Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware Το νόημα της Νηστείας



Ποια είναι η έννοια της λέξης «νηστεία»; Εδώ χρειάζεται απόλυτη προ­σοχή έτσι ώστε να διατηρηθεί μια κανονική ισορροπία μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού. Στο εξωτερικό επίπεδο η νηστεία περιέχει φυσική αποχή από φαγητά και ποτά και χωρίς τέτοιαν εξωτε­ρική αποχή δεν μπορεί να τηρηθεί μια ολοκληρωμένη και αληθινή νηστεία: Όμως οι κανονισμοί για το φαγητό και το ποτό δεν πρέπει ποτέ να αντιμετωπίζονται ως αυτοσκοπός γιατί η ασκητική νηστεία έχει πάντα έναν εσωτερικό και αφανή σκοπό. Ο άνθρωπος είναι μια ενότητα σώματος και ψυχής, «εξ αοράτου τε και ορατής με ζώον συμπήξαι φύσεως», με τα λόγια του Τριωδίου· και η ασκητική μας νηστεία θα έπρεπε να περιλαμβάνει ταυτό­χρονα και τις δύο αυτές φύσεις.
nohmnhst1
Η τάση να δίνεται υπερβολική έμφαση σε εσωτερικούς κανονισμούς σχετικά με την τροφή με ένα νομικίστικο τρόπο, και η αντίθετη τάση να περιφρονούνται αυτοί οι κανονισμοί σαν απηρχαιωμένοι και άχρηστοι, είναι και οι δύο αξιοθρήνητες σαν προδοσία της πραγματικής Ορθοδοξίας. Και στις δύο περιπτώσεις διαταράσσεται η κανονική ισορροπία μεταξύ εξωτερικού και εσωτερι­κού.
Η δεύτερη τάση είναι αναμφίβολα η πιο επικρατούσα στις μέρες μας, ιδιαίτερα στη Δύση. Μέχρι τον ΙΔ’ αιώνα οι πλείστοι Δυτικοί Χριστιανοί, από κοινού με τους αδελφούς τους στην Ορθόδοξη Ανα­τολή, απείχαν, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής όχι μόνον από κρέας αλλά και από ζωικά προϊόντα όπως τα αυγά, το γάλα, το βούτυρο και το τυρί. Στην Ανατολή και όμοια στη Δύση, η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής απαιτούσε μια αυστηρή σωματική προσπά­θεια. Αλλά στη Δυτική Χριστιανοσύνη τα τελευταία πεντακόσια χρόνια οι σωματικές απαιτήσεις της νηστείας έχουν μειωθεί στα­θερά μέχρι που τώρα είναι λίγο περισσό­τερο από συμβολική. Διερωτάται κανείς πόσοι από εκείνους που τρώνε τηγανίτες την τελευταία ημέρα Αποκριάς των Δυτικών, γνωρίζουν τον αρχικό λόγο γι’ αυτό το έθιμο (για να χρησιμοποιηθούν  όλα τα αυγά και το βούτυρο που έμειναν πριν αρχίσει η νηστεία της Μεγάλης Τεσ­σαρακοστής); Ο σύγχρονος Ορθόδοξος κόσμος μια και είναι εκτεθειμένος στη Δυτική εκκοσμίκευση αρχίζει επίσης να ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι αυτής της χαλάρωσης.
Ένας λόγος γι’ αυτήν την κάμψη στη νηστεία είναι σίγουρα η αιρετική στάση απέναντι στην ανθρώπινη φύση ή η κίβδηλη «πνευματοκρατία» η οποία απορ­ρίπτει ή παραγνωρίζει το σώμα αντιμετωπί­ζοντας τον άνθρωπο αποκλειστικά με προϋποθέσεις του σκεπτόμενου  μυα­λού του. Σαν αποτέλεσμα, πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί έχουν χάσει την αληθινή θέα του ανθρώπου σαν μιας ολοκληρωμένης ενότητας του ορατού και του αόρατου: Αρνούνται τον θετικό ρόλο που παίζει το σώμα στην πνευματική ζωή, ξεχνώντας τη διαβεβαίωση του Απ. Παύ­λου: «το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν… δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών» (Α’ Κορ. ς’ 19—20).
Άλλος λόγος για την κάμψη στη νηστεία προβάλλεται στις μέρες μας ότι οι παραδοσιακοί κανόνες δεν είναι πια εφαρ­μόσιμοι σήμερα. Αυτοί οι κανόνες προϋποθέτουν, έτσι υποστηρίζεται, μια κλειστά οργανωμένη, μη πλουραλιστική Χριστια­νική, κοινότητα που ακολουθεί ένα γεωρ­γικό τρόπο ζωής που τώρα πια είναι όλο και περισσότερο γεγονός του παρελθόν­τος. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Αλλά χρειάζεται επίσης να λεχθεί ότι η νηστεία, όπως εφαρμοζόταν σύμφωνα με την παράδοση στην Εκκλη­σία, πάντα ήταν δύσκολη και πάντα συνεπαγόταν κακουχία. Πολλοί από τους συγχρόνους μας είναι πρόθυμοι να νηστέψουν για λόγους υγείας ή ομορφιάς ή για να χάσουν βάρος. Δεν μπορούμε εμείς οι Χριστιανοί να κάνουμε τα ίδια για χάρη  της ουράνιας Βασιλείας; Γιατί γινόταν η αυτα­πάρνηση ευχαρίστως δεκτή από προηγού­μενες γενιές Ορθοδόξων, κι από μας τους διαδόχους τους σήμερα να αποδεικνύεται  ένα τόσο ανυπόφορο φορτίο; Κάποτε ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ διερωτήθηκε γιατί τα θαύματα της χάριτος ήταν τόσο άφθονα έκδηλα στο παρελθόν, ενώ δεν ήσαν πια φανερά στις μέρες του, και σ’ αυτό απάντησε: «Μονάχα ένα πράγμα λεί­πει, η σταθερή αποφασιστικότητα».
Ο πρωταρχικός σκοπός της νηστείας είναι να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την εξάρτησή μας από τον Θεό. Αν εξασκείται σοβαρά, η Σαρακοστιανή αποχή από το φαγητό (ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες) περικλείει μια σημαντική δόση πραγματι­κής πείνας κι επίσης ένα συναίσθημα κόπωσης και σωματικής εξάντλησης. Ο σκοπός της είναι να μας οδηγήσει με τη σειρά της σ’ ένα συναίσθημα εσωτερικής ταπείνωσης και συντριβής· να μας φέρει, δηλαδή, στο σημείο όπου μπορούμε να εκτιμήσουμε όλη την ισχύ της δήλωσης του Χριστού: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’,5). Αν πάντοτε χορταίνουμε και ξεδιψούμε πλήρως, εύκολα αναπτύσσουμε μια λανθασμένη αίσθηση αυτονομίας και αυτάρκειας. Η τήρηση μιας σωματικής νηστείας κλονίζει αυτήν την αμαρτωλή αυτάρκεια. Μας απογυμνώ­νει από την επίπλαστη ασφάλεια του Φαρι­σαίου (ο οποίος νήστευε, είναι αλήθεια, αλλά όχι με το σωστό πνεύμα). Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μάς δίνει τη σωτήρια αυτή — δυσαρέσκεια του Τελώνη. (Λουκ. ιη’ 10—13). Αυτή είναι η αποστολή της πείνας και της κόπωσης: για να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία μας και την εξάρτησή μας από τη βοήθεια του Θεού.
Θα ήταν όμως παραπλανητικό να μιλούμε γι’ αυτό το στοιχείο της κόπωσης και της πείνας. Η εγκράτεια οδηγεί όχι κυρίως σ’ αυτό αλλά επίσης σε ένα συναί­σθημα φωτισμού, εγρήγορσης, ελευθερίας και χαράς. Ακόμα κι αν η νηστεία κατ’ αρχήν αποδεικνύεται εξασθενητική αργότερα ανακαλύπτουμε ότι μας καθιστά ικα­νούς να κοιμόμαστε λιγότερο, να σκεφτόμαστε καθαρότερα και να εργαζό­μαστε πιο αποφασιστικά. Όπως αναγνωρίζουν πολλοί γιατροί, οι περιοδικές νηστείες συμβάλλουν στη σωματική υγεία. Ενώ περιέχει γνήσια αυταπάρνηση η νηστεία δεν ζητά να βλάψει το σώμα μας αλλά μάλλον να αποκαταστήσει σ’ αυτό την υγεία και την ισορροπία του. Οι πλείστοι από μάς στο Δυτικό κόσμο συνήθως τρώμε περισσότερο από ό,τι χρει­αζόμαστε. Η νηστεία απελευθερώνει το σώμα μας από το υπερβολικό βάρος και το κάνει πρόθυμο σύντροφο στο έργο της προσευχής, ακοίμητο και ευαίσθητο στη φωνή του Αγίου Πνεύματος.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης - Το μεγαλείο και η προσφορά του Μεγάλου Φωτίου



Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης - Το μεγαλείο και η προσφορά του Μεγάλου Φωτίου
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ 
1. Παγκοσμίων διαστάσεων τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου 
Ὁ Μέγας Φώτιος εἶναι μία ἔξοχη, μία σπάνια, μία μεγαλειώδης φυσιογνωμία τοῦ 9ου αἰῶνος. Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἔχει χαρακτηρισθῆ, ἰδιαίτερα ἀπὸ δυτικοὺς ἐρευνητάς, ὡς αἰώνας τῆς ἀναγέννησης τῶν κλασσικῶν γραμμάτων. Ἄλλοι ἐρευνηταὶ διαφωνοῦν μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό, διότι, ὅπως ὀρθῶς ἰσχυρίζονται, οὐδέποτε στὸ Βυζάντιο ἔπαυσε ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ σπουδὴ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς καὶ γραμματειακῆς παραδόσεως. Ἂν ὑπάρχει κάποια διαφοροποίηση τὸν 9ο αἰώνα, αὐτὴ συνίσταται στὴν παρουσία καὶ δράση τῆς ἐξαιρετικῆς μορφῆς τοῦ Μεγάλου Φωτίου. 
Ὁ Μέγας Φώτιος ἔχει προσδιορίσει τὸ μέλλον ὄχι μόνον τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλὰ καὶ τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὅπως ἐλπίζω νὰ φανῆ ἀπὸ τὴν σύντομη ἀνάπτυξη ποὺ θὰ ἐπιχειρήσω. Ἐὰν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν μᾶς ἐχαρίζετο ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν κρίσιμη περίοδο τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ κόσμου θὰ ἦταν διαφορετική. Καὶ σπεύδω νὰ πῶ ἀμέσως, κατοχυρώνοντας αὐτὴν τὴν θέση, ὅτι ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν Δύση τῶν Φράγκων σφραγίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὅπως καὶ ἡ πορεία καὶ ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη τῶν Σλάβων. Οἱ σλαβικοὶ λαοὶ οφείλουν τὸν πολιτισμό  τους, τὴν γλῶσσα τους, τὴν θρησκεία τους σὲ ἐνέργειες καὶ δράσεις τοῦ Μ. Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίασε καὶ ἐπραγματοποίησε τὸν ἐκχριστιανισμό  τους. Ἡ σθεναρὴ στάση τοῦ Μ. Φωτίου ἔναντι τοῦ πάπα καὶ τῶν Φράγκων, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ ἡ πολιτιστικὴ διεύρυνση τοῦ Βυζαντίου πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς δείχνουν τὸ παγκοσμίων διαστάσεων ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἂν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν προσέφερε αὐτὰ ποὺ προσέφερε, ἐκινδύνευαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐκλατινισθοῦν, νὰ φραγκέψουν, οἱ δὲ σλαβικοὶ λαοὶ ἢ θὰ ἐξισλαμίζοντο ἢ θὰ ἐξελατινίζοντο, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι πολὺ διαφορετικὸς σήμερα ὁ χῶρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

2. Ἡ Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα
Ὁ αἰώνας τοῦ Φωτίου, ὁ 9ος αἰώνας, ἦταν πολὺ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ρωμιοσύνη τοῦ Βυζαντίου. Μέχρι τότε ὑπῆρχε μιὰ ἑνιαία αὐτοκρατορία, μία ἑνιαία οἰκουμένη, ἡ ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἐκτεινόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλη πολιτικὴ ὀντότητα, ἄλλη πολιτικὴ δύναμη ἱκανὴ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν κυριαρχία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ νὰ διαιρέσει τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ ἕνωση ὅμως τῶν φραγκικῶν λαῶν ὑπὸ τὸν Μέγα Κάρολο δημιουργεῖ στὴ Δύση ἕνα νέο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, μία νέα πολιτικὴ δύναμη. Τὸ 800 μ.Χ. γίνεται στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν πάπα ἡ στέψη τοῦ Μεγάλου Καρόλου ὡς αὐτοκράτορος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ ἔθνους. Ἡ ἑνιαία αὐτοκρατορία διασπᾶται, τὸ Βυζάντιο ἀποκτᾶ ἰσχυρὸ ἀντίπαλο στὴ Δύση μὲ καταλυτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία.
Ὁ πάπας μέχρι τότε μετεῖχε στὴν ἑνιαία ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Παρὰ τὶς αὐταρχικὲς καὶ μοναρχικὲς τάσεις ποὺ εἶχαν ἐκδηλωθῆ ἐκ μέρους μερικῶν παπῶν, ἦταν ἁπλῶς ἕνα μέλος τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, μετέχων ἰσοτίμως στὶς οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀκόμη καὶ στὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων τὸ 787. Θεώρησε λοιπὸν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία, συμμαχῶν μὲ τοὺς Φράγκους, νὰ προωθήσει τὶς μοναρχικὲς ἀξιώσεις του ἐπὶ τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐπιβάλει τὶς περὶ πρωτείου καὶ παγκόσμιας δικαιοδοσίας ἀξιώσεις του.
Ἐπὶ ἀρκετὸ καιρὸ κρατοῦσε ἰσορροπίες ἀνάμεσα στὰ δύο ἰσχυρὰ πολιτικὰ κέντρα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν Φράγκων, μέχρι, ποὺ τελικῶς, ὅπως πειστικὰ ἔχει ἀναπτύξει στὰ βιβλία του ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὑπέκυψε στοὺς Φράγκους, καὶ ἔτσι οὐσιαστικῶς ὅλος ὁ δυτικὸς κόσμος, καὶ ἡ Ρώμη, ἐφράγκεψαν, ἐτέθησαν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Γερμανῶν Φράγκων. Αὐτὸ ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς εὐρωπαϊκοὺς προβληματισμούς, γιὰ τὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι σήμερα, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἕνα ἀντίπαλο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, ὅπως ἦταν τότε ἡ κοσμοκράτειρα Κωνσταντινούπολη. Ἴσως ἡ Ὀρθόδοξη Μόσχα θὰ ἠμποροῦσε σήμερα νὰ παίξει αὐτὸν τὸν ρόλο.
Ἡ τότε στάση τοῦ Μεγάλου Φωτίου ἀπέναντι στὰ δύο μεγάλα κέντρα ἐξουσίας ποὺ ὑπῆρχαν στὴ Δύση, ἕνα πολιτικὸ καὶ ἕνα ἐκκλησιαστικό, πρέπει νὰ προσδιορίζει καὶ τὴν δική μας πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ στάση, ἂν θέλουμε νὰ διαφυλάξουμε τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματική μας ἰδιοπροσωπία, μολονότι φαίνεται ὅτι ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη τῶν Φράγκων ἔγινε χωρὶς κανένα ὅρο, καὶ ἤδη οἱ ἀφομοιωτικὲς διαδικασίες ἔχουν ἀρχίσει νὰ λειτουργοῦν εἰς βάρος μας. Σήμερα καμαρώνουμε ὅλοι, διότι ἐγίναμε μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης καὶ θεωροῦμε ὅτι ἡ Δύση εἶναι ὁ φυσικὸς ζωτικός μας χῶρος. Ἀπὸ αὐτὸν ὅμως τὸν χῶρο εἰσέρχονται στὸν δικό  μας χῶρο, εἴτε ἐπίσημα μὲ τὴν νομοθεσία, εἴτε ἀνεπίσημα, λόγω τῶν ἀναγκαίων ἐπαφῶν, νοοτροπίες, μέτρα, ἤθη καὶ ἔθιμα, στὴν παιδεία καὶ στὴν καθημερινότητα, τὰ ὁποῖα ἀλλοιώνουν καὶ ἐξασθενοῦν τὶς δικές μας πολιτιστικὲς παραδόσεις. Σκέφθηκε ποτὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους πολιτικούς μας, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων στεροῦνται ἀκραιφνοῦς ἱστορικῆς παιδείας, πῶς ἐνήργησαν σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις οἱ μεγάλοι ἄνδρες τοῦ Γένους καὶ κατόρθωσαν νὰ διασώσουν τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὄντως καὶ ἀληθῶς μέγας, εἶναι ὁ Φώτιος; Θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια πῶς διαμόρφωσε τὴν στάση του, τελείως διαφορετικὴ καὶ ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ τὴ στάση τῆς σημερινῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας.

3. Ἡ εἰκονομαχικὴ Μεταρρύθμιση περιελάμβανε καὶ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς παιδείας
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση αὐτὴ τῶν τριῶν κέντρων ἐξουσίας, δηλαδὴ Κωνσταντινούπολης, Ρώμης καὶ Φράγκων (Ἄαχεν), τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Φωτίου χαρακτηρίζουν καὶ οἱ καταστροφικὲς συνέπειες τῆς Εἰκονομαχίας, τὴ δεύτερη φάση τῆς ὁποίας, στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπρόλαβε νὰ βιώσει ὁ Φώτιος. Εἶναι πολὺ γνωστὸ ὅτι ὁ πολιτικὰ πρωταίτιος τῆς Εἰκονομαχίας αὐτοκράτωρ Λέων Γ’, ὁ Ἴσαυρος, λόγω τοῦ ὅτι οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν βασικὴ δύναμη ἀντιδράσεως, ὡς ὑπέρμαχοι τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προσέδωσε στὴν παιδεία κοσμικὸ χαρακτήρα μὲ ἀνάλογες μεταρρυθμίσεις στὸ Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως. Θέλησε νὰ ἀποεκκλησιαστικοποιήσει, νὰ ἀποχριστιανίσει τὴν παιδεία καὶ τὴν αὐτοκρατορία, νὰ τὴν ἐκκοσμικεύσει, ὥστε νὰ παύσουν οἱ μοναχοὶ νὰ ἐπηρεάζουν πνευματικὰ τοὺς πιστούς, πρᾶγμα ποὺ ἐπετεύχθη πολὺ ἀργότερα στὴ Δύση μὲ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὴν Ἀναγέννηση, ἰδιαίτερα δὲ μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση κοσμικῶν κρατῶν, παντελῶς χωρισμένων ἢ καὶ ἐχθρικῶν  πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ παιδεία στὸ Βυζάντιο μέχρι τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας εἶχε διπλὸ χαρακτήρα, ὅπως εἶχε προσδιορισθῆ ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας. Ἦταν ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ συγχρόνως. Στὰ σχολεῖα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ Βυζαντίου, διδάσκονταν ἀδιαιρέτως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λέων Ἴσαυρος, λοιπόν, θέλησε νὰ δώσει μία «προοδευτικὴ» κατεύθυνση στὸν πολιτισμὸ καὶ στὴν παιδεία, ὅπως ἐπιθυμοῦν νὰ δώσουν «προοδευτικὴ» κατεύθυνση καὶ οἱ νεώτεροι εἰκονομάχοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, οἱ σύγχρονοι «προοδευτικοί». Θέλησε νὰ προσδώσει περισσότερο κοσμικὸ χαρακτήρα στὴν παιδεία. Καὶ ὅπως σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας, νὰ μὴ διδάσκονται ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀρχὲς τῆς πίστεως, περίπου τὸ ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει ὁ Λέων Ἴσαυρος τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Ἐξεδίωξε τοὺς Χριστιανοὺς καθηγητὰς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως εἶχε κάνει σὲ εὐρύτερη κλίμακα, σὲ ὅλα τὰ σχολεῖα, τὸν 4ο αἰώνα ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, τοῦ ὁποίου τὰ σχέδια εὐτυχῶς δὲν εὐδοκίμησαν, διότι ἐκυριάρχησε μετὰ τὸν θάνατό  του ἡ παιδευτικὴ γραμμὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτησαν τὴν παιδεία μας ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ συγχρόνως, τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς παραδόσεως συνταιριασμένα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὴν περίοδο λοιπὸν αὐτὴ ποὺ ἡ παράδοση τῆς παιδείας ἀμφισβητεῖται, γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται ὁ Μέγας Φώτιος. Οἱ συγγενεῖς του ἦσαν φίλοι τῶν ἁγίων εἰκόνων· ὁ πατριάρχης Ἅγιος Ταράσιος ποὺ συνεκάλεσε τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν θεῖος του, ἀδελφὸς τοῦ πατρός του, ἐνῶ ἀμφότεροι οἱ γονεῖς του εἶχαν διωχθῆ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλῖμα διαμορφώνει ὁ Μέγας Φώτιος τὴν δική του στάση ἀπέναντι στὴν παιδεία.

4. Τὸ τριπλὸ μεγαλεῖο τοῦ Φωτίου
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς παράγοντες, τὴν αὐτονόμηση δηλαδὴ τῆς Δύσεως καὶ τὸ εἰκονομαχικὸ κίνημα, ἐμφανίζεται καὶ ἕνας τρίτος παράγων ποὺ συνυπολογίζεται ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς του πολιτικῆς· πρόκειται γιὰ τὴν ἐδαφική, τὴν γεωγραφικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν Ἀράβων τὸν 7ο αἰώνα, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀποσποῦσαν ἀνατολικὲς ἐπαρχίες ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία καὶ ἐγκαθιστοῦσαν τὴν νέα θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, τὸ Ἰσλάμ.
Ἐπιχειρεῖται, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς Φράγκους ἡ διεκδίκηση τῆς ἑνιαίας αὐτοκρατορίας, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπιδιώκουν νὰ πάρουν αὐτοὶ τὴν παγκόσμια ηγεμονία, ἔχοντας συνεπίκουρο καὶ τὸν πάπα, ὁ ὁποῖος στηριζόμενος τώρα πολιτικὰ στους Φράγκους ἀποτολμᾶ ἐκκλησιαστικὴ διείσδυση σὲ ἔδαφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἀποστολὴ Φράγκων ἱεραποστόλων στὴν Βουλγαρία, ἡ ὁποία μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια εἶχε ἐπισήμως δεχθῆ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη (864). Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἐπίσης ἡ αὐτοκρατορία ὑφίστατο συρρίκνωση ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, ὅπως εἴπαμε.
Πολλοὶ ἐρευνηταὶ βλέπουν ὅτι αὐτὴν τὴν ἐπιβολὴ καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἀπὸ τὴν Δύση τὴν ἀντιμετώπισε μὲ μεγαλοφυῆ σχεδιασμὸ ὁ Μ. Φώτιος, ὥστε νὰ ἀναπληρωθοῦν οἱ ἀπώλειες ζωτικοῦ χώρου, ἐδαφικῶς καὶ πολιτιστικῶς. Ἰθύνων νοῦς αὐτοῦ τοῦ σχεδιασμοῦ ἦταν ὁ Μ. Φώτιος. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου εἶναι τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου, αὐτὰ ἐκδηλώθηκαν σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς, τριπλασιάζοντας ἔτσι τὴν προσφορά του, διότι καὶ ἡ ἐπιτυχία σὲ ἕνα μόνον ἀπὸ τοὺς τρεῖς τομεῖς θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς μέγας ὁ Φώτιος. Ὁ Φώτιος λοιπὸν ἦταν μέγας α) ὡς ἐκκλησιαστικοπολιτικὸς ἡγέτης β) ὡς φιλόλογος καὶ γ) ὡς θεολόγος.
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, τὸ 1991, γιορτάσαμε διορθοδόξως καὶ διεπιστημονικῶς τὰ 1100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Μεγάλου Φωτίου († 891). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐπετείου συνεκλήθησαν ἀπὸ διαφόρους φορεῖς, ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακούς, συμπόσια καὶ συνέδρια, στὰ ὁποῖα παρουσιάσθηκαν δεόντως τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Στὴν Θεσσαλονίκη ὀργανώθηκαν δύο ἐπιστημονικὰ συνέδρια: ἕνα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στὰ πρακτικὰ τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν ἀναφορὲς στὴν μνημονευθεῖσα τριπλὴ προσφορὰ τοῦ Φωτίου1 καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς θέμα τοὺς δύο μεγάλους ἀρχιεπισκόπους Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καὶ τὸν Μέγα Φώτιο: «Μνήμη Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Μεγάλου Φωτίου, ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως» (14-17 Ὀκτωβρίου 1993)2. Ὅταν λοιπὸν τότε, τὸ 1993, ὡς πρόεδρος τοῦ Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν παρουσίαζα στὴν Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τὸ συνέδριο, ἔκανα τὴν ἑξῆς συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὴν προσφορὰ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου:
«Μισὴ χιλιετηρίδα χωρίζει αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες μορφὲς τοῦ Βυζαντίου, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο († 391) καὶ τὸν Μέγα Φώτιο († 891). Ὁ ἕνας ζῆ στὴν ἀρχὴ τῆς θεμελιώσεως τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, σὲ ἐποχὴ ἐκρηκτικῆς πνευματικῆς καὶ θεολογικῆς ἀνθήσεως, τῆς ὁποίας εἶναι συντελεστὴς μαζὺ μὲ ἄλλες μεγάλες μορφὲς ἁγίων καὶ πατέρων. Ὁ ἄλλος ζῆ σὲ περίοδο ποὺ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία ἔχει φθάσει στὸ ἀπόγειο τῆς δυνάμεως καὶ τῆς αἴγλης, μὲ ἰσχυρὴ καὶ ἐλκυστικὴ ἀκτινοβολία, τὴν ὁποία ἐκμεταλλεύεται ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς Σλάβους καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισμό της ἀπέναντι στὴ Δύση, ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν οἰκουμενικότητά της καὶ ἐπιδιώκει πνευματικὴ αὐτονόμηση. Ἐκφραστὴς αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας ὁ πατριάρχης Φώτιος κυριαρχεῖ θεολογικὰ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ συμπληρώνει τὴν τριάδα τῶν πατέρων ποὺ ὀνομάσθηκαν μεγάλοι, καταστὰς ὄντως Μέγας, μαζὺ μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ Μέγας Φώτιος, μετὰ ἀπὸ πέντε αἰῶνες, ἀνώτερος κρατικὸς ἀξιωματοῦχος καὶ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, κατέστη ὠς πατριάρχης ὁ ἐνσαρκωτὴς καὶ προγραμματιστὴς τῆς οἰκουμενικῆς προοπτικῆς τῆς αὐτοκρατορίας καὶ συγχρόνως μέγας θεολόγος καὶ μέγας ἀνθρωπιστής. Ἡ ἐκκλησιαστική του πολιτικὴ μὲ τοὺς δύο προγραμματικούς της στόχους, τὴν ἱεραποστολικὴ ἐξόρμηση πρὸς τοὺς Σλάβους καὶ τὴν παρεμπόδιση τῶν παπικῶν διεκδικήσεων στὴν Ἀνατολή, δημιούργησε τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν αἴγλη τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἐπιβίωσή της ἐπὶ πεντακόσια ἀκόμη χρόνια. Ἡ θεολογικὴ δεινότης τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐμφανὴς εἰς ὅλα τὰ θεολογικά του ἔργα, κορυφώνεται στὸ Περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἔργο του, ποὺ προσδιώρισε τὴν πνευματολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα αἰῶνες. Δὲν ὑστερεῖ καθόλου ἡ φιλολογικὴ καὶ φιλοσοφική του προσφορά, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐνασχόληση τῶν φιλολόγων μὲ τὸ τεράστιο φιλολογικό του ἔργο καὶ ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμό του ὠς μεγάλου ἀνθρωπιστοῦ. Ἀπάντησε ἔτσι δημιουργικὰ ὁ Φώτιος στὶς ἱστορικὲς προκλήσεις τῶν καιρῶν του, ποὺ εἶχαν ὠς στόχο τὴν γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας· μὲ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο διεύρυνε τὰ ὅρια ἐπιρροῆς τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ μὲ τὸ θεολογικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ ἐνίσχυσε τὰ πνευματικὰ θεμέλια καὶ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Ὡδήγησε ἔτσι τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐνδοξότερή της ἐποχὴ μέσα σὲ ἕνα ἀκμαῖο καὶ ἰσχυρὸ χριστιανικὸ κράτος. Εἶναι λοιπὸν τρισδιάστατο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου Φωτίου· μέγας ὡς θεολόγος, μέγας ὡς ἐκκλησιαστικὸς πολιτικὸς καὶ μέγας ὡς ἀνθρωπιστής»3.

