Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία


Ag Siluanos1231
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία
 … Ὁ ὑπερήφανος δέν ἀναζητεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προτιμᾶ νά κατευθύνει ὁ ἴδιος τή ζωή του. Καί δέν καταλαβαίνει πῶς, χωρίς τόν Θεό, δέν ἐπαρκεῖ τό λογικό του ἀνθρώπου γιά νά τόν καθοδηγεῖ. Κι ἐγώ , ὅταν ἐζοῦσα στόν κόσμο προτοῦ νά γνωρίσω τόν Κύριο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐστηριζόμουν στό λογικό μου. Ὅταν ὅμως ἐγνώρισα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στόν Θεό καί δέχομαι ὁτιδήποτε θλιβερό μου συμβεῖ καί λέω: «Ὁ Κύριος μέ βλέπει. Τί νά φοβηθῶ;» Προηγουμένως ὅμως δέν μποροῦσα νά ζῶ κατ’ αὐτό τόν τρόπο .
Γιά ὅποιον παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή γίνεται πολύ εὐκολότερη, γιατί στίς ἀρρώστιες, στή φτώχεια καί στό διωγμό σκέφτεται: «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεός καί πρέπει νά ὑπομείνω γιά τίς ἁμαρτίες μου».
Νά, ἐδῶ καί πολλά χρόνια πάσχω ἀπό πονοκέφαλο καί δύσκολα τόν ὑποφέρω, ἀλλά μέ ὠφελεῖ, γιατί μέ τήν ἀσθένεια ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά προσεύχεται καί νά ἀγρυπνεῖ, ἀλλά ἡ ἀσθένεια μέ ἐμποδίζει, διότι τό ἄρρωστο σῶμα ἀπαιτεῖ ἀνάπαυση. Καί παρακάλεσα πολύ τόν Κύριο νά μέ θεραπεύσει, ἀλλά δέν μέ ἄκουσε. Κι αὐτό σημαίνει πῶς αὐτό δέν θά ἦταν πρός ὄφελός μου.
Νά ὅμως καί μία ἄλλη περίπτωση, πού ὁ Κύριος μέ ἄκουσε καί μέ ἔσωσε. Σέ μία γιορτή πρόσφεραν στήν τράπεζα ψάρι. Ἐνῶ λοιπόν ἔτρωγα, ἕνα κόκαλο μπῆκε πολύ βαθιά στό λαιμό μου. Ἐπικαλέστηκα τόν Ἅγιο Παντελεήμονα, παρακαλώντας νά μέ θεραπεύσει, γιατί ὁ γιατρός τοῦ Μοναστηριοῦ δέν θά μποροῦσε νά μοῦ βγάλει τό κόκαλο ἀπό τό φάρυγγα. Καί μόλις εἶπα: «γιάτρεψέ με», ἡ ψυχή μου πῆρε ἀπάντηση: «Βγές, ἔξω ἀπό τήν τράπεζα, κᾶνε μία βαθιά εἰσπνοή καί μία ἀπότομη ἐκπνοή καί τό κόκαλο θά βγεῖ μέ αἷμα». Ἔτσι κι ἔκαμα καί βγῆκε ἕνα μεγάλο κόκαλο μέ αἷμα. Καί κατάλαβα πῶς, ἄν ὁ Κύριος δέν μέ θεραπεύει ἀπό τόν κεφαλόπονο, αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιά τήν ψυχή μου νά ὑποφέρω τόν πόνο.
Ὅταν ἡ Χάρη εἶναι μαζί μας, εἴμαστε δυνατοί στό πνεῦμα. Ὅταν ὅμως τήν χάσουμε, βλέπουμε τήν ἀδυναμία μας , βλέπουμε πώς χωρίς τόν Θεό δέν μποροῦμε οὔτε νά σκεφτοῦμε τό καλό.
Πῶς μπορεῖς νά ξέρεις ἄν ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Νά ἡ ἔνδειξη: Ἄν στενοχωριέσαι γιά κάτι, αὐτό σημαίνει πώς δέν παραδόθηκες τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν σοῦ φαίνεται πώς ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος ζεῖ κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν μεριμνᾶ γιά τίποτε. Κι ἄν κάτι τοῦ χρειάζεται, παραδίνει τόν ἑαυτό του καί τήν ἀνάγκη του στόν Θεό. Κι ἄν δέν πάρει ὅτι θέλει, μένει ἤρεμος, σάν νά τό εἶχε.
Ψυχή πού παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν φοβᾶται τίποτε: οὔτε θύελλες οὔτε ληστές οὔτε τίποτα ἄλλο. Ὅτι κι ἄν ἔλθει, λέγει: «Ἔτσι εὐδοκεῖ ὁ Θεός», κι ἔτσι διατηρεῖται ἡ εἰρήνη στήν ψυχή καί στό σῶμα.
Τό καλύτερο ἔργο εἶναι νά παραδοθοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά βαστάζουμε τίς θλίψεις μέ ἐλπίδα. Ὁ Κύριος βλέποντας τίς θλίψεις μας δέν θά ἐπιτρέψει ποτέ κάτι πού νά ξεπερνᾶ τίς δυνάμεις μας. Ἄν οἱ θλίψεις μᾶς φαίνονται ὑπερβολικές, αὐτό σημαίνει πώς δέν ἔχουμε παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐχαριστημένος μέ ὅλα, ἔστω κι ἄν εἶναι φτωχός καί ἴσως ἀσθενής καί πάσχει, γιατί τόν εὐφραίνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὅμως δέν εἶναι ἱκανοποιημένος μέ τήν μοίρα του καί γογγύζει γιά τήν ἀρρώστια του ἤ ἐναντίον ἐκείνου πού τόν προσέβαλε, αὐτός νά ξέρει πώς κατέχεται ἀπό ὑπερήφανο πνεῦμα καί ἔχασε τήν εὐγνωμοσύνη γιά τόν Θεό. Ἄλλ’ ἀκόμα καί σέ μία τέτοια περίπτωση μή στενοχωριέσαι, ἀλλά ζήτησε μ’ ἐπιμονή ἀπό τόν Κύριο πνεῦμα ταπεινό. Κι ὅταν ἔλθει σ’ ἐσέ τό ταπεινό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ἀναζητᾶς, τότε θά Τόν ἀγαπήσεις καί θά ἔχεις βρεῖ ἀνάπαυση, παρ’ ὅλες τίς θλίψεις σου.
Ψυχή πού ἀπέκτησε τήν ταπείνωση θυμᾶται πάντα τόν Θεό καί ἀναλογίζεται: «Ὁ Θεός μέ ἔκτισε, ἔπαθε γιά μένα, συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μου καί μέ παρηγορεῖ· μέ τρέφει καί φροντίζει γιά μένα. Γιατί λοιπόν νά μεριμνῶ ἐγώ γιά τόν ἑαυτό μου ἤ τί ἔχω νά φοβηθῶ, ἔστω κι ἄν μέ ἀπειλῆ ὁ θάνατος».
Κάθε ψυχή πού ταράζεται ἀπό ