Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΣΕΩΝ

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΣΕΩΝ

.Είναι και αυτό μέσα στην ανθρώπινη φύση μας το να επιζητούμε με κάθε τρόπο την άνεση.

Η αρρωστημένη μας ύπαρξη εξ αιτίας της πτώσεως, στην ανάπαυση νοιώθει ευχαρίστηση, αυτήν λαχταρά, αυτήν θεωρεί ως την πεμπτουσία της ευτυχίας της. Και σαν να μην φθάνη ο εαυτός μας, έρχεται και η εποχή μας με τα κομφόρ και τις ποικίλες διευκολύνσεις να καλλιεργήση ακόμη πιο πολύ αυτή μας την διάθεση.

Έτσι ζούμε κυριολεκτικά και αναπνέουμε μέσα σε μία ατμόσφαιρα ευδαιμονισμού και καλοπεράσεως. Άνεση, άνεση, προ παντός και κυρίως άνεση, να ποιο είναι το σύνθημα του σημερινού ανθρώπου.

Μια τέτοια όμως νοοτροπία βοηθεί ή αναστέλλει την κατά Χριστόν προκοπή του κάθε πιστού χριστιανού; Μήπως παρεμβάλει εμπόδια στην πνευματική του πορεία; Ποια είναι αυτά και πως ξεπερνιούνται; Να μερικά ερωτήματα, που προβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα και που ζητούν επίμονα την απάντησή τους. Την αυθεντική και σωστή απάντηση μόνο η πείρα των Αγίων του Θεού μπορεί να μας δώση. Ας ακούσουμε εδώ τι έχει να μας πει ένας από αυτούς: ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος.

1.ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ. Τίποτε το σπουδαίο μεσ’ την ζωή δεν γίνεται χωρίς κόπο. Γι’ αυτό μη φοβάσαι να κουραστής. «Έλαβε ποτέ τις νικήν εις τον πόλεμον ή εδέχθη τις τον πρόσκαιρον και  αφανιζόμενον στέφανον ή επέτυχε την επιθυμία του θελήματός αυτού ή υπηρέτησε κατά τι τα θεία πράγματα χωρίς πρώτον να καταφρονήση τους κόπους και τας θλίψεις και να αποβάλη εξ αυτού το φρόνημα, όπερ ερεθίζει τον άνθρωπον εις την ανάπαυσιν εκ της οποίας γεννάται η οκνηρία και εξ αυτήν πηγάζει η χαύνωσις;». Ιδιαίτερα δεν μπορεί να υπάρξη αρετή χωρίς κακοπάθεια. « Συνήθεια έχει η αρετή να υπόκειται εις τα δυσκολίας και πάσα αρετή γινομένη μετά αναπαύσεως είναι κατηγορημένη». Μία ζωή καλοπεράσεως οπωσδήποτε θα έχει θλιβερές επιπτώσεις στην πνευματική ζωή του κάθε πιστού.

2. ΟΙ ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ. Και πρώτα απ’ όλα

α) Η δημιουργία δεινών πειρασμών. Πολλές φορές λέγει ο ιερός πατήρ «Ισχυραί συμφοραί και δεινοί πειρασμοί διεγείρονται εναντίον του αναζητούντος την ανάπαυσιν καθ’ ότι ακολουθεί το εαυτού θέλημα και προσηλώνει τους λογισμούς αυτού εις τούτο. Επειδή ο κυρβερνήτης αυτού είναι η επιθυμία. Τις δεν γνωρίζει ότι και τα πετεινά τη ελπίδι της αναπαύσεως πλησιάζουσιν εις την παγίδα και συλλαμβάνονται; Ή μήπως ο διάβολος δεν παγιδεύει και ημάς εξ αρχής δια του φρονήματος της αναπαύσεως εις εκείνα τα οποία είναι κρυπτά εις τόπους ή εις άλλα τινά πράγματα;»

β) Η πνευματική αδιαφορία. Με τις πολλές ανέσεις εκθηλύζεται η ανθρώπινη φύση. Η υπερβολική φροντίδα του ανθρώπου για την καλοπέραση του σώματος τον κάνει να μην πολυανησυχεί για το καλό της ψυχής του. «Όπως το πυρ εις τα υγρά ξύλα δεν ανάπτει και η θεία θερμασία δεν ανάπτει εις την καρδίαν εκείνην, ήτις αγαπά την τρυφηλήν ζωήν».

γ) Τέλος, έρχεται η καταφρόνηση του ιδίου του Θεού. Εδώ δυστυχώς καταλήγει ο άνθρωπος, που κάνει σκοπό της ζωής του την καλοπέραση. και το αιτιολογεί θαυμάσια ο άγιος του Θεού άνθρωπος. «Αφού αι αρεταί του Θεού τελειούνται δια των θλίψεων και στενοχωριών, ημείς όμως καταφρονούμεν αυτόν τον Θεόν, όστις έδωκε τα εντολάς κατά των παθών, τα οποία θεριεύουν δια της αναπαύσεως και έτσι καταργούμε την αιτίαν της αρετής, ήτις είναι στενοχωρία και η θλίψις». Όταν στενοχωρείται το σώμα οι λογισμοί δεν μπορούν να περιπλανώνται σε μάταια πράγματα και εκείνος που υπομένει ευχαρίστως τους κόπους και τις δοκιμασίες εύκολα μπορεί να χαλιναγωγήση και τους λογισμούς, διότι οι λογισμοί μόνον δια μέσου των θλίψεων παύουν. Αλλά ο ιερός πατήρ δεν αρκείται μόνον στην επισήμανση των θλιβερών επιπτώσεων, που δημιουργούν οι ανέσεις στον άνθρωπο, προχωρεί και στον τρόπον υπερνικήσεώς των.

Α. Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ.

