Σάββατο 17 Μαΐου 2014

"Οι σιωνιστές εργάζονται, εμείς τι κάνουμε;"-παπα Φώτης Λαυριώτης

"Οι σιωνιστές εργάζονται, εμείς τι κάνουμε;"-παπα Φώτης Λαυριώτης

  • Σάββατο, Μαϊ 17 2014
"Οι σιωνιστές εργάζονται, εμείς τι κάνουμε;"-παπα Φώτης Λαυριώτης
Με το "ευλογείται Γέροντα", αυτή την φράση μού έλεγε κάθε φορά που τον συναντούσα επί 20 και συναπτούς χρόνους γνωριμίας. Τότε αναρωτιόμουν γιατί το έλεγε κατ' επανάληψη και πεισματικά, σήμερα το βιώνουμε όλοι μας!!!
Όταν έλεγε αυτή την φράση το πρόσωπο του μόρφωνε συσπάσεις οργής, πονούσε πάρα πολλά χρόνια για τα δόλια σχέδια που εξύφαιναν εναντίον της Ορθοδοξίας και της Πατρίδας μας. Στα γαλάζια μάτια του έβλεπες ΧΡΙΣΤΟ και ΕΛΛΑΔΑ.
Μετά την συζήτηση πάντα, μα πάντα με αποχαιρετούσε με το "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ" για την πατρίδα και καλή αντάμωση στην επουράνια Πατρίδα μας.
5-3-1988, συγκράτησα αυτή την ημερομηνία γιατί ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα στην Μυτιλήνη για να προσκυνήσω τους Νεοφανείς Αγίους της, τον ΑΓΙΟ ΡΑΦΑΗΛ, τον ΔΙΑΚΟΝΟ ΝΙΚΟΛΑΟ και την ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΕΙΡΗΝΗ. Τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησα μόλις βγήκα από το πλοίο της γραμμής, εκεί κοντά στην καταπακτή, ήταν ένας ρακένδυτος Λευίτης με γυμνά πόδια που έσερνε ένα καροτσάκι με παλιοσίδερα και πέτρες. Μα καλά τι έπαθε αυτός αναρωτήθηκα, τρελάθηκε; Την απορία μου την έλυσε ο ταξιτζής "είναι ο Παπά Φώτης από τα Πάμφυλα και όλη μέρα γυρίζει μαζεύοντας από εδώ και από εκεί υλικά και με αυτά μόνος του κτίζει Εκκλησία".
Πέρασε λίγος καιρός και σε επόμενο ταξίδι μου στην Μυτιλήνη έψαξα να τον βρω. Τον βρήκα μέσα στον ελαιώνα των Παμφύλων, ήταν μεσοκαλόκαιρο και ο Γέροντας αναπαυόταν στην ψηφιδωτή από μαρμαράκια απλωταριά που είχε κτίσει με τα χεράκια του έμπροσθεν του Ιερού Ναίσκου του Αγίου Λουκά του Νεομάρτυρα του εκ Παμφύλων που είχε τον κατασκευαστικό ρυθμό των Ναών του Μυστρά.
"Ευλογείται Γέροντα, την ευχή σας" του φώναξα έξω από τον βοτσαλωτό περιτείχισμα που περιέβαλε τα κτίσματα.
Δεν μου μίλησε, επέμενα και τότε με κοιτάξε αυστηρά και μου λέει "εγώ δεν έχω ευλογία και ευχή" και συνεχίζει "οι σιωνιστές εργάζονται παλληκάρι μου, εμείς τι κάνουμε; Τώρα το ρίξαμε στο ραχάτι, σε λίγο να δεις τι θα γίνει". Αμάν πέσαμε σε σαλεμένο μονολόγησα, έκανα να φύγω, "έλα μέσα να ξεκουρασθείς" μου είπε.
Από τότε αυτή η κατά ΧΡΙΣΤΟ σαλότητα όσες φορές και κατά ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ τον συνάντησα και σε όποιο μέρος τον συνάντησα πάντα με ανάπαυε και γιόμιζα με την άλλη Χαρά φυσικά όχι αυτή του κόσμου. Σε αυτές τις απρόσμενες συναντήσεις πολλές φορές μου εκμυστηρεύθηκε γεγονότα των βιωματικών διαδρομών του που λόγω χώρου επιλεκτικά αναφέρω.
"Ο Γέροντάς μου ονόματι Παυλίδης ήταν γιατρός, σπουδαγμένος στο Παρίσι και στην Κωνσταντινούπολη, μόναζε στην Μεγίστη Λαύρα του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ. Κάποια μέρα με φώναξε και μου ζήτησε να τον βοηθήσω να σχίσει τα πτυχία του, λέγοντας μου...αυτά δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στο ΠΤΥΧΙΟ που δίνει Ο ΘΕΟΣ...".
"Γέροντα αυτή την εποχή..." ήταν μέσα δεκαετίας του '90 "...βγαίνουν βιβλία για τον Γέροντα Παίσιο, τι γνώμη έχετε;". "Αυτός παιδί μου είναι το διαμάντι της Εκκλησίας μας, τον γνώρισα καλά γιατί μαζί βοηθούσαμε τον Παπά Τύχωνα. Εμείς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε μεγάλους Γεροντάδες και μαζεύαμε το πνευματικό μέλι τους απλόχερα. Έτσι γνώρισα και τον Γέροντα ΑΓΙΟ ΣΙΛΟΥΑΝΟ και με έπιασε τότε μια όρεξη μέσα από τις Αγιορείτικες Βιβλιοθήκες και τα συναξάρια του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ να συγκεντρώσω όλους τους γνωστούς μέχρι εκείνα τα χρόνια ΑΓΙΟΥΣ της Νήσου Λέσβου και βρήκα πολλούς Αγίους και Νεομάρτυρες της τοπικής Εκκλησίας. Όταν επέστρεψα στην Μυτιλήνη παρήγγειλα την πρώτη Εικόνα τους και την Ασματική Ακολουθία τους από το Άγιο Όρος.
Επειδή καταγινόμουν με τους τοπικούς Αγίους, την εποχή που εργαζόμουν στην Ιερά Μητρόπολη με φώναξε ο Μακαριστός Ιάκωβος ο εκ Σιατίστης και με ρώτησε τι γνώμη έχω για τις Θαυμαστές Εμφανίσεις των Νεοφανών ΑΓΙΩΝ στον λόφο των Καρυών της Θερμής... ήταν το '59-'60..., προσπαθώντας να λύσει τις απορίες του, πως είναι δυνατόν να εμφανίζονται οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη ολοζώντανα σε απλοϊκούς ανθρώπους; Είπα στον Σεβασμιότατο να μην αμφιβάλλει καθόλου γιατί και εγώ μικρό προσφυγόπουλο από τα Βουρλά της Μ. Ασίας, όταν έβοσκα πρόβατα στον Ένηπτο λόφο των Καρυών αξιώθηκα να τους δω πολλές φορές μέσα σε ΦΩΣ ολοζώντανα δίχως να γνωρίζω τότε τα ονόματα τους. Αυτοί οι Άγιοι παιδί μου οι Νεοφανείς είναι πολύ μεγάλοι ΑΓΙΟΙ και κοσμούν το στερέωμα της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Αυτό το νησί έχει μεγάλες Ευλογίες από την ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ γιατί κράτησε Εικονόφιλη στάση στους εικονομαχικούς χρόνους. Από σεβασμό στην ΜΗΤΕΡΑ του ΚΥΡΙΟΥ μας στην ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΣΟΥ παρήγγειλα πριν πολλούς χρόνους στον Γέροντα Γεράσιμο τον Μικραγιαννίτη τον Παρακλητικό Κανόνα της Εφέστιας Εικόνας ΤΗΣ".
Μου τα έλεγε αυτά και απέναντι μου έβλεπα έναν ρακένδυτο Αρχιμανδρίτη, πολλές φορές ανυπόδητο όπως τον συναντούσα μέσα στις αστικές συγκοινωνίες των Αθηνών όταν κατέβαινε από την Λέσβο για να πάει να λειτουργήσει σε φυλακές και νοσοκομεία.
Διέδραμε με ένα τρίχινο ταγάρι όλη την Ελλάδα όπου υπήρχε αναγκεμένος λαμβάνοντας άνωθεν πληροφορία. Ο ίδιος μου είπε...
"Την δεκαετία της πτώχειας του '40 με βαρύ χειμωνιά έπρεπε νύκτα να πάω από ένα χωρίο σε άλλο διασχίζοντας τις παγωμένες πεδιάδες του Κιλκίς, οι χωριανοί μού έδωσαν ένα φακό για τον δρόμο, αλλά στα μέσα του δρόμου με περικύκλωσε ένα κοπάδι λύκων, τρόμαξα και άρχισα να λέω τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, τότε είδα κάτι πρωτόγνωρο οι λύκοι ερχόταν ένας-ένας και ακουμπούσαν με τις τρίχες τους το ράσο μου και με ξεπερνούσαν βαδίζοντας πιο μπροστά από μένα. Αυτό γινόταν όσο έλεγα τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ.
Τώρα που πλάκωσαν ¨βαρείς λύκοι ¨στην πατρίδα μας το ίδιο να κάνετε και εσείς!!!"
Ο Παπά Φώτης ήταν πολύ καλός γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας και μάλιστα της Εκκλησιαστικής, όμως η αγάπη του για τους Δογματικούς Πατέρες της Εκκλησίας ήταν μοναδική, σε σημείο μάλιστα πάνω σε αποκόμματα χαρτονένια που τα έβρισκε από εδώ και εκεί να γράφει σε αυτά τους Λόγους των Θεοφόρων Πατέρων και να τα μοιράζει στον κόσμο αντί ευλογίας. Πάντα μέσα στο ταγάρι του είχε ένα μικρό ψαλιδάκι με το οποίο αποσπούσε απο αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών Εικόνες Αγίων γιατί θεωρούσε μεγάλη ασέβεια να ρίχνονται στα σκουπίδια.
Στις δογματικές εκτροπές ήταν λάβρος κατά πάντων και δεν έκανε εκπτώσεις. Προγνώριζε την επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα και τι ¨ευλογίες¨ έφερνε αυτή η επίσκεψη...στην πατρίδα μας.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 τον ρώτησα "Παπά Φώτη τι θα γίνει με τους Τούρκους απέναντι;" "Τώρα θα κάνουμε τον ψόφιο κοριό!! Λίγη υπομονή και θα γίνει το ΑΓΙΟ ΘΕΛΗΜΑ του ΘΕΟΥ σε αυτούς και σε εμάς. Όμως να ξέρεις κάτι την Μ. Ασία την χάσαμε το '20 γιατί ο Ελληνικός Στρατός έβριζε τα ΘΕΙΑ και οι ανώτεροι αξιωματικοί του κατέλυαν στα χαμαιτυπεία της εποχής που φρόντισαν οι Κεμαλιστές να έχουν κατασκόπους!!"
Ιανουάριος του 2003, σε οικία πνευματικών αδελφών χαρίζω στο Παπά Φώτη ένα δώρο-κλειστό δέμα και αυτός σαν αντίδωρο μου χαρίζει ένα χαρτόνι πάνω στο οποίο με βυζαντινή γραφή και εκκλησιαστικές μικρογραφίες έχει γράψει το κατά ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ που διαβάζεται στην ΑΝΑΣΤΑΣΗ. "Παπά Φώτη, άνοιξε γρήγορα το δέμα που σου έδωσα" ο παπά Φώτης έκανε ¨υπακοή¨ άνοιξε το δέμα και ασπάσθηκε την εικόνα της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ που του είχα χαρίσει.
Νοέμβριο του 2009 τον συναντώ για τελευταία φορά στο φιλόξενο σπίτι που τον γηροκομούσε με αγάπη στην Αθήνα. Ο Γέροντας είχε το βλέμμα του προσηλωμένο αλλού. Αυτή την φορά δεν με υποδέχθηκε με την γνωστή φράση του "οι σιωνιστές εργάζονται, εμείς τι κάνουμε;". Απόλυτη σιωπή σε όλες τις ερωτήσεις μου που με αγωνία του εξέθετα καθότι η πατρίδα μας ένα μήνα πριν άρχισε να μπαίνει στο καμίνι των δοκιμασιών της. Μόνο τραγουδούσε με την γλυκεία φωνή του "τα ρούχα τα μελιτζανιά". Τότε μου είπαν ότι όταν είναι στενοχωρημένος τραγουδά αυτό το τραγούδι!! Που να σκεφτώ τότε ότι κάποιοι ήδη φόρεσαν στην πατρίδα μας μωβ σάβανο...
Σε λίγο ο Γέροντας ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και έδειξε απέναντι του μια πανέμορφη Εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου μας, χαμογέλασε γλυκύτατα και είπε ΩΡΑΙΟ, ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ, ΑΥΤΟ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ!!!
5-3-2010 έμαθα την Κοίμηση του ΠΑΠΑ ΦΩΤΗ .
Σαν να μου φάνηκε να τον είδα να σέρνει το καροτσάκι του, όπως την πρώτη φορά που τον αντίκρισα με την μόνη διαφορά, τώρα αστραποβολούσε και μέσα στο καροτσάκι του δεν είχε άχρηστα μπάζα αλλά προσευχές και ικεσίες για να τις εναποθέσει στον Θρόνο του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ να σώσει την ΠΙΣΤΗ και την ΠΑΤΡΙΔΑ, αυτά τα δύο για τα οποία νοιαζόταν σε όλη την επίγεια βιωτή του και πολεμούσε για αυτά με την κατά ΧΡΙΣΤΟ ΑΓΙΑ ΣΑΛΟΤΗΤΑ του. ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Λόγος περί σωτηρίας της ψυχής

Λόγος περί σωτηρίας της ψυχής


'Οποιος αισθάνθηκε 
τις αμαρτίες του, είναι ανώτερος
από εκείνον που ανασταίνει 
νεκρούς με την προσευχή του.