α) Ὁ Μ. Φώτιος ὡς φιλόλογος καὶ ἀνθρωπιστὴς
Σχετικὰ μὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς πλευρὲς τῆς δραστηριότητος τοῦ Φωτίου ὡς φιλολόγου, ὡς θεολόγου και ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ θὰ παρουσιάσω μερικὰ στοιχεῖα. Ἐν πρώτοις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τὸν Φώτιο μεγάλο φιλόλογο; Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Β. Τατάκης γράφει ὅτι τὸν Φώτιο τὸν διεκδικοῦν περισσότερο οἱ φιλόλογοι παρὰ οἱ θεολόγοι, ὅτι ἔχει μεγαλύτερη σημασία ὡς φιλόλογος παρὰ ὡς θεολόγος4. Ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν κάτοχος μιᾶς ἐξαιρετικῆς, μιᾶς μοναδικῆς σοφίας καὶ γνώσης, γιὰ τὴν ὁποία προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ καὶ τὸν ἔπαινο ἀκόμη καὶ τῶν ἐχθρῶν καὶ ἀντιπάλων του. Πρὶν γίνει πατριάρχης ἐδίδασκε καὶ σὲ ἰδιωτικὴ σχολὴ ποὺ εἶχε ὀργανώσει στὴν οἰκία του, ἀλλὰ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας. Ἐδίδασκε γραμματική, φιλοσοφία, λογική, διαλεκτική, ἀκόμη καὶ μαθηματικὰ5. Μὲ πολλὴ στενοχωρία ἐγκατέλειψε αὐτὴν τὴν ἐκπαιδευτικὴ δραστηριότητα, ποὺ τοῦ ταίριαζε καὶ τὴν ἀγαποῦσε, γιὰ νὰ ἀνέλθει, πιεζόμενος, στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ὑπερφίαλο πάπα Νικόλαο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγοροῦσε ὅτι ἀνῆλθε «ἀθρόον» εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἔγινε δηλαδὴ ἐκ λαϊκῶν ἀμέσως ἐπίσκοπος, διελθὼν ταχέως τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς, γράφει ὅτι δὲν εἶχε κανένα λόγο, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ γράμματα, τὸ χῶρο τῆς παιδείας, καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν πολυεύθυνο ρόλο τοῦ πατριάρχου. Γιὰ νὰ δείξει πόσο καρποφόρο καὶ ἀποδοτικὸ ἦταν τὸ ἔργο του στὴν παιδεία, διηγεῖται ὅτι, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἰδική του σχολὴ γιὰ νὰ μεταβεῖ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου εἶχε ὑψηλὴ πολιτικὴ θέση, τὸν συνόδευαν οἱ μαθηταί του μὲ πίκρα καὶ πόνο, γιατὶ τοὺς ἄφηνε μόνους γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα. Τόση ἕλξη ἀσκοῦσε ὡς διδάσκαλος, ὥστε καὶ ἡ ὀλιγόωρη ἀπουσία του στενοχωροῦσε τοὺς μαθητάς του. Ὅταν δὲ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἔβγαιναν ὅλοι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ ἐσχημάτιζαν κύκλο γύρω του6. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Φωτίου προῆλθαν μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Στ’ ὁ Σοφός, οἱ αὐτάδελφοι ἀπόστολοι τῶν Σλάβων Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ὁ πατριάρχης Νικόλαος Α’ Μυστικός, ὁ Ἀρέθας Καισαρείας κ.ἄ.
Ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλολογικῆς δραστηριότητος τοῦ Φωτίου πολὺ γνωστὰ στοὺς εἰδικοὺς εἶναι δύο ἐξαιρετικά του ἔργα. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου, τὸ «Λέξεων Συναγωγή». Μέχρι τῶν μέσων τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο ἐσώζετο ἀποσπασματικῶς σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Εὐτυχῶς τὸ 1959 ὁ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λίνος Πολίτης ἀνακάλυψε ἕνα χειρόγραφο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικάνορος (Ζάβορδα) στὰ Γρεβενά, τὸ ὁποῖο περιεῖχε ὁλόκληρο τὸ ἔργο, τοῦ ὁποίου τὴν ἔκδοση ἀνέλαβε καὶ πραγματοποιεῖ ὁ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Χρῆστος Θεοδωρίδης· ἐξεδόθησαν ἤδη δύο τόμοι7. Στὸ Λεξικό του ὁ Μ. Φώτιος συγκέντρωσε ὅλες τὶς δύσκολες λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας τὶς ὁποῖες ἑρμηνεύει ἐτυμολογικὰ καὶ ἐννοιολογικά, γιὰ νὰ διευκολύνει τοὺς μαθητές του, ἀλλὰ καὶ τοὺς μετέπειτα, στὴν ἐνασχόλησή τους μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Φωτίου στὸν χῶρο αὐτὸ εἶναι ἡ γνωστὴ «Μυριόβιβλος» ἢ «Βιβλιοθήκη», ὅπως χαρακτηρίσθηκε ἐπαινετικῶς καὶ ὀρθῶς ἀπὸ μεταγενεστέρους. Ὁ ἴδιος ὁ Φώτιος τὸ χαρακτηρίζει ὡς «Ἀπογραφὴ καὶ συναρίθμησις τῶν ἀνεγνωσμένων ἡμῖν βιβλίων». Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀναλύει καὶ σχολιάζει διακόσια ὀγδόντα συγγράμματα προγενεστέρων συγγραφέων καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πατερικὴ γραμματεία. Ἡ μεγάλη σημασία αὐτοῦ τοῦ ἔργου, πέραν τῶν ἐκτιμήσεων καὶ σχολίων τοῦ Φωτίου, ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι μᾶς προσφέρει πληροφορίες γιὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔχουν χαθῆ, καὶ ἑπομένως χωρὶς τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν θὰ ἐγνωρίζαμε οὔτε τὴν ὕπαρξη οὔτε τὸ περιεχόμενό τους.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ καθηγητὴς Β. Τατάκης ἔχει γράψει, πέραν τῶν ἄλλων, καὶ μία μελέτη μὲ τίτλο «Φώτιος ὁ μέγας ἀνθρωπιστής»8. Ἐπειδὴ ὁ ὅρος «ἀνθρωπιστὴς» μπορεῖ νὰ παρεξηγηθῆ, συμπληρώσαμε ἢ διευκρινήσαμε τὶς σκέψεις τοῦ καθηγητοῦ Τατάκη σὲ δικό μας ἄρθρο μὲ τὸν ἐρωτηματικό τίτλο «Ἦταν ὁ Μ. Φώτιος ἀνθρωπιστής;»9. Ἐπειδὴ συνήθως ὡς «ἀνθρωπισμὸς» ἐννοεῖται ἡ στροφὴ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη μὲ συνακόλουθη ἀπόρριψη τῆς Χριστιανικῆς σκέψεως, καὶ πλειστάκις μὲ ἐχθρικὴ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας στάση, διευκρινίζουμε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ ἄθεο Οὐμανισμὸ τῆς Δύσεως δὲν ἔχει καμμία σχέση ὁ Μ. Φώτιος· ἦταν χριστιανὸς ἀνθρωπιστὴς στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι σὰν τοὺς ἀνθρωπιστὰς τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.

β) Ὁ Μέγας Φώτιος ὡς θεολόγος
Ὁ Φώτιος διέπρεψε ὄχι μόνον ὡς φιλόλογος, ἀλλὰ καὶ ὡς θεολόγος. Μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 38 ἐτῶν κανεὶς δὲν πίστευε ὅτι θὰ ἀναμιχθῆ στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας· ἦταν ἕνας ἐπιτυχημένος κοσμικὸς καθηγητής, κρατικὸς ἀξιωματοῦχος στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ καὶ ἔμπειρος διπλωμάτης. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἀνῆλθε, πιεζόμενος, στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ ἀνακύπτοντα θεολογικὰ προβλήματα. Εἶναι πολυμερὴς καὶ ἐκτεταμένη ἡ θεολογική του παραγωγή, θὰ ἐπισημάνω ὅμως ἐδῶ ὀλίγα ἀπὸ τὴν πλούσια θεολογικὴ προσφορά του. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ὅτι ἐτόλμησε πρῶτος καὶ μόνος, μὲ πολὺ προσωπικὸ κόστος, νὰ ἀντιπαραταχθῆ πρὸς τὴν Φραγκικὴ Θεολογία, ἡ ὁποία πλέον εἶχε ἐπιβληθῆ στὴν παλαιὰ Ρώμη. Οἱ Φράγκοι θεολόγοι τῆς αὐλῆς τοῦ Μ. Καρόλου καὶ τῶν διαδόχων του ἤθελαν νὰ εἶναι καὶ θεολογικὰ ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτόνομοι, νὰ μὴν ἀκολουθοῦν τὴν Θεολογία τῆς Ἀνατολῆς στὰ δόγματα, στὴν λατρεία, στὸ δίκαιο, ὅπως ἔπραττε μέχρι τότε η Δύση, ποὺ οὐσιαστικὰ ἦταν μαθήτρια τῆς Ἀνατολῆς. Ἤθελαν νὰ οἰκοδομήσουν δικό τους πολιτισμό, δική τους θεολογία, καὶ αὐτὰ νὰ μεταδώσουν καὶ εἰς ἄλλους λαούς, ὡς ἰσχυρὸ πλέον πολιτικὸ κέντρο. Ὅπως σήμερα ἡ Ἀμερικὴ ἐδημιούργησε δικό της πολιτισμό, τοῦ ὁποίου τᾶ προϊόντα μεταδίδει καὶ εἰς ἄλλους λαούς, τὰ μεταδίδει καὶ σὲ ἐμᾶς, χωρὶς δυστυχῶς νὰ ἀντιδροῦμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ Φράγκοι θέλησαν νὰ εἰσέλθουν καὶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας. Ἡ ἐπέμβαση αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν υἱοθέτηση καὶ ὑποστήριξη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», μὲ τὸ γνωστὸ στὰ λατινικὰ «filioque», καὶ μὲ τὴν προσθήκη αὐτῆς τῆς αἱρέσεως στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Καὶ μολονότι ἀκόμη καὶ ὀρθόδοξοι πάπες ἀντέδρασαν στὸ ἐγχείρημα αὐτό, ἐν τούτοις κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Φωτίου θέλησαν νὰ περάσουν αὐτὴν τὴν διδασκαλία καὶ τὴν προσθήκη καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς. Ἔστειλαν ἱεραποστόλους στὴν Βουλγαρία, μολονότι ἐκεῖ προηγουμένως εἶχαν ἐργασθῆ ἱεραπόστολοι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἐκχριστιανίσει τοὺς Βουλγάρους. Οἱ Φραγκολατῖνοι ἱεραπόστολοι δίδαξαν στοὺς νεοφύτους Χριστιανοὺς τὴν αἵρεση τοῦ filioque καὶ κατήργησαν ὅλα τὰ ἰδικά μας λειτουργικὰ καὶ ἄλλα ἤθη καὶ ἔθιμα, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμεῖ ὁ Μ. Φώτιος, ἐνημερώνοντας μὲ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς10. Ὁ Φραγκικὸς πολιτισμὸς ἀπειλοῦσε νὰ ὑποκαταστήσει τὸν Ὀρθόδοξο πολιτισμό.
Εὐτυχῶς βρέθηκε τὴν περίοδο ἐκείνη ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν διείσδυση τῶν Φράγκων στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Συνέγραψε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πρῶτος μία καταπληκτικὴ θεολογικὴ πραγματεία μὲ τίτλο «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας». Ἐκφράζεται πολὺ αὐστηρὰ γιὰ τοὺς Φράγκους θεολόγους τοὺς ὁποίους ὀνομάζει «ἄνδρας ἐκ σκότους ἀναδύντας», καὶ ἀνασκευάζει ὅλα τὰ θεολογικά τους ἐπιχειρήματα. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔγινε τὸ βασικὸ θεολογικὸ ἔργο, στο ὁποῖο στηρίχθηκαν καὶ στηρίζονται ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι στὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Ἡ θεολογικὴ προσφορὰ τοῦ Μ. Φωτίου δὲν ἐξαντλεῖται βεβαίως στὴν ἀντιπαράθεσή του μὲ τοὺς παπικούς, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ὑμνογραφία, τὴν ὁμιλητική, τὸ κανονικὸ δίκαιο, τὴν ἐπιστολογραφία, τὴν ἑρμηνευτική. Στὰ ἑρμηνευτικά του ἔργα ἀνήκουν τὰ «Ἀμφιλόχια», μία μεγάλη συλλογὴ ἐρωταποκρίσεων, ποὺ γράφτηκε γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Κυζίκου Ἀμφιλόχιο, ἐκ τοῦ ὁποίου πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της. Ὅ,τι εἶναι ἡ «Μυριόβιβλος» γιὰ τοὺς φιλολόγους εἶναι τὰ «Ἀμφιλόχια» γιὰ τοὺς θεολόγους. Ἀπαντᾶ ὁ Φώτιος σὲ τριακόσια (300) θεολογικὰ ἐρωτήματα, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν σχέση μὲ ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

γ) Ὁ Μέγας Φώτιος ὡς ἐκκλησιαστικὸς πολιτικὸς
Ἔκανα προηγουμένως ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὴν προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ, ἡ ὁποία εἶναι διπλῆ· περιλαμβάνει καὶ τὴν σθεναρή του στάση ἀπέναντι στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ ἐκφραγκευμένου πλέον Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ ἐξόρμηση τῆς αὐτοκρατορίας πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης καὶ πρὸς τὴν Ρωσία. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι τεράστιο, συγκρινόμενο μόνον μὲ τὸ ἀνάλογο ἔργο τοῦ πολυπαθοῦς μεγάλου ἐπίσης προκατόχου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ρώσων ἐντάσσεται στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς δραστηριότητος τοῦ Μ. Φωτίου.

5. Κρίσεις περὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου
Πρὶν φθάσω στον Ἐπίλογο, ὅπου θὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς ἐκτιμήσεις, θὰ παραθέσω ἐνδεικτικὰ μερικὲς γνῶμες γιὰ τὸν Μέγα Φώτιο, ποὺ δείχνουν κάλλιστα τὸν ἐντελῶς ἐξαιρετικὸ καὶ μοναδικὸ χαρακτήρα τῆς προσφορᾶς του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ φανατικοὶ ἀντίπαλοί του ἀναγνωρίζουν τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν γνωστὸ συγγραφέα Νικήτα Δαβὶδ Παφλαγόνα, ὁ ὁποῖος στὸν Βίο τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου γράφει τὰ ἑξῆς, γνωστὰ σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου:
«Ἦν δὲ οὗτος (ὁ Φώτιος) οὐ τῶν ἀγενῶν τε καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα καὶ λίαν περιφανῶν σοφίᾳ τε κοσμικῇ καὶ συνέσει τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ στρεφομένων εὐδοκιμώτατος πάντων ἐνομίζετο. Γραμματικῆς μὲν γὰρ καὶ ποιήσεως, ρητορικῆς τε καὶ φιλοσοφίας καὶ δὴ καὶ ἰατρικῆς, καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήμης τῶν θύραθεν τοσοῦτον αὐτῷ τὸ περιϊὸν ὡς μὴ μόνον σχεδὸν φάναι τῶν κατὰ τὴν αὐτοῦ γενεὰν πάντων διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς παλαιοὺς αὐτὸν διαμιλλᾶσθαι. Πάντα γὰρ συνέτρεχεν ἐπ’ αὐτοῦ, ἡ ἐπιτηδειότης τῆς φύσεως, ἡ σπουδή, ὁ πλοῦτος, δι’ ὃν αὐτῷ καὶ νύκτες ἄυπνοι περὶ τὴν ἀνάγνωσιν ἐμμελῶς ἐσχολακότι»11. Ὁ διάδοχος ἐπίσης τοῦ μεγάλου ἐχθροῦ τοῦ Φωτίου πάπα Νικολάου Α’, πάπας Ἰωάννης Η’, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε εἰρήνευση στὶς σχέσεις Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς βέβαια νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ σχετικὰ προβλήματα, γράφει περὶ τοῦ Φωτίου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου: «Ἀναμανθάνομεν γὰρ σχεδὸν παρὰ πάντων τῶν πρὸς ἡμᾶς ἐκ τῶν αὐτόθι φοιτώντων τὸν ἄνδρα πᾶσι προτερήμασι τοῖς κατὰ Θεὸν κομᾶν. Τοῦτο μὲν σοφίᾳ καὶ συνέσει τῇ περὶ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάντων διαφέρειν· τοῦτο δὲ περὶ τὴν ἄλλην πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ ἐπιμέλειαν τῶν θείων ἐνταλμάτων ἀνεπαίσχυντον ἐργάτην διαβοώμενον. Καὶ οὐ δίκαιον ἐκρίναμεν εἶναι, τοιοῦτον καὶ τηλικοῦτον ἄνδρα καὶ ἄπρακτον διαμένειν»12.
Ὁ διάκονος καὶ ρήτωρ Ἰωάννης, σχολιαστὴς τοῦ βίου τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου, εὐνοϊκὰ διακείμενος πρὸς τοὺς ἀντιφωτιανοὺς «Ζηλωτὰς» γράφει: «Φώτιος τῆς συγκλήτου βουλῆς ἐτύγχανε τὸ πρωτεῖον ἐπιφερόμενος, διὰ τε τὸ πολὺ τοῦ λόγου καὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς γνώσεως καὶ ἅμα διὰ τὸ δεινὸν τοῦ νοὸς καὶ πρὸς τὸ συνθεῖναι καὶ σκευάσαι ἐπιτήδειον»13.
Ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους μνημονεύουμε ὅσα σημειώνει ὁ ἐκδότης τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» τοῦ Σιλβέστρου Συροπούλου γιὰ τὴν σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας R. Greyghton, στὰ ὁποῖα «Ἀπομνημονεύματα» ἔδωσε τὸν εὑρηματικὸ καὶ κατάλληλο τίτλο, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos (= «Ἀληθὴς ἱστορία ἑνώσεως μὴ ἀληθοῦς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Λατίνων»). Γράφει λοιπὸν περὶ τοῦ Φωτίου: «Γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων μὲ τὰ δικά τους μάτια καὶ ὄχι μὲ τῶν ἄλλων νομίζω ὅτι πρέπει νὰ συμφωνήσουν μαζί μου ὅτι οὐδέποτε σοφώτερος ἐν λόγοις, οὐδὲ περὶ τὴν τῶν πραγμάτων διοίκησιν συνετώτερος, οὐδὲ τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δικαίου ἐπιστημονικώτερος ἄλλος ἐπὶ τὸν θρόνον ἀνέβη, οὔτε πάπας ἐν Ρώμῃ, οὔτε πατριάρχης ἐν Κωνσταντινουπόλει»14. Ὁ Γάλλος ἐπίσης ἀββᾶς  Jaeger στὸ ἔργο του Historie de Rhotios (Paris 1854) περιγράφει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ τάλαντα τοῦ ἀνδρός: «Ὁ Φώτιος παρὰ τῆς φύσεως ἀθρόα ἔλαβε τὰ κάλλιστα τῶν δώρων, ὅσα ἐπεδαψίλευσέ ποτε αὕτη εἰς ἄνθρωπον θνητόν. Ὕψος διανοίας, βάθος μεγαλοφυΐας, ζωηρότητα πνεύματος, ἐπιμονήν, δραστηριότητα, φιλοδοξίαν καὶ δύναμιν θελήσεως, ἅμα μὲν εὐκαμπτοτέραν τοῦ χρυσοῦ, ἅμα δὲ τοῦ σιδήρου ἀκαμπτοτέραν. Ἐραστὴς ὢν τῶν γραμμάτων ἔνθερθμος διῆγε νύκτας ὅλας περὶ τὴν θεραπείαν αὐτῶν καὶ ἀπέβη ρήτωρ μὲν δεξιός, συγγραφεὺς δὲ ἔγκριτος ἔν τε τῷ πεζῷ καὶ ἐν τῷ ἐμμέτρῳ λόγω καὶ ἐνάμιλλος ἔστιν ὅτε τῶν ἀρχαίων ἀριστοτεχνῶν. Σπουδάσας ὅλας τὰς ἐπιστήμας τοῦ τε κατ’ αὐτὸν αἰῶνος καὶ τῶν προηγουμένων, ἀνεδείχθη καὶ περὶ αὐτὰς παντὸς ἄλλου καθυπέρτερος… Προσθέσατε εἰς ταῦτα ὄψιν εὐειδῆ, σχῆμα ἐμβριθὲς καὶ σῶφρον, ἦθος φαιδρόν, τρόπους προσηνεῖς καὶ ἀπερίττους, λεπτοτάτην εὐπροσηγορίαν, πάντα, ἁπλῶς εἰπεῖν, τὰ ἐξωτερικὰ ἐκεῖνα κοσμήματα, τὰ προσελκύοντα καὶ δελεάζοντα τοὺς ἀνθρώπους δι’ ἀνεκλαλήτου τινὸς χάριτος, καὶ θέλετε ἐννοήσει πῶς τὸ σύμπλεγμα τῶν τοσούτων λαμπρῶν καὶ σπουδαίων προτερημάτων περιεποίησεν εἰς τὸν Φώτιον παράδοξον ἐπὶ πάντων τῶν συγχρόνων ὑπεροχήν, διότι εἶχεν εἰς ὕπατον βαθμὸν τὴν τύχην τοῦ νὰ ἀγαπᾶται ὑπὸ τῶν φίλων καὶ νὰ καθιστᾶ αὐτοὺς πιστοὺς τῶν ἑαυτοῦ συμφερόντων συμμάχους»15.
Ἀπὸ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ἱστορικοὺς περιοριζόμαστε νὰ ἀναφέρουμε δύο, ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς γενικῆς Πολιτικῆς Ἱστορίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καταξιωμένους ἀμφοτέρους καὶ κατέχοντας ἀναμφισβήτητο ἐπιστημονικὸ κῦρος, ἐνῶ ὑπάρχουν πάμπολλοι ἄλλοι ἐπιστήμονες, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, ποὺ ἐκφράζονται μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Φωτίου. Τὶς γνῶμες τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτούς, θετικὲς καὶ ἀρνητικές, συγκέντρωσε σὲ μελέτη του ὁ λόγιος μητροπολίτης Ἡλιουπόλεως καὶ Θείρων Γεννάδιος μὲ τίτλο «Αἱ περὶ τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου κρίσεις τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς μας»16. Γράφει λοιπὸν γιὰ τὸν Φώτιο ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος: «Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ὁ Φώτιος ὑπῆρξεν ἄνθρωπος ἔξοχος. Μεταξὺ τοῦ πρώτου Κωνσταντίνου, τοῦ δόντος ἀφορμήν εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ ἀνατολικοῦ κράτους, καὶ τοῦ τελευταίου, τοῦ ὁποίου πεσόντος ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς Κωνσταντινουπόλεως συγκατέπεσε καὶ τὸ κράτος ἐκεῖνο, ἐν τῷ διαστήματι ἐτῶν 1000, οὐδὲν ἄλλο ὄνομα διέλαμψε λαμπρότερον ἐπὶ τοῦ ἱστορικοῦ ἡμῶν στερεὼματος ἢ τὸ τοῦ Φωτίου ὄνομα, ὅστις ἐν τῷ μέσῳ ἱστάμενος τῶν δύο Κωνσταντίνων, ὧν ὁ εἷς ἐκπροσωπεῖ τὴν ἀρχήν, ὁ δὲ τὸ ὁριστικὸν τέλος τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὑπὲρ πάντα ἄλλον συνετέλεσεν εἰς τὴν διάπλασιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τούτου»17. Ὁ ἐκκλησιαστικός, ἐπίσης ἱστορικός, καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1923-1938) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, γράφει: «Διὰ τοῦ πολυυμνήτου ἐκείνου ἀγῶνος ὁ Φώτιος ὑπῆρξε νέας ἱστορικῆς ἐποχῆς δημιουργός, ἐν ᾗ ἐξέχει ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, διὰ τῆς ὁποίας ἐσελαγίσθη ὁ μεσαιωνικὸς Ἑλληνισμὸς πρὸς νέαν καθοδηγηθεὶς πνευματικὴν ζωὴν καὶ ἀνάπτυξιν… Καθὼς ὁ Πλάτων τῶν διαυγῶν καὶ κλασσικῶν ἡμερῶν τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, οὕτω καὶ ὁ Φώτιος ὑπῆρξε κατὰ τοὺς μέσους χρόνους μέγα τι καὶ κολοσσιαῖον ἀνάστημα, ταμεῖον ἱερὸν τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων καὶ κιβωτὸς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, βιβλιοθήκη ζῶσα τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καὶ ἐπιστήμης… ἥ τε φιλολογία καὶ ἡ θεολογία ἔλαβον παρὰ τοῦ Φωτίου τὴν ἰσχυρὰν παρώθησιν πρὸς τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξιν, δι’ ἧς ἐμορφώθη ὁ νεώτερος Ἑλληνισμός»18.