α) Μη λησμονής την μεταβλητότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Όλα αλλάζουν σ’ αυτήν την ζωή. Και οι ανέσεις, που αναζητούμε δεν μπορεί να είναι κατάσταση νόμιμη. «Εις πάσαν ανάπαυσιν ακολουθεί ταλαιπωρία και εις πάσαν δια τον Θεόν ταλαιπωρία ακολουθεί ανάπαυσις. Όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου μεταβάλλονται. Η δεν μεταβολή γίνεται δια των εναντίων ή εις την παρούσαν ζωήν ή εις την μέλλουσαν ή εις την εξ ακολασίας ηδονήν ή εις την προς επίτευξιν της αγιωσύνης γενομένην κακοπάθειαν και ταύτα οικονομεί ο Θεός από φιλανθρωπίαν».

β) Οπλίσου με ζήλο υπέρ της αρετής, που είναι ασυγκρίτως ανώτερη από κάθε ανάπαυση. «Όταν η καρδιά ζηλοτυπήση εις τα πνευματικά, τότε το σώμα δεν λυπείται εις τας θλίψεις, ουδέ φοβείται και συστέλλεται, αλλ’ ανθίσταται κατά του νοός γενναίως και καρτερικώς ως αδάμας εις όλους τους πειρασμούς». Και καταλήγει ο Άγιος Ισαάκ: «Ας ζηλώσωμε και ημείς τον ζήλον του πνεύματος κατά το θέλημα του Κυρίου και θέλει αποδιωχθή αφ’ ημών πάσα μαλθακότης, ήτις γεννά εις το φρόνημα ημών την ραθυμίαν».

γ) Μη προσκολλάσαι στην ματαιότητα της παρούσης ζωής. Η αίσθηση της παροδικότητος βοηθάει πολύ στην αποκόλληση της ψυχής από τον μάταιο τούτο κόσμο. «Οι μωροί και οι ανόητοι προτιμούν μάλλον την ενταύθα μικράν ανάπαυση παρά την Βασιλείαν των Ουρανών, μη γνωρίζοντες, ότι κάλλιον είναι να υποφέρη τις παιδεύσεις εις τον αγώνα παρά να αναπαύεται εις στρωμνήν βασιλικήν και να κατακριθή ως ράθυμος. Υπόμεινον λοιπόν τον κόπον του αγώνος εις τον οποίον εισήλθες, ίνα λάβης παρά του Θεού τον στέφανον. Οι Άγιοι εν θλίψεσι εδοκιμάσθησαν εις την αγάπην του Χριστού και όχι δι’ αναπαύσεων».
Ώστε λοιπόν, να παύσουμε να επιζητούμε τις ανέσεις, που μας προσφέρει ο πολιτισμό; Θα ερωτήσουν πιθανώς μερικοί. Όχι βέβαια, αλλά μέχρις εκεί που δεν  γίνεται εμπόδιο στην πνευματική μας ζωή.

Οι ανέσεις σαν μια ανάγκη ψυχοσωματική του ανθρώπου αλλά και σαν δώρα και αυτά του Θεού μπορούν να αποβούν ωφέλιμες, εάν χρησιμοποιούνται με ένα πνεύμα εσωτερικής ελευθερίας και δεν καταντούν αυτοσκοπός! Από τη στιγμή, όμως, που πάμε να αντικαταστήσουμε τον Σταυρό, το σύμβολο της θυσίας, με μια αναπαυτική πολυθρόνα φτιάχνοντας έτσι ένα βολικό Χριστιανισμό κομμένο και ραμμένο στις προτιμήσεις μας, βρισκόμαστε έξω από την γνήσια πνευματικότητα και την παράδοση των Αγίων πατέρων μας. Και εδώ βρίσκεται ο μεγάλος πειρασμός των χριστιανών της εποχής μας. Εάν ο Χριστιανισμός σήμερα παρουσιάζεται τόσον χλωμός και χλιαρός, μήπως οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό της καλοπεράσεως, που μας έχει κυριεύσει;

Μια αλήθεια, που πρέπει να μας προβληματίση ,όσον πικρή κι αν φαίνεται…


από το βιβλίο: ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
του αρχιμ. Νικήτα Εμμ. Βουτυρά 

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ἀποφθέγματα ἀββάδων (α')

Ἀποφθέγματα ἀββάδων (α')