Όποιος στενάζει μια ώρα
για την ψυχή του, είναι ανώτερος 
από εκείνον που ωφελεί όλον τον κόσμο.
'Οποιος αξιώθηκε να δει τον εαυτόν του,
είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να δει αγγέλους.

Σε αυτόν που γνώρισε τον εαυτόν του,
δίνεται η γνώση των πάντων.
Διότι η γνώση του εαυτού μας είναι πλήρωμα
της γνώσης των πάντων 
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Anthony Bloom:Εσύ είσαι η Αγάπη Μου!

Anthony Bloom:Εσύ είσαι η Αγάπη Μου!



Όσο η Θυσία δεν είναι παρούσα στο μυστήριο της αγάπης, κάτι ουσιαστικό λείπει, κάτι ουσιαστικό είναι απόν από αυτή και η αγάπη είναι καταδικασμένη στην καταστροφή.
Θυσία σημαίνει να είσαι φτιαγμένος άγια, να κομίζεις τον εαυτό σου ως μία προσφορά προκειμένου οι άλλοι να πληρωθούν μέσα σε τέλεια αμοιβαία ενατένιση. Αυτό ακριβώς πραγματώνεται μέσα στην ενδοτριαδική σχέση του Θεού μας (μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος).
Αυτό μας δίνει ένα εκπληκτικά δυναμικό όραμα του Θεού μας, ενός Θεού που είναι ζωντανός όχι επειδή είναι φτιαγμένος κατ’ αυτόν τον τρόπο και ανίκανος για οτιδήποτε άλλο από το θριαμβικό Του Φως, αλλά ενός Θεού που είναι αγάπη, ενός Θεού θυσιαστικής αγάπης, τέτοιας που σημάδεψε τον Σταυρό, ενός Θεού που αποδέχεται, καταφάσκει και επιλέγει τον θάνατο ως μία έκφραση αγάπης, ενός Θεού στον οποίο είναι εγγενές το μυστήριο της Ανάστασης, της νίκης καταπάνω στον θάνατο. 
Όταν η αγάπη κάνει την εμφάνισή της, ο πόθος του ανθρώπου να επιβεβαιώσει τον εαυτό του παραμένει στο ξεκίνημα ακόμα δυνατός. Λέμε«εσύ είσαι η αγάπη μου» και τονίζουμε τρομερά τη λέξη «μου»εκλαμβάνοντας το «εσύ» σαν αντικείμενο και χρησιμοποιώντας τη λέξη«αγάπη» όχι ως όνομα ζωογόνου δυναμικής αλλά σαν έναν απλό και σκέτο σύνδεσμο που συνδέει το «εσύ» με το «μου».
Όταν όμως η αγάπη προκόβει, όταν ανακαλύπτοντας τον άλλο, αυξάνεται ο θαυμασμός, η εκστατικότητα, η λατρεία και ο σεβασμός του προσώπου του, τότε το «μου» αρχίζει να συρρικνώνεται, το «εσύ» να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και η σχέση μεταξύ των δύο δεν είναι πια μία απλή σχέση συνδέσμου αλλά γίνεται μία σχέση αληθινά δυναμική. Σ’ αυτή τη σχέση ο άλλος αποκτά μία ολοένα μεγαλύτερη σημασία και ταυτόχρονα η δική μου σημασία γίνεται ολοένα και λιγότερη, έτσι ώστε σταδιακά το αγαπημένο πρόσωπο να σημαίνει τα πάντα και το «εγώ» να μη σημαίνει τίποτα πια για μένα.
Αυτό εννοούσε και ο Χριστός όταν έλεγε πως κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτόν που είναι πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του για τον αγαπημένο του, τον πλησίον του.

Αnthony Bloom

Άγιοι Άγγελοι και το έργο τους (Από τα συγγράμματα του Μ. Βασιλείου)

Άγιοι Άγγελοι και το έργο τους (Από τα συγγράμματα του Μ. Βασιλείου)

