιθέτως δέ από την διαδεδομένη γνώμη πως η επιρροή τού Χούσερλ υπήρξε σημαντική μόνον από το μέρος της μεθοδολογίας, είναι γεγονός πώς ελευθέρωσε τήν μοντέρνα φιλοσοφία από τίς αλυσίδες τού ιστορικισμού, στην οποία μοντέρνα φιλοσοφία εξάλλου δεν ανήκε ούτε ο ίδιος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ και κάτω από την επιρροή ενός δυνατού ενδιαφέροντος για την ιστορία, η φιλοσοφία διέτρεξε τόν κίνδυνο να μειωθεί σέ στοχασμό πάνω στους πιθανούς και δυνατούς νόμους της ιστορικής ροής. Δεν είχε δε καμία σημασία άν αυτοί οι στοχασμοί ήταν αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εάν στόχευαν να αναδείξουν αναπόφευκτη την πρόοδο, ή άν προέβλεπαν το τέλος της, Το πράγμα που μετρούσε ήταν πως και στίς δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος, με τα λόγια τού Herder, ήταν σάν ένα «μυρμήγκι πού δεν κάνει τίποτε άλλο από τού να έρπει πάνω στίς ρόδες τής μοίρας».

Η επιμονή τού Χούσερλ στά «ίδια τα πράγματα», πού σβύνει ένα τέτοιο κενό στοχασμό και οδεύει χωρίζοντας τό περιεχόμενο ενός γεγονότος πού δίδεται φαινομενικώς από την γέννεσή του, είχε μιά βαθειά απελευθερωτική επιρροή λόγω τού ότι επέτρεπε να ξαναγίνει θέμα τής φιλοσοφίας αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι η ιστορική ροή ή η φυσική ή η βιολογική ή η ψυχολογική, στίς οποίες ο άνθρωπος είχε καταβροχθισθεί.

Υπήρξαν πολλές οι συνέπειες πού προήλθαν από αυτή την απελευθέρωση της φιλοσοφίας, κάτι αρνητικό κατά κάποιο τρόπο γιά το οποίο ο Χούσερλ δεν απέκτησε ποτέ συνείδηση, καθώς στερείται εντελώς ιστορικής αίσθησης. 

Αυτή πάντως η απελευθέρωση απεδείχθη πιό σημαντική από τήν ίδια τήν φιλοσοφική πρόταση τού Χούσερλ, με την οποία προσπαθεί να μάς καθησυχάσει γύρω από ένα γεγονός γιά το οποίο η μοντέρνα φιλοσοφία δέν μπορεί βεβαίως να ησυχάσει, δηλαδή για το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πει ναι σ’ ένα ον το οποίο ο ίδιος δεν δημιούργησε ποτέ του και σε σχέση με το οποίο ο ίδιος είναι ουσιαστικά ξένος. Με την μεταμόρφωση αυτού του ξένου όντος σε συνείδηση ζητά να ξανακάνει τον κόσμο ανθρώπινο, όπως ο Χόφμανσταλ με την μαγεία των μικρών πραγμάτων στόχευε να ξαναξυπνήσει την αρχαία τρυφερότητα για τον κόσμο. Αυτό όμως στο οποίο αυτός ο μοντέρνος ανθρωπισμός, αυτή η καλή βούληση προς ότι είναι ταπεινό, ναυαγεί, είναι η μοντέρνα επίσης ύβρις που βρίσκεται στην βάση του και η οποία πονηρά (στον Χόφμανσταλ) ή ανοικτά και αθώα (στον Χούσερλ) ελπίζει, μ’ αυτόν τον τρόπο τον τόσο τρυφερό και γαλήνιο, να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σ’ αυτό που ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, δηλαδή δημιουργός του κόσμου και του εαυτού του!

Σε αντίθεση με την υπερήφανη ταπεινότητα του Χούσερλ, η πιο πρωτότυπη μοντέρνα φιλοσοφία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να δεχθεί το γεγονός πως ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτόν τον σκοπό ερευνά όλο και περισσότερο προς τη διεύθυνση που διαγράφεται από τις καλύτερες προθέσεις της: να τοποθετήσει τον άνθρωπο εκεί, που με μια περίεργη άγνοια του εαυτού του, ο Σέλλινγκ τοποθέτησε τον θεό: στην θέση του «Κυρίου του Είναι». 

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Ιερομόναχος Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός (1868-10 Οκτωβρίου 1938)


Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Ελευθέριος Παύλου Δουρουντάκης στο χωριό Γεράνι των Χανίων της Κρήτης. Εργάσθηκε ως δάσκαλος. Ήταν συμμαθητής και φίλος με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 
Το 1890 προσήλθε στη μονή Ξηροποτάμου και το 1893 εκάρη μοναχός. Το 1893 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1896 πρεσβύτερος. 
Το 1900 προήχθη σε προϊστάμενο. «Υπήρξε μια δυναμική πνευματική παρουσία στη μονή της μετανοίας του, την οποία υπηρέτησε από διάφορες σημαντικές θέσεις. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή του στα κοινά της μοναστικής πολιτείας». 
Χρημάτισε μέλος της πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους το 1924. Το 1925 εξέδωκε βιβλίο για τη μονή του και το 1933 κατάλογο των χειρογράφων της.
Το πρώτο βιβλίο του αφιερώνεται: «Ταις μακαρίαις ψυχαίς των τον ασκητικόν δίαυλον καρτερικώς εν τη ιερά και ευαγεί ταύτη μονή ανυσάντων και άχρι θανάτου μοχθησάντων υπέρ αυτής και εν αυτή ευσεβώς τον βίον καταλυσάντων λίαν ευλαβώς ανατίθησιν, ο πονήσας».
Για τις πολλές του υπηρεσίες προς τον ιερό τόπο και την Εκκλησία παρασημοφορήθηκε με τον άργυρό σταυρό του Σωτήρος.


Κατά το μοναχολόγιο της μονής, «διεκρίνετο διά την ευχέρειαν αυτού του προσφωνείν λόγους εις γλώσσαν ωραίαν εις διαφόρους επισήμους επισκέπτας και εις τας τραπέζας των πανηγύρεων».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 10.10.1938 στη μονή της μετανοίας του, «αφήνοντας μνήμη δυναμικού και γνήσιου Αθωνίτη ασκητού».

Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, α.ά. 25. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 81-82.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 325, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.