Ἂς προσθέσουμε, τέλος, καὶ τὴν γνώμη τοῦ νεωτέρου μεγάλου Ἁγίου καὶ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ μικρὴ μελέτη του μὲ τίτλο «Τίνες οἱ λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου» συμπεραίνει:
«Ἡ στάσις τοῦ Φωτίου καὶ τὰ ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας προπύργια τοῦ Φωτίου ἐξησφάλισαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸ μετὰ ταῦτα, οἱ δὲ κατὰ καιροὺς πρόμαχοι αὐτῆς ἔνθεν ὠχυροῦντο ὄπισθεν τῶν προμαχώνων τούτων, ἑτέρωθεν δὲ ἐλάμβανον τοὺς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Φωτίου ἀγῶνας ὡς παράδειγμα ἀξιομίμητον. Ἐὰν ἡ Ἀνατολὴ δὲν ὑπετάγη τῇ Δύσει, ὀφείλεται τῷ Φωτίῳ. Διότι ἐὰν ὁ Φώτιος ἐμιμεῖτο τὸν Ἰγνάτιον, δὲν συνεκρότει δὲ τὴν Η’ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἅπασα ἡ Ἀνατολὴ θὰ ὑπετάσσετο τῷ Πάπα. Ὁ Φώτιος, οὐ μόνον ἀνέτρεψε τὰ ἐπὶ Ἰγνατίου γενόμενα καὶ ἔστησε τὸ ἑαυτοῦ ὀρθόδοξον ἵδρυμα, ἀλλὰ καὶ τὴν Βουλγαρίαν αὐτὸς ἔσωσε τῆς ἑτεροδοξίας καὶ ἐὰν οἱ Βούλγαροι διέσωσαν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ταύτην ὀφείλουσι τῷ Φωτίῳ. Ἰδοὺ οἱ λόγοι, δι’ οὓς οἱ Παπικοὶ πνέουσι μένεα κατὰ τοῦ Φωτίου. Ἔχουσι δίκαιον, διότι ἐὰν δὲν ὑπῆρχε Φώτιος, ἀληθῶς δὲν θὰ ὑπῆρχε σχίσμα, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ Ἑλληνισμὸς καὶ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θὰ ὑπῆρχε πνευματικὴ δουλεία καὶ φρόνημα θρησκευτικὸν καὶ ἐθνικὸν πεπλανημένον. Ὁ Φώτιος περιέσωσεν ἀμφότερα καταπολεμήσας τὴν Δυτικὴν ἐπιδρομήν»19.

Ἐπίλογος
Ὡς ἐπίλογο ἐπιθυμῶ νὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς σκέψεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσουν ζωηρά. Ὁ Μ. Φώτιος βλέπει τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀθροιστικὰ καὶ ἀδιαίρετα, ἑνωτικὰ θὰ λέγαμε, κατὰ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, ὅπως διαμορφώθηκε διαχρονικὰ καὶ κατὰ τὴν προχριστιανικὴ καὶ κατὰ τὴν χριστιανικὴ μακροχρόνια περίοδο. Οἱ οὐτοπικὲς διαιρετικὲς ἀπόπειρες τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου καὶ τοῦ Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστοῦ ἀποκρούσθηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πλέον συνείδηση καὶ ἀπέτυχαν. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ ὠφέλησε τὸν Ἑλληνισμό· οὐσιαστικὰ τὸν διέσωσε. Αὐτὸ σήμερα τείνει νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ ἐκλείψει· ἰδιαίτερα τὶς τελευταῖες δεκαετίες καταβάλλονται συντονισμένες καὶ σχεδιασμένες προσπάθειες ἀποχριστιανισμοῦ τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀπὸ κομματικοὺς κύκλους ἀθέων καὶ ἐκκλησιομάχων, χωρὶς ἀποτελεσματικὴ ἀντίδραση οὔτε ἀπὸ τὰ θεωρούμενα φιλικὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία κόμματα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἀφήσουμε νὰ ἀφανισθοῦν ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ χωνευτήρι τοῦ Δυτικοῦ τοῦ Φραγκολατινικοῦ πολιτισμοῦ;
Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση εἶναι ὅτι δυστυχῶς ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν πολιτιστικὴ διείσδυση, σ’ αὐτὴν τὴν πολυποίκιλη ἐμφανῆ καὶ ἀφανῆ πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ Δύση, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, δὲν ἔχουν ἐμφανισθῆ ἡγέτες, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, μὲ συνείδηση ἱστορικῆς εὐθύνης γιὰ τὴν ἀποτροπὴ αὐτοῦ τοῦ κινδύνου. Πολλοὶ μάλιστα ἐργάζονται ἐνισχυτικὰ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Ὁ Μέγας Φώτιος δὲν ἐπεδίωξε νὰ ἐνταχθῆ στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἐπιτρέψει τὴν διείσδυση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ στὸ χῶρο τῆς Ρωμιοσύνης. Ἀγωνίσθηκε νὰ ἀποτρέψει αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ τὰ κατάφερε.
Καὶ τελειώνω μὲ μιὰ τρίτη ἐπισήμανση. Οἱ πρόγονοί μας ἐδημιούργησαν τὸν θαυμάσιο πολιτισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης τοῦ Βυζαντίου, κορυφαῖο, μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πολιτισμό. Αὐτὸν τὸν πολιτισμὸ ἐπέλεξαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν μὲ τὶς δικές τους σημαντικὲς συμβολὲς οἱ σλαβικοὶ λαοὶ καὶ ἡ Ρουμανία, μὲ συνέπεια, ὅπως διαπιστώνει ὁ Obolensky στὸ ὁμότιτλο ἔργο του, νὰ ὑπάρχει μία «Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία»20 λαῶν καὶ ἐθνῶν μὲ ἑνωτικὸ στοιχεῖο τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Δημιουργὸς ἀρχὴ καὶ ρίζα αὐτῆς τῆς ἰσχυρῆς κοινοπολιτείας εἶναι ὁ Φώτιος. Ἐμεῖς ἀντὶ νὰ ἐνισχύσουμε τοὺς δεσμούς μας μὲ αὐτοὺς τοὺς ὁμοδόξους λαούς, ἔχουμε δυστυχῶς στραμμένα τὰ μάτια μας πρὸς τὴν Δύση, πρὸς τὸν πάπα καὶ πρὸς τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι διαχρονικὰ μᾶς ἀποδέχονται μόνον ἂν φραγκέψουμε. Παλαιότερα εἶχα γράψει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Φραγκέψαμε»21. Φίλος Ἁγιορείτης μοναχὸς μὲ συνεβούλευσε ὅτι ἴσως καλύτερα θὰ ἦταν ὁ τίτλος νὰ εἶχε καὶ ἐρωτηματικό, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουν ὅλα φραγκέψει, κάτι ἔχει ἀπομείνει. Σήμερα πιστεύω μὲ τὴν ταχύτατη πορεία τῶν πολιτιστικῶν καταστροφικῶν διεργασιῶν ὅτι δὲν χρειάζεται ἐρωτηματικό, ὅτι ὄχι μόνο ἡ παιδεία μας, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὸν ἄκριτο φιλοπαπισμό, μὲ τὰ πρωτοφανῆ ἀντικανονικὰ καὶ ἀνορθόδοξα ἀνοίγματα πρὸς τὸ Βατικανὸ καὶ πρὸς τὸ προτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβοὺλιο Ἐκκλησιῶν, ἔχουν δυστυχῶς φραγκέψει. Πολιτιστικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεικνυόμαστε ἀνάξιοι κληρονόμοι τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων.

____________________________________
1. Πρακτικὰ ΙΕ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου «Μέγας Φώτιος», Ιερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995.
2. Θεσσαλονίκη 1994.
3. Αὐτόθι, σελ. 27-28. Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρων ἑόρτιος τόμος γιὰ τὰ 1100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φωτίου ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη πρῲην Θυατείρων Μεθόδιο Φούγια ὡς 10ος τόμος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Θεολογικῆς Ἐπετηρίδος ποὺ ἐκδίδει μὲ τίτλο «Ἐκκλησία καὶ Θεολογία», μὲ ἐξαιρετικὲς ἐπιστημονικὲς συμβολές· Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 10 (1989-1991). Στὸν ἴδιο τόμο ὑπάρχει ἐξαντλητικὴ και ἄριστη βιβλιογραφία γιὰ τὸν Μέγα Φώτιο παρατιθέμενη χρονολογικά, τὴν ὁποία ἑτοίμασε ἀξιεπαίνως ὁ πρωτοπρεσβύτερος - καθηγητὴς π. Γεώργιος Δράγας (1561-1990): Protopresbyter Dr George Dragas, “Towards a complete Bibliographia Photiana in chronological progression, with an Index to autors”, σελ. 531-669.
4. Β. Τατάκη, «Φώτιος ὁ μεγάλος ἀνθρωπιστής», στοῦ ἰδίου Μελετήματα Χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι 1967, ἐκδ. οἶκος «Ἀστήρ», σελ. 105: «Ὁ κύριος τόνος ποὺ χαρακτηρίζει τη σοφία του δὲν παύει νὰ εἶναι ὁ φιλολογικός. Εἶναι ἕνας μεγάλος, πολὺ μεγάλος λόγιος».
5. Γιὰ τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Φωτίου βλ. Π. Χρήστου, «Τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου», εἰς Πρακτικὰ ΙΕ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης, ἔνθ. ἀνωτ., σσ. 537-556.
6. Τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Νικολάῳ, Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης: «Τοιοῦτος γὰρ χορὸς τῆς ἐμῆς οἰκίας ἦν ὁ χορός. Ἐξιόντι δὲ πάλιν πρὸς τὴν βασίλειον πολλάκις αὐλὴν αἱ προπεμπτήριοι τῶν εὐχῶν καὶ τοῦ μὴ βραδύνειν ἡ προτροπή· ἦν γὰρ μοι καὶ τοῦτο γέρας ἀφωσιωμένων ἐξαίρετον, τὸ μέτρον ἔχειν τὴν βούλησιν τῆς ἐν τοῖς βασιλείοις διατριβῆς. Ἐπανιόντι δὲ πάλιν πρὸ πυλῶν ἱστάμενος ὁ σοφὸς ἐκεῖνος ὑπήντα χορός». Εἰς Ἰ. Βαλέτα, Φωτίου τοῦ σοφωτάτου καὶ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιστολαί, Λονδῖνον 1864, σσ. 146-165. Νεώτερη ἔκδοση B. Laourdas - L. G. Westering, Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, I. Epistularum pars prima, Teubner· Leipzig 1983, Ἐπιστολὴ 290, σελ. 50 ἑἑ.
7. Σχετικὰ μὲ τὸ Λεξικὸ βλ. L. Politis, «Die Handschriftensammlung des Klosters Zaborda und die neuaufgefundene Photios Handschrift», Philologus 105 (1961) 136-144. Κ. Τσαντσάνογλου, «Τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου. Χρονολόγηση, χειρόγραφη παράδοση», Ἑλληνικὰ 17 (1967), παράρτημα 17. Chr. Theodoridis, Photii Patriarchae Lexicon, I: Α-Δ, De Gruyter, Berlin 1982.
8. Βλ. ὑποσημείωση 4 τῆς παρούσης.
9. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος ἀνθρωπιστής;», Θεοδρομία 9 (2007) 10-27.
10. Ἡ πολυσήμαντη αὐτὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Φωτίου «Πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» ἐδημοσιεύθη πολλάκις. Βλ. τὸ κείμενο εἰς PG 102, 721-741 καὶ εἰς Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 1, Ἀθῆναι 1960, σελ. 321-330.
11. Βίος Ἰγνατίου PG 105, 509.
12. August 16th, 879, Mansi XVII, 396-408.
13. Λόγος εἰς τὸν βίον Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου, PG 105, 968-969.
14. Robertus Greygthon, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive Concilii Florentini exactissima Narratio Graece scripta per Sylvestrum Sgyropoulum, Hage - Comitis, MPCLX, σελ. 34, Praefatio.
15. Βλ. τὸ παράθεμα εἰς Στ. Σάκκου, «Τὸ φῶς ἑνὸς σοφοῦ», εἰς ἑόρτιο τόμο «Ἐκκλησία καὶ Θεολογία», ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 506, ὑποσημ. 1.
16. Ὀρθοδοξία 30 (1956) 37-68.
17. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. 4, σ. 611.
18. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς δράσεως τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 39.
19. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, «Τίνες οἱ λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου», Θεοδρομία 3 (2001) τεῦχος 2, Ἀπρ. - Μάϊος, σελ. 29-32.
20. Dimitri Obolensky, Ἡ Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία, τόμοι α’ καὶ β’, ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
21. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994.
ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ ΙΕ' ΤΕΥΧΟΣ 2 ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2013

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗ
Εἰσαγωγικά
IMG_4684[1]Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης», προβάλλει στην ἱστορία τῆς Παιδαγωγικῆς ὡς ἐπιφανής παιδαγωγός καί ψυχολόγος τοῦ ἀνθρώπου(1). Ἀνήκει στή χορεία τῶν θεμελιωτῶν τῆς Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς. Μέ τή διδασκαλία του γιά τήν ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου ὁροθέτησε ἕνα ὁλοκληρωμένο παιδαγωγικό σύστημα. Τοῦτο μποροῦσε, λόγῳ τῆς ἀνθρωπολογικῆς, ψυχοπαιδαγωγικῆς και πνευματικῆς του θεμελίωσης, νά ἀντιμετωπίζη ὄχι μόνο τά προβλήματα τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά νά διαφωτίση καί ζητήματα διαπαιδαγώγησης τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδαγωγική τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει χαρακτήρα διαχρονικό καί ἐπίκαιρο.
Κάθε παιδαγωγικό σύστημα εἶναι δημιούργημα τῆς ἐποχῆς, στήν ὁποία ἔζησε ὁ παιδαγωγός πού τό συγκρότησε καί ἀπό τήν ὁποία ἐνεπνεύσθη τήν παιδαγωγική θεωρία πού τό διέπει. Ἡ παιδαγωγική τοῦ Χρυσοστόμου στοιχεῖ στίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς του καί ἀντανακλᾶ τήν ὅλη πνευματική καί πολιτισμική της ἀτμόσφαιρα. Ἡ περίοδος, στήν ὁποία ἔζησε (344/354 – 407), 4ος μ.Χ. αἰώνας, χαρακτηρί-ζεται ἀπό τούς ἱστορικούς ὡς ἐποχή μεγάλων κοινωνικῶν, πολιτικῶν καί πνευματικῶν ζυμώσεων, ὡς περίοδος κοσμογονικῶν ἐξελίξεων στό ἀχανές κράτος τῆς Ρώμης καί ἰδιαίτερα στήν περιοχή τῆς Μεσογείου. Ἡ μετακίνηση καί ἡ πολεμική σύγκρουση διαφόρων λαῶν, ἡ ἔντονη πνευματική ἀνησυχία, ἡ ἠθική κατάπτωση τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου καί ταυτόχρονα οἱ ἀναγεννητικές τάσεις στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀνάπτυξη τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους ἀπηχοῦν ἐσώτερες κοινωνικές καί πολιτισμικές ἀλλαγές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Στή διδασκαλία του ὁ ἱερός Χρυσόστομος προβάλλει καί σκιαγραφεῖ ἔντονα τίς ἀρνητικές πλευρές τῆς τότε χριστιανικῆς κοινωνίας καί μελετᾶ τό ὑπόστρωμα μιᾶς ὁσημέραι αὐξανόμενης θρησκευτικῆς παθογένειας(2).
Ἐκείνη τήν κρίσιμη ἐποχή ἡ χριστιανική διδασκαλία εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί ἰδιαιτέρως στά εὐρύτερα λαϊκά στρώματα. Θέματα σημαντικά καί ταυτόχρονα ἑλκυστικά, πού προέβαλλε ἡ χριστιανική παιδεία, ὅπως ἐκεῖνα γιά τήν μοναδική ἀξία τῆς ψυχῆς καί τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, γιά τίς ἀδελφικές σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά τίς ἰσότιμες σχέσεις τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, γιά τή δύναμη τῆς παιδαγωγικῆς λειτουργίας τῆς οἰκογένειας, γιά τή μεγάλη σημασία τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν, ὅλα αὐτά τά ζητήματα, μέσω τῆς διδασκαλίας, ἀνεμόρφωσαν σταδιακά τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ δυναμική αὐτή τῆς κοινωνικῆς παιδείας διεπότισε ὅλους σχεδόν τούς τομεῖς τῆς δημόσιας καί τῆς ἰδιωτικῆς δραστηριότητας·  τή νομοθεσία, τή διοίκηση, τά ἤθη καί τά ἔθιμα, τήν ἐκπαίδευση τῶν νέων. 
Τή χρονική αὐτή περίοδο μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινῶντας ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί βάσει τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, ἐμελέτησαν θεμελιώδη θέματα τῆς ἀγωγῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου. Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς πνευματικές ζυμώσεις διαμορφώθηκε μία γόνιμη πολιτισμική – παιδευτική ἀτμόσφαιρα πού λειτούργησε ὡς πνευματική μήτρα, ὅπου ἐκυοφορήθη ὁ πυρήνας τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς»(3).
Ὁ Χριστιανισμός, ὡς «παιδαγωγοῦσα θρησκεία»(4), στήν ἀρχή μέ τή διδασκαλία τοῦ πρώτου καί Μεγάλου Παιδαγωγοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς παιδαγωγικές θέσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τή διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου(5), καί στή συνέχεια μέ τή διδασκαλία τῶν μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας ἱερῶν διδασκάλων τῆς χρυσῆς ἐκείνης περιόδου, ὀργάνωσε ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα Παιδαγωγικῆς.
Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (2ος αι.) με τον «Παιδαγωγό» (6), ὁ Μέγας Βασίλειος (+379), ὁ ἱερός Χρυσόστομος (+407), ὡς ἐκκλησιαστικός διδάσκαλος, συγγραφέας καί λαϊκός ἱεροκήρυκας(7), ὁ Ἱερώνυμος (+420), ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (+430), ἀσχολήθηκαν μέ πρωτεύοντα θέματα τῆς Παιδαγωγικῆς. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (+386) μέ τίς«Κατηχήσεις»(8), ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης (+394), μέ τό ἀνθρωπο-λογικό του ἔργο, καί ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος, μέ τήν ἰδιαίτερης ψυχοπαιδαγωγικῆς σημασίας πραγματεία «Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου» (τέλη τοῦ 4ου αἰώνα)(9), ἔδωσαν νέα ὤθηση στή «Συμβουλευ-τική» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὅλοι οἱ προαναφερθέντες διδάσκαλοι μέ τή θεωρία καί τό πρακτικό τους ἔργο συνετέλεσαν στήν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς»(10). Διετύπωσαν θεωρίες, ἀλλά ταυτόχρονα ἀνέλυσαν καί στρατηγικές, περιέγραψαν τίς μεθόδους καί τά μέσα τῆς παιδευτικῆς παρέμβασης, σχεδίασαν πρότυπα διδασκαλίας καί συμβουλευτικῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐάν ἐρευνήσουμε τήν ἱστορική πορεία, ἀλλά καί τήν οὐσία τοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανικῆς παιδαγωγικῆς, θά διαπιστώσουμε πώς αὐτή λειτούργησε διαχρονικά, μεταδόθηκε ἀπό γενιά σέ γενιά καί τά διδάγματά της ἐφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα ἀνόθευτα καί ἀναλλοίωτα μέσα στήν πνευματική μας παράδοση. Σέ τοῦτο συνέβαλαν κυρίως οἱ ἐκπρόσωποι τῆς «Φιλοκαλικῆς Ἀναγέννησης» καί οἱ ἐπίγονοί τους. Τή Χριστιανική Παιδαγωγική ἐδίδαξαν μεγάλοι διδάσκαλοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί οἱ πνευματικοί πατέρες καί παιδαγωγοί τῶν ἡμερῶν μας, μεταξύ τῶν ὁποίων οἱ ὅσιοι Γέροντες Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, Σωφρόνιος τοῦ ἔσσεξ, ὁ π. Ἰάκωβος καί ὁ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης(11).
Στό ἔργο καί τή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου παρατηροῦμε μιά ἁρμονική σύνθεση τῆς «χριστιανικῆς φιλοσοφίας», ὅπως ὁ ἴδιος τήν χαρακτηρίζει, μέ τήν ἑλληνική παιδεία, ὅπου στή συνάντηση αὐτή καμία ἀπό τις δύο αὐτές ἔννοιες δέ νοθεύτηκε, ἀλλά διατήρησαν καί οἱ δύο τήν αὐθεντικότητά τους(12).
Στήν ἐφαρμοσμένη παιδαγωγική τοῦ Ἁγίου διακρίνουμε ἕνα ὑπόβαθρο δυναμικῆς πού τροφοδοτοῦν τά βιώματα καί αἱ εἰκόνες τῆς παιδικῆς καί νεανικῆς του ἡλικίας· εἶναι οἱ εἰκόνες τοῦ μητρικοῦ ἀρχέτυπου, τῆς ἁγίας Ἀνθούσας, καί τῶν σοφῶν διδασκάλων του, πού λειτουργοῦν ὡς πηγές παιδαγωγικῆς ἔμπνευσης(13).
Οἱ παιδαγωγικές καί ψυχολογικές ἀπόψεις τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστό-μου εἶναι ἐγκατεσπαρμένες σέ ὅλες σχεδόν τίς ὅμιλίες του. Ὑπάρχουν ὅμως καί ὁρισμένες ὁμιλίες, στίς ὁποῖες ἐμπεριέχεται ἐκτενέστερα ἡ περί διαπαιδαγωγήσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία του:
Ὁμιλία εἰς τό «χήρα καταλεγέσθω …» Migne P.G. 51, 329.
Ὁμιλία «περί τῆς Ἄννης» Α΄ καί Γ΄      Migne P.G. 54, 674.
Ὁμιλία ΚΑ΄ «εἰςτήνπρόςἘφεσίους»      Migne P.G. 62, 149.
Ὁμιλία Θ΄ «εἰς Α΄ πρός Τιμόθεον»        Migne P.G. 62, 545.
Ὁμιλία ΚΖ΄ «περί παίδων ἀνατροφῆς» Migne P.G. 63, 763.
Λόγος Γ΄ «εἰς πιστόν πατέρα»                Migne P.G. 47, 356.
Ὁμιλία ΚΑ΄ «εἰς τό κατά Ματθαῖον»     Migne P.G. 58.
Ὁμιλία «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα», ΕΠΕ, 30, 620–700. Ἡ γνησιότητα τῆς πραγματείας ἀμφισβη-τεῖται ἀπό ὁρισμένους μελετητές(14).
α. Θεωρία τῆς ἀγωγῆς
Τό ἀνθρωπολογικό ὑπόβαθρο, ὁ σκοπός τῆς ἀγωγῆς 
Οἱ διάφορες μορφές τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἀνά τούς αἰῶνες ἀπέτυχαν νά ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπο, μέσω ἀνθρωποκεντρικῶν σχημάτων παιδείας, στήν πνευματική καί ἠθική του ὁλοκλήρωση. Τά παιδευτικά αὐτά σχήματα χαρακτηρίζονται ἀπό μία μονομερῆ προσπάθεια νά ἐξυψώσουν τό ἀνθρώπινο πνεῦμα στήν κριτική καί ὀρθολογική του διάσταση μέ τή βοήθεια τῶν κλασσικῶν σπουδῶν.
Στόν Ἑλληνικό ἀνθρωπισμό παρατηροῦμε πώς σκοπός τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου καί γενικώτερα τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας ἦταν ὁ ἐξανθρωπισμός τοῦ ἀνθρώπου· ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου – πολίτη, τοῦ «καλοῦ κἀγαθοῦ», μέ τήν ἀνάπτυξη τῶν σωματικῶν, ψυχικῶν καί πνευματικῶν λειτουργιῶν καί ἱκανοτήτων πού ἐνυπάρχουν σ’ αὐτόν(15).
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐσπούδασε σέ Ἑλληνικές σχολές καί ἐμελέτησε τά κείμενα τῆς κλασσικῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας. Ἔζησε καί ἀφομοίωσε τούς παιδευτικούς θησαυρούς τῆς ἀρχαιότητας, οἱ ὁποῖοι τοῦ προσέφεραν σημαντικό ὑλικό γιά τήν ὀργάνωση τοῦ παιδαγωγικοῦ του συστήματος.
Ὁ Χρυσόστομος ἀνεδείχθη μέγας ἀνθρωπολόγος καί παιδαγωγός. Ἀγάπησε ἰδιαιτέρως, ἐθαύμασε καί ἐσεβάσθη τόν ἄνθρωπο καί τίς τραγικές στιγμές τῆς ζωῆς του, ὅπου συγκρούονται ἡ χαρά μέ τή θλίψη καί τόν πόνο. Ἀτενίζει ὅμως τόν ἄνθρωπο, τό ὑποκείμενο τῆς ἀγωγῆς, μέ δέος. Προβληματίζεται καί διερωτᾶται· τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Θέλει νά προσεγγίσει μέ τήν ἔρευνά του τά ἄδυτα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ. Διακηρύσσει ὅτι: «οὐδέ αὐτῆς τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τήν οὐσίαν ἴσμεν καλῶς»(16).
Προκειμένου νά διατυπώση τό σκοπό τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιχειρεῖ νά ὁροθετήση τίς διαστάσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: «Ἄνθρωπός ἐστι τό περισπούδαστον τοῦ Θεοῦ ζῶον· κἄν δοῦλος ᾖ, οὐκ ἔστι μοι εὐκαταφρόνητος … κἄν εἷς ᾖ, ἄνθρωπός ἐστι»(17). Σέ ἄλλες του ὁμιλίες ἐπίσης παρατηρεῖ: « Εἰκών γάρ τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος»(18)«Τῆς κτίσεως γάρ ἁπάσης τιμιώτερον ἄνθρωπος»(19)« … τό ἀρχέτυπον διατηρῶν καί τόν χαρακτῆρα τόν βασιλικόν οὐ λυμαινόμενος (= χωρίς νά κακοποιῆ)»(20).
Ὁ Χρυσόστομος, ὡς ἀνθρωπολόγος, ἀναλύει στά ἔργα του τό μεγαλεῖο ἀλλά καί τήν ἀθλιότητα, ὅπως ἐπίσης καί τήν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθῆ ἀνεξάρτητα ἀπό τή θεία προέλευσή του (εἰκών γάρ τοῦ Θεοῦ) καί ἀπό τή δυναμική τοῦ ὑπερφυσικοῦ σκοποῦ, τόν ὁποῖο ἔχει κληθῆ νά πραγματώσει (τό ἀρχέτυπον διατηρῶν). Ἐρευνᾶ τόν ἄνθρωπο «συστηματικά», ὅπως ἄλλωστε ἐξετάζει αὐτόν καί ἡ Ἁγία Γραφή: ἐξετάζει τήν προσωπικότητά του ὡς σύνολο, ὡς σύστημα, σέ σχέση δηλαδή μέ τήν παιδεία, τήν τέχνη, τήν πολιτισμική παράδοση, τήν ἐθνική καί τήν κοικωνική ζωή.
Ἡ παιδαγωγική ἀνθρωπολογία τοῦ Χρυσοστόμου στρέφεται μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στήν ἔννοια καί τήν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, πού ἀποτελεῖ τό ὑποκείμενο τῆς ἀγωγῆς. Τήν παρατηρεῖ καί τήν ἐξετάζει ὡς μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ὀντότητα καί ὄχι ὡς τυχαία παρουσία μέσα στήν αἰώνια πορεία τοῦ κόσμου. Βλέπουμε πώς δέν περιορίζει ἀσφυκτικά τόν ἄνθρωπο στά πλαίσια τοῦ φυσικοῦ κόσμου· τόν βλέπει ὡς «τέκνον Θεοῦ», προβάλλει τίς θεῖες καταβολές του («τόν χαρακτῆρα τόν βασιλικόν»), οἱ ὁποῖες τόν ὠθοῦν δυναμικά πρός τό ἀρχέτυπόν του, τόν Χριστό. Σύμφωνα με τη διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου, ἄνθρωπος εἶναι «ὁ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διασώζων»)(21).
Μέσα σ’ αὐτό τό ἀνθρωπολογικό πλαίσιο ἰδιαίτερη θέση κατέχει ὁ νέος ἄνθρωπος, τό παιδί καί ὁ ἔφηβος: «Μεγάλην παρακαταθήκην ἔχομεν τά παιδία»(22). Σ’ ἐκείνη τήν εὔθραυστη ἡλικιακή περίοδο οἱ γονεῖς εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν ὑπεύθυνοι γιά τήν ὑγιῆ καί ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη τῆς παιδικῆς προσωπικότητας, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν διαδικασία τῆς ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ. Αὐτή εἶναι μιά σκόπιμη, συστηματική καί ἔλλογη λειτουργία. Κατά τόν προγραμματισμό της, ἐπιλέγονται οἱ μέθοδοι καί τά μέσα πού θά χρησιμοποιηθοῦν, ὅπως ἐπίσης καί οἱ ἀρχές πού θά συγκροτήσουν τό θεωρητικό – φιλοσοφικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο θά  πραγματωθῆ τό ἔργο τῆς ἀγωγῆς. Ἑπομένως, κατά τόν Χρυσόστομο, ἡ ἀγωγή εἶναι σπουδαιοτάτη τέχνη: «Τῆς τέχνης ταύτης οὐκ ἔστιν ἄλλη μείζων. Τί γάρ ἴσον τοῦ ρυθμίσαι (= τῆς διαπαιδαγώγησης) ψυχήν και διαπλάσαι νέου διάνοιαν;»(23.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν Γ΄ ὁμιλία «εἰς τήν Ἄνναν» προβάλλει δύο τύπους καί μορφές ἀγωγῆς μέ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη σκοποθεσία: α) Τήν κοσμική ἀγωγή καί ἀνατροφή τοῦ νέου ἀνθρώπου, πού ἔχει ὡς σκοπό νά παρωθῆ τό νέο στήν κατάκτηση τοῦ πλούτου, τῆς λάμψης, τῶν ἡδονῶν καί τῶν ἀπολαύσεων. Πρόκειται γιά μία παιδεία ἑδραιωμένη στήν ὑλική ἐγκόσμια ὑπόσταση τῆς ζωῆς, στήν αἰσθητηριακότητα τοῦ ἀνθρώπου, καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι μία μορφοποιός πορεία πού ὁδηγεῖ στόν κόσμον τοῦ ἐφήμερου, δηλαδή σέ μία«πανήγυρη». «Ὅταν ὅμως τελειώση ἡ πανήγυρη καί σβήσουν τά φῶτα, οἱ ἄνθρωποι μένουν ἔρημοι ἀπό κάθε χαρά καί εὐχαρίστηση, σά νά εἶδαν ἕνα εὐχάριστο ὄνειρο».
β) Περιγράφει καί ἀναλύει μία ἄλλη μορφή ἀγωγῆς, τήν ὁποία ἐπικροτεῖ καί υἱοθετεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος· τήν χριστιανικήν διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ τό νέο, πού ἔχει «ψυχήν καθαράν καί σωφρονοῦσαν διάνοιαν», πέραν τῶν ἐφήμερων ἐντυπώσεων, στήν αἰωνιότητα. Σ’ αὐτή τήν πνευματική πορεία πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν «ἄνω πολιτείαν» μποροῦν νά μετέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πέρα ἀπό κάθε φυσικό ἐμπόδιο, καί οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες καί οἱ νέοι καί οἱ γέροντες καί οἱ δοῦλοι καί οἱ ἐλεύθεροι (προσφορά ἴσων εὐκαιριῶν γιά παιδεία).
Θερμά παρακαλεῖ καί παρωθεῖ τούς γονεῖς ὁ Χρυσόστομος: «Δέν παύω νά σᾶς παροτρύνω καί νά σᾶς παρακαλῶ καί νά σᾶς ἐξορκίζω: πρό παντός ἄλλου ἀναθρέψατε μέ τόν κατάλληλο τρόπο τά παιδιά σας» (24).
Ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, κατά τόν Χρυσόστομο, εἶναι: ἡ διαμόρφωση τοῦ παιδιοῦ σέ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, «τό καθ’ ὁμοίωσιν ἀποδιδοῦσα» (25). Ἔτσι, μέ τόν «καλλωπισμό τῆς βασιλικῆς εἰκόνας» πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, θά ἐμφυτευθοῦν στήν ψυχή του θεῖες ἰδιότητες, ἡ ἀγαθότης, τό ἀόργητον, τό ἀμνησίκακον, τό εὐεργετικόν καί φιλάνθρωπον.
Σέ ἄλλη περίπτωση συμβουλεύει τόν πατέρα: «θρέψον ἀθλητήν τῷ Χριστῷ καί ἐν κόσμῳ ὄντα δίδαξον εὐλαβῆ ἐκ πρώτης ἡλικίας»(26).
Ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς καί παιδείας ὑπερβαίνει τήν ἐγκόσμια προοπτική καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ πορεία πνευματική, Θεανθρωποκεντρική καί Χριστοκεντρική. Ἡ χριστιανική δηλαδή ἀγωγή ὠθεῖ τό νέο ἄνθρωπο στον ἁγιασμό καί τήν πνευματική τελείωση, σύμφωνα μέ τήν «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» φύση του. Ἡ πνευματική αὐτή πορεία εἶναι ἕνας ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου πού διεξάγεται «διά βίου»· στήν ἀρχή ὡς «ἑτεροαγωγή», δηλαδή ὡς μία μορφή καθοδήγησης ἀπό τόν παιδαγωγό καί τούς γονεῖς καί στή συνέχεια ὁλοκληρώνεται ὡς «αὐτοαγωγή» καί «αὐτοπαίδευση», ὅπου παιδαγωγός και παιδαγωγού-μενος ταυτίζονται.
Ἡ χριστιανική ἀγωγή ἀποσκοπεῖ στήν ὑποβοήθηση τοῦ ἀνθρώπου νά διαμορφώση σωστή φιλοσοφία ζωῆς καί νά ἐπιτύχη ὀρθό προσανατολισμό τῶν ἐπιγείων ἐπιδιώξεών του. Ἔτσι, βλέπουμε πολλές φορές στούς λόγους τοῦ Χρυσοστόμου ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος νά ἀποκαλῆται καί «φιλόσοφος». Καί τοῦτο, γιατί μέσω τῶν ἱερῶν βιωμάτων καί τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα ἔχει φθάσει σέ ὑψηλό ἐπίπεδο αὐτοσυνειδησίας, δηλαδή ἔχει κατακτήσει τήν «φιλοσοφία τήν ἄνω», τήν πραγματική δηλαδή φιλοσοφία(27).
Ὁ ἐν Χριστῷ φιλοσοφῶν εἶναι ἱκανός νά ἱεραρχῆ ὑπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας τίς ἀξίες καί τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, νά ἐπιλέγη καί νά ἀξιοποιῆ ἐν μέτρῳ τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή καί νά ἀπελευθερώνεται ἔτσι ἀπό κάθε κοσμική ἐξάρτηση. Εἶναι ὁ φιλόσοφος πού περιφρονεῖ τή δόξα καί τά χρήματα. Εἶναι ἀνώτερος φθόνου καί παντός πάθους. Κανένα τόπο δέν θεωρεῖ ὡς πατρίδα. Δέν ἔχει προσκόλληση σέ οἰκία. Αὐτός εἶναι ὁ φιλόσοφος, αὐτός καί ὁ πλοῦτος του: «οὐδέν ἔχει και πάντα ἔχει· πάντα ἔχει καί οὐδέν ἔχει»(28). Εἶναι ὁδοιπόρος στήν παροῦσα ζωή: «Οὐκ οἶσθα, ὅτι ἀποδημία ὁ παρών βίος; … Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλά ὁδίτης … Οὐκ ἔχει οὐδείς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστί. Τά παρόντα ὁδός ἐστι … πανδοχεῖόν ἐστιν ὁ παρών βίος»(29).
Σύμφωνα με τη χριστιανική παιδαγωγική, το παιδευτήριο, τό σχολεῖο δηλαδή τῶν πιστῶν, πρός ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητας, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἐντός αὐτῆς καί δι’ αὐτῆς τελεῖται ἡ χριστιανική ἀγωγή. Περιεχόμενο καί οὐσία τῆς ἀγωγῆς εἶναι ἡ «χριστιανική παιδεία», ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ κάποια μορφή πολυμάθειας ἤ μιά διαδικασία τυπικῆς μετάδοσης γνώσεων, ἀλλά οὐσιαστική διαπαιδαγώγηση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου καί«μετάληψιν ἁγιότητος»(30). Ἡ χριστιανική παιδεία εἶναι «φόβος» Θεοῦ: «Ἡ ὄντως σοφία καί ἡ ὄντως παίδευσις οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ’ ἤ ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος»(31).
Προβάλλοντας τό μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει ταυτόχρονα πώς μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἐπιθυμεῖ νά ἐμποδίση τούς γονεῖς νά μαθαίνουν στά παιδιά τους ρητορική, γράμματα, ἄλλες ἐπιστῆμες ἤ τέχνες (τεχνική ἐκπαίδευση)(32), ἀλλά πώς ἐπιθυμεῖ νά τούς ὑποδείξη νά μήν περιορίζουν τό ἐνδιαφέρον τους μόνο στά γράμματα καί τίς γνώσεις πού προσφέρει ἡ θύραθεν παιδεία(33).
Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τό θεμέλιο στήν ἀγωγή τοῦ νέου ἀνθρώπου θέτουν οἱ πρῶτοι παιδαγωγοί στή ζωή του, οἱ φυσικοί του παιδαγωγοί, οἱ γονεῖς. Ἡ παιδαγωγική τους συντελεῖ στήν ὀργάνωση τοῦ πυρήνα τῆς προσωπικότητας στά πρῶτα κρίσιμα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἡ οἰκογενειακή παιδαγωγική ἀποτελεῖ θεμελιώδους σημασίας θέμα στή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἱερός παιδαγωγός σέ πολλά σημεῖα τῶν λόγων του ἀναλύει τό θέμα αὐτό. Ὑπογραμμίζει δέ μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τή σπουδαιότητα τοῦ παιδευτικοῦ ρόλου τῶν γονέων, τοῦ πατέρα ἀλλά καί τῆς μητέρας, στό πλαίσιο τῆς ψυχοδυνα-μικῆς τοῦ οἰκογενειακοῦ συστήματος, ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Ὁ Χρυσόστομος διδάσκει πώς στό ἔργο τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν θά πρέπει νά μετέχουν ἐξίσου καί νά συνεργάζωνται καί οἱ δύο γονεῖς. Πρόκειται γιά ἄποψη πού προβάλλει καί ἡ σύγχρονη ψυχοπαιδαγωγική τῆς οἰκογένειας (Psychopédagogie familial, Familien–Pädagogik). Παρατη-ρεῖ σχετικά: «Ὥστε ἀμφοτέρων ἡμῖν ἐπιμελητέον τῶν παιδίων, καί μάλιστα ταῖς γυναιξίν, ὅσῳ καί τά πλείονα οἴκοι κάθηνται»(34). Σέ ἄλλο σημεῖο ὁμιλεῖ γιά τή δυναμική τῆς ἐν Χριστῷ οἰκογένειας: «Ἔνθα ἀνήρ καί γυνή καί παιδία καί τοῖς τῆς ἀρετῆς συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός»(35). Καί ἀλλοῦ προτρέπει: «Ἐκκλησίαν ποίησόν σου τήν οἰκίαν»(36). Ἡ συλλειτουργία τῶν δύο γονέων, ὡς παιδαγωγῶν, στό οἰκογενειακό σύστημα ἔχει καί θεραπευτική καί ὑποστηρικτική διάσταση: «Πολλάκις γάρ ὅ μή κατώρθωσε λόγος, κατώρθωσε τράπεζα. Πολλάκις μυρίοι σύμβουλοι καί μίαν ἔχθραν οὐκ ἔλυσαν, καί μία τράπεζα πολέμους κατέλυσεν»(37). Ὡστόσο, οἱ ρόλοι τῶν γονέων στήν παιδευτική διαδικασία εἶναι διαφοροποιημένοι· στοιχοῦν στήν ἀνθρώπινη φύση: «Τῆς μέν γυναικός ἄρχει ὁ ἀνήρ, τῶν δέ παίδων ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή»(38).
Ἡ ὅλη ζωή τοῦ νέου ἀνθρώπου καί ἰδιαίτερα ἡ ἀγωγή του ἀπεικονίζεται ἀπό τόν Χρυσόστομο ὡς μία οἰκοδομή, πού θεμελιώνεται καί κτίζεται κατά τήν παιδική καί ἐφηβική ἡλικία. Οἱ ὑπεύθυνοι γιά τή θεμελίωση τῆς οἰκοδομῆς εἶναι οἱ γονεῖς. Ἐντούτοις, αὐτοί, κατά τόν μεγάλο παιδαγωγό, συνήθως καί λανθασμένη παιδαγωγική ἐφαρμόζουν, ἀλλά καί ὡς ἀρνητικά πρότυπα λειτουργοῦν: « … τῶν οἰκείων ἀμελοῦμεν παίδων, καί τῶν μέν σωμάτων αὐτῶν ἐπιμελούμεθα, τῆς δέ ψυχῆς αὐτῶν καταφρονοῦμεν»(39).
Στήν πραγματεία του «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν τά τέκνα» ὁ Χρυσόστομος τονίζει τήν ἀνάγκη ἡ ἀγωγή νά ἀρχίζη ἐγκαίρως, ἀμέσως μετά τή γέννηση τοῦ παιδιοῦ (παρ. 16). Προτρέπει δέ τούς γονεῖς: «πολλήν τῶν οἰκείων παίδων ποιεῖσθαι πρόνοιαν»(40). Γιά νά τονίση δέ τή σπουδαιότητα τοῦ παιδευτικοῦ ρόλου τῶν γονέων, τούς χαρακτηρίζει ὡς«καλλιτέχνες» πού θά φιλοτεχνήσουν ἔργο μεγάλων αἰσθητικῶν ἀξιώσεων. Ἡ παιδαγωγική τους ὁμοιάζει μέ λεπτή καλλιτεχνική ἐργασία: «Καθώς ἀκριβῶς μέ μεγάλη δεξιοτεχνία ἐπεξεργάζονται οἱ μέν ζωγράφοι τίς εἰκόνες, οἱ δε γλύπτες τά ἀγάλματα, εἴθε κατά τόν ἴδιο τρόπο, κάθε πατέρας καί κάθε μητέρα γιά τά θαυμάσια αὐτά ἀγάλματα, πού εἶναι τά παιδιά τους, νά φροντίζουν ἐπιμελῶς»(41).
Ὁ Ἅγιος παρομοιάζει ἐπίσης τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ μέ νέοϊδρυμένη πόλη, τήν ὁποία εἶναι ὑπεύθυνος ὁ πατέρας νά διακυβερνᾶ μέ νόμους καί κανόνες. Ἡ ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ μοιάζει μέ τό κτίσιμο μιᾶς πολιτείας (σήμερον πόλιν κτίζομεν), πού, γιά νά προφυλαχθῆ, πρέπει νά ἔχη νόμους ἀλλά καί ἀσφαλῆ περιτειχίσματα καί πύλες. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, τό σῶμα τοῦ παιδιοῦ εἶναι τό τεῖχος τῆς πόλης, οἱ δέ πύλες ἀποτελοῦν τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις: τήν ὅραση, τήν ἀκοή καί ὁμιλία, τήν ὄσφρηση καί τήν ἁφή. Μέσα ἀπό τίς πύλες αὐτές εἰσέρχονται ὀπτικά, ἀκουστικά, ὀσφρητικά καί ἁπτικά ἐρεθίσματα, πού διεγείρουν τό νέο καί προξενοῦν λογισμούς πού ἀνυψώνουν ἤ καταρρακώνουν τήν ψυχή του(42). Εἰσηγεῖται λοιπόν στούς γονεῖς ἕνα σύστημα ἀγωγῆς τῶν αἰσθήσεων, τό ὁποῖο εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμόσουν ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ. Εἶναι μία συμβουλευτική πού χρησιμοποιεῖ κατάλληλες μεθόδους καί μέσα ἱκανά νά περιφρουρήσουν τήν ἁγνότητα τῶν αἰσθήσεων τοῦ νέου ἀνθρώπου (συμβουλευτική γονέων). Τή θεωρία αὐτή ἀναπτύσσει μέσω ὑποδειγματικῶν διδασκαλιῶν, βοηθούμενος ἀπό τή ρητορική του παιδεία καί δεινότητα. Ἡ συμβουλευτική αὐτή μέθοδος μᾶς φέρνει στή μνήμη συνειρμικά τό ἐγχειρίδιο Συβουλευτικῆς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:«Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον ἤτοι περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων» (ἐκδ. υἱῶν Σ. Σχοινᾶ, 5η ἔκδ., ἐν Βόλῳ, 1983).
Ἡ οἰκογενειακή ἀγωγή θά πρέπει νά ἔχη καλή ἀρχή καί θεμέλιο κατάλληλο καί ἰσχυρό. Γιά τό λόγο αὐτό ἡ οἰκογένεια θά πρέπει νά πληροῖ, ὡς ὁμάδα καί ψυχοκοινωνικό σύστημα, ὁρισμένες προϋποθέσεις, βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ νά λειτουργῆ ἀποτελεσματικά.
Ὁ Χρυσόστομος, ὡς βαθύς ψυχολόγος, περιγράφει καί ἀναλύει τίς δομές καί τίς λειτουργίες τοῦ οἰκογενειακοῦ συστήματος. Σέ πολλά σημεῖα τῶν λόγων του ὁμιλεῖ γιά ὅ,τι σήμερα ὀνομάζουμε: λειτουργία τῶν γονεϊκῶν ρόλων καί προτύπων, παιδαγωγική τῆς οἰκογένειας, δυναμική τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων στήν οἰκογένεια κ.ἄ.(43). Στήν «ΚΑ΄ ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους» ὁμιλεῖ ἐποπτικά γιά τά θέματα αὐτά. Παρατηρεῖ πώς αὐτός πού κατασκευάζει ἕναν ἀνδριάντα πρῶτα κατασκευάζει τήν κεφαλή, ἔπειτα τόν αὐχένα καί κατόπιν τά πόδια. Αὐτή τή σειρά ἀκολουθεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περιγράφοντας τό σῶμα τῆς οἰκογένειας. Μιλάει πρῶτα γιά τόν ἄνδρα, μετά γιά τή γυναίκα, πού εἶναι ἡ μετά τόν ἄνδρα ἀρχή τῆς οἰκογένειας, καί στή συνέχεια προχωρεῖ στήν τρίτη βαθμίδα, πού εἶναι τό παιδί (ρόλος ἐξάρτησης).
Ἡ ἐν Κυρίῳ ὑπακοή ἀποτελεῖ τή φιλοσοφική βάση τῆς οἰκογενειακῆς ἀγωγῆς: «Τά τέκνα νά ὑπακούετε στούς γονεῖς ἐν Κυρίῳ». Τό σεβασμό καί τήν τιμή τῶν τέκνων πρός τούς γονεῖς ἔθεσε ὡς μοναδικό θεμέλιο γιά τήν πρόοδό τους στήν ἀρετή. Οἱ γονεῖς μετά τό Θεό εἶναι οἱ χορηγοί τῆς ζωῆς.
Ἀλλά, καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά, στό σύστημα τῆς παιδευτικῆς ἐπικοινωνίας οἱ πατέρες δέν θά πρέπει μέ τούς λόγους καί τήν παιδαγωγική τους νά παροργίζουν τά παιδιά, ἀλλά νά τά ἀνατρέφουν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Πολλοί γονεῖς πιέζουν τά παιδιά τους, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, μέ τήν παιδαγωγική τους· τούς συμπεριφέρονται σάν νά ἦσαν ἀνδράποδα καί ὄχι ἐλεύθερα πρόσωπα. Ἐδῶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὑπαινίσσεται τό σοβαρό θέμα τῆς ἀντιπαιδαγωγικότητας τῶν γονέων, τῆς αὐταρχικῆς ἀγωγῆς πού συνήθως ἐφαρμόζουν καί τῶν σχετικών μ’ αὐτήν ἀτυχῶν γονεϊκῶν ρόλων, ὅπως θά λέγαμε σήμερα.
Τό ζήτημα τῆς ὑπακοῆς καί τῆς πειθαρχίας τῶν παιδιῶν ἐξαρτᾶται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τόν πατέρα καί τήν παιδαγωγική πού ἐφαρμόζει. Συγχρόνως ἡ ὑπακοή καί ὁ σεβασμός πρός τόν ἄνδρα–σύζυγο τῆς γυναίκας ἐξαρτᾶται ἀπό τή δύναμη τῆς ἀγάπης, μέ τήν ὁποία ἐπιβάλλεται σ’ αὐτήν ὁ ἄνδρας.
Ἀπευθυνόμενος ὁ Χρυσόστομος στίς γυναῖκες–μητέρες, τίς συμβουλεύει νά φροντίσουν νά μιμηθοῦν τά πρότυπα τῶν θαυμασίων γυναικῶν πού προβάλλονται στήν Ἁγία Γραφή. Πρόκειται γιά ἱερές φυσιογνωμίες μέ «φιλοσοφική» περί ζωῆς ἀντίληψη.
Ἀλλά καί τό παιδί, ἄν μάθη νά φιλοσοφῆ χριστιανικά, ἀπό τή μικρή του ἡλικία, θά ἀποκτήση πλοῦτο καί δόξα πολύ λαμπρή. Θά πρέπει νά διδαχθῆ τέχνη, μέ τήν ὁποία θά περιφρονῆ τά χρήματα. Γιατί πλούσιος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκη πολλῶν χρημάτων, ἀλλ’ ἐκεῖνος πού δέν ἔχει καμία ἀνάγκη: «πλούσιος γάρ … ὁ μηδενός χρείαν ἔχων … αὐτάρκεια γάρ φύσεώς ἐστι πλοῦτος»(44).
Ἡ μεγάλη κληρονομιά πού ἀφήνουν οἱ γονεῖς στά παιδιά εἶναι ἡ εὐσέβεια, «ἡ εὐσέβεια ἡ μένουσα καί μή δαπανωμένη». Ἀντί γι’αὐτήν ὅμως, οἱ γονεῖς κληροδοτοῦν συνήθως σ’ αὐτά τίς παραλείψεις καί τά λάθη τους. Ἔτσι, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος παιδαγωγός, διαπιστώνουμε πώς τίς περισσότερες φορές ἡ κακία τῶν παιδιῶν μας προέρχεται ἀπό τά δικά μας λάθη καί τήν ἀμέλειά μας. Ἡ ἐπισήμανση αὐτή δέν διαφέρει ἀπό τή σύγχρονη συστημική ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ συμπεριφορά τῶν παιδιῶν πολλές φορές ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς νοσηρῆς συμπερι-φορᾶς τῶν γονέων.
Ὁ Χρυσόστομος δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα στήν παιδευτική λειτουργία τῆς οἰκογενειακῆς ἀτμόσφαιρας, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπό τίς ἐνδοοικογενειακές σχέσεις καί κυρίως ἀπό τή συμπεριφορά τῶν γονέων. Παρατηρεῖ σχετικά: «Ἐάν λοιπόν στό σπίτι σᾶς ἄκουγαν νά μιλᾶτε πάντοτε γιά πνευματικά θέματα καί νά δίνετε καλές συμβουλές, γρήγορα τά παιδιά σας θά παρουσίαζαν ἀπό τά ἀγαθά αὐτά σπέρματα ἐξαιρετικούς καρπούς»(45).
Σύμφωνα μέ τήν παιδαγωγική θεωρία τοῦ Χρυσοστόμου, τήν παιδευτική λειτουργία τῶν γονέων ὀργάνωσε ὁ Θεός κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά κατευθύνεται ἀπό τή φύση καί τή στοργή τῶν γονέων. Ἔτσι, ὅταν τά παιδιά σφάλλουν, οἱ γονεῖς νά ἀντιδροῦν ἤπια καί νά τά συγχωροῦν. Τήν παιδαγωγική τῶν γονέων εἶναι δυνατόν νά κατανοήσουμε, μόνο ἄν ἀποκαλύψουμε τό μυστήριο τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας. Κατά τή διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου, ἕναν ἄνδρα δέν τόν κάνει πατέρα μόνο τό ὅτι συνετέλεσε στή γέννηση ἑνός παιδιοῦ, ἀλλά τό ὅτι τό διαπαιδαγωγεῖ σωστά. Ἐπίσης ἡ ἀρετή δημιουργεῖ ἕναν πατέρα καί ὄχι ἡ φυσική σχέση μέ τό παιδί. Ἀλλ’ οὔτε ἡ βιολογική κυοφορία κάνει μία γυναίκα μητέρα, ἀλλ’ ἡ καλή ἀνατροφή πού δίνει στό παιδί. «Οὐ γάρ τό σπεῖραι ποιεῖ πατέρα μόνον, ἀλλά τό παιδεῦσαι καλῶς· οὐδέ τό κυῆσαι μητέρα ἐργάζεται, ἀλλά τό θρέψαι καλῶς»(46)«Οὐ γάρ τό τεκεῖν μητρός (= γνώρισμα τῆς μητέρας δέν εἶναι ἡ γέννηση παιδιῶν), τοῦτο γάρ τῆς φύσεως, ἀλλά τό θρέψαι μητρός, τοῦτο γάρ τῆς προαιρέσεως … Οὐ τό τεκεῖν ποιεῖ μητέρα, ἀλλά τό θρέψαι καλῶς»(47).
Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τόν πρῶτο λόγο στό ἔργο τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν ἔχει μέν ὁ πατέρας, ἀλλά τήν κυρία εὐθύνη πρέπει νά ἐπωμίζεται, ὡς ἐκ τῆς φύσεως καί τῆς ψυχολογίας της, ἡ μητέρα. Γι’ αυτό καί τήν συμβουλεύει νά ὀργανώνη πληρέστερα τήν προσωπικότητά της. Ἔτσι, ἀξιοποιῶντας τό διδακτικό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. στ΄, 19) «τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν», λέγει στή μητέρα: «Σύ ναό κάνε τόν ἑαυτό σου βασιλικό»(48). Ἀφοῦ λοιπόν οἱ μητέρες, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, κατανοήσουν τό μεγαλεῖο καί τήν ἱερότητα τῆς μητρικῆς λειτουργίας καί προετοιμάσουν γι’ αὐτό κατάλληλα τήν πρόσωπικότητά τους, θά μπορέσουν ἔπειτα νά ἀνταποκριθοῦν μέ ἐπιτυχία στό ἔργο τῆς συμβουλευτικῆς καθοδήγησης κυρίως τῶν θυγατέρων τους. «Οἱ μητέρες νά καθοδηγῆτε ἰδιαίτερα τίς θυγατέρες σας. Νά τίς παρακολουθῆτε ἀπό κοντά, ὥστε νά γίνουν νοινοκυρές. Περισσότερο ἀπό ὅλα νά τίς ἐκπειδεύετε νά εἶναι εὐλαβεῖς, σεμνές, ἀφιλάργυρες καί νά ἀποφεύγουν τούς καλλωπισμούς. Ἔτσι, νά τίς παραδίδετε στό γάμο. Ἄν τίς διαπλάσσετε μ’ αὐτό τόν τρόπο, δέν θά σώσετε μόνον αὐτές, ἀλλά καί τόν ἄνδρα μέ τόν ὁποῖο θά τίς νυμφεύσετε· ὄχι μόνον τόν ἄνδρα, ἀλλά καί τά παιδιά πού θά γεννηθοῦν, ἀκόμη καί τά ἐγγόνια. Γιατί, ὅταν ἡ ρίζα εἶναι καλή, τά κλαδιά θά ἁπλώσουν καλύτερα, καί γιά ὅλα αὐτά θά λάβετε τό μισθό σας. Γιατί ἔτσι πνευματικά καλλιεργημένη πρέπει νά βγῆ ἀπό τό σπίτι γιά νά ἔλθη σέ γάμο ἡ θυγατέρα σας …, κατέχοντας τήν ἐπιστήμη τῆς συζυγικῆς ζωῆς καί τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν μέ κάθε λεπτομέρεια, ὀφείλοντας νά μεταμορφώση ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας σύμφωνα μέ τή δική της ψυχική ὁμορφιά, ὅπως ἡ μαγιά μεταβάλλει τό ζυμάρι σέ ψωμί»(49).
Ἀναλύοντας τά νοήματα τοῦ κειμένου αὐτοῦ, θά εἶχε νά παρατηρή-ση κανείς τή σημασία πού ἀποδίδει ὁ μεγάλος ψυχοπαιδαγωγός στόν ὅρο «ἐπιστήμη» τῆς συζυγικῆς ζωῆς καί τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁροθετεῖ μιά περιοχή θεμελιωδῶν γνώσεων καί ἐμπειριῶν πού ἐπηρεάζουν βαθύτατα καί κατευθύνουν τίς λειτουργίες τοῦ πρώτου καί τοῦ δεύτερου κύκλου τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.
Γιά νά ἐπιτευχθῆ ὅμως ὁ ἱερός σκοπός τῆς ἀγωγῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου στήν οἰκογένεια, θά πρέπει αὐτή, ὡς σύστημα, νά λειτουργῆ μέ ἠρεμία καί γαλήνη. Τό σπίτι πρέπει νά εἶναι ἐκκλησία. Σε ἀντίθετη περίπτωση, ὅταν κυριαρχοῦν στό οἰκογενειακό περιβάλλον συγκρουσια-κές σχέσεις, τά πάντα ἀποδιοργανώνονται καί τελικά διαλύονται. Ὁ Χρυσόστομος περιγράφει ἐποπτικά τήν κατάσταση αὐτή τῆς ἀποδιοργάνωσης, τῆς «ἐντροπίας» τοῦ συστήματος, ὅπως θά λέγαμε σήμερα : «Ὅταν γάρ ἐν οἰκίᾳ ἀνήρ καί γυνή διεστηκότες ὦσιν, οὐδέν νηός χειμαζομένης ἄμεινον ἡ οἰκία διακείσεται (= τό σπίτι δέ θά βρεθῆ καθόλου σέ καλύτερη κατάσταση ἀπό τό πλοῖο πού θαλασσοδέρνεται), τοῦ κυβερνήτου πρός τόν πρωρέα διαστασιάζοντος (= τή στιγμή πού ὁ κυβερνήτης διαπληκτίζεται μέ τόν πηδαλιοῦχο)(50).
Γιά νά ἀποφεύγωνται ὅμως παρόμοιες ἀρνητικές καταστάσεις στήν οἰκογενειακή ζωή, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὡς ψυχολόγος μέ βαθιά γνώση τῆς «ἐπιστήμης» τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων, προβάλλει στό ἔργο του δείγματα μιᾶς πρωτοποριακῆς γιά τήν ἐποχή ἐκείνη «συμβουλευτικῆς» τῶν συζύγων. Ἐδῶ μπορεῖ κανείς νά θαυμάσει μία σύγχρονη ἐπιστημονικά θεμελιωμένη καί βαθιά ἀνθρώπινη συμβουλευτική. Σέ κάποια περίπτωση συμβουλεύει τό σύζυγο πῶς καί μέ ποιά λόγια τρυφερά πρέπει νά μιλάη στή σύζυγό του:«Λόγια ἀγάπης νά τῆς λές … Ἐγώ ἀπό ὅλα τή δική σου ἀγάπη προτιμῶ καί τίποτε δέν μοῦ εἶναι τόσο βασανιστικό ἤ δυσάρεστο, ὅσο τό νά βρεθῶ κάποτε σέ διάσταση μαζί σου … ὁ,τιδήποτε κι ἄν πάθω, ὅλα μοῦ εἶναι ἀνεκτά κι ὑποφερτά, ὅσο ἐσύ μοῦ εἶσαι καλά … Σῶμα δέν ἔχεις πιά δικό σου … Δέν εἴμαστε δυό σώματα μετά τό γάμο, ἀλλά γίναμε ἕνα· δέν ἔχουμε δυό περιουσίες, ἀλλά μία … Ὅλα δικά σου εἶναι, κι ἐγώ δικός σου εἶμαι, κορίτσι μου … Ποτέ νά μήν τῆς μιλᾶς μέ πεζό τρόπο, ἀλλά μέ φιλοφροσύνη, μέ τιμή, μέ ἀγάπη πολλή … Νά τήν προτιμᾶς ἀπό ὅλους γιά ὅλα, γιά τήν ὀμορφιά, γιά τή σωφροσύνη της, καί νά τήν ἐγκωμιάζης. Νά κάνης φανερό ὅτι σ’ ἀρέσει ἡ συντροφιά της κι ὅτι προτιμᾶς νά μένης στό σπίτι γιά νἆσαι μαζί της, ἀπό τό νά βγαίνης στήν ἀγορά. Ἀπό ὅλους τούς φίλους νά τήν προτιμᾶς, καί ἀπό τά παιδιά πού σοῦ χάρισε, κι αὐτά ἐξ αἰτίας της νά τά ἀγαπᾶς»(51).
β. Ἡ προσωπικότητα τοῦ διδασκάλου
ἀρετές καί ἰδιότητες τοῦ διδασκαλικοῦ προτύπου    
Κατά τή διδασκαλία τοῦ μεγάλου παιδαγωγοῦ καί «διδασκάλου τῆς οἰκουμένης», τό λειτούργημα τοῦ διδασκάλου εἶναι ὑψηλό καί ἱερό, ἐφάμιλλο τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος. Ὁ διδάσκαλος μέ τό παιδαγωγικό του ἔργο ἱερουργεῖ στό παιδευτικό θυσιαστήριο, ὁ δέ γονέας στό ἱερό τῆς κατ’ οἶκον Ἐκκλησίας: «Τό τῆς διδασκαλίας καί τό τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα μέγα ἐστί καί θαυμαστόν»(52). Ἑπομένως ὁ δάσκαλος, ἰδιαίτερα δέ ὁ τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος, πρέπει νά λειτουργῆ ὡς «πνευματικός πατέρας». Ἔτσι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, στήν ἱερότητα τῆς παιδευτικῆς αὐτῆς σχέσης τό πνευματικό καί συναισθηματικό στοιχεῖο ὑπερτερεῖ τοῦ φυσικοῦ δεσμοῦ. Παρατηρεῖ λοιπόν πώς θά πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί νά ἀναζητοῦμε περισσότερο ἀπό τούς γονεῖς τούς δασκάλους μας: «Οὕτω τούς διδασκάλους ποθεῖν, οὕτω μᾶλλον πατέρα ἐπιζητεῖν»(53). Τοῦτο, ἐάν συμβαίνη στήν παιδευτική σχέση, θά λέγαμε σήμερα πώς ἀποτελεῖ τό ἀσφαλέστερο κριτήριο ἀξιολόγησης τῆς παιδαγωγικῆς ἀποτελεσματικότητας τοῦ δασκάλου.
Ἡ μεγάλη παιδαγωγός τοῦ περασμένου αἰώνα Μ. Montessori ἐδίδασκε πώς, ἐάν ἡ παιδαγωγική λειτουργία τοῦ δασκάλου δέν ἀποκτήση γονεϊκή διάσταση, δέν μπορεῖ νά εἶναι γόνιμη. Ὁ ἐπιφανής ἐπίσης παιδαγωγός, ὁ κατ’ ἐξοχήν δάσκαλος τῆς ἀγάπης καί τῆς παιδαγωγικῆς σχέσης, Pestalozzi, θεωρεῖ τούς μαθητές του πνευματικά του παιδιά, πού τοῦ τά ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός. Τοῦτο φαίνεται στήν περίφημη παιδαγωγική του προσευχή: «Ἰδού ἐγώ καί τά παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός …» (Ἡσ. 8,18).
Γιά νά διαμορφωθῆ ὅμως ἕνα παρόμοιο πρότυπο δασκάλου, πού θά λειτουργῆ ὡς πνευματικός πατέρας καί αὐθεντικός παιδαγωγός, πρέπει νά προηγηθῆ μία μακροχρόνια, «διά βίου», διαδικασία αὐτοαγωγῆς καί αὐτοπαίδευσής του. Ὁ Χρυσόστομος παροτρύνει τόν δάσκαλο νά στραφῆ στόν ἐσώτερο πνευματικό ἀλλά καί τόν ψυχικό του κόσμο καί νά ἐργασθῆ σέ ἐπίπεδο αὐτοσυνειδησίας καί αὐτογνωσίας, ὅπως θά παρατηρούσαμε σήμερα, χρησιμοποιῶντας μέσα αὐτοαξιολόγησης ἀλλά καί ἀσκητικούς τρόπους αὐτοαγωγῆς: «Τόν γάρ διδάσκαλον πρότερον ἑαυτοῦ χρή εἶναι διδάσκαλον. Ὥσπερ γάρ ὁ στρατηγός, ἐάν μή πρότερον ᾖ στρατιώτης ἄριστος, οὐ στρατηγός ἔσται ποτέ, οὕτω καί ὁ διδά-σκων»(54).
Σέ ἄλλη ἐπίσης διδασκαλία παρατηρεῖ: «Πῶς ὁ μηδέ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς προεστώς, ἑτέρους διορθῶσαι δυνήσεται;»(55)«Οὐδέν ὄφελος τοῦ διδάσκειν ἑτέρους, ὅταν τις ἑαυτόν πρότερον λαβών μή διδάσκῃ»(56).
Μέ αὐτή τήν ἐσωτερική καλλιέργεια καί εὐαισθησία ὁ δάσκαλος ἀποκτᾶ παιδαγωγική συνείδηση καί διαμορφώνει ἕναν πλούσιο κόσμο παιδαγωγικῶν καί διδακτικῶν ἀρετῶν καί ἰδιοτήτων, μέσω τῶν ὁποίων διδάσκει καί διαπαιδαγωγεῖ. Τό παιδαγωγικό αὐτό «προφίλ», ἀποτυπω-μένο στήν ὅλη παρουσία, στό πρόσωπο, στό βλέμμα, στό βάδισμα, στή συμπεριφορά, στό λόγο καί στήν «εὔλαλη» σιωπή τοῦ δασκάλου (σιωπῶσα παραίνεση), προβάλλεται ὡς τρόπος ζωῆς, ὡς ὑπόδειγμα συμπεριφορᾶς, ὡς εἰκόνα τοῦ ἐσωτερικοῦ συνειδητοῦ ἤ ἀσυνείδητου κόσμου του στό μαθητή, ὁ ὁποῖος τό προσλαμβάνει μέ τίς ἀντιληπτικές του λειτουργίες, τό ἐνδοβάλλει, τό ἀξιολογεῖ καί συνήθως ταυτίζεται μέ αὐτό καί καθοδηγεῖται ἀπ’ αὐτό στήν πνευματική του πορεία. Ἄλλοτε πάλι συγκρούεται μέ αὐτό, τό ἀπορρίπτει καί ἀκολουθεῖ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη πορεία. Ἀναφερόμενος ὁ μέγας παιδαγωγός στή λειτουργία τῶν παιδευτικῶν αὐτῶν μέσων παρατηρεῖ: «Ὁ παιδεύων οὐ λόγῳ μόνον διδάσκει, ἀλλά καί ἔργῳ»(57)«Τόν διδάσκαλον καί φθεγγόμενον καί σιγῶντα καί ἀριστοποιούμενον καί πᾶν ὁτιοῦν ποιοῦντα, δῆλον εἶναι δεῖ καί ἀπό τοῦ βήματος καί ἀπό τοῦ βλέμματος καί ἀπό τοῦ σχήματος καί ἀπό πάντων ἁπλῶς»(58)«Εἰ γάρ κάλλος σώματος ἀναπτεροῖ τούς ὁρῶντας, πολλῷ μᾶλλον εὐμορφία ψυχῆς διεγεῖραι δύναιτ’ ἄν τόν θεατήν (= μαθητήν) καί πρός τόν ἴσον παρακαλέσαι ζῆλον»(59).
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ παιδευτικός λόγος ἀλλά καί τό διδασκαλικό πρότυπο ἀσκοῦν τόσο βαθιές ἐπιδράσεις στόν ψυχισμό τοῦ μαθητῆ, ὁ δάσκαλος θά πρέπει μέ διάκριση νά συμπεριφέρεται πρός αὐτόν καί νά ἐπιδεικνύη: «Ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, λόγον ὑγιῆ, ἀκατάγνωστον …»(60).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς ἔμπειρος ψυχοπαιδαγωγός, προσεγγίζει μέ ἕναν τρόπο «ψυχαναλυτικό», θά ἔλεγε κανείς, τήν παιδευτική δύναμη τοῦ παραδείγματος τοῦ δασκάλου καί ὁμιλεῖ γι’ αὐτήν συχνά στή διδασκαλία του. Τήν θεωρεῖ ὡς διαλεκτική συνάντηση πού ἐπιτυγχάνεται κατά τήν παιδευτική ἐπικοινωνία. Εἶναι προσπάθεια συνάντησης δασκάλου καί μαθητῆ, πού τό ἐπίπεδό της ὁρίζεται ἀπό τή συναισθηματική ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ὁποία πραγματοποιεῖται αὐτή. Ἡ συναισθηματική σχέση δασκάλου καί μαθητῆ δημιουργεῖται ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀγάπη πού κυριαρχεῖ στό ἄνοιγμα τῶν καρδιῶν. Χωρίς τήν ἀγαπητική αὐτή κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῆ ἡ ἐπιδιωκόμενη συνάντηση τῶν δύο, ἡ δέ συνολική διαδικασία ἀποβαίνει ἔτσι ἀτελέσφορη. Ἀντίθετα, ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀγάπη δασκάλου καί μαθητῆ καί ἀπό τή διαλεκτική σχέση αὐτῆς μέ τήν ἐλευθερία, ἡ διδασκαλία γίνεται πιό ἐπαγωγική καί ἡ ἀγωγή γενικώτερα αὐθεντική: «Οὐδέν γάρ οὕτω πρός διδασκαλίαν ἐπαγωγόν, ὡς τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι»(61).
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, μία ἄλλη ἐξίσου σημαντική ἀρετή τοῦ ἐπιτυχημένου δασκάλου, πού ἀπορρέει ἀπό τήν πρώτη, εἶναι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἡ εὐαισθησία πού ἔχει ἀναπτύξει, ἡ ὁποία τόν βοηθεῖ, κατά τήν παιδευτική ἐπικοινωνία, νά κατανοῆ σέ βάθος τή σπουδαιότητα τῶν προβλημάτων πού ἀπασχολοῦν τόν μαθητῆ· νά μετέχη στήν κρισιμότητα τῆς κατάτασής του καί νά συμπάσχη μ’ αὐτόν. Ἡ σύγχρονη ψυχοπαιδαγωγική ἐκτιμᾶ ἰδιαιτέρως αὐτή τήν ἱκανότητα τοῦ δασκάλου, τήν ὁποία ὀνομάζει «ἐνσυναίσθηση»(Empathie, Einfühlung). Αὐτή τοῦ διανοίγει τό δρόμο γιά μιά οὐσιαστική συνάντηση μέ τό μαθητή (théorie de rencontre). Παρατηρεῖ σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ὁ μεγάλος παιδαγωγός:«Τοῦτο γάρ μάλιστα διδασκάλου, τό οὕτω συναλγεῖν ταῖς τῶν μαθητῶν συμφοραῖς, τό κόπτεσθαι καί πενθεῖν ἐπί τοῖς τραύμασι τῶν ἀρχομένων (= τῶν μαθητῶν)»(62).
Μέ αὐτή τή σχέση «συμπάθειας» καλλιεργεῖ ὁ δάσκαλος ἕνα ἰδιαίτερο ἦθος· λειτουργεῖ θυσιαστικά καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνακαλύπτει ἐν τέλει στό πρόσωπο τῶν μαθητῶν του τόν ἴδιο τόν Κύριο: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40).
Ἡ θυσιατική καί διακριτική αὐτή συμπεριφορά τοῦ δασκάλου ἐκπηγάζει ἀπό τόν ἐσώτερο κόσμο τῆς πνευματικῆς του συγκρότησης. Ὁ δάσκαλος, ὡς παιδαγωγός καί πνευματικός ἄνθρωπος, πρίν ἀπ’ ὅλα, ἀναθέτει τό ἔργο τῆς ἀγωγῆς στό Θεό καί μέ τήν προσευχή του ἀγκαλιάζει πνευματικά τούς μαθητές του καί τούς στηρίζει ἔτσι στό δύσκολό τους ἀγώνα. Γιά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἡ ἀγωγή δέν πρέπει νά προγραμματίζεται ὡς προσωπικό ἔργο τοῦ δασκάλου, ἀλλ’ ὡς παιδεία παραμυθίας πού πραγματώνεται μέ θεία παρέμβαση: «Καί γάρ φιλόπαιδος καί φιλοθέου διδασκάλου τό μή μόνον λόγῳ παιδεύειν, ἀλλά καί δι’ εὐχῶν τήν παρά τοῦ Θεοῦ συμμαχίαν τοῖς διαδασκομένοις εἰσάγειν»(63).
Ὁ παιδευτικός λόγος τοῦ Χρυσοστόμου, ταξιδεύοντας ἀνά τούς αἰῶνες, φθάνει στήν ἐποχή μας καί συναντᾶ τήν παιδαγωγική σκέψη τοῦ ὁσίου Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, πού συβουλεύει μιά μητέρα : « … προπάντων πρέπει νά μιλάεις γιά τά παιδιά σου στό Θεό. Νά λέεις : “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισε τά παιδάκια μου. Ἐγώ σ’ Ἐσένα τά ἀναθέτω …”. Κι ὁ Θεός θά τούς μιλάει … Αὐτό εἶναι τό τέλειο. Νά μιλάει ἡ μητέρα στόν Θεό κι ὁ Θεός νά μιλάει στό παιδί». Ἄλλοτε πάλι συμβουλεύει τούς παιδαγωγούς: «Στά παιδιά νά μή λέτε πολλά γιά τόν Χριστό, γιά τόν Θεό, ἀλλά νά προσεύχεσθε στόν Θεό γιά τά παιδιά»(64)«Κοινωνᾶτε τήν Κυριακή; Αἴ, τότε ἀφῆστε τό Χριστό τή Δευτέρα νά μιλήση στήν τάξη».  
Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματική πορεία, ὡς ἡ αὐθεντική ἀγωγή πού στηρίζεται στή μοναδικῆς σημασίας «καρδιακή ἀγάπη» καί στήν ἀπόλυτη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐλευθερία, προσδίδει στήν παιδαγωγική σχέση δασκάλου καί μαθητῆ μιά μονιμότητα· τήν κάνει δεσμό ἄρρηκτο. Ἔτσι, ὁ Χρυσόστομος, ἀπευθυνόμενος στούς μαθητές του, λέγει : «Ὅπου ἐγώ καί ὑμεῖς ἐκεῖ· ὅπου ὑμεῖς, ἐκεῖ κἀγώ …».
Ἐντούτοις, σέ κάποιο σημεῖο τῆς παιδευτικῆς πορείας ἡ σχέση αὐτή φαίνεται πώς πρέπει νά διακοπῆ. Εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ μαθητής ἔχει παρουσιάσει μεγάλη πρόοδο, ἐπιδόσεις στόν πνευματικό ἀγώνα. Τοῦτο ἀποτελεῖ μέγιστο ἔπαινο γιά τό δάσκαλο. Ἡ ὥρα αὐτή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς καί ἐπιτυχίας εἶναι ταυτόχρονα μιά «τραγική» στιγμή γιά τό δάσκαλο. Ἡ τραγικότητά της ἔγκειται στό ὅτι ὁ ἐπιτυχημένος δάσκαλος καλεῖται αὐτό πού ἀγαπάει ὅσο τίποτε ἄλλο, τό μαθητή του δηλαδή, τό παιδί του, νά τόν ἀφήση, νά τόν ἀπομακρύνη ἀπό κοντά του, ὥστε νά πετάξη μόνος του, μέ τά δικά του φτερά πρός τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀγώνα του, χωρίς τήν μέχρι τώρα δική του ἐπιτήρηση καί καθοδήγηση. Αὐτή τή μεγαλειώδη στιγμή περιγράφει ὁ Χρυσόστομος ὡς ἑξῆς : «Μέγιστος ἔπαινος γιά ἕναν παιδαγωγό θά μποροῦσε νά γίνη τό νά μή ἔχη πιά ἀνάγκη τῆς δικῆς του προφυλάξεως, γιά νά σωφρονῆ ὁ νέος πού διαπαιδαγωγήθηκε ἀπό αὐτόν, ἀλλά νά παρουσιάση μεγαλύτερη ἐπίδοση στήν ἀρετή»(65). Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του παρατηρεῖ: «Ἐάν ὑμεῖς προκόψητε, ἐγώ εὐδοκιμῶ … ὑμεῖς ἐμοί φῶς, μᾶλλον δέ καί τοῦ φωτός γλυκύτεροι»(66).
Μέσα ὅμως σ’ αὐτόν τόν ὡραῖο καί φωτεινό κόσμο, ὅπου, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, δάσκαλος καί μαθητής πορεύονται στό δρόμο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσοφίας, παρουσιάζεται ἐνίοτε ὡς παραφωνία καί ἡ φυσιογνωμία τοῦ ἐπιπόλαιου καί ἀνώριμου δασκάλου. Ὅταν ὁ δάσκαλος δέν διαθέτη τήν ἀπαραίτητη παιδαγωγική σύνεση καί κυρίως ὅταν εἶναι ἀνώριμη προσωπικότητα, διαδραματίζει ἀρνητικό ρόλο στήν ἀγωγή τῶν νέων. Ἡ παρουσία του εἶναι βλαπτική. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μελετᾶ τό φαινόμενο αὐτό καί παρατηρεῖ: «Τί τό ὄφελος νά στέλνουμε τά παιδιά μας σέ διδασκάλους, ὅπου, ἀντί γιά παιδεία, θά μάθουν τήν κακία, καί, θέλοντας νά κερδίζουν τό κατώτερο, θα χάσουν τό σπουδαιότερο, τή δύναμη τῆς ψυχῆς καί ὅλη της τήν ὑγεία; Θά μοῦ πῆς, τότε, τί λοιπόν, θά γκρεμίσουμε τά σχολεῖα; Δέν σοῦ συνιστῶ κάτι τέτοιο. Ἀλλά νά μή γκρεμίσουμε τό οἰκοδόμημα τῆς ἀρετῆς καί ἀφήσουμε νά ταφῆ μέσα στά ἐρείπια καί ἡ ψυχή μαζί»(67).