α. Η δημιουργία των Αγγέλων
Ο Κτίστης και Δημιουργός των πάντων για την κατάσταση αυτή έπλασε δημιουργήματα, το νοητό φως που αρμόζει στη μακαριότητα αυτών που αγαπούν τον Κύριο, τις λογικές και αόρατες φύσεις των Αγγέλων και όλη την αρμονία των νοητών όντων, που υπερβαίνουν τη διάνοιά μας και των οποίων δεν μπορούμε να συλλάβουμε ούτε τις ονομασίες. Αυτά (τα νοητά όντα) αποτελούν την ουσία του αοράτου κόσμου, καθώς μας διδάσκει ο απ. Παύλος, λέγοντας: «Γιατί απ’ Αυτόν κτίστηκαν τα πάντα, είτε τα ορατά, είτε τα αόρατα, είτε Θρόνοι, είτε Κυριότητες, είτε Αρχές, είτε Εξουσίες, είτε Δυνάμεις», είτε στρατιές Αγγέλων, είτε επιστασίες Αρχαγγέλων.
Επειδή είναι φυσικό η αρχή να προηγείται από αυτά που την ακολουθούν, αναγκαστικά, όταν ο Μωϋσής, μιλώντας γι’ αυτά που δημιουργήθηκαν σε ορισμένο χρόνο, έθεσε πριν απ’ όλα τη φράση εκείνη που λέει: «Εν αρχή εποίησε» (Στην αρχή δημιούργησε ο Θεός). Γιατί, καθώς φαίνεται, υπήρχε κάτι και πριν από τη δημιουργία αυτού του κόσμου, κάτι το οποίον μπορούμε με τη διάνοιά μας θεωρητικά να εννοήσουμε, δεν εξιστορήθηκε όμως, γιατί δεν ήταν ακόμη κατάλληλο για αρχάριους και νηπιώδεις κατά τη γνώση. Υπήρχε μια κατάσταση προγενέστερη από τη δημιουργία του κόσμου, που ταίριαζε στις υπερκόσμιες δυνάμεις, (στους Αγγέλους), υπέρχρονη, αιώνια, παντοτινή (ο Θεός).
β. Δημιουργός των Αγγέλων ο Υιός του Θεού.
Την εμφάνιση και ύπαρξη των αγγέλων την έδωσε ο Δημιουργός Λόγος, ο ποιητής των όλων, τον αγιασμό όμως μετέδωσε σ’ αυτούς το Άγιο Πνεύμα. Γιατί οι άγγελοι δεν δημιουργήθηκαν σε νηπιακή κατάσταση και έπειτα σιγά-σιγά έγιναν τέλειοι με την άσκηση και έτσι έγιναν άξιοι να δεχθούν το Άγιο Πνεύμα- αλλά από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής τους είχαν μέσα στη φύση τους την αγιότητα• ήταν κατά κάποιον τρόπο ζυμωμένη (η αγιότητα), με την ουσία τους. Γι’ αυτό πολύ δύσκολα πέφτουν στην κακία, αφού από την αρχή σαν με κάποια βαφή ασφαλίστηκαν και ισχυροποιήθηκαν από την αγιότητα και είναι με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος σταθεροί στην αρετή.
γ. Η φύση των Αγγέλων
Όπως ο καυτήρας (με τον οποίο γίνονται οι καυτηριάσεις) είναι μαζί με τη φωτιά, είναι όμως άλλο πράγμα το υλικό του καυτήρα και άλλο η φωτιά, έτσι προκειμένου και για τις αγγελικές δυνάμεις η ουσία τους είναι πνεύμα αεριώδες ή ίσως άϋλη φωτιά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή: «Ο Θεός είναι εκείνος που έπλασε τους αγγέλους του ταχείς σαν ανέμους (πνεύματα) και τους άϋλους λειτουργούς, που Τον υπηρετούν, φωτεινούς σαν φλόγα φωτιάς». Γι’ αυτό και βρίσκονται σε ένα κάθε φορά τόπο και γίνονται ορατοί, επειδή εμφανίζονται στους άξιους με τη μορφή των δικών τους σωμάτων (των άξιων).
Ο αγιασμός λοιπόν, ενώ είναι έξω από την ουσία τους, συντελεί να φτάσουν στην τελειότητα με την κοινωνία τους (τη στενή τους σχέση) με το Άγιο Πνεύμα. Διατηρούν όμως την αξία τους με την επιμονή τους στο καλό. Και έτσι μένουν ελεύθεροι και αυτεξούσιοι, όμως ουδέποτε εκπίπτουν από την αφοσίωσή τους στο όντως αγαθό, που είναι ο Θεός.
Ανέβα, σε παρακαλώ, με τη σκέψη και κοίταξε την αγγελική κατάσταση, εάν αρμόζει σ’ αυτούς κάποια άλλη κατάσταση έκτος από αυτή της χαράς και της ευθυμίας. Γιατί καταξιώθηκαν να παραστέκουν κοντά στο Θεό και να απολαμβάνουν το ανέκφραστο κάλλος της δόξας του Δημιουργού μας. Ο απόστολος λοιπόν, παρακινώντας να ακολουθήσουμε κι εμείς τη ζωή εκείνη, μας διέταξε να χαίρουμε πάντοτε.
Δεν υπάρχει στους αγγέλους εριστικότητα ούτε φιλονικία ούτε αμφισβήτηση• τα πάντα ανήκουν στον καθένα και όλοι αποθηκεύουν για τους εαυτούς τους ολόκληρα τα καλά. Γιατί ο πλούτος των αγγέλων δεν είναι ύλη, που περιγράφεται, που χρειάζεται διαίρεση, όταν παραστεί ανάγκη να διανεμηθεί σε περισσότερους, αλλ’ είναι άϋλη περιουσία και ο πλούτος είναι διανοητικός. Και γι’ αυτό τα καλά παραμένουν ολόκληρα στη διάθεση του καθενός και τους κάνουν όλους ισότιμα πλουσίους, γιατί παρέχουν σ’ αυτούς βέβαια και ασφαλή τη δική τους περιουσία. Γιατί η θέα του ύψιστου αγαθού και η βεβαιότατη κατοχή των αρετών είναι θησαυρός των αγγέλων, προς αυτά δε μπορούν να βλέπουν όλοι και να παίρνει ο καθένας ολόκληρη τη γνώση και την περιουσία τους (την πνευματική).
Οι άγιες αγγελικές δυνάμεις, από την επικοινωνία τους με το εκ φύσεως Άγιο Πνεύμα αποκτούν τον αγιασμό, που έχει διαποτίσει ολόκληρη την ύπαρξή τους και έχει ταυτιστεί με τη φύση τους. Η διαφορά τους από το Άγιο Πνεύμα είναι η εξής: σ’ Αυτό η αγιοσύνη υπάρχει εκ φύσεως, ενώ οι άγγελοι αγιάζονται από τη μέθεξή τους στο Άγιο Πνεύμα. Όμως τα όντα εκείνα, που απόκτησαν το αγαθό εξ υστέρου και το έλαβαν από κάπου αλλού (όπως οι άγγελοι που δεν έχουν το αγαθό εκ φύσεως), έχουν τη δυνατότητα της πτώσεως στο κακό. Γιατί διαφορετικά δεν θα έπεφτε ο εωσφόρος, που ανατέλλει το πρωί, ούτε θα συντριβόταν πάνω στη γη, αν εκ φύσεως δεν είχε τη δυνατότητα να γίνει χειρότερος.
Οι άγγελοι δεν επιδέχονται καμία αλλοίωση. Γιατί κανείς ανάμεσα στους αγγέλους δεν είναι παιδί, ούτε νεαρός, ούτε γέροντας, αλλά παραμένουν στην κατάσταση στην οποίαν επλάστηκαν από την αρχή, και η σύ¬στασή τους (η ουσία τους) διατηρείται ακέραια (πλήρης) και αμετάτρεπτη (αμετάβλητη).
δ. Το έργο των Αγγέλων
Έργο των αγγέλων είναι να δοξολογούν το Θεό. Όλη η επουράνια στρατιά ένα έργο έχει, αυτό¬ να δοξολογεί τον Κτίστη. Όλη η κτίση, και η βουβή, και εκείνη που έχει φωνή, η υπερκόσμια και η επίγεια δοξάζει τον Πλάστη.
Οι φύλακες άγγελοι της ζωής μας με περισσότερη αφοσίωση παραμένουν κοντά σ’ εκείνους που έχουν καθαρθεί με τη νηστεία… Άγγελοι είναι αυτοί που κάνουν την απογραφή των νηστευτών σε κάθε Εκκλησία. Και ο απόστολος Παύλος λοιπόν επειδή γνώριζε ότι οι άγγελοι έχουν επιταχθεί (επιστρατευτεί) τρόπον τινά ως παιδαγωγοί ή παιδονόμοι των ανθρώπων, τους επικαλέστηκε ως μάρτυρες.
Ότι συνοδεύει καθένα από τους πιστούς ένας άγγελος, που σαν κάποιος παιδαγωγός και κηδεμόνας διευθύνει τη ζωή μας, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, αρκεί να θυμηθεί τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Να μην περιφρονήσετε ούτε ένα από τους μικρούς αυτούς, γιατί οι φύλακες άγγελοί τους, έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού και ατενίζουν πάντοτε το πρόσωπο του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς. Και ο ψαλμωδός λέει: «Ο άγγελος του Κυρίου θα περικυκλώσει εκείνους που Τον φοβούνται (και θα τους γλυτώσει από κάθε κίνδυνο)». Επίσης: «Ο άγγελος που με έσωσε, όταν ήμουν νέος». Και πολλά άλλα παρόμοια χωρία.
«Άγγελος Κυρίου θα περικυκλώσει όσους τον φοβούνται και θα τους γλυτώσει από κάθε κίνδυνο». Κοντά στον καθένα που πιστεύει βρίσκεται διαρκώς άγγελος Κυρίου, εάν δεν τον διώξουμε εμείς με τα πονηρά έργα μας. Γιατί, όπως τις μέλισσες τις διώχνει μακριά ο καπνός, και τα περιστέρια τα απομακρύνει η δυσωδία, έτσι και τον άγγελο, που είναι φύλακας της ζωής μας, τον απομακρύνει η άξια πολλών δακρύων και δυσώδης αμαρτία. Αν έχεις μέσα στη ψυχή σου έργα άξια να τα προστατεύουν οι άγγελοι, και εάν κατοικεί μέσα σου ένας νους πλούσιος στη θέα και στη γνώση της αλήθειας, αναγκαστικά τότε, εξαιτίας του πλούτου των πολύτιμων έργων της αρετής σου, ο Θεός θα τοποθετήσει κοντά σου φρουρούς και φύλακες και θα σε περιφρουρήσει με αγγελική φρουρά. Πρόσεξε δε πόσο δυνατή είναι η φύση των αγγέλων. Γιατί ο ένας άγγελος συγκρίνεται με ολόκληρο στράτευμα και πολυάριθμη παράταξη. Εξαιτίας του μεγέθους του φύλακά σου, ο Κύριος σου χαρίζει πολυάριθμη παράταξη. Λόγω δε της δύναμης του αγγέλου, σε περιτειχίζει κατά κάποιο τρόπο από παντού με τη δική του ασφάλεια. Αυτή τη σημασία έχει η λέξη «κύκλω» (γύρω-γύρω). Γιατί, όπως τα τείχη των πόλεων χτίζονται γύρω από αυτές και εμποδίζουν από παντού τις επιθέσεις των έχθρων, έτσι και ο άγγελος σε προφυλάσσει σαν προπύργιο από τα έμπροσθεν μέρη και φυλάσσει και τα όπισθεν. Αλλά και τις άλλες δύο πλευρές δεν τις αφήνει αφύλακτες. «Γι’ αυτό θα πέσουν στο πλευρό σου νεκροί χίλιοι άνθρωποι και από τα δεξιά σου θα πέσουν δέκα χιλιάδες, εσένα όμως δεν θα σε πλησιάσει καμιά προσβολή του εχθρού», «γιατί θα δώσει εντολή ο Κύριος στους αγγέλους Του να σε προστατεύσουν».
Ο θάνατος εξουσίαζε όλους τους ανθρώπους από την εποχή του Αδάμ μέχρι το Μωσαϊκό νόμο, έως ότου ήλθε ο αληθινός ποιμένας, που θυσίασε τη ζωή του για τα πρόβατά του, και έτσι, αφού τους ανέστησε μαζί με τον εαυτό του και τους έβγαλε από τη φυλακή του άδη το πρωί της αναστάσεως, τους παρέδωσε στους ευθείς στο χαρακτήρα ειλικρινείς και δίκαιους, δηλαδή στους αγίους αγγέλους του, για να τους ποιμαίνουν. «Και θα τους εξουσιάσουν πολύ γρήγορα οι δίκαιοι». Γιατί κοντά σε κάθε πιστό υπάρχει και ένας άγγελος, άξιος να βλέπει τον ουράνιο Πατέρα. Αυτοί λοιπόν οι «ευθείς» και δίκαιοι άγγελοι θα εξουσιάσουν αυτούς που ελευθερώθηκαν από την πικρότατη δουλεία, και θα εξουσιάσουν αυτούς που έφθασαν έγκαιρα, δηλαδή εκείνους που πρόλαβαν την ανατολή του φωτός.
Οι άγγελοι λαμβάνονται ως βοηθοί των ομοδούλων (των αγίων) και αξιόπιστοι μάρτυρες της αλήθειας… Κοντά στον Κριτή θα βρίσκονται άγγελοι, όταν θα έλθει με τη δόξα του ουράνιου Πατέρα Του να κρίνει τον κόσμο με δικαιοσύνη. Γιατί, όπως είπε ο Κύριος: «Αυτός που θα με ομολογήσει ως Θεό και σωτήρα μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ ως οπαδό μου μπροστά στους αγγέλους του Θεού».
 

"Πώς θα έπρεπε να ζει η Εκκλησία το μυστήριό της και πως δυστυχώς λειτουργούμε σήμερα"


"Πώς θα έπρεπε να ζει η Εκκλησία το μυστήριό της
και πως δυστυχώς λειτουργούμε σήμερα"

megas-arxiereas
«Απολιπών τον βίον ο Αρχιερεύς των Ιεροσολύμων Ζαχαρίας (609-632),
συνηθροίσθη όλον το πλήθος εις την Εκκλησίαν και κλείσαντες τάς πύλας του Ναού και σφραγίσαντες επιμελώς,
ανέμενον έξωθεν, ίνα ίδωσι ποίον Αρχιερέα και Ποιμένα θέλει τους εξαποστείλει ο Θεός,
διότι τοιαύτην καλήν συνήθειαν είχον οι άνθρωποι εκείνοι.
Οπόταν δηλαδή ήθελον να εκλέξουν νέον Αρχιερέα, έκλειον καλώς τας θύρας του Ναού
και όστις ήθελε δυνηθή να ανοίξη αυτάς διά προσευχής, εκείνον ευθύς ως άξιον εχειροτονούσαν.
Τότε λοιπόν, ως υπό θείας Χάριτος οδηγηθείς ο ιερός Μόδεστος, έφθασεν εις τάς πύλας του Ναού
και ευθύς διά της προσευχής του αι θύραι ηνοίχθησαν
και ο θείος Μόδεστος Αρχιερεύς του Θεού αποκατεστάθη, διά την απλότητα, την καθαρότητα και την αγάπην την οποίαν είχεν εις τον Θεόν.
Χειροτονηθείς δε Αρχιερεύς ο Άγιος και αγωνιζόμενος καθ΄ εκάστην έτι περισσότερον,
του εδόθη τοιαύτη Χάρις εκ Θεού και τοιαύτη πλουσιωτάτη δύναμις,
ώστε εκτός από τα άλλα θαύματα και τας ιατρείας, τας οποίας έκαμεν εις τους ανθρώπους, εθεράπευε και τα ζώα».

(Από τον Συναξαριστήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών, τόμος ΙΒ σελ.521)

"Ἐπιστήμη-Θεολογία, Ἀπὸ τὸ ἀκατανόητο τοῦ κτιστοῦ στὸ μεθεκτὸ τοῦ ἀκτίστου"





"Ἐπιστήμη-Θεολογία, Ἀπὸ τὸ ἀκατανόητο τοῦ κτιστοῦ στὸ μεθεκτὸ τοῦ ἀκτίστου" 
ὁμιλία τῆς ἀναγορεύσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου  σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 3.11.2008

Αἰσθάνομαι εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ μοναδικότητα τῆς ἐξαιρετικῆς τιμῆς τῆς παρούσης στιγμῆς. Ἐπιτρέψτε μου στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς ὁμιλίας δημόσια να ὁμολογήσω ὅτι τίποτε δὲν ἔχει μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἀξία ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τιμὴ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Θεολογία. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ἡ παροῦσα εὐκαιρία ἀποτελεῖ βαρύτατο δῶρο γιὰ μένα, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζω καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.


Σὲ μιὰ χρονικὴ συγκυρία παγκόσμιου ἐκφυλισμοῦ τῶν πολιτικῶν ἰδεολογιῶν, γενικευμένης κατάρρευσης τοῦ χρηματοοικονομικοῦ μας εἰδώλου, ἀπροσδόκητου κλονισμοῦ τῆς τεχνολογικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς μας ἔπαρσης στὴ Γενεύη, ἀνεπίστροφης καταστροφῆς του φυσικοῦ μας περιβάλλοντος σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς καὶ ἀλόγιστης ἐκδαπάνησης τοῦ φυσικοῦ μας πλούτου∙ σὲ μιὰ περίοδο ποὺ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ἐπιστρατεύονται γιὰ νὰ καταργήσουν τὰ αἰώνια «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὶς παγκόσμιες ἠθικές, κοινωνικὲς καὶ λογικὲς σταθερές, σὲ μιὰ ἐποχὴ πλήρους ἀνατροπῆς τοῦ διαχρονικοῦ συστήματος τῶν ἀξιῶν, νοσηρῆς προβολῆς τῶν ἀνθρώπινων ἐπιτευγμάτων καὶ ταυτόχρονης περιπλοκῆς τῶν διαπολιτισμικῶν ἐπικοινωνιακῶν μηχανισμῶν, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ ἄγνωστη ἐμπειρία καὶ ὁ περὶ Θεοῦ λόγος στερεῖται θεολογίας, τὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς ἱστορικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μοῦ κάνει τὴν τιμὴ νὰ μὲ ἀναγορεύσει διδάκτορά του.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐπὶ πλέον διασπᾶ ἱστορικοὺς δεσμούς, ὅπως τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος μὲ τὴ ζῶσα χριστιανικὴ πνοή, ἢ αἰώνιες σχέσεις, ὅπως τῆς φυσικῆς γνώσης μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, δυσκολεύομαι πολὺ νὰ ἀξιολογήσω τὴν παροῦσα στιγμὴ καὶ νὰ προσδιορίσω μὲ ἀκρίβεια τὶς συντεταγμένες της. Βλέποντας ὅμως στὴν αἴθουσα αὐτὴν τῶν Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν νὰ συνυπάρχουν τὰ λάβαρα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, θεολόγοι ἐπιστήμονες καὶ ἐπιστήμονες πιστοί, σεβασμὸς στὴ θύραθεν καὶ στὴν κατὰ Θεὸν σοφία, καὶ διερωτώμενος γιὰ πόσο ἀκόμη καὶ γιατὶ ὄχι γιὰ πάντα, καταλήγω στὸ κλειδὶ τῆς σημερινῆς ἐκδηλώσεως.