E-mailΕκτύπωσηPDF
Ἀποφθέγματα ἀββάδων
(θὰ ἀνανεώνεται...)
Ἀββᾶς Παῦλος (Σ)
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: «μὴ κατακρίνετε. πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν κατάκρισή μας λέμε μὰ τὴν ἀλήθεια λέω! Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶπε νὰ κατακρίνεις ἀλήθεια ἢ ψέμματα, εἶπε νὰ μὴν κατακρίνεις καθόλου.»
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παῦλος ἕνας εὔκολος δρόμος ποὺ ὀδηγεῖ στὴν καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀληθινὴ ταπείνωση, καὶ ὄχι ταπεινολογία, εἶναι ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς «μὴ κρίνετε».
Eἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: πολλοὶ προσκυνητὲς ἔρχονται καὶ μὲ ρωτᾶνε, ἔφαγα μπορῶ νὰ κοινωνήσω; Δὲν ἔχω δεῖ ὅμως κανέναν μέχρι τώρα νὰ μὲ ρωτήσει, κατέκρινα μπορῶ νὰ κοινωνήσω;
Ἀδελφοὶ ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Παῦλο, ἂν μετὰ ἀπὸ προσευχὴ δὲν πάρουν τὴν σωστὴ ἀπόφαση σὲ ἕνα δίλημμά τους, βοηθάει ὁ Θεός; Καὶ εἶπε ὁ ἀββᾶς ὅτι ἕνας μοναχὸς ἔλεγε τὴν εὐχὴ (λανθασμένα) ὡς ἐξῆς «Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ μὴ μὲ ἐλεήσεις!», καὶ ἐρχόμενος πρὸς αὐτὸν κάποιος Δεσπότης τὸν διόρθωσε. Φεύγοντας ὁ Δεσπότης καὶ μπαίνοντας στὸ καράβι ὁ μοναχὸς ξέχασε νὰ λέει τὴν εὐχὴ σωστὰ ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης. Καὶ ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Δεσπότη, καὶ ἄρχισε νὰ περπατάει στὴν θάλασσα γιὰ νὰ τὸν φτάσει καὶ νὰ τοῦ λέει ὅτι ξέχασε νὰ τὴν λέει ὅπως τοῦ εἶπε. Καὶ ὁ Δεσπότης τοῦ ἀπάντησε ἀπὸ τὸ καράβι «λέγε την εὐλογημένε ὅπως ξέρεις». Δηλαδὴ ὁ μοναχὸς λανθασμένως ἔλεγε τὴν εὐχὴ ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πλούσια ἐπάνω του!
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: «ἄσε τὸν Θεὸ νὰ μπεῖ στὴν καρδιά σου καὶ Αὐτός ξέρει».
Εἶπαν ἀδελφοὶ στὸν ἀββᾶ Παῦλο: «ἀββᾶ εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ὀδηγηθεῖ κανεὶς στὸν φανατισμό». ναι, ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς χρειάζεται μεγάλη διάκριση γιὰ νὰ ἀκολουθήσει κανεὶς τὴν μέση ὁδό.
Ρωτήσανε ἀδελφοὶ τὸν ἀββᾶ Παῦλο περὶ τῆς ἐσχατολογίας, καὶ ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς: οἱ Πατέρες δὲν μᾶς παρέδωσαν νὰ ἔχουμε μνήμη ἐσχάτων, ἀλλὰ μνήμη θανάτου.
Ἀββᾶς Μᾶρκος (Μ)
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος σὲ ἕναν ἀδελφὸ ποὺ τυρρανούνταν ἀπὸ τὸν μέγιστο πειρασμό: Νηστεία, προσευχὴ καὶ νὰ μὴν μένεις ἀργός.
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος γιὰ τὸν μέγιστο πειρασμό: τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Ἀββᾶς Νεκτάριος (Μ)
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεκτάριος γιὰ τὸν μέγιστο πειρασμό: «ἔβαλες βία;»
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεκτάριος σὲ ἀδελφὸ πειραζόμενο διαρκῶς ἀπὸ τὸν μέγιστο πειρασμό: ἐδόθη μοι σκόλωψ τῇ σαρκί ἵνα μὴ ὑπεραίρομαι.
Σὲ ἄλλον ἀδελφὸ ποὺ τοῦ εἶπε γιὰ τὸν μεγάλο πόνο ποὺ εἴχε στὰ χέρια ἀπὸ τὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία, τοῦ εἶπε: ἐδόθη μοι σκόλωψ τῇ σαρκί ἵνα μὴ ὑπεραίρομαι.
Πῆγε ἀδελφὸς στὸν ἀββᾶ Νεκτάριο καὶ τοῦ εἶπε: φοβᾶμαι ὅτι δὲν ἔχω φόβο Θεοῦ. Καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς: Μὴν τὸ λὲς αὐτὸ ἀκούει ὁ διάβολος. Ἐμεῖς ὅσο μποροῦμε νὰ ἀγωνιζόμαστε.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεκτάριος: «πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Πάλι εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεκτάριος: νὰ ἀποφεύγεις τὶς αἰτίες (τῆς ἁμαρτίας).
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεκτάριος σὲ ἕναν ἀδελφὸ ποὺ δοκιμαζόταν ἀπὸ μεγάλο πειρασμό: «πρόσεξε διότι ὁ διάβολος εἶναι παμπόνηρος». 
Πῆγε ἀδελφὸς στὸν ἀββᾶ Νεκτάριο, σκοτισμένος ἀπὸ ἔννοιες καὶ λογισμοὺς καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἀββᾶς: τοῦ πονηροῦ εἶναι αὐτά. ἐμεῖς τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ νὰ ἔχουμε.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Νεκτάριος σὲ ἕναν ἀδελφό: νὰ μὴν σὲ ἐκμεταλλεύονται. Πάλιν εἶπε: νὰ κάνεις ὅτι σὲ συμφέρει.
Ἀδελφὸς πῆγε στὸν ἀββᾶ Νεκτάριο καὶ τοῦ εἶπε, τὶ νὰ κάνω ἀββᾶ ὅταν μοῦ ἔρχονται ἐνθυμήσεις παλαιῶν ἁμαρτιῶν; Νὰ λὲς «ἥμαρτον».
Ἀδελφὸς διαμαρτυρήθηκε στὸν ἀββᾶ Νεκτάριο ὅτι ὁ πονηρὸς τοῦ φέρνει ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση. Μακρυὰ ἀπὸ αὐτά, εἶπε ὁ ἀββᾶς, ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου.
Πῆγε ἕνας ἀδελφὸς στὸν ἀββᾶ Νεκτάριο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι 4 ἡμέρες τώρα δὲν εἶχε σαρκικὸ πόλεμο. Καὶ ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς: ἔ, σ' ἀφήνει νὰ ξεκουραστεῖς καὶ λίγο. ἀργότερα θὰ σοῦ κάνει μεγάλο πόλεμο.
Ἀδελφὸς πῆγε στὸν ἀββᾶ Νεκτάριο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ὁ πονηρὸς τοῦ φέρνει κατάσταση φρίκης. Καὶ εἶπε ὁ ἀββᾶς: πρόσεχε, εἶναι παμπόνηρος.
Πῆγανε ἀδελφοὶ στὸν ἀββᾶ καὶ τοῦ εἴπανε ὅτι τοὺς σφυροκοπάει ὁ διάβολος μὲ ἀπελπισία καὶ λογισμούς, καὶ ἀπάντησε: τώρα διάβαζα μὴ δίδοτε τόπῳ τῷ διαβόλῳ. Μὴ φοβᾶστε δὲν θὰ σᾶς κάνει τίποτα ὁ διάβολος.
Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ τὶ νὰ κάνει ὅταν τὸν πειράζει φοβερὸς πειρασμός. Νὰ κάνεις τὸν σταυρό σου, τοῦ ἀπάντησε.
Πάλι ἀδελφὸς διαμαρτυρήθηκε στὸν ἀββᾶ ὅτι ἔχει μεγάλο σαρκικὸ πόλεμο. Καὶ ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς: πρόσεχε μὴ τὸ βάζεις κάτω· μὴν ἀπελπίζεσαι.
Ἀββᾶς Κωνσταντῖνος (Δ)
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Κωνσταντῖνος σὲ ἀδελφὸ πειραζόμενο ἀπὸ τὴν πορνεία: μὴν γυρίζεις γύρω-γύρω σὰν τὶς πεταλοῦδες ποὺ γυρίζουν γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τελικὰ καίγονται. Σὲ πειράζει κάτι, φῦγε μακρυά!

ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Ὁ Ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ ὁ Σῦ­ρος ὑ­πῆρ­ξε μέ­γας ἀ­σκη­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας, Ἐ­πί­σκο­πος Νι­νευΐ καί Ἅ­γιος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. (Ἡ μνή­μη του ἑ­ορ­τά­ζε­ται στίς 28 Σε­πτεμ­βρί­ου). Ἀφ᾿ ὅ­του τά Ἀ­σκη­τι­κά του ἔρ­γα με­τα­φρά­στη­καν τόν Θ΄ αἰ­ῶ­να στήν Ἑλ­λη­νι­κή ἀ­πό το­ύς Σαβ­βα­ΐ­τες Ἀβ­βάδες Πα­τρί­κιο καί Ἀ­βρά­μιο κα­τέ­λα­βαν τήν κο­ρυ­φή τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς καί νη­πτι­κῆς γραμ­μα­το­λο­γί­ας καί ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται ἀ­πλή­στως ἀ­πό λα­ϊ­κούς­, μο­να­χο­ύς καί Ἁ­γί­ους.
Οἱ με­γά­λοι νη­πτι­κοί, ἅ­γιος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος, ὅ­σιος Γρη­γό­ριος ὁ Σι­να­ΐ­της καί ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν ὅ­σιο ἤ ἅ­γιο Ἰ­σα­άκ, ὅ­πως τόν ὀ­νο­μά­ζουν, ὡς πνευ­μα­τι­κή αὐ­θεν­τί­α. Ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρε­ί­της τόν θε­ω­ρεῖ δι­δά­σκα­λό του καί τόν ἀ­πο­κα­λεῖ “Ὁ ἐ­μός φι­λό­σο­φος”. Ὁ ἅ­γιος Σε­ρα­φε­ίμ τοῦ Σάρωφ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λον Ἅ­γιο μνη­μο­νε­ύ­ει τόν ἅ­γιο Ἰ­σα­άκ καί ἀ­να­φέ­ρει πολ­λά ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πό τά Ἀ­σκη­τι­κά του. Πολ­λοί ἄλ­λοι Ἅ­γιοι με­λε­τοῦ­σαν τόν Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ καί πλεῖ­στοι νε­ώ­τε­ροι Γέροντες καί Ἀ­σκη­τές εἶ­χαν τήν βί­βλο του με­τά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ στο­ύς λό­γους του πε­ρι­γρά­φει ἀ­νώ­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις, ὅ­πως τά στά­δια τῆς προ­σευ­χῆς, τίς ἐ­νέρ­γει­ες τῆς θε­ί­ας χά­ρι­τος, τόν θεῖ­ο ἔ­ρω­τα καί τά εἴ­δη τῶν δα­κρύ­ων. Συμ­βου­λε­ύ­ει μέ πο­λύ λε­πτό­τη­τα καί ἀ­κρί­βεια γιά τήν δι­ά­κρι­ση καί ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν λο­γι­σμῶν, τήν Εὐ­αγ­γε­λι­κή σχέ­ση καί συμ­πε­ρι­φο­ρά μας πρός το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς, τόν μο­να­χι­κό τρό­πο ζω­ῆς καί γε­νι­κά ὅ,τι μπο­ρεῖ νά βο­η­θή­ση ὅ­ποι­ον ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ζή­ση ὄ­χι ἁ­πλῶς μιά πρα­κτι­κή ἀ­σκη­τι­κή ζωή ἀλ­λά τήν πο­λι­τε­ί­α τῆς δι­α­νοί­ας, τήν νο­ε­ρά καί ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή καί τήν θε­ω­ρί­α.
Οἱ Λόγοι του ἔ­χουν πράγ­μα­τι ἰ­δι­α­ί­τε­ρη χά­ρη καί βά­θος πνευ­μα­τι­κό.  Ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­ναι σάν τίς πο­λυ­βι­τα­μι­νοῦ­χες τρο­φές.  Ἕ­νας λό­γος του σέ τρέ­φει γιά μέ­ρες. Οἱ Λόγοι τοῦ Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ θε­ω­ροῦν­ται ὅ­τι εἶ­ναι γιά προ­χω­ρη­μέ­νους πνευ­μα­τι­κά ἀλ­λά μπο­ροῦν ὅ­λοι νά ὠ­φε­λη­θοῦν. Εἶ­ναι πο­λύ συγ­κα­τα­βα­τι­κός ὁ Ἅ­γιος καί δί­νει προ­θυ­μί­α σέ ὅ­λους. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως πα­ρη­γο­ρεῖ καί κα­θο­δη­γεῖ το­ύς μο­να­χο­ύς καί μά­λι­στα το­ύς Ἡ­συ­χα­στές.
Σήμερα πού οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­γι­ναν πο­λυ­ά­σχο­λοι καί δέν ἔ­χουν χρό­νο γιά πολ­λές ἀ­να­γνώ­σεις, ἀλ­λά ἐ­πι­ζη­τοῦν καί τήν πνευ­μα­τι­κή ζωή, ἡ πα­ροῦ­σα Ἀν­θο­λο­γί­α καί ἐ­πι­λο­γή τῶν Ἀ­πο­φθεγ­μά­των ἀ­πό το­ύς Ἀ­σκη­τι­κο­ύς Λόγους τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­σα­άκ εἶ­ναι εὔ­και­ρο καί πρα­κτι­κό βο­ή­θη­μα. Πε­ρι­έ­χει 584 Ἀ­πο­φθέγ­μα­τα σέ με­τά­φρα­ση ἀ­πό τήν ἔκ­δο­ση τοῦ δι­δα­σκά­λου τοῦ Γένους Νι­κη­φό­ρου Θε­ο­τό­κη τοῦ ἔ­τους 1770.
        Εὐ­χώ­μα­στε μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­σα­άκ οἱ ἀ­να­γνῶ­στες νά αἰ­σθαν­θοῦν τήν γλυ­κύ­τη­τα τῶν χα­ρι­τω­μέ­νων Λόγων του καί νά ἐ­ξα­φθῆ ὁ ζῆ­λος τους γιά νά προ­σπα­θή­σουν νά εἰ­σέλ­θουν ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι στό νο­ε­ρό-καρ­δια­κό στά­διο γιά νά λά­βουν αἴ­σθη­ση τῆς Χάριτος καί τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Ἀ­μήν. 