Δέν ἀρκεῖται ὅμως μόνο σ’ αὐτή τήν ἐπισήμανση· προχωρεῖ σέ βαθύτερη ἀνάλυση τοῦ ζητήματος: «Διά τοῦτο ἡμῖν αἱ πόλεις εἰσί διεφθαρμέναι, ὅτι πονηροί τῆς νεότητός εἰσιν οἱ διδάσκαλοι»(68).
γ. Μέσα καί ἀρχές ἀγωγῆς
Ἡ ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου, καί ἰδιαίτερα τοῦ νέου ἀνθρώπου, τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ ἐφήβου, πρέπει νά θεμελιώνεται καί νά ὀργανώνεται ὀρθολογικά, ὡς παιδευτική ἐπικοινωνία, σέ ἕνα θεωρητικό πλαίσιο παιδαγωγικῶν καί διδακτικῶν ἀρχῶν, πού θά διέπουν τή λειτουργία αὐτή. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ἀγωγή μπορεῖ νά εἶναι ἀποτελεσματική.
Ἀλλά, γιά νά πραγματοποιηθῆ ἡ ἀγωγή εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ χρήση διαφόρων παιδαγωγικῶν μέσων.
1.     Παιδαγωγικές καί διδακτικές ἀρχές
Θεμελιώδεις παιδαγωγικές καί διδακτικές ἀρχές, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο εἶναι:
Ἡ ἀρχή τῆς ἔγκαιρης διαπαιδαγώγησης:  
«Διαπαιδαγώγησε τό παιδί σου ὥστε νά γίνη ἀθλητής χάριν τοῦ Χριστοῦ. Δίδαξέ το ἀπό τή μικρή του ἡλικία νά εἶναι εὐλαβής καί ἐντός τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων»(69).
«Ἄν οἱ καλές διδασκαλίες ἐγχαραχθοῦν στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ, ἐφόσον αὐτή εἶναι ἀκόμη ἁπαλή καί τρυφερή, δέν θά μπορέση κανείς νά τίς ἀφαιρέση»(70).
«Τό ἁπαλό εἶναι ἑπομένως ἱκανό διαπλάσεως καί διαμορφώσεως, ἀκριβῶς διότι τό σχῆμα του δέν ἔχει λάβει ἀκόμη σταθερή μορφή, γι’ αὐτό καί εὔκολα μεταπλάσσεται σέ οἱονδήποτε σχηματισμό»(71).
«Το παιδί εἶναι εὐπαιδαγώγητο»(72).
Μεγάλη ἡ σημασία τῆς ἀγωγῆς πού παρέχεται κατά τήν παιδική ἡλικία:
«Ἄν τοίνυν ἄνωθεν καί ἐκ πρώτης ἡλικίας ὅρους  αὐτῇ πήξωμεν καλούς, οὐ δεησόμεθα πολλῶν μετά ταῦτα πόνων, ἀλλ’ ἡ συνήθεια νόμος αὐτοῖς ἔσται λοιπόν»(73). 
Κατά τή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἡ ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει καί πρίν τή γέννησή του, δηλαδή στή φάση τῆς ἐμβρυϊκῆς ζωῆς, «ἐκ κοιλίας» μητρός.
«Ἄν μερικοί “ἐκ κοιλίας μητρός” ἀκόμη ἕως ὅτου νά γηράσουν διαπαιδαγωγοῦνται, καί παρ’ ὅλον τοῦτο δέν γίνονται καλοί ἄνθρωποι, τότε ἐκεῖνοι, πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τους συνήθισαν νά ἀκούουν ὅλα αὐτά τά διεστραμμένα, φαντάζεσθε πόσο κακοί μπορεῖ νά γίνουν;».
Στό σημεῖο αὐτό ἐνδεχομένως νά ἐννοῆ τήν μέσω τοῦ βιολογικοῦ ὀργανισμοῦ καί τοῦ ψυχισμοῦ τῆς μητέρας ἰσχυρή παιδευτική ἐπίδραση πού ἀσκεῖται στό ἔμβρυο (βλ. προγεννητική ἀγωγή – ἐβρυαγωγική) ἀσυνείδητα κυρίως, ἀλλά καί ἐνσυνείδητα(74).
Ἡ ἀρχή τῆς αὐτενέργειας τοῦ παιδιοῦ καί τῆς αὐτοϋπηρέτησης:
«Ἄς διδάσκεται τό παιδί νά μήν ἀπαιτῆ ἀπό ἀλλά τά περισσότερα νά τά κάνη μόνο του. Ἐκεῖνα μόνο νά τοῦ κάνουν οἱ ὑπηρέτες, ὅσα δέν μπορεῖ καί δέν ἐπιτρέπεται νά κάνη τό ἴδιο … ὅταν μάθη ἔτσι νά αὐτοϋπῆρετῆται, γίνεται ἄνθρωπος μετριόφρων καί προσηνής στούς ἄλλους»(75).
Ἡ ἀρχή τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ἀγωγῆς:  
Σύμφωνα μέ τήν ἀρχή αὐτή, ἡ ἀγωγή (διδασκαλία, συμβουλή) δέν ἀπευθύνεται μόνο σέ ὁμάδα μαθητῶν, στή σχολική τάξη, ἀλλά κυρίως ἐξατομικευμένα, σέ κάθε πρόσωπο χωριστά, σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις, τά ἐνδιαφέροντα, τίς ἀνάγκες, τίς προσδοκίες του, ἀλλά καί τίς πνευματικές του δεξιότητες καί τίς ἀδυναμίες του. Ἡ ἀρχή τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ἀγωγῆς (éducation individualisée, éducation – école sur mesure) ἤ τῆς ὀνομαζόμενης τά τελευταῖα χρόνια «προσωπικῆς ἀγωγῆς» ἀποτελεῖ γνώμονα, βάσει τοῦ ὁποίου ὀργανώνεται καί προγραμματίζεται ὀρθολογικά σήμερα ἡ παιδευτική ἐπικοινωνία(76).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς παιδαγωγός, παρατηρεῖ:
«Οὐ γάρ πᾶσιν ἑνί τρόπῳ προσενεκτέον (= πρέπει νά προσφέρουμε τήν ἀγωγή), ἀλλά διαφόρως καί ποικίλως καί πρός τά ὑποκείμενα»(77).
Καί σέ ἄλλη του ὁμιλία λέγει:
«Οὐδέ γάρ οἱ παιδοτρίβαι πάντας ὁμοίως καί ἑνί τρόπῳ γυμνάζουσιν, ἀλλά τοῖς μέν ἀσθενεστέροις ἀσθενεῖς, τοῖς δέ γενναίοις τοιούτους παρέχουσιν ἀγωνιστάς»(78).
Χαρακτηριστικές εἶναι καί οἱ ἑπόμενες παρατηρήσεις του:
«Οὐ μήν πρός πάντας τούς μαθητάς οὕτω διακεῖσθαι ἡμᾶς χρή, ἀλλά πρός τούς ἡμέρους καί ἐναρέτους, πρός δέ τούς ἄλλους τούς διεφθαρμένους καί μή γνησίους ἑτέρως»(79).
«Ἐπειδή παντοδαπά νοσήματα ἐν δήμῳ  τοσούτῳ (= σέ ἕνα τόσο πολυπληθῆ λαό) εἶναι εἰκός … διά τοῦτο καί ποικίλον εἶναι χρή τῆς διδασκαλίας τό φάρμακον»(80).
Ἡ ἀρχή τῆς ἐποπτείας (ἐποπτικοποίηση τῆς ἀγωγῆς – ἐποπτική διδασκαλία):  
Ἡ ἀγωγή, καί ἡ διδασκαλία ἰδιαιτέρως, εἶναι δυνατόν νά γίνουν περισσότερο ζωντανές καί ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεσματικές, ὅταν μέ διάφορα μέσα, τά λεγόμενα ἐποπτικά, διεγερθοῦν οἱ αἰσθήσεις τοῦ μαθητῆ καί συντελέσουν στήν ἀποτελεσματικώτερη πρόσληψη, ἐσωτερί-κευση καί ἀφομοίωση τοῦ μηνύματος τῆς παιδευτικῆς ἐπικοινωνίας. Τέτοια μέσα μπορεῖ νά εἶναι διάφορες εἰκόνες, μελωδίες, περιγραφές, καί ἀφηγήσεις, προϊόντα τῆς τεχνολογίας κ.ἄ.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς παιδαγωγός ἀλλά καί ρήτωρ, στίς ὁμιλίες του χρησιμοποιεῖἀφηγηματικές περιγραφές καί λεκτικές εἰκόνεςμέσω τῶν ὁποίων ἐπιτυγχάνει τήν αἰσθητηριακή ἀφύπνιση τῶν μαθητῶν του καί δημιουργεῖ στή φαντασία τους ἐσωτερικές πνευματικές ἐποπτεῖες.
Στήν πραγματεία του «ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν τά τέκνα» παρομοιάζει τούς γονεῖς – παιδαγωγούς μέ ζωγράφους καί γλύπτες, τό δέ ἔργο τῆς ἀγωγῆς με εἰκόνες καί ἀγάλματα. Τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ παρομοιάζει μέ πόλη, τήν ὁποία ὁ πατέρας ὀφείλει νά κυβερνᾶ μέ νόμους. Προκειμένου νά ἀναπτύξη τή θεωρία του περί τῆς ἀγωγῆς τῶν αἰσθήσεων τοῦ παιδιοῦ, παρομοιάζει αὐτές μέ πέντε πύλες»(81).
Γιά τήν ἀξία τῆς ἐποπτικότητας ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Μέγα τι ἔχουσι καί αἱ εἰκόνες, καί μάλιστα αἱ ἐν τῇ Γραφῇ, εἰς παράτασιν τῶν λεγομένων» (= νά ἐντυπωθοῦν βαθύτερα καί νά παραμεί-νουν στή μνήμη περισσότερο χρόνο τά διδασκόμενα)(82).
2.  Μέσα ἀγωγῆς
Στήν παιδαγωγική τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου περιλαμβάνεται καί μία μορφή ἀγωγῆς ἐκείνη τῆς «Συμβουλευτικῆς» πού ἀφορᾶ στήν ἀγωγή τῶν αἰσθήσεων τοῦ νέου ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά μορφή προληπτικῆς ἀγωγῆς.
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος γνωρίζει τή συμβολή τῆς αἰσθητηριακῆς λειτουργίας στήν ψυχική καί πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αυτό προτείνει ἕνα σύστημα ἀγωγῆς τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιδιώκοντας νά προφυλάξη ἀπό τυχόν βλαβερές ἐπιδράσεις τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος τήν ψυχή τοῦ νέου ἀνθρώπου. Γνωρίζοντας σέ βάθος τόσο τήν ψυχολογία τῶν γονέων ὅσο καί τῶν νέων, υἱοθετεῖ στήν παιδαγωγική του τήν παράλληλη λειτουργία τῆς ἀρνητικῆς καί τῆς θετικῆς ἀγωγῆς.
Ἀρνητική εἶναι ἡ ἀγωγή, κατά τήν ὁποία, μέ ἀρνητικά καί αὐστηρά μέσα, ὅπως εἶναι τά διάφορα εἴδη ποινῆς, ὁ ψόγος, τό ἐπιτιμητικό βλέμμα, ἡ παρατήρηση, ἡ ἐπίπληξη κ.ἄ., ἐπιχειροῦμε νά περιστείλουμε ἀρνητικές ἐκδηλώσεις τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παιδιοῦ. Ἀντιθέτως, ἡ θετική ἀγωγή περιλαμβάνει θετικά, ἐνισχυτικά καί ἑλκυστικά παιδαγω-γικά μέσα, ὅπως εἶναι ὁ ἔπαινος, ἡ ἀμοιβή, ἡ ἐνίσχυση, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐπιείκεια, ἡ διάκριση, τό καλό παράδειγμα, οἱ ἁγνές τέρψεις, τά δῶρα, οἱ ἐπισκέψεις σέ καλά πρόσωπα κ.ἄ. Μέ τήν ἀγωγή αὐτή ἐπιδιώκουμε νά διευρύνουμε τά θετικά στοιχεῖα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παιδιοῦ, ὅπως εἶναι οἱ διάφορες δεξιότητες καί οἱ ἀρετές(83).
Οἱ ἱερός Χρυσόστομος προτείνει στήν παιδαγωγική του τήν ἔλλογη ἐφαρμογή τόσο τῶν ἀρνητικῶν ὅσο καί τῶν θετικῶν μεθόδων. Πιστεύει πώς ὁ ἔμπειρος καί σώφρων παιδαγωγός θά πρέπει νά χρησιμοποιῆ καί τήν αὐστηρότητα καί τήν ἐπιείκεια, ἀκολουθῶντας τή μέση ὁδό τοῦ μέτρου καί τῆς σύνεσης, ἀποφεύγοντας ἀκρότητες καί ὑπερβολές(84).
«Θέσε νόμο ἐγκαίρως στό παιδί, κανένα νά μή κακοκαρδίζη, νά μήν ὑβρίζη, νά μήν ὁρκίζεται, νά εἶναι ὑποχωρητικός. Ἄν δέ δῆς ὅτι παραβαίνει τήν ἐντολή σου, τιμώρησέ το, ἄλλοτε μέν ἁπλῶς μέ βλέμμα αὐστηρό, ἄλλοτε δέ μέ λόγια δηκτικά καί ἄλλοτε μέ χλευαστικές λέξεις. Ἄλλοτε πάλι κολάκευσε τή φιλοτιμία του καί ὑποσχέσου σ’ αὐτό ἀμοιβή καί ἐπιβράβευση. Νά μή τό τιμωρῆς συνεχῶς μέ χτυπήματα, γιά νά μή τό κάνης νά ἐξοικειωθῆ σ’ αὐτό τό μέσο»(85).
«Συγχρόνως μέ τούς λόγους αὐτούς ἄς γεμίζουμε τό παιδί μέ φιλιά καί ἄς τό ἀγκαλιάζουμε καί ἄς τό σφίγγουμε τρυφερά ἐπάνω μας, ὥστε νά τοῦ ἀποδεικνύουμε τή θερμή μας ἀγάπη. Μέ ὅλα αὐτά τά μέσα ἄς καταπραΰνουμε και μαλακώνουμε την ψυχή του»(86).
Ἕνα μέσο ἀγωγῆς σημαντικό ἦταν τήν παλαιά ἐποχή ἡ ποινή. Στά νεώτερα χρόνια καί ἰδιαίτερα σήμερα ἡ αποτελεσματικότητα τῆς ποινῆς, ὑπό ὅλες τίς μορφές της, μετά τήν καθιέρωση τῆς φιλελεύθερης καί ἀντιαυταρχικῆς ἀγωγῆς, ἀμφισβητήθηκε. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος προτείνει τήν χρήση τοῦ μέσου αὐτοῦ, ἐξατομικευμένα καί ἐν πάση περιπτώσει χωρίς ἀκρότητες καί ὑπερβολές, σέ συνδυασμό μέ τό ἄλλο σημαντικό ἀπό ψυχοπαιδαγωγικῆς ἀπόψεως μέσο ἀγωγῆς, τήν ἐπιείκεια : «Τοῖς δέ παισί τοῖς ἡμετέροις και παιδαγωγούς ἐφιστῶμεν καί εἰς δασκάλους πέμπομεν καί ἀπειλάς προστίθεμεν … καί πολλά ἕτερα βοηθήματα προσάγομεν, ἵνα καλοί γένωνται»(87).
«Καί ὁ τῶν παίδων διδάσκαλος διά τό ἀτελές τῆς ἡλικίας συμφερό-ντως πολλάκις τάς πληγάς ἐπανατείνεται (= αὐξάνει) τοῖς παισίν»(88).
Ἡ ποινή πρέπει νά ἐφαρμόζεται μετά ἀπό σωστή ψυχοπαιδαγωγική διάγνωση: «Τοῦτο γάρ τῆς σοφίας ἐστίν ἴδιον, τό βαθύτερον τέμνοντα  (= νά «χειρουργῆ βαθιά»), ἡμερώτερον πλήττειν»(= ἀλλά νά τιμωρῆ μέ ἥμερο τρόπο)(89).
Ὅταν ἐφαρμόζεται ἡ τιμωρία, δέν πρέπει νά ἀπορρέη ἡ παιδαγωγική αὐτή στάση ἀπό τόν τρωθέντα πατρικό ἐγωϊσμό :
«Ἡμεῖς τούς παῖδας τούς ἑαυτῶν, ὅταν ἐπί τινι λαμβάνωμεν δεινῷ, στρεβλοῦμεν μέν καί μαστιγοῦμεν, οὐκ ἀναλγητί δέ τοῦτο πράττομεν, ἀλλά μετά θλίψεως οὐκ ἐλάττονος τῶν πασχόντων αὐτῶν»(90).
Ἡ χρήση ἑνός παιδαγωγικοῦ μέσου ἐξαρτᾶται ἀπό τή σωστή ψυχολογική διάγνωση καί τήν προοπτική τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ἀγωγῆς(91):
«Τούς γάρ νοῦν ἔχοντας καί αἱ εὐεργεσίαι μᾶλλον ἤ αἱ τιμωρίαι ἐφέλκονται πρός τήν ὑπακοήν τῶν ἐπιταγμάτων (= ὁδηγοῦν στήν ὑπακοή τῶν ἐντολῶν)»(92).
Ὁ σοφός παιδαγωγός προτείνει ὡς ἀποτελεσματικό μέσο τῆς ἀγωγῆς καί τήν αὐτοτιμωρία:
«Ἀλλά κάθε μέρα νά ζητοῦμε εὐθύνες ἀπό τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς λόγους μας καί γιά τά βλέμματά μας, καί ἄς τιμωροῦμε τόν ἑαυτό μας»(93).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, βασιζόμενος στήν συμβουλευτική καί ποιμαντική του πείρα, παρατηρεῖ πώς ἡ ἐπιείκεια εἶναι τό ἰσχυρότερο παιδαγωγικό μέσο.
«Ἀληθῶς, οὐδέν ἐπιεικείας ἰσχυρότερον καί οὐδέν ταύτης δυνατώ- τερον» (94).
«Μαλάττει δέ (= μαλακώνει τήν καρδιά) οὐ θυμός, οὐδέ κατηγορία σφοδρά (= αὐστηρή ἐπίπληξη), οὐδέ ὀνείδη (= οὔτε ἐξευτελιστικές κατηγορίες), ἀλλ’ ἐπιείκεια»(95).
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἑπόμενη παιδαγωγική προτροπή του Χρυσοστόμου πρός τόν πατέρα:
«Μερικές φορές ἄς ἐπισείεται ἀπειλητικά τό μαστίγιο, ἀλλά ἡ ἀπειλή νά μή πραγματοποιῆται … Ὅταν ὅμως δῆς ὅτι οἱ ἀπειλές ἀπέδωσαν, τότε μαλάκωσε».  
«Ἄνες (= χαλάρωσε τήν αὐστηρότητα)· δεῖ γάρ τινος τῇ φύσει τῇ ἡμετέρα καί ἀνέσεως»(96).
Ἀλλ’ ἡ ἐπιείκεια ἐκπορεύεται ἀπό τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία γιά τούς γονεῖς πρέπει νά εἶναι «θυσιαστική». Γονεῖς καί παιδαγωγοί χωρίς ἀγάπη ἀδυνατοῦν νά διαδραματίσουν τό ρόλο τους. Ἡ ἀγάπη ἡ ἐν Χριστῷ, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, εἶναι μοναδικῆς ἀξίας παιδαγωγικό μέσο.
«Ταύτης γάρ παρούσης οὐδέν μέρος φιλοσοφίας ἐλλείπει τῷ κεκτημένῳ (= ἀπ’ αὐτόν πού τήν ἔχει)»(97).
«Αὐτό πού δέν μπορεῖ νά πετύχη ἡ φύση, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή μέ τίς φυσικές του δυνάμεις, τό κατορθώνει ἡ ἀγάπη»(98).
«Τίποτε δέν μπορεῖ νά προσελκύση τόσο τό μαθητή, ὅσο τό νά ἔχη πεισθῆ ὅτι ὁ παιδαγωγός φροντίζει γι’ αὐτόν καί ὅτι ἔχει ἀνησυχία γιά τήν πρόοδό του, πρᾶγμα πού εἶναι δεῖγμα ὑπερβολικῆς ἀγάπης»(99).
«Εἴτε ἐπιτιμᾷ τις, εἴτε ἄρχει, εἴτε ἄρχεται, εἴτε μανθάνει, εἴτε διδάσκει, πάντα μετά ἀγάπης»(100).
Ὁ Χρυσόστομος, διερευνῶντας ψυχαναλυτικά τά ἄδυτα τοῦ ἀσυνείδητου ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, παρατηρεῖ πώς, ὅπου δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ μπορεῖ νά παρεισφρήση τό μῖσος. Ἄνθρωπος, πού γεύεται τούς καρπούς τῆς ἀγάπης, δέν εἶναι δυνατόν νά μισῆ.
Τοῦτο ἰσχύει καί γιά τόν παιδαγωγό:
«Οὐδείς ἐστιν ὅστις φιλούμενος θελήσει μισεῖν»(101).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ καί ἄλλα μέσα τῆς ἀγωγῆς:
Τό παράδειγμα τοῦ δασκάλου εἶναι ἀπό τά πλέον ἀποτελεσματικά μέσα.
«Ὁ δέ παιδεύων οὐ δι’ ὧν λέγει μόνον, ἀλλά καί δι’ ὧν ποιεῖ τήν διδασκαλίαν προάγει»(102).
«Τίς ὁ τύπος (= ὁ κανόνας) τῆς διδαχῆς; Ὀρθῶς ζῆν καί μετά πολιτείας ἀρίστης»(103).
«Εὔκολον τοῦτο τό φιλοσοφεῖν ἐν ρήμασι· δίδαξόν με διά τοῦ βίου τοῦ σοῦ … Μείζων γάρ ἡ βλάβη, ὅταν καλῶς διδάσκων τις διά ρημάτων, διά τῶν ἔργων πολεμῇ τῇ διδασκαλίᾳ»(104).
Ὁ ἔπαινος τοῦ δασκάλου:
«Καί γάρ ἀμφοτέρων δεῖται ἡ τῶν ἀνθρώπων ψυχή τῶν φαρμάκων τούτων (δηλ. καί ἔλεγχο καί ἔπαινο)»(105).
«Καί ἄν ἀκόμη οἱ ἔπαινοι δέν εἶναι ἀπολύτως δίκαιοι, χρησιμο-ποιοῦνται κατ’ οἰκονομίαν, γιατί προετοιμάζουν τό ἔδαφος νά δώσουμε μία συμβουλή ἤ νά κάνουμε μία παρατήρηση»(106).
Ἡ διάκριση τοῦ παιδαγωγοῦ. Ἡ δυνατότητα ψυχολογικῆς κατα-νόησης τοῦ μαθητῆ. Ἡ ἱκανότητα τοῦ παιδαγωγοῦ νά διεισδύη στό ὑπόστρωμα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παιδιοῦ καί ἀναλόγως νά παρεμβαίνη συμβουλευτικά, χρησιμοποιῶντας παιδαγωγικά μέσα πού στοιχοῦν στά κίνητρα τῆς συμπεριφορᾶς του : «Πρός τάς προαιρέσεις (= διάθεση καί ἐλεύθερη γνώμη) τοίνυν τῶν ἀνθρώπων καί ἡ θεραπεία τοῦ ἰατροῦ προσάγεται»(107).
«Τό φάρμακο (τό παιδαγωγικό μέσο), κι ὅταν ἀκόμη εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμο, γίνεται πολλές φορές ἄχρηστο, ὅταν αὐτός πού τό χρησιμοποιεῖ στερεῖται πείρας»(108).
«Καί πρέπει κανείς νά καταφεύγη συχνά σέ διάφορα τεχνάσματα, προκειμένου μέ τήν τέχνη αὐτή νά ὠφελήση πολύ»(109).
Ὁ παιδαγωγός πού ἔχει τήν ψυχολογική πείρα πού ἀπορρέει ἀπό τή διάκριση, εἶναι σέ θέση νά παρατηρῆ διαγνωστικά καί ἐν συνεχείᾳ νά παρεμβαίνη παιδαγωγικά. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος συμβουλεύει ὡς ἑξῆς τούς γονεῖς–παιδαγωγούς: «Νά παρατηρῆτε ποιό ἔμφυτο προτέρημα ἔχουν τά παιδιά, γιά νά τό καλλιεργήσετε καί νά τό αὐξήσετε, ποιό φυσικό ἐλάττωμα (μειονέκτημα), γιά νά τό περιστείλετε καί νά τό ἐξαλείψετε»(110).
Ἰδιαίτερα συμβουλεύει τό δάσκαλο καί ὅποιον ἀσχολεῖται μέ τήν ἀγωγή τοῦ παιδιοῦ νά λειτουργῆ ὡς πραγματικός παιδαγωγός καί ψυχολόγος καί νά προσπαθῆ, ὅπως καί ὁ ἴδιος κάνει, νά διεισδύη στό ἐσώτερο τοῦ ψυχισμοῦ καί τῆς διάνοιας τοῦ παιδιοῦ: «Ἀλλά σύ τῆς ἔξωθεν ἀκούεις κραυγῆς, ἐγώ δέ τῆς ἔνδοθεν· μεγάλη ἡ φωνή τοῦ στόματος, ἀλλά μείζων ἡ τῆς διανοίας»(111).
Προτείνει, τέλος, καί δύο ὀπτικοακουστικά μέσα: Τό «μυστικό Εὐαγγέλιο τῆς φύσης» (Γέρων Πορφύριος : Βασιλιάς Ἥλιος, τά πουλάκια τοῦ δάσους, ἡ θάλασσα). «Ἄν θέλης νά ἀπομακρύνης τούς ὀφθαλμούς τοῦ παιδιοῦ ἀπό ἁμαρτωλά θεάματα, δεῖξε σ’ αὐτό ἄλλες καλλονές, ὅπως τόν οὐρανό, τόν ἥλιο, τά ἀστέρια, τά ἄνθη τῆς γῆς, δεῖξε του τά λειβάδια καί τίς ὡραῖες εἰκόνες τῶν βιβλίων. Σ’ αὐτά νά ἀναπαύεται καί μέ αὐτά νά τέρπεται ὁ ὀφθαλμός του»(112).