Ἡ λέξη κοινωνία εἶναι μία μαγικὴ λέξη, συγγενὴς μὲ τὴ λέξη μέθεξη. Σημαίνει περιχώρηση ἐν ἀγάπῃ, ὅταν ἀναφέρεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Σημαίνει ἀνακάλυψη υἱοθεσίας, ἀποκάλυψη ἀληθείας καὶ «ὀθνεία ἀλλοίωση», ὅταν ἀναφέρεται στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Σημαίνει ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνεύρεση, συνάντηση, συμπόρευση, ζωντανὸ διάλογο, ὅταν ἀναφέρεται σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη σχέση. Σκέφθηκα, λοιπόν, σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἐν τοῖς πράγμασι κοινωνία δύο φαινομενικὰ ἀντικρουομένων ἢ τουλάχιστων ἀσύμβατων συστημάτων σκέψης: τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ τῆς συνακόλουθης ἐπιστημονικῆς λογικῆς ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς διαχρονικῆς Ὀρθόδοξης θεολογικῆς πνοῆς -ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὅρος- ἀφ’ ἑτέρου.

 

Τὸ ἀσύλληπτο τῆς ἀριθμητικῆς πραγματικότητος

Βασικὸ στοιχεῖο τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀποτέλεσμα τῆς θείας σοφίας,  εἶναι ἡ ἁρμονία, ἡ ὁποία πιὸ πολὺ διαπιστώνεται παρὰ κατανοεῖται, γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὴ καὶ ἐλάχιστα καταληπτή. Συνδέεται κυρίως μὲ μιὰ ἀπολαυστικὴ αἴσθηση παρὰ μὲ μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἑρμηνεία. Ὁ κόσμος μας δὲν κυριαρχεῖται μόνον ἀπὸ ἕνα χρῶμα, ἀπὸ μία συχνότητα, ἀπὸ ἕνα εἶδος, ἀπὸ φωτοαντιγραφικὴ ὁμοιότητα, ἀπὸ μονότονη συμμετρία. Γιὰ κάποιον λόγο, παρουσιάζει ἀνακουφιστικὲς ἀσυμμετρίες, ὄμορφες ἀνομοιότητες, ἰσορροπημένες ποικιλότητες, ἁρμονικές διαφορετικότητες. Αὐτὲς γεννοῦν τὴ μελωδία, συνθέτουν τὴν ἁρμονία, προβάλλουν τὴν αἰσθητική, ὑπογραμμίζουν τὴ σημασία τῆς συμπληρωματικότητας, ἀναδεικνύουν τὰ πρόσωπα.

Ἡ ποικιλότητα ἀποτελεῖ ἰδίωμα τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ δὲ αἰτία καὶ ἡ ἀριθμητική της ἔκφραση ὑπερβαίνουν τὶς ἀνθρώπινες ἀντιληπτικὲς δυνάμεις καὶ συνθλίβουν τὰ ὅρια τοῦ νοῦ. Στὸ σύμπαν μιλᾶμε γιὰ δισεκατομμύρια γαλαξιῶν μὲ μεγάλες μεταξύ τους ὁμοιότητες ἀλλὰ καμμία ταυτότητα· κανένας δὲν εἶναι ἴδιος μὲ κάποιον ἄλλον. Κάθε γαλαξίας ἔχει δισεκατομμύρια ἀστέρων, ποὺ καὶ αὐτοὶ παρουσιάζουν μία τεράστια ποικιλία ἰδιοτήτων, χαρακτηριστικῶν, χημικῆς συστάσεως, πυρηνικοῦ περιεχομένου.

Στὸν κόσμο τῆς Μοριακῆς Χημείας, συναντοῦμε ἕνα πλῆθος ἀπὸ στοιχεῖα, καθὼς δὲ διεισδύουμε στὰ ἐνδότερα τοῦ ὑπατομικοῦ κόσμου καταλήγουμε σὲ ποικίλα στοιχειώδη σωμάτια, ὅπου τὸ καθένα ἔχει τὴν ἀποστολή του καὶ ἐπιτελεῖ τὸν μοναδικὸ σκοπό του. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ὑλικὰ (ὅπως τὰ quarks καὶ τὰ λεπτόνια), ἄλλα εἶναι φορεῖς τῶν δυνάμεων καὶ ἄλλα πολὺ βαρύτερα, τὰ ὑπερσωματίδια, φαίνεται πὼς συμπληρώνουν τὴν ἀπαιτούμενη συμμετρία.

Ἀλλὰ καὶ στὸ φυτικὸ καὶ ζωϊκὸ βασίλειο ἀντικρύζει κανεὶς μιὰ ἀνάλογη κατάσταση. Ἕνα πλῆθος εἰδῶν, τὸ καθένα μὲ τὰ ἰδιώματα καὶ τὴ γενετικὴ πολυπλοκότητα καὶ διαφορετικότητά του, γεμίζουν καὶ κοσμοῦν τὸν κόσμο μὲ τὴ συνεισφορὰ καὶ τὴν παρουσία τους.

Κάποιες δεκάδες χιλιάδες γονιδίων συνδυάζονται μεταξύ τους γιὰ νὰ ἐκφράσουν μορφολογικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ νὰ προσδιορίσουν τὴ δυναμικὴ τῆς ὑγείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Οἱ ἀριθμοὶ ποὺ ἐκφράζουν τὴ γενετικὴ καὶ γονιδιωματικὴ διαφορετικότητά μας εἶναι ἀσύλληπτοι.

Ἡ δύναμη τῆς ποικιλότητας φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνομοιομορφία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων, καὶ κατὰ τὴ σύντηξη ὠαρίου-σπερματοζωαρίου μποροῦν νὰ δημιουργηθοῦν 232 διαφορετικὰ μεταξύ τους ζεύγη. Αὐτὰ συνδυαζόμενα ἀνὰ 23 δημιουργοῦν ἕνα ἀσύλληπτο γενετικὸ «ἀνακάτωμα» ποὺ δίνει 1040 ἀνεξάρτητες δυνατότητες, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δύο γονεῖς θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν ἕναν τέτοιον ἀριθμὸ διαφορετικῶν μεταξύ τους ἀπογόνων[1]. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀπόλυτα παρόμοια ἀνθρώπινα ὄντα καὶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρξουν[2].

Ὅλα αὐτὰ τὰ παρατηροῦμε ἢ καὶ τὰ ὑπολογίζουμε, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοοῦμε τὶς διαστάσεις καὶ τὶς ἀποστάσεις τους, χωρὶς νὰ χωροῦμε τὶς ἡλικίες τους, τὴν ἱστορία τους, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ μεγέθη τους καὶ τὰ αἴτιά τους. Ἀριθμοὶ πάνω ἀπὸ 1010, δηλαδὴ μεγαλύτεροι ἀπὸ δέκα δισεκατομμύρια, δὲν χωροῦν στὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι γιὰ νὰ καταμετρηθοῦν τὰ 6,5 δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ποὺ σήμερα ζοῦν στὴ γῆ, μὲ συχνότητα ἑνὸς τὸ δευτερόλεπτο, ἀπαιτοῦνται περισσότερα ἀπὸ 220 χρόνια. Στὸ σύμπαν ὅμως μιλοῦμε γιὰ μεγέθη μέχρι καὶ 1087, τόσος εἶναι ὁ ὄγκος του σὲ mm3. Κάθε προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν αὐτοὶ οἱ ἐκθέτες ἀποτελεῖ τραγικὴ ματαιοπονία. Μιλοῦμε γιὰ χρόνους 10-43sec∙ αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς προσδιορίζει τὴν πιὸ ἀπόμακρη στιγμὴ ἀπὸ τὸ σήμερα καὶ τὴν πιὸ κοντινὴ στὸ big bang∙ ἕνας μικρὸς χρόνος ἴσος μὲ αὐτὸν ποὺ ἀπαιτεῖται ὥστε τὸ φῶς, ποὺ καλύπτει τὴν ἀπόσταση Γῆς - Σελήνης σὲ ἕνα δευτερόλεπτο, νὰ διανύσει ἀπόσταση ἴση μὲ τὴ διάμετρο τοῦ πρωτονίου. Οὔτε τὸ μεγάλο συλλαμβάνεται οὔτε τὸ μικρὸ χωράει στὸ νοῦ μας.

Τελικά, ἡ ἀκρίβεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἀριθμῶν εἶναι μᾶλλον ἐνδεικτική, στατιστικὴ καὶ συχνὰ ἀσυμπτωτικὴ παρὰ ἀριθμητικὰ καὶ λογικὰ ἀποδεικτική. Ἀλλὰ καὶ ὅταν συμβαίνει τὸ δεύτερο, ἡ κατανόηση αὐτῶν τῶν μεγεθῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη. Ὁ κτιστὸς κόσμος μας γνωρίζεται, ἀλλὰ δὲν κατανοεῖται.
 

Μιὰ φύση μὲ κρυμμένα τὰ μυστικά της

Στὸν ὑπέροχο καὶ ταυτόχρονα παράξενο αὐτὸν κόσμο, συνυπάρχει τὸ μικρὸ μὲ τὸ μεγάλο, τὸ κατανοητὸ μὲ τὸ ἀκατανόητο, ἡ γνώση μὲ τὴν ἀγνωσία, τὸ μεγαλεῖο μὲ τὴ μικρότητα, τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ἡ ἑνότητα μὲ τὴ διαφορετικότητα.

Ἐνῶ κάποιοι μιλοῦν γιὰ τὴ θεωρία τῶν πάντων, διακηρύσσουν ταυτόχρονα ὅτι «εἴμαστε μιὰ ἀνακατανομὴ τοῦ τίποτα»∙[3] ἐνῶ ἀναφερόμαστε σὲ θεωρίες Ὑπερσυμμετρίας, αὐτὲς ποὺ μὲ βεβαιότητα σήμερα υἱοθετοῦμε ἔχουν τὰ ὀνόματα τῆς Σχετικότητας καὶ τῆς Ἀβεβαιότητας. Ἐνῶ θεωροῦμε ὅτι ἀποκρυπτογραφοῦμε τὰ γενετικὰ μυστικά μας, ταυτόχρονα ἀδυνατοῦμε νὰ καταπολεμήσουμε μικροὺς καὶ μεγάλους βιολογικοὺς ἐχθρούς μας. Ἴσως βρίσκουμε τὰ μυστικὰ τῶν θεωριῶν μας, ἴσως περιγράφουμε τὴν ἀπώτερη ἀρχὴ καὶ τὸ ἔσχατο τέλος μας ἢ τὶς λεπτομέρειες τοῦ μικρόκοσμου καὶ τοῦ μακρόκοσμου μας, δὲν τὰ καταφέρνουμε ὅμως καλὰ μὲ τὸ παρὸν καὶ τὴν πραγματικότητά μας. Ἐνῶ μὲ τὸ ἐργαλεῖο τοῦ πολὺ μικροῦ καὶ χρονικὰ ἀπειροστοῦ, ἀνιχνεύουμε τὰ μυστικὰ τοῦ κοσμικὰ ἀρχικοῦ καὶ τοῦ συμπαντικὰ πολὺ μεγάλου, καταφέρνουμε τὰ μικρὰ προβλήματα νὰ τὰ κάνουμε ἀνυπέρβλητα μεγάλα.