Ἀποφθέγματα Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.

Ὅποι­ος ἐ­πι­θυ­μεῖ τήν τι­μή τοῦ μα­τα­ί­ου κό­σμου, δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γη τίς αἰ­τί­ες τῆς λύ­πης. (Α΄,3).

Ὅσον και­ρό κά­ποι­ο πα­ρά­πτω­μά σου εἶ­ναι μι­κρό ξερ­ρί­ζω­σέ το, πρίν με­γα­λώ­ση καί ὡ­ρι­μά­ση. Μή ἀ­με­λή­σης, ὅ­ταν τό ἐ­λάτ­τω­μα σοῦ φα­ί­νε­ται μι­κρό· δι­ό­τι ἀρ­γό­τε­ρα θά σοῦ γί­νη ἀ­πάν­θρω­πος αὐ­θέν­της καί θά τρέ­χης ἐμ­πρός του σάν δε­μέ­νος δοῦ­λος. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού ἀ­γω­νί­ζε­ται κα­τά τοῦ πά­θους ἀ­πό τήν ἀρχή, θά τό κα­τα­δα­μά­ση γρή­γο­ρα. (Ε΄,20).

Ἀ­γά­πη­σε το­ύς ἁ­μαρ­τω­λο­ύς, μί­ση­σε δέ τά ἔρ­γα τους, καί μή το­ύς κα­τα­φρο­νή­σης γιά τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά τους, μή τυ­χόν καί σύ πει­ρα­σθῆς μέ πα­ρό­μοι­α κα­κά. (Ε΄,30).

Νά μή ἐ­λέγ­ξης κα­νέ­να γιά κά­ποι­ο πα­ρά­πτω­μα, ἀλ­λά νά θε­ω­ρῆς τόν ἑ­αυ­τόν σου ὑ­πε­ύ­θυ­νο καθ᾿ ὅ­λα καί αἴ­τιον τοῦ πτα­ί­σμα­τος. (Ζ΄,34).
  
Δέξου νά κα­τα­φρο­νη­θῆς, ἀλ­λά νά μή κα­τα­φρο­νή­σης· νά ἀ­δι­κη­θῆς, ἀλ­λά νά μή ἀ­δι­κή­σης. Προ­τι­μό­τε­ρο εἶ­ναι νά δι­α­φθα­ροῦν τά σω­μα­τι­κά μα­ζί μέ τό σῶ­μα, πα­ρά νά ζη­μι­ω­θῆς σέ κά­τι ψυ­χι­κό. Νά μή ἔλ­θης σέ δι­κα­στή­ριο μέ κα­νέ­να, ἀλ­λά ἄν κα­τα­κρι­θῆς, ὑ­πό­μει­νε, ἔ­στω κι ἄν δέν εἶ­σαι ἔ­νο­χος. (Ζ΄,35).

Τά ἔρ­γα τῆς ἡ­συ­χί­ας εἶ­ναι ἡ πεῖ­να, ἡ ἀ­νά­γνω­ση, ἡ ὁ­λο­νύ­κτιος καί προ­σε­κτι­κή ἀ­γρυ­πνί­α, κα­τά τήν δύ­να­μη τοῦ κα­θε­νός, καί τό πλῆ­θος τῶν με­τα­νοι­ῶν, πρᾶγ­μα πού χρει­ά­ζε­ται νά γί­νε­ται καί κα­τά τίς ὧ­ρες τῆς ἡ­μέ­ρας καί κα­τά τή νύ­κτα πολ­λές φο­ρές. (Θ΄,42).

Ἡ ἀ­λη­θι­νή τα­πε­ί­νω­ση εἶ­ναι γέν­νη­μα τῆς γνώ­σε­ως, καί ἡ ἀ­λη­θι­νή γνῶ­ση εἶ­ναι γέν­νη­μα τῶν πει­ρα­σμῶν. (ΙΣΤ΄,59).

Ὅ­ποι­ος ὁ­μι­λεῖ πε­ρι­φρο­νη­τι­κῶς κα­τά τοῦ τα­πει­νό­φρο­νος καί δέν τόν ὑ­πο­λο­γί­ζει ὡς ζων­τα­νό, εἶ­ναι σάν νά ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του κα­τά τοῦ Θε­οῦ. (Κ΄,78).