«Ἄς μαθαίνη καί τίς ἱερές μελωδίες, πού τόν κατευνάζουν, τον ἠρεμοῦν ἐσωτερικά»(113).
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὡς μεγάλος ψυχοπαιδαγωγός καί ρήτωρ, χρησιμοποιεῖ στή διδασκαλία του τό ὑποδειγματικό στοιχεῖο. Ἡ μέθοδός του εἶναι μία ἀφηγηματική δραματουργία, μέ νοηματική κορύφωση, μέσω τῆς ὁποίας προβάλλεται ἐπαγωγικά στούς γονεῖς ἕνας ἰδανικός ἠθικός κόσμος, ὅπως αὐτός σκιαγραφεῖται μέ τήν ἀφήγηση διαφόρων ἁγιογραφικῶν ἱστοριῶν – μαθημάτων ἀπό την ἱερά ἱστορία, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Κάιν και τοῦἌβελ, τοῦ Ἠσαῦ και τοῦ Ἰακώβ, τοῦ νεαροῦ Ἰωσήφ. Τίς ἱστορίες αὐτές, στίς ὁποῖες προβάλλονται μέ τρόπο βιωματικό ἐξαίρετα παραδείγματα συμπεριφορᾶς νέων ἀνθρώπων πρός μίμηση, εἶναι δυνατόν καί οἱ γονεῖς μέ τή σειρά τους, ὡς παιδαγωγοί, νά τίς ἀφηγοῦνται στά παιδιά τους.
Στήν ὑποδειγματική διδασκαλία τοῦ μεγάλου παιδαγωγοῦ παρατηροῦμε μεθοδικότητα καί ἐπιστημοσύνη, πού μᾶς παραπέμπει στή σύγχρονη διδακτική μεθοδολογία. Στίς ἀφηγήσεις του χρησιμοποιεῖ τήν ἐρώτηση καί τό διάλογοτή διασαφήνισητήν πραγματολογική ἐξήγησητήν ψυχολογική ἑρμηνεία καί τή μέθοδο τῆς ἐπανάληψης γιά καλύτερη ἀφομοίωση καί ἐμπέδωση τῶν στοιχείων τῆς διδασκαλίας. Ἡ τεχνική τῆς διδασκαλίας του καθιστᾶ εὐχάριστη καί ζωηρή τήν ἐκφορά τοῦ ἀφηγηματικοῦ λόγου καί ἀξιοποιεῖ ἐξατομικευτικά τό συναισθημα-τικό καί τό νοηματικό περιεχόμενο τοῦ μεταδιδόμενου μηνύματος, ὥστε αὐτό νά ἀφομοιώνεται μέ εὐκολία τόσο ἀπό τούς γονεῖς ὅσο καί ἀπό τά ἴδια τά παιδιά(114).
Ὁ Χρυσόστομος ἀξιοποιεῖ μέ ἰδιαίτερη ρητορική δεξιοτεχνία τή ζωντανή περιγραφή προσώπων καί καταστάσεων, ἡ ὁποία δημιουργεῖ πλούσιες ἐσωτερικές ἐποπτεῖες στόν ἀκροατή.
Τό στοιχεῖο ἐπίσης τῆς περιπέτειας εἶναι ἄφθονο στίς ἱστορίες πού ἀξιοποιεῖ δειγματικά. Τοῦτο ἄλλωστε εἶναι διδακτικό μέσο λίαν προσφιλές καί οἰκεῖο στήν παιδική φαντασία («ἡλικία Ροβινσώνων»)(115).
Ἁπλά καί πρακτικά καθοδηγεῖ τούς γονεῖς ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν τό παιδί σου εἶναι κουρασμένο ἀπό τά μαθήματαδιηγήσου σ’ αὐτό ἱερές ἱστορίες, διότι ἡ παιδική ψυχή ἀρέσκεται στίς ἱστορίες τοῦ παλαιοῦ καιροῦΚατά τό χρόνο αὐτό ἀποτράβηξέ το ἀπό κάθε του παιγνίδι, διότι διαπαιδαγωγεῖς φιλόσοφο καί ἀθλητή γιά τό Χριστό καί οὐράνιο πολίτη»(116).
Ἔτσι, προχωρεῖ ὁ Χρυσόστομος στήν οὐσία τοῦ θέματος, στήν ἐμβάθυνση καί ἐμπέδωση τῶν ἐννοιῶν καί τῶν εἰκόνων μέ τή βοήθεια τῆς ἐπανάληψης. Καλεῖ τόν πατέρα νά διηγηθῆ τήν ἱστορία ἕνα βράδυ, τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Τήν ἄλλη ἡμέρα τήν ἱστορία θά ἐπαναλάβη ἡ μητέρα. Ὕστερα μετά ἀπό ἐπαναλήψεις θά πρέπει νά τήν ἐπαναλάβει καί τόπαιδί(117).
«Ὅταν αὐτή ἡ ἱστορία θά ἔχη ἐντυπωθῆ καλά στό νοῦ τοῦ παιδιοῦ, τότε θά τοῦ διηγηθῆς καί ἄλλη … Ὅταν μεγαλώση, νά τοῦ διηγῆσαι καί δυσκολώτερες ἱστορίες. Διότι, ὅταν τό μυαλό του εἶναι ἀκόμη τρυφερό, δέν πρέπει νά τό βαρύνης μέ πολύ μεγάλο βάρος, γιά νά μήν καταπιέσης τό πνεῦμα του. Ὅταν ὅμως φθάση τά δέκα πέντε χρόνια ἤ καί περισσότεραἄς ἀκούη τά περί τῆς κολάσεως»(118).
Καθώς ἡ διήγηση προχωρεῖ, τό περιεχόμενό της γίνεται πιό σύνθετο καί περισσόρερο δυσνόητο. Τοῦτο ἀπαιτεῖ τό παιδί νά διαθέτη ἀνώτερες πνευματικές δυνάμεις:
«Τά ὅσα ἀκολουθοῦν στήν ἀφήγηση ἐνέχουν πολλή φιλοσοφία, ἀνωτέρα τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ παιδιοῦ, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι δυνατό μέ κάποια κατανόηση νά ἐμφυτευθῆ στήν ἁπαλή διάνοια τοῦ παιδιοῦ, ἄν μεταχειρισθοῦμε κατάλληλη ἀφηγηματική στρατηγική»(119).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἶναι ἐμβριθής ψυχολόγος. Προχωρεῖ στό ὑπόστρωμα τῶν θεμάτων· τά παρατηρεῖ ἐξελικτικά μέ λεπτομερῆ καί τεκμηριωμένο τρόπο. Γνωρίζει καλά τίς λειτουργίες πού συγκροτοῦν τόν παιδικό ψυχισμό καί τήν ἐξέλιξή τους, καθώς τό παιδί ἀναπτύσσεται. Ξέρει πώς ἡ μάθηση, ὡς ψυχοπαιδαγωγική λειτουργία, παρακολουθεῖ τήν ἡλικιακή ἐξέλιξη καί στήν περίοδο αὐτή μπορεῖ νά ὁδηγήση σέ ἀποτελέσματα πού θά σφραγίσουν καθοριστικά τήν παιδική ψυχή.
«Ἄν καί τοῦτο μόνο τό ἕνα δίδαγμα κατορθώσης νά ἐντυπωθῆ βαθιά στήν παιδική ψυχή, δέν χρειάζεται πλέον κανένα παιδαγωγό»(120).
«Νά μήν ἀρκεσθῆς ὅμως σ’ αὐτό. Πάρε ἀπό τό χέρι τό παιδί σου καί ὁδήγησέ το στήν ἐκκλησία, ἰδίως, ὅταν ἡ διήγηση αὐτή πρόκειται νά ἀναγνωσθῆ σ’ αὐτήν. Θά δῆς τότε τό παιδί σου νά πηδᾶ ἀπό χαρά καί εὐχαρίστηση»(121).
Μέ αὐτό τόν τρόπο, ἡ παιδευτική διαδικασία ὁλοκληρώνεται. Τό παιδί προσεγγίζει ἐποπτικά καί βιωματικά σ’ ἕνα τελευταῖο στάδιο τόν καρπό τῆς προσπάθειάς του καί βιώνει τήν ἀγαλλίαση τῆς δημιουργίας του.
δ. Ψυχοπαιδαγωγική τῆς ἐφηβείας
Ἡ πνευματική καί ἠθική ἔνδεια καί οἱ βαθεῖς μετασχηματισμοί τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς τοῦ Χρυσοστόμου ἐπηρέαζαν ἔντονα κυρίως τή νεότητα. Ὅπως συμβαίνει συνήθως, ἡ γενιά τῶν μεγαλυτέρων, ἡ γενιά κυρίως τῶν γονέων διαμορφώνει την ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ὁποία ἀναπτύσσεται τό νεανικό ἦθος. Κατά συνέπεια, ὁ κόσμος τῶν μεγαλυτέρων εὐθύνεται γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν νέων.
Ὁ Χρυσόστομος, ὡς βαθύς γνώστης τῆς ψυχολογίας, ἀσχολήθηκε μέ τήν παιδαγωγική τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε ἡλικιακή του φάση, ἰδιαιτέρως ὅμως μέ τήν παιδαγωγική τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ἐγνώριζε πολύ καλά τό ὑπόβαθρο τῶν προβλημάτων τῶν ἐφήβων καί τῶν νέων καί τά κίνητρα κάθε μορφῆς τῆς συμπεριφορᾶς τους. Στίς διαγνωστικές του παρατηρήσεις, πού ἀφοροῦσαν τόν ψυχισμό τοῦ νέου ἀνθρώπου, προχωροῦσε μέ γνώμονα τήν ἐμπειρία του και τα πορίσματα τῆς «ἐξελικτικῆς ψυχολογίας». Μιλῶντας γιά τά ψυχικά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, παρατηρεῖ : «Δέν μᾶς ἐπιτίθενται πάντοτε ὅλα μαζί τά πάθη, ἀλλά στήν πρώτη ἡλικία, τήν παιδική, ὑπάρχει μεγάλη ἀνοησία καί δειλία, στή δέ μετέπειτα, στήν ἐφηβική, ἀκολουθεῖ περισσότερο ἡ ὁρμητική ἡδονή, καί στήν ἑπομένη, τήν ὥριμη, ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων»(122).
Ἑπομένως γιά τήν ἡλικία τῆς ὁρμητικῆς ἡδονῆς, τήν ἐφηβεία χρειάζεται παιδαγωγός μέ ἰδιαίτερες ψυχοπαιδαγωγικές γνώσεις καί ἱκανότητες : «Τῆς τέχνης ταύτης οὐκ ἔστιν ἄλλη μείζων. Τί γάρ ἴσον ρυθμίσαι ψυχήν καί διαπλάσαι νέου διάνοιαν;»(123).
Ἴσως μάλιστα νά χρειάζεται γιά τή διαπαιδαγώγηση τοῦ νέου μία ὁμάδα ἐμπείρων προσώπων μέ εἰδικές γνώσεις :  «Ἄγριον ἡ νεότης, πολλῶν δεομένη τῶν ἐπιστατούντων, διδασκάλων, παδαγωγῶν, ἀκολούθων, τροφέων»(124).
Νά εἴμαστε εὐχαριστημένοι, λέγει ὁ Ἅγιος, ἐάν μέ τόσα πρόσωπα καί μέσα κατορθώσουμε νά ἐπιβληθοῦμε στό νέο. «Ἄγριον ἡ νεότης … καθάπερ τις ἵππος ἀδάμαστος, καθάπερ τι θηρίον ἀτίθασον, τοιοῦτόν ἐστι ἡ νεότης».
Ἡ βαθιά ψυχολογική γνώση τῆς νεανικῆς συμπεριφορᾶς ὁδηγεῖ τό Χρυσόστομο σέ περιγραφές τῆς νεανικῆς ἡλικίας, ὅπου κυριαρχοῦν ὁ παραστατικός λόγος και οἱ μεταφορικές ἔννοιες, χωρίς ὅμως νά μειώνεται ἡ ἐπιστημονική ἐγκυρότητα τῶν παρατηρήσεων:
«Ἐννόησον, οἷόν ἐστι νεότης καί νεότητος ἀκμή. Ἐν γάρ αὐτῷ τῷ ἄνθει τῆς ἡλικίας τότε ἐτύγχανεν ὤν (ὁ Ἰωσήφ), ὅτε σφοδροτέρα τῆς φύσεως ἡ φλόξ ἐγείρεται, ὅτε πολλή τῆς ἐπιθυμίας ἡ ζάλη, ὅτε ἀσθενέστερος ὁ λογισμός. Τῶν γάρ νεωτέρων αἱ ψυχαί οὐ σφόδρα πολλῇ φράττονται τῇ συνέσει, οὐδέ πολλήν τῆς ἀρετῆς ποιοῦνται σπουδήν· ἀλλ’ ὁ χειμών τῶν παθῶν χαλεπώτερος, ὁ δέ τά πάθη κυβερνῶν λογισμός ἀσθενέστερος»(125).
Κατά τόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, ὁ ἔφηβος εἶναι «ὀνοκένταυρος». Ἐκφράζει μέσα του τόμεγαλεῖο τοῦ ἵππου (κένταυρος), ἀλλά ἡ συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται ἀπό πεῖσμα, ὅμοιο μέ ἐκεῖνο τοῦ ὄνου:
«Εἰσί γάρ, εἰσί καί ἄνθρωποι ὀνοκενταύρων χείρους, καθάπερ ἐν ἐρημίᾳ ζῶντες καί λακτίζοντες· καί τό πλέον τῆς νεότητος παρ’ ἡμῖν τοιοῦτον»(126).
Ἀλλ’ ἡ ἐβηφεία εἶναι ἐπίσης ἡ ἡλικία τῶν μεγάλων συγκρούσεων καί τῶν ἐπαναστάσεων :
«Πυρά τις ἐστιν ἡ νεότης καί πέλαγος κυμάτων γέμον καί πολλάς ἔχον ἐπαναστάσεις»(127).
Ἕνα ἀπό τά πιό σημαντικά θέματα τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἐφήβου καί τοῦ νέου εἶναι ἐκεῖνο τῆςσεξουαλικῆς τους διαπαιδαγώγησης. Εἶναι μία μορφή ἀγωγῆς πού ὀργανώνεται στό πλαίσιο κυρίως τῆς συμβουλευτικῆς τῆς οἰκογένειας. 
Τό θέμα τῆς σεξουαλικῆς ἀφύπνισης τοῦ νέου καί τῶν σχετικῶν μέ αὐτό ζητημάτων, ὅπως εἶναι οἱ διαφυλικές σχέσεις, δημιουργεῖ μεγάλα προβλήματα στόν ἴδιο ἀλλά καί στούς γονεῖς του κατά τήν περίοδο τῆς ἐνήβωσής του (προεφηβική καί ἐφηβική ἡλικία). Τότε ὁ νέοςὡριμάζει βιολογικά, ὁρμονικά κυρίως, καί φυσιολογικά. Τά νέα δομικά καί λειτουργικά του στοιχεῖα χαρακτηρίζουν τήν ἐφηβική σεξουαλικότητα, ἡ ὁποία σέ συνδυασμό μέ τήδιανοητική ἀνάπτυξη καί τήν ἐπικρατοῦσα ἀναρχία στό συναισθηματικό του κόσμο, ὁδηγεῖ τίς περισσότερες φορές τή συμπεριφορά τοῦ νέου σέ θυμικές μεταπτώσεις.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, βαθύς ψυχολόγος, ἀναλύει σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἔργου του τό θεμελιῶδες γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου θέμα τῆς γενετήσιας λειτουργίας, προσεγγίζοντας κυρίως τήν ψυχολογική καί φυσιολογική του διάσταση.
Στή συνέχεια, ἀναπτύσσει τήν παιδαγωγική του, συμβουλεύοντας τούς γονεῖς πάντοτε στό παιδαγωγικό τους ἔργο νά λαμβάνουν ὑπόψη τίς δυνατότητες, τίς ἀνάγκες καί τίς προσδοκίες τῶν νέων.
«Ἄν λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή καί ἀπό μικρή ἡλικία ἐμβάλουμε στή νεότητα καλές ἀρχές, δέν χρειάζονται κατόπιν πολλοί κόποι, διότι ἡ συνήθεια θά γίνη στό μέλλον νόμος στά παιδιά. Ἄς μήν τούς ἐπιτρέπουμε λοιπόν νά πράττουν κάτι πού τούς εἶναι μέν εὐχάριστο, ἀλλά τάβλάππει. Οὔτε νά ἱκανοποιοῦμε τίς ὀρέξεις τους. Πρό πάντων νά φροντίζουμε νά ἔχουνσώφρονα βίο, διότι ἡ ἀνηθικότητα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ἁμάρτημα, καταστρέφει τή νεότητα.   
Γρήγορα πρέπει νά τά νυμφεύουμε, ὥστε τό σῶμα καθαρό καί ἀνέπαφο νά δέχεται τή νύφη, ὁπότε καί ἡ πρός αὐτήν ἀγάπη θά εἶναι θερμότερη. Ἐκεῖνος πού πρό τοῦ γάμου του εἶναι σώφρων, μετά τό γάμο του θά ζῆ μέ περισσότερη σωφροσύνη. Καί ἐκεῖνος πού ἔμαθε πρό τοῦ γάμου νά πορνεύη, τό ἴδιο  θά κάνη καί μετά τό γάμο του»(128).
Ὁ Χρυσόστομος πιστεύει πώς ὁ νέος μπορεῖ νά ὑπερνικήση καί νά ἀπωθήση τίς ἐνστικτώδεις τάσεις τοῦ ὀργανισμοῦ χωρίς νά ὑποστῆ κάποια ὀργανική βλάβη ἤ ἀσθένεια, γιατί ἡ σαρκική ἐπιθυμία εἶναι ἁπλῶς φυσιολογική ἀνάγκη καί ὄχι φυσική, πού θά ἀπαιτοῦσε δηλαδή ἄμεση ἱκανοποίηση. Ἡ σαρκική διέγερση στό νέο εἶναι τόσο μεγαλύτερη, ὅσο πιό ἀδύνατο χαρακτήρα καί θέληση ἔχει. Καί τοῦτο εἶναι συνέπεια τῆς ἀπουσίας ἄσκησης καί πνευματικοῦ ἀγώνα(129).
«Γιά κανένα ζήτημα τῶν νέων δέν πρέπει νά δείχνουμε τόση σπουδή καί φροντίδα, ὅσο γιά τή σωφροσύνη καί τή σεμνότητά τους.
Διότι κανένα φυσικό κόσμημα δέν στολίζει τόσο ὡραῖα τήν ἡλικία ἐκείνη, ὅσο τῆς σωφροσύνης ὁ στέφανος καί ἡ προσέλευση στό γάμο μέ καθαρότητα ἀπό κάθε ἀσέλγεια.
Ἔτσι καί οἱ γυναῖκες σ’αὐτούς θά εἶναι ἀγαπητές, ὅταν πρό τοῦ γάμου ἡ ψυχή δέν ἔχει πέσει σέ πορνεία, δέν ἔχει διαφθαρῆ καί γνωρίζει μόνον ἐκείνη τή γυναίκα, μέ τήν ὁποία θά ἑνωθῆ διά τοῦ γάμου. Μέ τόν τρόπο αὐτό καί ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων θερμότερη γίνεται καί ἡ εὔνοια γνησιώτερη καί ἡ στοργή τελειότερη, ὅταν μέ τέτοια προφυλακτικά μέτρα οἱ νέοι πρός τόν γάμο βαδίζουν. Ὅταν ὁ νέος δέν εἶναι σώφρων πρό τοῦ γάμου καί μετά τόν γάμο πάλι πρός ἄλλη γυναίκα στρέφει τά βλέμματά του. Ἀπ’ ἐδῶ ἡ πρός τή γυναίκα ἀγάπη σιγά-σιγά ψυχραίνεται καί μαραίνεται»(130).
Ὁ ἱερός παιδαγωγός, θέλοντας νά ὑπογραμμίση τήν ἀξία τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καί ἰδιαίτερα τῆς ἄσκησης τῆς βούλησης στό θέμα τῆς ἐγκράτειας καί τῆς σωφροσύνης τῶν νέων, παρατηρεῖ:
«Δέν εἶναι ἡ νεανική ἡλικία ἡ αἰτία τῆς ἀκολασίας, ἀλλ’ ἐκεῖνοι πού οἱ ἴδιοι ρίχνουν τόν ἑαυτό τους στή σαρκική φλόγα μέ τά διεγερτικά μέσα πού μεταχειρίζονται. Γιατί, ὅταν πηγαίνης στό θέατρο καί βλέπης γυμνές γυναῖκες, προσωρινά μέν εὐχαριστεῖσαι, ἀλλά κατόπιν τά ὅσα εἶδες συντελοῦν στό νά αὐξήσουν τόν πυρετό τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας»(131).
«Καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά προσέξετε πολύ καί νά φροντίσετε ἐπιμελῶς ὥστε νά ἀπομακρύνετε ἀπό τούς νέους κάθε αἰτία ἀνηθικότητας, διότι τή μεγαλύτερη ταραχή προξενεῖ στήν ψυχή τῶν νέων ἡ σαρκική ἐπιθυμία (ὁ αἰσθησιακός ἔρως). Ἀλλά, καλύτερα, πρίν ἀκόμα ὁ νέος δοκιμάση αὐτή τή μορφή τοῦ ἔρωτα, δίδαξέ τον νά εἶναι νηφάλιος, πάντοτε προσεκτικός, νά ἀγρυπνῆ καί νά προσεύχεται καί συνήθισέ τον σέ κάθε λόγο καί πράξη του νά κάνη τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ»(132).
Τόν πρῶτο λόγο στό θέμα τῆς γενετήσιας ἀγωγῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχουν οἱ φυσικοί παιδαγωγοί του, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα. Ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτούς ὁ Χρυσόστομος, τούς συμβουλεύει: «Ὅταν τό παιδί μεγαλώση, πρίν νά στρατευθῆ καί πρίν νά φτιάξη τή ζωή του, φρόντισε νά τό παντρεύσης. Ὅταν γνωρίζη ὅτι λίγο καιρό ἔχει νά περιμένη, θά μπορέση νά κάνη ὑπομονή. Ἄν ὅμως καταλάβη πώς ἀδιαφορεῖς καί καθυστερεῖς καί περιμένεις πότε θά ἀποκτήση πλούτη καί τότε νά τό παντρεύσης, θά χάση τήν ὑπομονή του καί θά στραφῆ στήν πορνεία. Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ πρῶτα νά ρυθμίζετε τό θέμα τῆς ψυχῆς τους. Διότι, ἄν ὁ νέος πάρη ἁγνή γυναίκα, χωρίς νά ἔχη προγαμιαῖες σχέσεις, θά τήν ἀγαπήση μέ ὅλη τή δύναμή του καί θά ἔχη φόβο Θεοῦ καί ἔτσι θά εἶναι τίμιος ὁ γάμος, ἀφοῦ θά δέχεται καθαρά καί ἀμίαντα σώματα, τά δέ παιδιά πού θά γεννηθοῦν θά εἶναι γεμᾶτα ἀπό εὐλογία»(133).
Ὁ Χρυσόστομος ἐνθαρρύνει καί ἐπαινεῖ ἰδιαιτέρως τό νέο πού μέ τήν ἄσκησή του διατηρεῖ τήν ἁγνότητα: «Οὗτος μυρίων ἐπαίνων ἄξιος καί μακαρισμῶν καί εὐφημιῶν, ὁ μαινομένην χαλινῶν τήν φύσιν, καί ἐν αὐτῇ τοῦ χειμῶνος τῇ ἀκμῇ διασώζων τό σκάφος» (134).     
Μιά ἄλλη διάσταση τῆς ἀγωγῆς τῶν νέων, κατά τόν Χρυσόστομο, εἶναι ἐκείνη πού σήμερα θα μποροῦσε κανείς να χαρακτηρίση ὡς κοινωνική και δημοκρατική ἀγωγή.
Στή μορφή αὐτή τῆς ἀγωγῆς ὁ μεγάλος παιδαγωγός ἐμφανίζεται ρηξικέλευθος καί ἐπαναστατικός γιά τήν ἐποχή του. Προτείνει στόν πατέρα: «Δίδαξε τόν υἱό σου νά εἶναιταπεινός καί εὐάρεστος στούς ἀνθρώπους. Ἐάν τόν ἀντιληφθῆς ὅτι στενοχωρεῖ καίπροσβάλλει κάποιον ἀκόλουθο (ὑπηρέτη) νά μή παραβλέψης αὐτό, ἀλλά νά τόν τιμωρήσης, διότι ὁ συναισθανόμενος ὅτι οὔτε τόν ὑπηρέτη του δέν ἐπιτρέπεται νά προσβάλλη, θά ἀποφύγη πολύ περισσότερο νά ὑβρίζη καί νά ἐμπαίζη τόν ἐλεύθερο πού ἀνήκει στήν ἴδια μ’ αὐτόν κοινωνική τάξη»(135).
Καί σέ ἄλλη περίπτωση συμβουλεύει:
«Πρέπει νά διαπαιδαγωγήσουμε τούς νέους ἀπό μικρά παιδιά, ἔτσι, ὥστε, ὅταν οἱ ἴδιοι ἀδικοῦνται, νά ὑπομένουν μέ καρτερία τήν ἀδικία, ὅταν ὅμως βλέπουν νά ἀδικῆται κάποιος ἄλλος, τότε νά σπεύδουν μέ γενναιότητα εἰς ὑπεράσπιση τοῦ ἀδικουμένου καί νά τόν βοηθοῦν ὅσο πρέπει».
Συνιστᾶ, τέλος, νά φέρωνται οἱ νέοι πρός τούς ὑπηρέτες σά νά εἶναι ἀδέλφια τους, νά μήν ὀργίζωνται ἐναντίον τους, νά μή τούς ὑβρίζουν, ἀλλά νά τούς συγχωροῦν. «Αὐτό ἀποτελεῖ τεκμήριο μεγίστης φιλο-σοφίας»(136).