Ἡ φύση δείχνει πώς, ὅσο τὴν πλησιάζουμε, ἀρέσκεται νὰ ἀποκρύπτει τὰ μυστικά της. Πλησιάζουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, μόλις 10-43 sec ἀπὸ τὸ big bang, καὶ πρὶν τὴν κατακτήσουμε, καταρρέουν οἱ ἐξισώσεις μας, ἔχουμε ἀνωμαλία (singularity). «Ἡ μεγάλη Ἔκρηξη εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἄγνοιάς μας»[4], ὁμολογεῖ ὁ μεγάλος Ἕλληνας φυσικὸς Γιάννης Ἡλιόπουλος. Κυνηγοῦμε τὶς ἐσχατιές τοῦ σύμπαντος, τὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα του, καὶ διαπιστώνουμε ὅτι, ὅσο τὶς πλησιάζουμε, αὐτὲς ἀπομακρύνονται μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα (νόμος τοῦ Hubble). Ὅσο αὐξάνουμε τὴ γνώση μας γιὰ τὸν κόσμο, τόσο αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὴ διογκούμενη ἀγνωσία μας. Ἡ θεωρία τῆς ἀβεβαιότητος (Uncertainty Principle) αὐτὸ ἀποδεικνύει. Προσδιορίζουμε μὲ ἀκρίβεια μιὰ ἰδιότητα τῆς φύσης καὶ ὑποχρεωνόμαστε σὲ σφάλμα γιὰ τὴ συζυγῆ της. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ σύμπαν∙ προχωροῦμε στὴν ἔρευνά του καὶ βρίσκουμε μαῦρες τρύπες, σκοτεινὴ ὕλη καὶ ἐνέργεια, μυστικὲς συμμετρίες, σωμάτια ποὺ ἀγνοοῦμε τὰ βασικά τους στοιχεῖα, παράξενες ὀντότητες, ποὺ τοὺς ἀποδίδουμε μεταφυσικὰ ὀνόματα (strange quark, God’s particle), οἱ ὁποῖες ὅμως κρύβουν τὰ πιὸ ὡραῖα μυστικά.

Ὁ κόσμος γίνεται φοβερὰ ἑλκυστικός, ἀλλὰ ἀποδεικνύεται τραγικὰ ἀπομονωτικός. Οἱ μεγάλες φυσικὲς σταθερὲς ἔχουν τιμὲς ποὺ δικαιολογοῦν τὴν ὑποχρεωτική μας ὕπαρξη ὡς ἀνθρώπων (Ἀνθρωπικὴ Ἀρχή) ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπίσης ὑποχρεωτική μας ἀπομόνωση. Τὸ σύμπαν εἶναι τεράστιο καὶ οἱ ταχύτητες ἀνυπέρβλητα μικρές. Ἡ ταχύτητα τοῦ φωτός, ἡ μεγαλύτερη ταχύτητα, ἡ ταχύτητα τῆς ἐπικοινωνίας μας, εἶναι ἀξεπέραστη καὶ πεπερασμένη. Μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε -νὰ λαμβάνουμε ἐρεθίσματα-, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε -νὰ στέλνουμε μηνύματα-, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ διαλεχθοῦμε, ἀδυνατοῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε διαστρικὰ καὶ διαγαλαξιακά. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ τηλεσκόπιά μας εἶναι μόλις τὸ 4% τοῦ σύμπαντος. Τὸ ὑπόλοιπο 23% εἶναι σκοτεινὴ ὕλη καὶ τὸ 73% σκοτεινὴ ἐνέργεια. Καὶ ἐκεῖ κρύβεται τὸ μυστικὸ τοῦ κόσμου μας. Εἶναι τόσο λίγα αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε καὶ τόσο περισσότερα αὐτὰ ποὺ ἀγνοοῦμε!

Κάτω ἀπὸ εἰδικὲς συνθῆκες, ἡ φυσικὴ καὶ ἡ γεωμετρία ἐκφράζονται μὲ τρόπους ποὺ ἀντιβαίνουν στὶς αἰσθήσεις μας. Ἡ πραγματικότητα μοιάζει περισσσότερο μὲ φαντασία. Στὶς μεγάλες διαστάσεις, στὸ σύμπαν, ὁ χῶρος καμπυλώνεται, ἡ εὐκλείδια γεωμετρία καταργεῖται. Στὶς ἀπειροστὰ μικρές, ὁ χῶρος ἀποκτᾶ πολλαπλότητα καὶ φυσικὲς διαστάσεις -ἴσως ἑπτὰ τὸν ἀριθμό- ἐντελῶς ἄγνωστες καὶ ξένες στὴ φυσική μας ἀντίληψη. Στὶς ὑψηλὲς ταχύτητες ὁ χρόνος διαστέλλεται, τὸ μῆκος συστέλλεται, ἡ φυσικὴ αἴσθηση παραβιάζεται. Στὶς διαστάσεις τῆς νανοκλίμακας, ποὺ πλέον τεχνολογεῖται, ἡ ὕλη ἐμφανίζει ἐντελῶς ἀσυνήθεις ἰδιότητες καὶ ἐνῶ στὴν τεχνολογία θαυματουργοῦμε στὴν πρόληψη καὶ πρόνοια ἀδυνατοῦμε.

Μιὰ ἀκόμη ματιὰ στὸν κόσμο μας μᾶς πείθει ὅτι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὀμορφιά του συνυπάρχουν μὲ ἀτέλειες, ἀναπηρίες, φθορὰ καὶ θάνατο. Μέσα σὲ ἀστρικὰ συντρίμμια γεννιοῦνται νέοι ἀστέρες. Μαζὶ μὲ τὴν ὑπερσυμμετρία στὰ 10-33cm τοῦ πρωτόγονου σύμπαντος ἢ στὰ 10-36 sec ἀπὸ τὸ big bang, ὑπάρχει μιὰ μεγάλη ἀσυμμετρία στὸν κόσμο ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ σπίτι μας. Τὸ σύμπαν παρὰ τὰ φωτεινὰ ἀστέρια του, τὶς ὑψηλὲς θερμοκρασίες τους, τὰ ἄπειρα ἀστρικὰ συστήματά του, τὴν ἀέναο κίνηση τῶν γαλαξιῶν του, εἶναι πολὺ σκοτεινὸ -μὲ ἐλάχιστα φωτόνια-, εἶναι πολὺ ψυχρὸ -μόλις 2,70 Κ, εἶναι πολὺ ἄδειο -μὲ τεράστιο κενό, στατικό.

Τὸ ἀκατανόητο συντελεῖ ὥστε κάποιοι νὰ προσπαθοῦν τὶς φιλοσοφικὲς ἐπιθυμίες τους νὰ τὶς θωρακίσουν μὲ μεταφυσικίζουσες ἐπιστημονικὲς θεωρίες, νὰ τὶς κρύψουν σὲ ἐξωσυμπαντικοὺς κόσμους, σὲ ἀναπόδεικτες ἑρμηνεῖες, σὲ ἀκατανόητες καὶ ἀνεξέλεγκτες ἐπιστημονικοφανεῖς ἀδολεσχίες. Μιλοῦν γιὰ ὑπερσυμμετρίες, γιὰ πολυσύμπαντα, γιὰ πιθανολογικὲς φαντασιώσεις, γιὰ παραμυθένιους ἐκθέτες στὶς ποσοτικές τους ἐκτιμήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐνίοτε διαφωνοῦν ἐπὶ τῆς ἐπιστήμης μὴ ἐπιστημονικά. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ μόνος τρόπος νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὶς θεωρίες τους, ποὺ κανεὶς δὲν κατανοεῖ, εἶναι νὰ τοὺς πιστέψουμε. Φαίνεται πὼς ἐνῶ ἡ αἴγλη τῆς ἐπιστήμης εἶναι μεγαλύτερη, ἡ ἕλξη τῆς φιλοσοφικῆς αὐθαιρεσίας εἶναι δυνατότερη.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη χρησιμοποιεῖ ὅρους ποὺ μοιάζουν μεταφυσικοί, γνωρίζοντας ὅτι μὲ τὰ μέσα καὶ τὰ ἐργαλεῖα της εἶναι στὴν οὐσία ἀσυμπτωτικοί, ἄφθαστοι, ἀπρόσιτοι. Γιὰ παράδειγμα τὸ ἄπειρο -ἔχει καὶ μαθηματικὸ σύμβολο-, τὸ αἰώνιο -ἀποτελεῖ φυσικὸ πλέον ὅρο- ὅλο καὶ περισσότερο χρησιμοποιούμενο. Οἱ τελευταῖες θεωρίες βιάζονται νὰ μιλήσουν γιὰ τελειότητα καὶ πληρότητα ἑρμηνειῶν. Παρὰ ταῦτα ἡ ἐπιστήμη στὴν προσπάθειά της νὰ γνωρίσει καλὰ τὸν κτιστὸ κόσμο ὁδηγεῖται στὴ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας της νὰ τὸν κατανοήσει.

 

Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ φύση, ἔχουμε πρόβλημα καὶ μὲ τὴν κατανόηση τῆς βιολογικῆς μας ταυτότητος.

Στὸν κώδικα τῆς ζωῆς, ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο καὶ διαπιστώνουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ διαβάσουμε. Κι ἐδῶ μιλοῦμε μὲ ἀριθμοὺς ποὺ δὲν κατανοοῦμε, μὲ πιθανότητες ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνονται. Προσεγγίζουμε τὸ γονιδίωμα, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀποκαλύπτουμε τὴ γενετικὴ ἀλήθεια μας, καὶ αὐτὸ μᾶς προωθεῖ στὸ πρωτέωμα, μὲ τὴ διαβεβαίωση τῆς μεγαλύτερης ἀγνοίας μας. Πρὶν προλάβουμε νὰ μάθουμε τὸ ἕνα ἀλφάβητο, ὁδηγούμαστε στὴν ἀνάγκη ἐκμάθησης μιᾶς δυσκολότερης γλώσσας.

Μέσα ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῶν μορφῶν τῆς ζωῆς, ἐμφανίζονται ἄλλες πιὸ ἐξελιγμένες. Μέσα στὴ γενετικὴ περιουσία τοῦ ἀνθρώπινου κυττάρου, ἀκόμη καὶ τὸ ἀποκαλούμενο ἄχρηστο DNA (junk DNA), φαίνεται πὼς διακριτικὰ ἀποκρύπτει πλοῦτο μυστικῶν ποὺ παίζουν ἕναν καθόλου εὐκαταφρόνητο ρόλο στὴν ὅλη κληρονομικὴ διαδικασία καὶ τὸν προσδιορισμὸ τῶν βιολογικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἀτόμου.

Οἱ σύγχρονες ἐπιστῆμες τῆς νευροφυσιολογίας καὶ τῆς νευροβιολογίας μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι τελικὰ τὸ ὄργανο τῆς νόησης, μᾶς εἶναι ὁ μεγάλος ἄγνωστος. Δὲν κατανοοῦμε οὔτε τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἐγκεφάλου οὔτε τὴ δυναμικὴ τῆς κατανόησης.

Αἰσθανόμαστε πὼς τὸ πραγματικὸ σύμπαν εἶναι αὐτὸ τῆς ἀγνωσίας μας, ὅπου ὅμως μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε διάσπαρτους ἀστέρες καὶ γαλαξίες, ἀπόψεις καὶ θεωρίες, ἐντυπωσιακῆς ἀλλὰ μερικῆς γνώσεως «ὡς δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»[5].

Στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγει καὶ ἡ φιλοσοφικὴ ὁδός. Οὔτε αὐτὴ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ μεγάλη ἡλικία τοῦ σύμπαντος συνυπάρχει μὲ τὴ σύντομη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο μεγαλεῖο μὲ τὴ μικρότητα, ἡ σοφία τοῦ κόσμου καὶ ἡ ὀμορφιὰ μὲ τὴν καταστροφικότητα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ καλωσύνη μὲ τὸ κακό.

Ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ὅποιου ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀσύλληπτο κλάσμα τῆς ἡλικίας τοῦ σύμπαντος. Τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦμε μέσα σὲ ἕναν κόσμο σκεπτόμενοι ἀλλὰ ἀγνοοῦντες, δυνατοὶ κατὰ τὴ σκέψη ἀλλὰ ἀπειλούμενοι ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ τὴ φύση, γεμᾶτοι ζωὴ ἀλλὰ συνεχῶς καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὸν θάνατο, μὲ ἔμφυτη μυστικὴ ἀναζήτηση ἀλλὰ πλήρη ἀνεπάρκεια ἀνακάλυψης τοῦ ὑπερλόγου, ἂν δὲν ἀποτελεῖ τραγωδία, εἶναι μυστήριο. Τελικά, δὲν ἀποτελεῖ μυστήριο μόνον ἡ φύση ἀλλὰ καὶ ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος.

Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται πὼς εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἕνα βιολογικὸ κυτταρικὸ σύστημα. Ἡ ποικιλία τῶν ἐπιλογῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ χαρακτηριστικὴ διαφορετικότητά του, ἡ ἰδιομορφία τῆς ψυχικῆς ἔκφρασής του, ἡ δημιουργικότητα τῆς σκέψης του, τὸ κτίσιμο τοῦ προσώπου του εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἀνατομικὰ ἰδιώματα καὶ ἀνιχνεύσιμες βιοχημικὲς διεργασίες. Ἡ βιολογική του ἀρχὴ σηκώνει τὸ βάρος τῆς ὑπαρκτικῆς ἔναρξης, ἐνῶ τὸ τέλος παραπέμπει στὴν εὐθύνη τῆς ἄγνωστης, ἐνδεχομένως πολὺ ἀνώτερης, συνέχειας. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς μοναδικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στὴν ὑποψία τοῦ μὴ τέλους του καὶ στὴν αἴσθηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς του. Ἡ βιολογική του ὑπόσταση τὸν κοσμεῖ μὲ τὴν ὀμορφιὰ μιᾶς ὀργανωμένης νομοτέλειας, ἐνῶ ἡ πνευματική του μὲ τὸ μεγαλεῖο μιᾶς ἀνεπανάληπτης αὐτεξουσιότητας.

Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια,  τὸ «ἄν», τὸ «πώς» καὶ τὸ «πότε» τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τῆς βιολογικῆς πορείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἐξέχουσας σημασίας. Ἡ ἐποχή μας, μὲ τὴν ἀντισυλληπτικὴ καὶ περιγεννητικὴ τεχνολογία της, μπορεῖ νὰ καθορίσει τὸ ἂν κάποιος θὰ συλληφθεῖ -δηλαδὴ ἂν θὰ ὑπάρξει- καὶ τὸ ἂν τελικὰ θὰ γεννηθεῖ -δηλαδὴ ἂν θὰ ζήσει. Μπορεῖ νὰ ἀλλοιώνει κατ’ ἐπιθυμία τὴ μορφὴ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐπιβραδύνει τὸν θάνατο, μπορεῖ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο, μπορεῖ νὰ παρεμβαίνει τεχνολογικὰ καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες καταστάσεις ζωῆς καὶ πρωτοφανεῖς συνθῆκες θανάτου. Μπορεῖ νὰ προκαλεῖ τὴ δυνατότητα πλήθους ἐπιλογῶν.

Παρὰ ταῦτα, θέτει κενοφανῆ ἐρωτήματα, ποὺ ὅμως ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει, καὶ προξενεῖ πρωτόγνωρα διλήμματα, ποὺ ὅμως προσπαθεῖ μάταια νὰ ὑποβαθμίσει. Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ πότε ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ ζωὴ ἢ γιὰ τὸ status τῶν κρυοσυντηρημένων ἐμβρύων ἢ τὸ πῶς συνδέεται ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα ἢ τὸ τὶ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὶ ὁ θάνατος, ἐνῶ παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον δὲν δείχνει νὰ φθάνει σὲ ὁριστικὸ τέλος στὸ ὁρατὸ μέλλον. Οἱ συνέπειές της ὅμως εἶναι τεράστιες, καθὼς ἐνίοτε ὁδηγοῦν σὲ μιὰ εὐπρόσδεκτη εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ λογικὴ ποὺ φαίνεται ἠθικὴ καὶ σὲ μιὰ ἀνεπιθύμητη ἠθικὴ ποὺ παρουσιάζεται πολὺ σκληρή. Μὲ βάση τὴν αὐθαίρετη γνώση τοῦ ἀγνώστου τὸ τοπίο τῆς ἠθικῆς καὶ τῶν ἀξιῶν κυριολεκτικὰ παραμορφώνεται.

Τὸ πότε ἀρχίζει ἢ τελειώνει ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐπιστημονικὸ θέμα. Οὔτε προσδιορίζεται μὲ ἀκριβεῖς ὁρισμούς, νομικὲς παρατηρήσεις, πολιτικὲς ἀποφάσεις ἢ ἀριθμούς. Τὸ πῶς καὶ γιατί τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς εἶναι μυστικὸ ἀνεξιχνίαστο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, τὴ ζωὴ δὲν τὴν ἀντικρύζουμε ὡς δικαίωμα πού μᾶς ἀνήκει, ἀλλὰ τὴ σεβόμαστε ὡς μυστήριο πού μας ὑπερβαίνει.

 

Πρὸς τὸ μεθεκτὸν τοῦ ἀκτίστου

Τὰ πάντα συνηγοροῦν στὸ ὅτι ὁ κτιστὸς φυσικὸς καὶ ὑλικὸς κόσμος δείχνει λίγα καὶ κρύβει πολλά. Τὸ νοητό του μέρος κυρίως ὑποψιάζει γιὰ τὸ πολύ του ἀκατανόητο. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὅπως τὸν βέπουμε καὶ τὸν νοοῦμε. Ἁπλὰ τὸ γνωστὸ καὶ τὸ νοητὸ παραπέμπουν σὲ ἄλλες διαστάσεις ὕπαρξης, γνώσης καὶ ἀλήθειας, κτιστῆς φυσικά, συμπληρωματικῆς ποὺ ὅμως μᾶς ὑπερβαίνει. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὴ σύγχρονη ἐπιστήμη.

Ζοῦμε σὲ μιὰ μοναδικὴ ἐποχή. Ἡ ἔκρηξη τῆς γνώσης καὶ τῆς πληροφορίας μᾶς ὁδηγοῦν στὸ χρησιμότερο συμπέρασμα: Τελικά, εἴμαστε ἀπίστευτα μικροί, ὑπερβολικὰ μόνοι, πολὺ στιγμιαῖοι γιὰ τοὺς κοσμικοὺς χρόνους  γιὰ νὰ ποῦμε:

α) ὅτι γνωρίζουμε τὸν κόσμο,

β) ὅτι τὸν  κατανοοῦμε καὶ

γ) ὅτι μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε.

Ἡ μέγιστη ταχύτητα ἐπικοινωνίας, ἡ ἰλιγγιώδης ταχύτητα τοῦ φωτός, εἶναι πεπερασμένη καὶ τὸ σύμπαν ἀσύλληπτα μεγάλο. Αὐτὸ τὴν κάνει πολὺ μικρή. Ἐνῶ, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, εἴμαστε κοινωνικὰ ὄντα, «ὁ ἄνθρωπος ζῷόν ἐστι πολιτικόν»[6], εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ μοναξιά. Ἐνῶ, κατὰ τὸν ἴδιο Ἕλληνα ἀρχαῖο φιλόσοφο, «φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται ὁ ἄνθρωπος»[7], εἴμαστε καταδικασμένοι καὶ σὲ ἄγνοια. Ἔτσι φαίνεται ἡ ἀνεπάρκεια καὶ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας μας. Ἐνῶ ἡ κατάστασή μας, τὰ ἐπιτεύγματά καὶ ἡ γνώση μας σὲ ἀνθρώπινη κλίμακα εἶναι ἀπίστευτα, συγκλονιστικὰ καὶ ἀσύλληπτα, τὴν ἴδια στιγμή, σὲ κοσμικὲς διαστάσεις πλησιάζουν τὸ τίποτα καὶ συγγενεύουν μὲ τὸ λάθος.

Ταυτόχρονα, ὅμως, εἴμαστε καὶ πολὺ διαφορετικοὶ καὶ ἰδιαίτεροι μέσα στὸ σύμπαν. Μοναδικοί! Διαθέτουμε λόγο (σκέψη καὶ λογικότητα) καὶ λόγο (δυνατότητα ἔναρθρης ἔκφρασης). Τὸ σύμπαν καὶ ἡ φύση δὲν ἔχουν λόγο, ἀλλὰ ἐμφανίζουν λογική: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα»[8]. Αὐτὴ τὴ λογικὴ μποροῦμε νὰ τὴν προσεγγίσουμε ἐπιστημονικά, μποροῦμε ὅμως καλύτερα νὰ τὴν κατανοήσουμε πνευματικά.

Σήμερα χρησιμοποιοῦμε ὅρους στὴ Φυσικὴ ὅπως Ὑπερσυμμετρία, Ὑπερχορδὲς, Ὑπερσύμπαντα θέλοντας νὰ δείξουμε τὸ πέραν τοῦ αἰσθητοῦ καὶ λογικοῦ, ὅπως καὶ στὴν Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦμε τοὺς ὅρους Ὑπερευλογημένη γιὰ τὴν Θεοτόκο, Ὑπερκόσμιος γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ Ὑπερούσιος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὸ πέραν τοῦ κατανοητοῦ καὶ τοῦ ἀντιληπτοῦ, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὑπὲρ φύσιν κόσμου, τὸ μετὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ὑπὲρ τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων.

Παρά ταῦτα, ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ φιλοσοφία διακατέχεται ἀπὸ μία τάση νὰ ἀποδείξει τὴν αὐτάρκειά της καὶ γι’ αὐτὸ ἀντιστρατεύεται στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἴσως διότι διαλέγεται μαζί Του στὸ ἐπίπεδο τῆς δυνάμεως. Δὲν θέλει ἕναν παντοδύναμο θεό. Προτιμᾶ δυνατότερο τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐρευνᾶ γιὰ ἀξίες πιὸ σίγουρες, κατὰ τὴν ἄποψή της, χωρὶς Θεό.

Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, πίστη καὶ θεολογία δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς ὕπαρξής τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τῆς ἀποδεδειγμένης παρουσίας Του. Ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βάλει τελεία στὴν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Κάθε προσπάθεια ἀποδείξεως τῆς ὕπαρξής Του εἶναι ματαιοπονία. Ὁ Θεὸς ὡς μυστήριο εἶναι καλύτερα νὰ μπορεῖ νὰ ἀμφισβητεῖται πνευματικὰ παρὰ νὰ ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά. Θεὸς ποὺ ἀποδεικνύεται ὅτι ὑπάρχει ἤ ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει, δὲν εἶναι θεός.

Ὁ Θεὸς ὡς ΩΝ ἐμφανίζεται ἀπρόσιτος στὴν κτίση∙ Τὸν ψάχνουμε καὶ κρύβεται, εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του. Ἀντίθετα, ὡς ΠΑΡΩΝ εἶναι φίλος καὶ πατέρας τῆς κτίσης∙ φανερώνεται, εἶναι μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του∙ βιωματικὰ διαπιστώνεται, κοινωνεῖται. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη πιστοποιεῖ τὸ πρῶτο∙ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἐπιβεβαιώνει τὸ δεύτερο.

Ὁ Αὐγουστῖνος διεκήρυξε ὅτι μὲ τὸν νοῦ μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεό, ἐπειδὴ αὐτὸς συγγενεύει μαζί Του καὶ ἔτσι παρέσυρε τὴ Δύση στὴν ἄκαρπη προσπάθεια τῆς κατανόησης τοῦ ἀκατανοήτου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς ὑποστηρίζουν ὅτι μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας μόνον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Θεὸς συνδυάζει τὸ κατανοητὸ μὲ τὸ ἀκατανόητο[9].

Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καταθέτει καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο μιὰ θεολογία, ὅπου ὁμολογοῦμε πὼς γνωρίζουμε πολὺ λιγότερα ἀπ’ ὅσα ἀγνοοῦμε, ὅτι τὸ καταληπτὸν τελικὰ εἶναι πολὺ μικρότερο ἀπὸ τὸ ἀκατάληπτον, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταφατική, ὑπάρχει καὶ ἡ ἀποφατικὴ ὁδὸς γνώσεως, ὅτι ὑπάρχει τὸ μυστήριο πού, ἐνῶ δὲν κατανοεῖται, κοινωνεῖται. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του καὶ μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ὁ ὅρος «ἄκτιστες» ἀποδυναμώνει τὸ κατανοητό, ἀλλὰ δὲν ἐξασθενίζει τὸ μεθεκτό. Ἐμφανίζεται «καθὼς ἐστί» (Α΄ Ἰω. γ΄ 2), «ὁ ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιν» ὁρᾶται καὶ γιγνώσεται «δι’ ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας– τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶ γνῶναι»[10]. Ἕνα εἶναι τελικὰ κατανοητό, ἡ ἀκατανοησία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου[11]. Ἡ προσπάθεια τῆς Δύσης νὰ διεισδύσει στὴν ἀμέθεκτη διάστασή Του, τὴν ὁδήγησε στὴ ματαιοπονία τῆς ἀπόδειξής Του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ φιλοσοφία.

Ὁ Θεός, ὅπως βιώνεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή, εἶναι ὑπερβατικὸς γιὰ τὴν δύναμή Του, εἶναι ὅμως ὑπερβατικὸς κυρίως γιὰ τὴ σοφία καὶ ἀγάπη Του. Εἶναι ὑπερούσιος, εἶναι παντέλειος∙ δὲν εἶναι ἀπόμακρος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ διαρκῶς κενούμενος γιὰ τὸν ἄνθρωπο∙ δὲν εἶναι τιμωρός, ἀλλὰ σταυρούμενος ὁ Ἴδιος∙ δὲν πεθαίνουμε ἐμεῖς καὶ ζεῖ ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ πεθαίνει Ἐκεῖνος ἐν χρόνῳ γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς αἰωνίως. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾶ δείχνοντάς μας ὑπεροπτικὰ τὴ δύναμή Του, ἀλλὰ δίνοντάς μας τὴ δυνατότητα ὑπερβατικὰ νὰ μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τῆς ἀγάπης Του. Ἀπέναντι σ’ Αὐτὸν δὲν στεκόμαστε μὲ τὴν διάθεση νὰ μὴ μᾶς συντρίψει, ἀλλὰ μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιά, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη Του εἶναι τέτοια καὶ τόση ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν κοινωνοῦμε. Αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀντίπαλος ποὺ πρέπει ἡ ἐπιστήμη νὰ ἐξαφανίσει. Οὔτε ἀντικείμενο ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξει. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀνακαλύψει.

Αὐτὸς ὁ Θεὸς κοινωνεῖται καὶ διὰ τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης. Ἀποκαλύπτει ὅμως τὴ σοφία Του, ὅπως καὶ τὴν ἀλήθεια Του, στοὺς «ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ». Τὴν κρύβει ἀπὸ τοὺς ἐπαιρόμενους. Ἡ ὁδὸς γι’ αὐτὴ τὴ γνώση εἶναι ἡ παραδοχὴ τῆς ἀγνωσίας μας. Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σωκράτης στὴν Ἀπολογία τοῦ Πλάτωνος (21d) «οὐκ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι... ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» καὶ καταλήγει ὅτι εἶναι προτιμότερη ἡ εἰλικρινὴς ἄγνοια τῆς αὐταπατούσης γνώσεως. Ὑπάρχουν ἀλήθειες ποὺ ἀνακαλύπτονται μὲ τὴ γνώση μας, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἀλήθειες ποὺ ἀποκαλύπτονται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδεχόμαστε τὴν ἀγνωσία μας. Ἡ συνειδητοποιημένη αἴσθηση ἄγνοιας, ἡ ἥσυχη θέα τῆς ἐνδοτέρας ἐρήμου μας, ἡ ταπείνωση, ἀποτελεῖ «ὁδὸν ἀρίστην», προκειμένου νὰ βιώσουμε τὴν ψηλάφηση τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀκατανόητου μυστηρίου τοῦ κόσμου μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦμε.

Ἡ ἐπιστημονικὴ ὁδὸς ἐγκρύπτει στὸ βάθος της μία λεπτὴ ἀπογοήτευση, διότι ἐνῶ γοητεύει καὶ ἐξάπτει τὸ ἐπιθυμητικὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀπατηλὴ προσδοκία τῆς κατανόησης τοῦ κτιστοῦ κόσμου, τελικὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν παραδοχὴ τῶν ὁρίων του. Ἡ δυνατότητα πλήρους ἀνακάλυψης τοῦ φυσικοῦ κόσμου εἶναι φραγμένη. Τελικά, μποροῦμε πολὺ λιγότερα ἀπὸ ὅσα ἐπιθυμοῦμε.

Ἀντίθετα, ἡ θεολογία τῆς ἐνώπιον τοῦ ἀποκρύφου καὶ ἀπορρήτου θεϊκοῦ μυστηρίου ταπεινῆς παραστάσεως τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ἐπιτρέπει τὴν ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὴν ἐν ἡμῖν ἀποκάλυψη τοῦ θεϊκοῦ φωτός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης δὲν ζητάει ἀπὸ τὸν διαρκῶς κενούμενο Θεὸ νὰ τοῦ φανερώνεται. Δὲν περιμένει, δὲν θέλει πολλά. Τελικά, ὅμως, τοῦ προσφέρεται γνώση πολὺ μεγαλύτερη καὶ περισσότερη ἀπὸ ὅση φαντάζεται. Τοῦ προσφέρεται ἡ «καινή» γνώση, ἡ «ἑτέρα» ἐμπειρία, τὸ «ξένον θέαμα», τοῦ προσφέρεται ὁ Θεὸς ὡς πρόσωπο.

Ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ ψηλότερο σκαλοπάτι τῆς γνώσης, στὴν ταπεινὴ συνειδητοποίηση τῶν φυσικῶν καὶ διανοητικῶν ὁρίων του. Ἡ θεολογία μπορεῖ, ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ τὸν παραλάβει, προκειμένου νὰ τὸν εἰσαγάγει στὸ ἱερὸ βῆμα τῆς θεϊκῆς ἀποκάλυψης.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη μᾶς ὁδηγεῖ νομοτελειακὰ στὴν ἀλήθεια τῆς ἀποφατικῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀπόδειξη οὔτε μὲ τὴν ἀνακάλυψη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀποκάλυψη. Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι γιὰ λίγους. Ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ ὅλους. Ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸν ὑποκαταστήσουν. Ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸν κατανοήσουν. Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες!  Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ...«θεολόγους»!

 

 

[1] Claudine Guérin-Marchand: Les manipulation génetiques, p. 28, coll. “Que sais-je?” P.U.F. Paris 1997.

[2] André Boué, La médicine du fœtus, p.39, éd. Odile Jacob, Paris 1995.

[3] Δημήτρης Νανόπουλος, http://www.physics4u.gr/news/2001/nanopoulos.html

[4] Ἡλιόπουλος, Γιάννης. Ἀπὸ τὸ ἀπειροστὰ μικρὸ στὸ ἀπείρως μεγάλο. Τὰ μυστήρια τοῦ Σύμπαντος, τ. 8. Φεβρουάριος 2008, σ. 22

[5] Α΄ Κορ. ιγ΄ 12

[6] W.D. Ross, ἐκδ. 1957. Aristotelis Politica. Ὀξφόρδη: Clarendon Press. Ἀνατ. 1964.

[7] Ἀριστοτέλη, Μετὰ τὰ Φυσικά, 922α, πρώτη πρόταση.

[8] Ψάλμ. ιη΄ 1

 [9] «ἐμοὶ δοκεῖ ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ πρὸς ἑαυτὸν (τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καὶ ἀνεπιχείρητον), τῷ δὲ ἀλήπτῳ θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δὲ ποθῆται πλέον, ποθούμενον δὲ καθαίρῃ, καθαῖρον δὲ θεοειδὲς ἀπεργάζηται. Τοιούτοις δὲ γενομένοις, ὡς οἰκείοις ἤδη προσομιλεῖ τολμᾶ τι νεανικὸν ὁ λόγος» (Γρηγ. Θεολόγου, ὁμιλία εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος ΛΗ΄ παρ. 7, ΕΠΕ 5.44-46).

[10] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 3, 1025 A

[11] «Ἄπειρον τὸ Θεῖον καὶ ἀκατάληπτον καὶ ἓν μόνον αὐτοῦ καταληπτὸν ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία αὺτοῦ» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἀκριβὴς Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως, 1,4).

ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ



ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ
 π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
  
Ο άνθρωποςδεν μπορείνα γνωρίσει εκείνο που χα­ρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτι­στά δημιουργήματα·δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία τού Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος τού Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιον Σου, φανέρω­σέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρηε­νώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έ­θνος» (Εξ. λγ' 13). Όμως ο Κύριος τού απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπο μου˙γιατί δεν μπορεί ο άν­θρωπος να δει το πρόσωπο μου και να ζήσει» (Εξ. λγ' 20).
 Η Ουσία τού Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη· ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία τού Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν.Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία τού Θεού(Ματθ. ια' 27. Ιω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χω­ρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τονενυπόστατοΛόγο και τοενυπόστατοΠνεύμα τού Ενός και Μοναδικού Θεού!
 Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένειανενέργητος˙ όταν ο άνθρωπος αγαπά, τό­τε ο Θεός απαντά στην αγάπη τού ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ' 23)-«τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς· εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η α­γάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζου­με ότι μένουμε "εν αυτώ" και Αυτός "εν ημίν", γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του»(Α' Ιω. δ' 12-13).
 Η αγαπητική αυτή κίνηση τού Θεού δεν είναι κάτι έ­ξω από την ουσία τού Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία τού ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποια ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο τού Θεού»(Εφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ'16-17).
 «Η Θεία δύναμη τού Θεού μαςδώρησεόσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια δια της επίγνωσης Ε­κείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι’ αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υπο­σχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πέτρ. α' 3-4).
«Το κτιστό ονκοινωνείκατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη...Πως είναι δυνατό αυ­τό;Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξι­χνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας τού κόσμου "εκ τού μηδενός". Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία τού ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση", είναιπροικισμένος με την ικανότητα να δε­χθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θειο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κα­τά χάρη»(Γέροντας Σωφρόνιος).
 Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτι­στό· πρόκειται πράγματι για Θεο-κοινωνία,γιατί η χάρη τού Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση τού Θεού- εί­ναι άκτιστη!
 Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών τού Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεο-κοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία τού ανθρώπου.
 Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία τού Θεού· όμως η χάρη τού Θεού, δηλαδή οιθείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλάάκτιστεςκαι αχώριστες από την Ουσία τού Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον τού Θεού» (Εφεσ. β' 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α' 4).
Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θειες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι τού κόσμου. Γι' αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώ­νιος η δόξα τού Τριαδικού Θεού.
 Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο.Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία τού Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες τού Θεού.Αυτή η θεογνωσία,δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμωνείναι καρπός της ελευθερίας τού Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τηδιατήρηση τού ανθρώπινου προσώπου,που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή τού ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότη­τα της σωτηρίας τού ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτίστης μορφής.