Ἡ συ­νε­χής ἡ­συ­χί­α μα­ζί μέ τήν ἀ­νά­γνω­ση, ἡ σύμ­με­τρη με­τά­λη­ψη τῶν φα­γη­τῶν καί ἡ ἀ­γρυ­πνί­α ἐ­ξυ­πνί­ζουν γρή­γο­ρα τήν δι­ά­νοι­α πρός τήν ἔκ­πλη­ξη ἐ­νώ­πιον τῶν θε­ί­ων πραγ­μά­των, ἐ­άν δέν με­σο­λα­βή­ση καμ­μιά ἀ­φορμή πού δι­α­λύ­ει τήν ἡ­συ­χί­α. (ΚΘ΄,126).

Ἡ ἀ­κη­δί­α γεν­νᾶ­ται ἀ­πό τόν με­τε­ω­ρι­σμό τῆς δι­α­νο­ί­ας, καί αὐ­τός ἀ­πό τήν ἀ­πο­φυ­γή τῶν κό­πων καί τῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως καί ἀ­πό τήν μά­ται­η συ­νάν­τη­ση· ἤ προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν ὑ­περ­πλή­ρω­ση τῆς κοι­λιᾶς. (ΛΓ΄,144).

Ἡ ἀ­πό­το­μη καί σκλη­ρή καρ­διά δέν κα­θα­ρί­ζε­ται πο­τέ. Ὁ ἐ­λε­ή­μων εἶ­ναι ἰα­τρός τῆς ψυ­χῆς του, δι­ό­τι δι­ώ­χνει ἀ­πό μέ­σα του τό σκο­τά­δι τῶν πα­θῶν σάν μέ δυ­να­τό ἄ­νε­μο. (ΛΔ΄,151).

Ὅ­σον και­ρό εἴ­μα­στε στόν κό­σμο τοῦ­τον ὁ Θε­ός δέν το­πο­θε­τεῖ τήν σφρα­γῖ­δα, οὔ­τε στά ἀ­γα­θά, οὔ­τε στά κα­κά, ἕ­ως τήν ὥ­ρα τῆς ἐ­ξό­δου, κα­τά τήν ὁ­πο­ί­α τε­λει­ώ­νει τό ἔρ­γο τῆς ἐ­πί­γειας πα­τρί­δας μας καί φθά­νο­με στήν ἀ­πο­δη­μί­α. (ΛΗ΄,167).


Ἀνά­λο­γα μέ τό μέ­τρο τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, σοῦ δί­δε­ται καί ἡ ὑ­πο­μο­νή στίς συμ­φο­ρές σου. Καί ἀ­νά­λο­γα μέ τήν πα­ρη­γο­ριά σου, με­γα­λύ­νε­ται ἡ πρός τόν Θεό ἀ­γά­πη σου. (Μς’,195).

Γίνε φί­λος ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά μέ τήν σκέ­ψη σου νά εἶ­σαι μο­να­χός. Γίνε κοι­νω­νός στά πα­θή­μα­τα τῶν πάν­των καί μέ τό σῶ­μα σου ἀ­πο­μα­κρύν­σου ἀ­πό ὅ­λους. (ΝΗ΄,239).

Πρίν ἀ­πό τήν Χάρι τρέ­χει ἡ τα­πε­ί­νω­ση καί πρίν ἀ­πό τήν τι­μω­ρί­α τρέ­χει ἡ οἴ­η­ση. (ΟΓ΄,284).

Κάθε προ­σευ­χή στήν ὁ­πο­ί­α δέν μο­χθεῖ τό σῶ­μα καί δέν θλί­βε­ται ἡ καρ­διά, θε­ω­ρεῖ­ται ἔ­κτρω­μα· δι­ό­τι εἶ­ναι προ­σευ­χή χω­ρίς ψυ­χή. (Ος΄,297).

Τίς πα­λαι­ές ἐν­το­λές φυ­λάτ­τει ὁ φό­βος, ὅ­πως εἶ­πε ὁ Κύριος, ἐ­νῶ τίς ζω­ο­ποι­ο­ύς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ φυ­λάτ­τει ἡ ἀ­γά­πη. (Ἐ­πι­στο­λή Δ΄,385).

(Ἀπό τό ἐκδοθέν βιβλίον ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ἐκ τῶν ἐκδόσεων τῆς ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ).

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Χριστός Γεννάται: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Χριστός Γεννάται: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Χριστός Γεννάται: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
Χριστός γεννάται, δοξάσατε...» Η ορθόδοξη υμνολογία των Χριστουγέννων αναγγέλλει θριαμβευτικά, αλλά και τοποθετεί θεολογικά, το μέγα μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως.
Αφ’ ότου οι προπάτορές μας, ο Αδάμ και η Εύα, παρήκουσαν την εντολή του Θεού και εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο, «η αμαρτία ηγέρθη ως μεσότοιχον έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπου», όπως γράφει στην Ιερά Κατήχησί του ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, με αποτέλεσμα την ολέθρια αποδέσμευσι του ανθρώπου από τον φιλάνθρωπο Θεό και την αναπόφευκτη υποταγή του στον μισόκαλο διάβολο, στην αμαρτία και τον θάνατο. Έτσι, «προ της Χριστού παρουσίας - λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - εβασιλεύετο ημών η φύσις υπό του διαβόλου, υπό της αμαρτίας, υπό του θανάτου... Και ο μεν διάβολος ηπάτα, η δε αμαρτία έσφαζεν, ο δε θάνατος έθαπτεν».
Για τη λύτρωσι του ανθρώπου από την τυραννία της ψυχοκτόνου αυτής τριάδος (διάβολος, αμαρτία, θάνατος), δεν απέμενε άλλη ελπίδα από την άφατη θεία φιλανθρωπία.
Έτσι «ο πανάγιος του Πατρός Υιός, εικών ων του Πατρός, παρεγένετο επί τους ημετέρους τόπους, ίνα τον κατ’ αυτόν πεποιημένον άνθρωπον ανακαίνιση» (Μ. Αθανάσιος).
Γι’ αυτό λοιπόν χαίρει η οικουμένη. γι’ αυτό πανηγυρίζει η Εκκλησία. γι’ αυτό του Χρυσορρήμονος η γλώσσα αποκαλεί την εορτή των Χριστουγέννων «μητρόπολιν πασών των εορτών». γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι σκιρτούμε τώρα με ελπίδα: «ότι Θεός εν σαρκί εφάνη, σωτήρ των ψυχών ημών».