Στήν παροῦσα εἰσήγηση ἐπιχειρήσαμε νά προσεγγίσουμε καί νά ἀναλύσουμε τέσσερεις θεμελιώδεις διαστάσεις τοῦ ὅλου παιδαγωγικοῦ συστήματος τοῦ μεγάλου παιδαγωγοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὅπως παρατηρήσαμε, οἱ παιδαγωγικές θέσεις τοῦ Ἁγίου ἔχουν διαχρονική ἀξία καί, ὡς ἐκ τούτου, εἶναι δυνατόν καί στίς ἡμέρες μας, σέ μία κατ’ ἐξοχήν ἀντιπαιδαγωγική ἐποχή, πού παγκοσμίως ἀμφισβητεῖται ἡ ἀποτελεσματικότητα τῶν θεσμῶν τῆς ἐκπαίδευσης καί γενικώτερα τῆς ἀγωγῆς, νά ἀξιοποιοῦνται στό ἔργο τῆς ἀγωγῆς τοῦ νέου ἀνθρώπου, τόσο ἀπό τούς παιδαγωγούς ὅσο καί ἀπό τούς γονεῖς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)       A. Danassis, Johannes Chrysostomos, Pädagogisch – Pshychologische Ideen in seinem Werk, διδ. διατριβή, Bonn, 1971, Bouvier Verlag Herbert Grundmann. Βλ. ἐπίσης Ἀ. Ἰσηγόνη, Ἱστορία τῆς παιδείας, Ἀθῆναι, 1964, Β΄ ἔκδοση, σ. 114-117. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός, τόμ. Α΄, Ι. Σχολεῖα, παίδων ἀνατροφή, παίγνια, “Coll. De l’ Institut Français d’ Athènes”, 1948. Τοῦ ἰδίου, Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς παιδαγωγοί, λόγος ἐκφωνηθείς κατά τήν ἑορτήν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἐν τῇ αἰθούσῃ τῶν τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 1951, ἐν Ἀθήναις, 1959, β΄ ἔκδοσις. Η. Ι. Marrou, Ἱστορία τῆς Ἐκπαιδεύσεως κατά τήν ἀρχαιότητα, Ἑλλ. μετ. Θ. Φωτεινοπούλου Ἀθῆναι, 1961, ε΄ ἔκδ. σ. 429. Α. Puech, Histoire de la Littérature chrétienne, t. III «Le IVe siècle», Paris, 1930, «Les Belles Lettres» (Coll. Ass. G. Budé), σσ. 450-533. Γ. Ξέκαλου, Γ. Παπαγεωργίου, Ἡ ἀγωγή διά μέσου τῶν αἰώνων, Ἡράκελιον, τόμ. Α΄, 1969, σ. 274-278. Πρβλ. ἐπίσης Γ. Τσαμπῆ, Ἡ παιδεία εἰς τό Βυζάντιον, Ι. Αἱ περί ἀγωγῆς ἀντιλήψεις τῶν Βυζαντινῶν, Μυτιλήνη, 1963. Α. Τσίριμπα, Ε. Κωνσταντοπούλου, Ἱστορία τῆς Παιδαγωγικῆς, Ἀθῆναι, 1964, νέα ἔκδοσις, σ. 96 κ. ἑ. S. Seidlmayer,DiePädagogikdesJohannesChrysostomusMünchen, 1923, Münster, 1926. Α. Σίσκου (μητρ. Νουβίας), Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς πρότυπα ποιμένων καί διδασκάλων, ἰδίᾳ ἐν τῇ πράξει, λόγος ἐκφωνηθείς εἰς τήν ἑορτήν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Θεσσαλονίκη, 1957. Ἀ. Σπαθάκη, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς παιδαγωγός θεωρούμενος, «Ἀνάπλασις», 1895, τ. 8.
(2)       Βλ. Δ. Μωραΐτου, Παιδαγωγικαί ἰδέαι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἀθῆναι, 1968, ἐκδ. «Κ. Γρηγόρη», σ. 7-8. Και Σ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἀθήνα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, τόμ. Α΄, 1999, σσ. 9-20.
(3)       Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Γιά μιά ὀρθόδοξη Χριστιανική Παιδαγωγική. «Ὀρθοδοξία Ἑλληνισμός», πορεία στήν τρίτη χιλιετία, τόμ. Β΄, 1996, ἐκδ. Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος, σσ. 199-209. Ε. Θεοδώρου, Μαθήματα Κατηχητικῆς ἤ Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς, ἐν Ἀθήναις, 1978, ἔκδ. Β΄, Ἰ. Κογκούλη, Κατηχητική καί Χριστιανική Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, 1990.
(4)       Δ. Μωραΐτου, Παιδαγωγικαί ἰδέαι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἀθῆναι, ἐκδ. Κ. Γρηγόρη, 1968, σ. 9.
(5)       Ἰ. Κολιτσάρα, Ὁ Μεγάλος Παιδαγωγός, Ἀθῆναι, ἐκδ. Χ.Ε.Ε.Λ., 1957. Ἀ. Μπιτσάκη, Ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, Ἀθήνα, ἐκδ. Γρηγόρη, 2005. Γ. Κρουσταλάκη, Ἡ παιδαγωγική τοῦ πνευματικοῦ πατέρα κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀνατ. ἀπό τόν τόμο Πρακτικῶν Δ. Ἐπιστ. Συνεδρίου, Βέροια, 2002.
(6)       Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Ἅπαντα τά ἔργα: Ὁ παιδαγωγός, 1 ΕΠΕ, 112, ἐκδ. «Γρ. Παλαμᾶς», 1992.
(7)       Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ἡ διά μέσου τῶν αἰώνων ἐπιβίωσις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἀθῆναι, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, 1972, ἔκδ. Β΄, σ. 18.
(8)       Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις, Καρέας, Ἱ. Μονή Τ. Προδρόμου, ἐκδ. «Ἑτοιμασία», 1991.
(9)       Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου, Καρέας, Ἱ. Μονή Τ. Προδρόμου, ἐκδ. «Ἑτοιμασία», τόμ. Α΄ (2004), τόμ. Β΄ (2006).
(10)       Βλ. Δ. Μωραΐτου, ὅ.π., σ. 10.
(11)       Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Φιλοκαλική Ἀναγέννηση, ἡ παιδαγωγική διάσταση.«ΠΟΡΕΥΘΕΝΤΕΣ …», Χαριστήριος τόμος πρός τιμήν τοῦ Ἀρχ. Ἀλβανίας Ἀναστασίου, Ἀθήνα, ἐκδ. Ἁρμός, 1997, σσ. 287-303. Τοῦ ἰδίου, Γέρων Πορφύριος, ὁ πνευματικός πατέρας καί παιδαγωγός, Ἀθῆναι, «Ἐν πλῷ», 2006, Θ΄ ἔκδοση.
(12)       Ἰ. Καραβιδόπουλου, Προσωπεῖο καί πρόσωπο κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, λόγος στήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν 30/1/1979, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 15. Ἐ. Κριαρᾶ, Οἱ Τρεῖς Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκλησίας καί τά ἀρχαῖα γράμματα, λόγος ἐκφωνηθείς τήν 30ην Ἰανουαρίου 1954, Θεσσαλονίκη, 1955, σ. 11-15. Γ. Θεοχαρίδου, Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καί ἡ κλασσική παιδεία, λόγος ἐκφωνηθείς τήν 30ην Ἰανουαρίου 1966, Ἰωάννινα, 1967.
(13)       Σ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., τόμ. Β΄, σσ. 9-18. Ἰ. Κωνσταντινίδου, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος,ἐν Ἀθήναις, 1969, σ. 3.
(14)       Δ. Μωραΐτου, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Παιδαγωγικά, Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα, Βιβλιοθήκη «Παπύρου», ἀριθ. 96, Ἀθῆναι, 1940. Γιά τή γνησιότητα βλ. σσ. 3-20. Τό κείμενο, ἡ μετάφραση καί οἱ σημειώσεις περιέχονται στίς σσ. 22-99. Βλ. ἐπίσης Σ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., τόμ. Α΄, σ. 137. Γιά τά ψυχοπαιδαγωγικά θέματα βλ. Β. Χαρώνη, Οὐρ. Λανάρα, Παιδαγωγική Ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἀθήνα, ἐκδ. οἶκος Ἐλ. Μερετάκη «Τό Βυζάντιο», τόμ. Α΄ (1993), τόμ. Β΄ (1994), τόμ. Γ΄ (1995), τόμ. Δ΄ (1996). Καί Ἰερομ. Βενεδίκτου Ἁγιορείτου, Χρυσοστομικόν Ταμεῖον, ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος, 2002, β΄ ἔκδοσις, βελτιωμένη καί ἐπηυξημένη.
(15)       Βλ. Μ. Σιώτου, Χριστιανισμός καί ἀνθρωπισμός, Ἀθῆναι, ἐκδ. «Ἑλληνικῆς Ἀνθρωπιστικῆς Ἑταιρείας», 1969, γ΄ ἔκδοση, 14-18. Καί W. Jaeger, Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι καί Ἑλληνική παιδεία, μετ. Γ. Βερροίου, Ἀθῆναι, 1966.
(16)       Περί Ἀκαταλήπτου, λόγος Ε΄, 4, ΕΠΕ, 35, 162 καί P. G. 48, 740.
(17)       P. G. 48, 1029. Πρβλ. Ἀρχ. Ἠλ. Μαστρογιαννόπουλου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄνθρωπος, Ἀθῆναι, εκδ. «Ζωή», 1979, σσ. 268-269. Καί Β. Τατάκη, Μελετήματα χριστιανικῆς φιλοσοφίας, Ἀθῆναι, ἐκδ. Παπαδημητρίου, 1967, σσ. 30-43.
(18)       Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλ. ΚΑ΄, 4 ΕΠΕ, 21, 266 καί P. G. 62, 154.
(19)       Εἰς Ἰωάν. ὁμιλ. ΝΣΤ΄, 2 ΕΠΕ, 14, 32 καί P. G. 63, 307.
(20)       Ἐπί τῇ Παλ. Πέτρᾳ, 3 ΕΠΕ, 33, 200 καί P. G. 6, 63, 464.
(21)       P. G. 53, 71. Βλ. καί Ε. Θεοδώρου, ὅ.π. σσ. 63 -107.
(22)       P. G. 62, 546.
(23)       Ὁμιλία ΝΘ΄, εἰς τό κατά Ματθ., P. G. 58, 584.
(24)       «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τους γονέας …», παρ. 19.
(25)       Ὁμιλ. ΚΑ΄ εἰς τήν πρός Ἐφεσίους, P. G. 62, 154. Βλ. σχετικά Π. Νέλλα, Ζῶον θεούμενον, Ἀθήνα, ἐκδ. Σύναξη, 1981, β΄ ἔκδοση. Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, 1983, β΄ ἔκδοσις, σ. 151 κ. ἑ. Γ. Πατρώνου, Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, Ἀθήνα, ἐκδ. Δόμος, 1995, β΄ ἔκδοση.
(26)       «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας …», παρ. 19.
(27)       Βλ. «Περί κενοδοξίας …», παρ. 28 καί ὁμιλ. ΚΑ΄ εἰς τήν πρός Ἐφεσ. P. G. 62, 149-150. Πρβλ. Β. Τατάκη, Μελετήματα χριστιανικῆς φιλοσοφίας, Ἀθῆναι, ἐκδ. Παπαδημητρίου, 1967, σ. 173 κ. ἑ. Τοῦ ἰδίου, Ἡ συμβολή τῆς Καππαδοκίας στή Χριστιανική σκέψη, Ἀθήνα, 1960, σ. 186 καί 200.
(28)       Εἰς Ἐφεσ. ΚΑ΄, ΕΠΕ 21, 262-264 καί P. G. 62, 153-154. Πρβλ. Ἰ. Σ. Μαρκαντώνη, Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἐξ ἀπόψεως ἀνθρωπολογικῆς -ὑπαρξικῆς, Ἀθῆναι, 1969, σ. 16.
(29)       P. G. 52, 401.
(30)       P. G. 63, 205. Πρβλ. Ἀρχ. Ἠλ. Μαστρογιαννόπουλου, ὅ.π., σσ. 269-276. Γ. Μεταλληνοῦ, Τό πρόβλημα τῆς ἀγωγῆς ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀνάτ. ἐκ τοῦ περ. «Κοινωνία», ἔτος ΚΔ΄, 1981, Ἀθῆναι, σσ.  11-13.
(31)       P. G. 47, 368.
(32)       Βλ. P. G. 51, 193. 61, 1017 κ. ἀ.
(33)       Βλ. ὁμιλία ΚΑ΄ εἰς τήν πρός Ἐφεσίους.
(34)       Λόγος Α΄ περί τῆς Ἄννης.
(35)       Εἰς Γέν., λόγος Ζ΄, 5, ΕΠΕ, 8, 140 καί P. G. 54, 616.
(36)       Εἰς Γέν., λόγος ΣΤ΄, 2, ΕΠΕ, 8, 106-108 καί P. G. 54, 607.
(37)       Εἰς Ἀνάληψιν, ὁμιλ. Β΄, 11, ΕΠΕ, 36, 266 καί P. G. 52, 784.
(38)       Ὁμιλία ΚΑ΄ εἰς τήν πρός Ἐφεσ. 1, P. G. 62, 149.
(39)       P. G. 51, 327. Βλ. καί Ἰ. Κωνσταντινίδου, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομοςβίος, συγγραφαί, παιδαγωγικαί, ἰδέαι, ἐν Ἀθήναις, 1969, σσ. 13-16. Ἐπίσης Δ. Μωραΐτου, ὅ. π., σσ. 13-27.
(40)       Ὁμιλ. εἰς τό χήρα καταλεγέσθω … P. G. 51, 321. Πρβλ. Βενεδίκτου Ἱερομ. Ἀγιορείτου,Οἱ γονεῖς, τό παιδί καί ἡ ἀνατροφή του, Νέα Σκήτη Ἁγ. Ὄρους, 2006, ἔκδ. ιβ΄. Ἀρχ. Ἠλ. Μαστρογιαννόπουλου, ὅ. π., σσ. 186-195. Κ. Παπαδάκη, Θέματα ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, Ρέθυμνο, 1994, β΄ ἔκδοση. Π. Στάμου, Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁμιλίαι περί τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, Ἀθῆναι, 1962.
(41)       Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν …, παρ. 22.
(42)       Ὅ. π., παρ. 23-27.
(43)       Γ. Κρουσταλάκη, Διαπαιδαγώγηση, πορεία ζωῆς, Ἀθήνα, 2004, σσ. 67-84.
(44)       Ὁμιλ. ΚΑ΄, ΕΠΕ, 21, 254, 264 καί P. G. 62, 151.
(45)       Βλ. τήν ὁμιλία εἰς τό «Χήρα καταλεγέσθω …».
(46)       Λόγος Α΄ περί τῆς Ἄννης, P. G. 54.
(47)       Εἰς Μακκαβαίους, ὁμιλ. Α΄, 3, ΕΠΕ, 36, 360 καί P. G. 50, 621.
(48)       Ὁμιλία Γ΄ περί τῆς Ἄννης, P. G. 54.
(49)       Εἰς Α΄ Τιμ., ὁμιλία Θ΄, 2, ΕΠΕ, 23, 268-270 καί P. G. 62, 547.
(50)       Εἰς Α΄ Κορ., ὁμιλία ΙΘ΄, 1, ΕΠΕ, 18, 524 καί P. G. 61, 153 α΄. Βλ. καί Γ. Κρουσταλάκη, ὅ. π., σσ. 361-275.
(51)       Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους, ὁμιλ. Κ΄, 5, ΕΠΕ, 21, P. G. 62, 146-148.
(52)       Εἰς Α΄ Τιμ., ὁμιλ. Ε΄, 1, P. G. 62, 525 καί ΕΠΕ, 23, 198.
(53)       Εἰς Β΄ Κορ., ὁμιλ. ΙΔ΄, 3, P. G. 61, 500 καί ΕΠΕ, 19, 394.
(54)       Εἰς Α΄ Τιμ., ὁμιλ. Ε΄, 1, ΕΠΕ, 23, 202 καί P. G. 62, 527.
(55)       Εἰς Ρωμ., ὁμιλ. Ζ΄, 6, ΕΠΕ, 16 Β΄, 502 καί P. G. 60, 440, ὁμιλ. ΣΤ΄, στ΄.
(56)       Εἰς Ψαλμ., ΜΘ΄, 6, ΕΠΕ, 6, 264 καί P. G. 55, 250.
(57)       Πάτερ, εἰ δυνατόν, 4, ΕΠΕ, 26, 110 καί P. G. 51, 38. Πρβλ. καί Γ. Κρουσταλάκη, ὅ. π., σ. 29-31.
(58)       Εἰς Ματθ., ὁμιλ. ΟΒ΄, 2, ΕΠΕ, 11, 772 καί P. G. 58, 670.
(59)       Πρός μή ἀπαντήσαντας εἰς σύναξιν, 4, ΕΠΕ, 26, 568 καί P. G. 51, 179.
(60)       Εἰς Τίτ., ὁμιλία Δ΄, 2, ΕΠΕ, 24, 80 καί P. G. 62, 684 β΄ – γ΄.
(61)       Εἰς Α΄ πρός Τιμ., ὁμιλία ΣΤ΄, 1, ΕΠΕ, 23, 212 καί P. G. 62, 529-530.          Βλ. Ἰ. Κογκούλη,Ἡ διαπροσωπική ἐμπιστοσύνη στήν παιδαγωγική ἐπικοινωνία διδάσκοντος καί διδασκομένου καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, λόγος ἐκφωνηθείς τήν 30ην Ἰανουαρίου 1999, Θεσσαλονίκη, 1999, σ. 15.
(62)       Εἰς Β΄ Κορ., ὁμιλία ΚΗ΄, 2, ΕΠΕ, 20, 88 καί P. G. 61, 592. Ἡ Ἐκκλησία καλλιέργησε ἕνα ἦθος συμμετοχῆς στόν πόνο καί τά προβλήματα τῶν συνανθρώπων μας. Βλ. Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ἰωάννη, Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Περ. «Διάβαση»,2006, τ. 64, σ. 11.
(63)       Εἰς Ρωμ., ὁμιλία ΚΗ΄, 1, ΕΠΕ, 17, 602 καί P. G. 60, 643 ὁμιλ. ΚΖ΄α΄.
(64)       Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Χανιά, Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς, 2003, σσ. 429, 434.
(65)       Κατά Ἰουδαίων, λόγος Β΄, 2, ΕΠΕ, 34, 152-154 καί P. G. 48, 859-860.
(66)       Πρό τῆς ἐξορίας, 3, ΕΠΕ, 33, 390-392 καί P. G. 52, 430.
(67)       Εἰς πιστόν πατέρα, 11, ΕΠΕ, 28, 512 καί P. G. 47, 367.
(68)       Περί Ἄννης, ὁμιλ. Δ΄, 1, ΕΠΕ, 8Α, 90 καί P. G. 54, 661.
(69)       Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν …, παρ. 19.
(70)       Ὅ. π., παρ. 20.
(71)       Ὅ. π., παρ. 21.
(72)       Ὅ. π., παρ. 29.
(73)       Ὁμιλ. Θ΄ εἰς τήν Α΄ πρός Τιμ. Β΄, P. G. 62, 546.
(74)       Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν …, παρ. 18.
(75)       Ὅ. π., παρ. 70.
(76)       Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Διαπαιδαγώγηση, πορεία ζωῆς, Ἀθήνα, 2006, η΄ ἔκδοση, σ. 45.
(77)       Εἰς Τίτον, ὁμιλ. Γ΄, 2, ΕΠΕ, 24, 60-62 καί P. G. 62, 678-679.
(78)       Πρός Σταγείριον, λόγος Α΄, 6, ΕΠΕ, 29, 76 καί P. G. 47, 440.
(79)       Εἰς Α΄ Τιμ., ὁμιλ. Α΄, 2, ΕΠΕ, 23, 126 καί P. G. 62, 505.
(80)       Εἰς Ἀνδριάντας, ὁμιλ. ΙΔ΄, 4, ΕΠΕ, 32, 422 καί P. G. 49, 149.
(81)       Βλ. Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν …, παρ. 22, 23, 27, 30.
(82)       Εἰς Ἡσ., κεφ. Α΄, 4 ΕΠΕ 8, 212-214 καί P. G. 56, 17.
(83)       Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, ὅ. π., παρ. 48.
(84)       Βλ. Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἐκτρέφειν …, παρ. 29-35.
(85)       ὅ. π., παρ. 30.
(86)       ὅ. π., παρ. 78.
(87)       Περί τελείας ἀγάπης, 3 ΕΠΕ, 31, 346 καί P. G. 56, 283.
(88)       Εἰς Γέν., ὁμιλ. ΜΑ΄, 1 ΕΠΕ 3, 668 καί P. G. 63, 375.
(89)       Εἰς Β΄ Κορ., ὁμιλ. ΚΗ΄, 2 ΕΠΕ 20, 86 καί P. G. 61, 591α΄.
(90)       Πρός Σταγείριον, λόγος Γ΄, 3 ΕΠΕ 29, 220 καί P. G. 47, 476.
(91)       Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, ὅ. π., παρ. 186-187.
(92)       Εἰς Γέν., ὁμιλ. ΚΗ΄, ΕΠΕ 3, 196 καί P. G. 53, 255.
(93)       Εἰς Γέν., ὁμιλ. Ξ΄, 4 ΕΠΕ 4, 558 καί P. G. 54, 524.
(94)       Εἰς Γέν., ὁμιλ. ΝΖ΄, 1 ΕΠΕ 4, 442 καί P. G. 54, 495.
(95)       Εἰς Πράξ., ὁμιλ. Ζ΄, 1 ΕΠΕ 15, 196 καί P. G. 60, 63.
(96)       Βλ. Περί κενοδοξίας καί πώς δεῖ ἐκτρέφειν …, παρ. 30.
(97)       Περί Ἀκαταλήπτου, λόγ. Α΄ 1 ΕΠΕ 35, 14 καί P. G. 48, 702.
(98)       Εἰς Ἰωάν., ὁμιλ. ΟΗ΄, 4 ΕΠΕ 14, 520 καί P. G. 59, 425.
(99)       Εἰς Φιλιπ., ὁμιλ. Ι΄, 2 ΕΠΕ 21, 596 καί P. G. 62, 248, ὁμιλ. Θ΄, 2.
(100)        Εἰς Α΄ Κορ., ὁμιλ. ΜΔ΄, 2 ΕΠΕ, 18 Α, 744-746 καί P. G. 61, 375 α΄.
(101)        Εἰς Πράξ., ὁμιλ. Μ΄, 4 ΕΠΕ, 16 Α, 496 καί P. G. 60, 288.
(102)        Περί ἀπολ. τῶν μελλόντων …, 5 ΕΠΕ 31, 246 καί P. G. 51, 352.
(103)        Εἰς Ρωμ., ὁμιλ. ΙΒ΄, 7 ΕΠΕ, 17, 64 καί P. G. 60, 489, ὁμιλ. ΙΑ΄, δ΄.
(104)        Εἰς Πράξ., ὁμιλ. Λ΄, 3 ΕΠΕ, 16 Α, 204 καί P. G. 60, 225.
(105)        Εἰς Ματθ., ὁμιλ. ΝΓ΄, 3 ΕΠΕ, 11, 160 καί P. G. 58, 530.
(106)        Εἰς Α΄ Κορ., ὁμιλ. Β΄, 1 ΕΠΕ, 18, 40-42 καί P. G. 61, 18.
(107)        Περί Ὁμοουσίου, λόγος Θ΄, 2 ΕΠΕ 35, 308 καί P. G. 48, 782.
(108)        Εἰς Ἀνδρ., ὁμιλ. Γ΄, 3 ΕΠΕ, 32, 26-28 καί P. G. 49, 51-52.
(109)        Περί Ἱερωσ., λόγος Α΄, 9 ΕΠΕ 28, 82 καί P. G. 48, 631-632.
(110)        Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν …, παρ. 22.
(111)        Εἰς τήν Ἐπίλυσιν τῆς Χαναναίας, 5 ΕΠΕ, 33, 450 καί P. G. 52, 453.        Βλ. Ματθ. 15, 22: «καί ἰδού γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε».
(112)        ὅ. π., παρ. 59.
(113)        ὅ. π., παρ. 60.
(114)        Πρβλ. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, ὅ. π., παρ. 193.
(115)        Βλ. Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ …, παρ. 28-87.
(116)        Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ …, παρ. 39.
(117)        Βλ. ὅ. π., παρ. 40.
(118)        ὅ. π., παρ. 43, 52. Τήν περίοδο ἐκείνη λειτουργεῖ ἡ ἀφηρημένη σκέψη καί ἡ φαντασία. Ὁ νοῦς τοῦ παιδιοῦ μπορεῖ καί στρέφεται καί σέ μελλοντικές ἀναζητήσεις.
(119)        ὅ. π., παρ. 46.
(120)        ὅ. π., παρ. 40.
(121)        ὅ. π., παρ. 41.
(122)        Εἰς Ματθ., ὁμιλ. Ι΄, 1, ΕΠΕ, 9, 316 καί P. G. 57, 185.
(123)        Εἰς Ματθ., ὁμιλ. ΝΘ΄, 7, ΕΠΕ, 11, 394-396 καί P. G. 58, 584.
(124)        Εἰς Α΄ Τιμ., ὁμιλ. Θ΄, ΕΠΕ, 23, 266 καί P. G. 62, 546.
(125)        Εἰς Ὀλυμπιάδα, ἐπιστ. Ι΄, 12α, ΕΠΕ, 37, 482-484 καί P. G. 52, 585 ἐπιστ. Γ΄, ιβ΄.
(126)        Εἰς Ματθ., ὁμιλ. ΝΘ΄, 7, ΕΠΕ, 11, 390 καί P. G. 58, 582.
(127)        Εἰς τό «Χήρα καταλεγέσθω …», 3 ΕΠΕ, 27, 464 καί P. G. 51, 323.
(128)        Θ΄ ὁμιλ. εἰς τήν Α΄ πρός Τιμ., P. G. 62, 546.
(129)        P. G. 59, 403 καί 58, 599. Πρβλ. καί Γ. Μεταλληνοῦ, ὅ. π., σ. 27.
(130)        Λόγος Α΄, Περί τῆς Ἄννης, ΕΠΕ 8Α, 36-38 καί P. G. 54, 642-643.
(131)        Εἰς Α΄ Θεσ., ὁμιλ. Ε΄, 4, ΕΠΕ, 22, 464 καί P. G. 62, 427-428.
(132)        Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ …, παρ. 22.
(133)        Εἰς Α΄ Θεσ., ὁμιλ. Ε΄, 3, ΕΠΕ, 22, 460 καί P. G. 62, 426.
(134)        Πρός πιστόν πατέρα, 17, ΕΠΕ, 28, 556 καί P. G. 47, 378.
(135)        Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν …, παρ. 31
(136)        ὅ. π., παρ. 72. Βλ. καί Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, ὅ.π., σ. 194.