 1) «Θεοφάνειες»
Οι άκτιστες θείες ενέργειες δεν επιφέρουν καμμιά αλ­λαγή στη θεία ζωή. Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι είναικαρπός της θείας βουλήσεως και αγάπης τού Θεού-όχι είδος τυφλών δυνάμεων. Με αυτές τις θειες ενέργειες ο Θεός μένειαναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρά 28), όμως η Δόξα Του πληροί και ζωογονεί τον άνθρωπο και ολόκλη­ρη τη δημιουργία (Ης. στ' 3).
 Στην Αγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες»· μια άπ' αυτές δέχθηκε ο Μωυσής, που βρήκε πράγματι χάρη ενώπιον τού Θεού. Όμως στην παράκληση να τού δοθή απόδειξη της Θείας αγάπης προς τον εκλεκτό λαό πήρε την απάντηση: «Εγώ θα περάσω από μπροστά σου με τη δόξα μου και θα αναγγείλω το όνομά μου "ο Κύριος είναι ενώπιον σου". Και θα ελεήσω αυτόν που θέλω να ελεήσω και θα λυπηθώ εκείνον που θα λυπηθώ... Ιδού εδώ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στην πέτρα· όταν περάσει η δόξα μου, θα σε βάλω στην τρύπα της πέτρας και θα σκεπάσω το πρόσωπο σου με το χέρι μου και τότε θα δεις τα νώτα μου· όμως το πρόσωπο μου δεν θα σου φανερωθή»(Εξοδ. λγ' 19-23).
Ο Μωυσής, χωρίς την «πέτρα», δεν μπορούσε να «δει» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύ­ει πως η «πέτρα που προστάτευσε τον Μωυσή ήταν ο Λόγος τού Θεού(Πρβλ. Έξοδ. ιζ' 6. Άριθ. κ' 11. Α' Κορ. Γ 4), που έγινε για μας άνθρωπος. Ο Μωυσής δεν είδε την «πρωταρχική και ακήρατο φύση, που είναι γνω­στή μόνον στον εαυτό Της, δηλαδή στην Αγία Τριάδα», αλλά είδε «την εξωτερική, η οποία φθάνει σε μας»: γνώ­ρισε τη «μεγαλειότητα» η «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η' 2), που αποκαλύπτεται στα δημιουργήματα. «Όπως εκείνοι που έχουν αδύνατα μάτια βλέπουν τις σκιές και τις εικό­νες τού ηλίου στην επιφάνεια τού νερού, γιατί το καθαυτό φως θα κατέστρεφε την όρασή τους, έτσι κι' εμείς γνωρί­ζουμε τα νώτα τού Θεού, δηλαδή τα ίχνη του».
 Το ίδιο βλέπουμε και στην «όραση» τού θείου φωτός, για το οποίο η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο φως. Πρόκειται για τοάκτιστο φως, που έγινε ορατό στους ανθρώπους τού Θεού (Εξοδ. γ' 2. ιγ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ιζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αυτό το φως χαρακτηρίζεται και ως «δόξα Κυρίου» (Λουκ. θ'9).
Αυτή η «δόξα», η «μεγαλειότητα», η «μεγαλοπρέ­πεια», δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας τού Θεού, γιατί η θεία Ουσία είναι«απλή και ασχημάτιστη και ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε περιπατεί˙όλα αυτά ανήκουν στα σώματα». Πως όμως στην πραγματικότητα είναι η ουσία τού Θεού, αυτό «το γνωρίζει μόνον Εκείνος»(Χρυσ.).
 Ο Θεός λοιπόν δεν άφησε στο σκοτάδι τον άνθρωπο πληθαίνει τις «οράσεις» (Ως. ιθ' 10)· όμωςαυτό δεν απο­τελεί γνώση της ουσίας τού Θεού, αλλά θεία συγκατάβα­ση. Από το άλλο μέρος, οι θείες αυτές ενέργειες που φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι κτιστές. Δίνουν στον άνθρωπο πραγματική ελπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αν οι ενέργειες αυτές ήταν κτιστές, η κοινωνία τού ανθρώπου με αυτές τις κτιστές ενέργειες δεν θα εσήμαινε κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό. Μια τέτοια κοινωνία δεν θα σήμαινε σωτηρία.

2) Νόθες καταστάσεις
Όλες οι εμπειρίες στον πνευματικό τομέα της ζωής τού ανθρώπου δεν αποτελούν αληθινές «θεοφάνειες». Και εδώ μπορεί εύκολα να εισχωρήσει το στοιχείο τηςπλά­νης. Ο άγιοςΙσαάκ ο Σύροςκάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικής αισθήσεως», που είναι από τη φύση της θεία ενέργεια (άκτιστη χάρη) και «νοητής θεωρίας» τού «φυσικού φωτός», που αποτελεί γνώση σε φυσικό επίπε­δο και όχι κοινωνία με τον Θεό. ΟΓέροντας Σωφρόνιοςεφαρμόζει τη διάκριση αυτή στο λόγο τού Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως το φως, που είναι μέσα σου, γί­νει σκοτάδι» (Λουκ. ια' 35)· πρόκειται για το «φυσικό φως» τού νου και ονομάζεται σκοτάδι, γιατί δεν υπάρχει εκεί ο Θεός, δεν είναι γνήσια εμπειρία τού άκτιστου θείου φωτός!
 Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές με­θόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαί­ρα». Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να έχει εμπειρίες, όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας», που αποτελεί αίσθηση τού «κτιστού κάλ­λους» της εικόνας τού Θεού και δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες τού Θεού· είναι εμπει­ρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.
 Οι πνευματικές λοιπόν αυτές εμπειρίες είναιφυσικό ιδίωμα τού ανθρώπινου νου. Ο άνθρωπος βλέπει την κα­θαρότητα τού νου, δηλαδή το νου του σε όλο του το κτι­στό μεγαλείο, αφού απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επί­δραση ή σωματικό πάθος.«Μένοντας μέσα στο γνόφο της απεκδύσεως από κάθε τι ορατό και νοητό, ο νους δο­κιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και ανάπαυση κι αν ποτέ στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του μπορεί να αι­σθανθεί κάτι που μοιάζει με φως· αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητος, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα τού νου, που κτίστηκε κατ' εικόνα τού Πρώτου Νου, δηλαδή τού Θεού»,συνεχίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος.
 Αυτής της τάξης είναι οι εμπειρίες που υπόσχονται τα διάφορα συστήματα που στρέφουν τον άνθρωπο «αυτοερωτικά» στον εαυτό του και κηρύττουν ουσιαστικά την αυτοσωτηρία, είτε με τη βοήθεια αυτοελέγχου, είτε με άλ­λες «τεχνικές».Στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος απο­μονώνει τον εσωτερικό εαυτό του από κάθε εξωτερικήε­πίδραση και αποκτά ένα είδος «θεωρίας», αλλά μένει ου­σιαστικά κλειστός στην ενέργεια της θείας χάρης. Τούτο γιατί μεταθέτει το κέντρο από την άκτιστη Θεία Αρχή στον εαυτό του, μακρυά από την πηγή τού άκτιστου Θεί­ου φωτός (πρβλ. Ιακ. α' 17). Όμως η χάρη τού Θεού δεν εξαναγκάζεται, ούτε εξαναγκάζει κανένα!

3)Οι κίνδυνοι
Όταν ο άνθρωπος μεταθέσει το κέντρο της «πνευμα­τικής» του ζωής στον εαυτό του, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει τις «εμπειρίες» του ως Θεοφάνεια, σαν «σημάδι» αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Αυτό καλλιεργείται έντεχνα από το Πνεύμα της πλάνης, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, με αποτέλεσμα να φέρει σύγχυση στις καρδιές των ανθρώπων (Β' Κορ. ια' 14-15).
Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε εδώ ότι υ­πάρχουν και άλλες «εμπειρίες», που δημιουργεί από την αρχή τοΠνεύμα της πλάνης, με σκοπό να παρασύρει στην απώλεια, αν είναι δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Αποκ. ιγ' 13-14).

4)Διάκριση πνευμάτων
 Ο κίνδυνος της πλάνης μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα της διάκρισης των πνευμάτων. Πότε μπο­ρούμε να πούμε πως πρόκειται για το Πνεύμα τού Θεού,πως μπορούμε να γνωρίζουμε πως μια εμπειρία προέρχε­ται από το Πνεύμα της πλάνης;
 Η αγία Γραφή μας διδάσκει πως κάθε Πνεύμα, που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό, είναι Πνεύμα πλάνης και οδηγεί στην απώλεια (Α' Ιω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. Γ 8-13).
 Όλες λοιπόν οι εμπειρίες ανθρώπων που δεν ομολογούν τον Ιησού Χριστό, δηλαδή το συγκεκριμένο Ιστο­ρικό πρόσωπο, ως μονογενή Υιό τού Θεού (Ματθ. ιστ' 16-17), δηλαδή ως ομοούσιο προς τον Πατέρα, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο (Ιω. α' 1.14. Φιλιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δεν είναι γνήσιες πνευματικές εμπει­ρίες· προέρχονται από το Πνεύμα της πλάνης.
 Το να ομολογήσει κανείς τον Ιησού ως Κύριο, ση­μαίνει πως τον δέχεται ως μοναδικό Σωτήρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) και δεν τοποθετεί στη θέση Του ή δίπλα από Αυτόν κανένα άλλο, γιατί πιστεύει πως ο Χριστός δεν είναι κάποια «χριστική κατάσταση», αλλά ο ένας και μοναδικός Σωτήρας· είναι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου και μόνο Αυτός!
 Αλλά η ομολογία τού Χριστού δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από τη διδαχή τού Χριστού (Β' Ιω. 9. Γ' Ιω. 11)· γι' αυτό και η τήρηση της διδαχής τού Χριστού συνο­δεύει πάντοτε τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες.«Το Ά­γιο Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης και διδάσκει την αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Αντίθετα το πνεύμα της πλάνης είναι υπερήφανο και δεν λυπάται τον άνθρωπο ούτε την άλλη δημιουργία. Επειδή δεν είναι δημιουργός των όντων, ενεργεί σαν κλέφτης και άρπαγας και η οδός του είναι γεμάτη όλεθρο»(Γέροντας Σωφρό­νιος).
 Η «ταπεινή αγάπη» που αγκαλιάζει ακόμη και τουςεχθρούς, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αληθι­νής κοινωνίας με τον Θεό και ξεχωρίζει την γνήσια εμ­πειρία από την φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οι θείες θεωρίες παρέχονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επι­διώκει, έχοντας κυρίως αυτές σαν στόχο, άλλ' όταν η ψυ­χή κατεβαίνει στον άδη της μετανοίας και αισθάνεται α­ληθινά πως είναι χειρότερη από όλη την κτίση.Οι θεω­ρίες όμως που κατακτώνται με τη βία του λογικού, δεν εί­ναι αληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, αλλά "κατά το δοκούν". Και όταν αυτό το δοκούν θεωρείται σαν αλή­θεια, τότε δημιουργείται στην ψυχή τού ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει τη δυνατότητα να ενεργή­σει η χάρη τού Θεού, δηλαδή η αληθινή θεωρία».
«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5).Όπου δεν υπάρχει ταπεινό φρόνημα, είναι σίγουρο πως εκεί δεν υπάρχουν γνήσιες πνευματικές εμπειρίες.Νόθες «πνευματικές» εμ­πειρίες ενισχύουν σχεδόν πάντοτε την έπαρση, δεν καλ­λιεργούν ταπεινό φρόνημα.
 Αυτό βλέπουμε στις διάφορες ομάδες, που υπόσχον­ται εσωτερικές εμπειρίες με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνικών» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται με κάποιες «τεχνικές»· πνέει όπου Εκείνο θέλει (Ιω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Εβρ. β' 4).
 Τα συστήματα αυτά δεν κηρύττουν τη μετάνοια, ούτε καλλιεργούν στους οπαδούς τους το ταπεινό φρόνημα. Ένα τέτοιο φρόνημα, κατά την αντίληψη τέτοιων ομά­δων, δεν βοηθάει στην πνευματική αύξηση, αλλά πι­στεύεται πως εμποδίζει την «ανάπτυξη της συνειδητότητας». Εδώ δεν αναζητάται ο αληθινός Θεός, αλλά «ο θεός μέσα μας», ο οποίος ταυτίζεται με τη «συνειδητότητα». Έτσι καλλιεργείται η συναίσθηση της υπεροχής και της έπαρσης.
Αποδεικνύεται πως αυτός ο «θεός», που αναζητάται μακρυά από την ταπείνωση, μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, είναι το πνεύμα της πλάνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτο-θεοποιείται και αυτο-λατρεύεται. Πρόκειται για «άλλο θεό»(Ης. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. Γ 3. Α' Πέτρ. ε' 5).



Read more:http://www.egolpion.com/ueies-energeies.el.aspx#ixzz30w27GfYL