Η ομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», της οποίας το μεγαλύτερο μέρος ακολουθεί σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοσι, εκφωνήθηκε στην Αντιόχεια, κάποια Χριστούγεννα της προτελευταίας δεκαετίας του 4ου αι.
Θέμα της είναι το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού και η ερμηνεία του μεγαλειώδους σχεδίου της θείας οικονομίας. Συγκρίνοντας ο άγιος πατήρ τα γεγονότα Παλαιάς Διαθήκης και Καινής, διαπιστώνει την προαγγελία της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, την οποία, αν και γνώριζαν οι Ιουδαίοι, δεν αποδέχθηκαν. Έτσι, τόσο αυτοί όσο, κατ’ επέκτασι, και όλοι οι ανά τους αιώνες άπιστοι και αμφισβητίες ελέγχονται για την αγνωμοσύνη τους προς τον ευεργέτη μας Κύριο.
Ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου με το ενθουσιώδες πανηγυρικό ύφος, τη συστηματική αγιογραφική κατοχύρωσι, τον πλούτο των επιχειρημάτων και τη θεολογική σαφήνεια, τέρπει, πείθει, ενθουσιάζει, συναρπάζει...
Με συνοδοιπόρο λοιπόν τον ιερό πατέρα και τα χρυσά του λόγια, ας πορευθούμε μέχρι το «θεοδέγμον σπήλαιον», κι ας προσκυνήσουμε τον «σπαργάνοις ειλημένον» για τη σωτηρία μας Θεάνθρωπο Κύριο.


Χριστός γεννάται

Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω. Φωνές ποιμένων φθάνουν μέχρι τ’ αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιο τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα χερουβείμ και δοξολογούν τα σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι βλέποντας τον Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: αντί για αστέρια δέχθηκε τους αγγέλους. αντί για ήλιο, δέχθηκε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Μη ζητάς να μάθης πώς. «Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».
Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη και έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί του γι’ αυτό τον σκοπό.
Σήμερα γεννιέται αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος. Γίνεται άνθρωπος, και πάλι Θεός μένει.
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησί του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία. κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν άλλα αντί άλλων. Ο Ηρώδης πάλι ζητούσε να βρη το νεογέννητο βρέφος όχι για να το τιμήση, μα για να το σκοτώση.
Ε, λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας τον βασιλιά τ’ ουρανού να βρίσκεται στη γη, μ’ ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και ήρθαν οι βασιλείς να προσκυνήσουν τον επουράνιο βασιλιά της δόξης.
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων.
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από μητέρα παρθένο.
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέση δοξολογικό ύμνο «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων».
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
Ήρθαν οι άνδρες να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε άνθρωπος για ν’ απαλλάξη τους ανθρώπους από τα δεινά τους.
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή του για χάρι των προβάτων.
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν εκείνον που έγινε αρχιερεύς «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν εκείνον που πήρε δούλου μορφή, για να μετατρέψη τη δουλεία μας σ’ ελευθερία.
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν εκείνον που τους μετέβαλε σε «αλιείς ανθρώπων».
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογής, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους του την αμαρτία του κόσμου:
Οι μάγοι για να τον προσκυνήσουν. 
οι ποιμένες για να τον δοξολογήσουν. 
οι τελώνες για να τον κηρύξουν. 
οι πόρνες για να του προσφέρουν μύρα. 
η Σαμαρείτις για να ξεδιψάση. 
η Χαναναία για να ευεργετηθή.
Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Χωρίς κιθάρα, χωρίς αυλό, χωρίς λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό τα 'χω μαζί μου: για να πάρω από τη δύναμί τους δύναμι, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους «δόξα εν υψίστοις Θεώ», και με τους ποιμένες «και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένο υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: ότι αληθινή είναι και η ουράνια γέννησίς του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένο. Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, Υιός του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο. Υιός της μονογενής. Όπως στην περίπτωσιν της ουράνιας γεννήσεώς του είναι ασέβεια να σκεφθούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωσι της επίγειας γεννήσεώς του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός τον εγέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος τον εγέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησίς του μπορεί να εξηγηθή, ούτε η ενανθρώπησίς του μπορεί να ερευνηθή. Το ότι τον εγέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι τον εγέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννησί του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ό,τι αφορά τον Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξι των πραγμάτων, αλλά να πιστεύη στη δύναμι εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.
Τί φυσικώτερο απ’ το να γεννήση μια παντρεμένη γυναίκα; Αλλά και τί πιο παράδοξο απ’ το να γέννηση παιδί μια παρθένος, χωρίς άνδρα, και πάλι παρθένος να μείνη;
Γι’ αυτό λοιπόν, μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, να το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλ’ επειδή είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
«Τί είπω ή τί λαλήσω;»
Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι εκείνον που γεννήθηκε. Αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: η φυσική τάξις παραμερίσθηκε, και ενήργησε η θεία θέλησις.
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ό,τι βλέπουμε παρά σ’ ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στα αόρατα απιστούμε. Έτσι, δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχθηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστή μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύση μ’ αυτό τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξί του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξη με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία του, να μας οδηγήση εύκολα στην αληθινή πίστι, στα αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξι με γεμίζει το θαύμα!
Παιδί βλέπω τον παλαιό των ημερών!
Σε φάτνη αναπαύεται, αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως... αυτό είναι το θέλημά του: την ατιμία να μεταβάλη σε τιμή. με δόξα να ντύση την ευτέλεια. και την προσβολή σε αρετή να μεταπλάση.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα του. Μου χαρίζει τον θησαυρό της αιώνιας ζωής παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάση. μου δίνει το Πνεύμα του για να με σώση.
«Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει» (Ησ. 7, 14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή βρήκε τα κείμενα που ήτανε γραμμέ¬νο. η Εκκλησία ανεκάλυψε τον θησαυρό που ήταν μέσα τους κρυμμένος.
Η συναγωγή έβαψε το νήμα. η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία τον εγέννησε. η οικουμένη τον υποδέχθηκε.
Η συναγωγή τον εθήλασε και τον έθρεψε. η Εκκλησία τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα. εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια. οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία τον σπόρο. οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμη τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει».
Πες μου Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιον εγέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί: εξ αιτίας της επιβουλής σου. Στον Ηρώδη, μίλησες για να τον εξολόθρευση. σε μένα όμως δεν μιλάς για να μην τον προσκυνήσω. 
Ποιον λοιπόν εγέννησε; Ποιον; 
Τον δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύσις το βροντοφωνάζει. Τον εγέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθή. Στη φύσι δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, σαν κύριος της φύσεως, επενόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένο κόρη που νίκησε τη φύσι, ξεπερνώντας τον νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ, τότε, χωρίς να έχη γυναίκα, γυναίκα απέκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχη άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβησι άλλης γυναίκας. Γι’ αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεσι της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννησι του βρέφους.
Αλλά πρόσεξε και κάτι ακόμη:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανισθή στη γη. Προσέλαβε το σώμα του ανθρώπου για να μη φανή ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωσι. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται σαν Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από ένα κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννησί του. Γι’ αυτό γεννιέται από παρθένο. γι’ αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη. γι’ αυτό διαφυλάττει την παρθενία της ακεραία: για να γίνη ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ’ αυτόν λοιπόν που θα αμφισβητήση την άσπορη γέννησι του Λόγου του Θεού, θα επικαλεσθώ σαν μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν εγέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννησι; Αν πάλι δεν εγέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθη «που ο Χριστός γεννάται», εσύ δεν είπες «εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας;» (Ματθ. 2, 4). Μήπως εγώ γνώριζα την πόλι ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του βρέφους που ήρθε στον κόσμο; Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι’ αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για τον Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν εγέννησε η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία: «Και συ Βηθλεέμ, οίκος του Εφραθά, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ»; (Ματθ. 2, 6).
Πολύ καλά είπε ο προφήτης «εκ σου». Από σας προήλθε και παρουσιάσθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάσθηκε σαν άνθρωπος για να καθοδηγήση τους ανθρώπους. Παρουσιάσθηκε σαν Θεός για να σώση την οικουμένη.
Μα τί ωφέλιμοι εχθροί είστε εσείς! Τί φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς τον φανερώσατε πασχίζοντας να τον κρύψετε. Εσείς τον ευεργετήσατε επιθυμώντας να τον βλάψετε.
Τί αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμπτωχοι είστε και πλουτίζετε άλλους.

Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε. Ελάτε να πανηγυρίσουμε. Είναι παράξενος ο τρόπος της γιορτής - όσο παράξενος είναι κι ο λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάσθηκε. 
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε. 
Ο παράδεισος ανοίχθηκε. 
Η κατάρα εξαφανίσθηκε. 
Η αμαρτία διώχθηκε. 
Η πλάνη απομακρύνθηκε. 
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσεβείας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη. 
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους. 
Όλα έγιναν ένα. 
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός κι έλαβε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά, και στα χέρια του κρατεί την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ’ αστέρι για να φανερώση τον Κύριο του ουρανού. Μα... κι εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια πως πηγαίνει εκεί για ν’ αποφύγη την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Έσται εν τη ημέρα εκείνη Ισραήλ τρίτος εν τοις Ασσυρίοις, και εν τοις Αιγυπτίοις ευλογημένος έσται ο λαός μου εν τη γη ην ευλόγησε Κύριος Σαβαώθ» (πρβλ. Ησ. 19, 24).
Τί λες, Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που τον δέχθηκαν όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν’ αποφύγη την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισί του στον Ιορδάνη. 
Τί άλλο μένει να πω;
Δημιουργό και φάτνη βλέπω... Βρέφος και σπάργανα... Λεχώνα παρθένο, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή... Ανέχεια πολλή...
Είδες όμως τί πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ο πλούσιος πτώχευσε για χάρι μας. Δεν έχει ούτε κρεββάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε φάτνη ταπεινή τον έχουν αποθέσει...
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι, και την οικουμένη σαλεύεις.
Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι, και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξι ακόμη δεν άρθρωσες, και δίδαξες τους μάγους τη θεογνωσία.

«Τί είπω ή τί λαλήσω;»
Να βρέφος σπαργανωμένο.
Να η Μαρία, μητέρα και παρθένος μαζί.
Να ο Ιωσήφ, πατέρας τάχα του παιδιού.
Εκείνη η γυναίκα, αυτός ο άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο την Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επεσκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε τι να υποθέση για το βρέφος: Να πη πως ήταν καρπός μοιχείας δεν τολμούσε. Να προφέρη λόγο βλάσφημο κατά της Παρθένου δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιον γεννήθηκε.
Αλλά να που πάνω στη σύγχυσί του παίρνει απάντησι από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβού, Ιωσήφ. το γαρ γεννώμενον εξ αυτής εκ Πνεύματός εστιν αγίου» (Ματθ. 1, 20). Και φανέρωσε έτσι σ’ εκείνον και σε μας ότι το Άγιο Πνεύμα επεσκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθή από παρθένο αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένο Εύα.
Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε η Εύα ξεστόμισε λόγο που έγινε αιτία θανάτου. Τώρα η Μαρία γέννησε τον Λόγο που έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο που έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε τον Σταυρό που έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, που άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία «συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».

ΠΗΓΗ:
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

“ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ”

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000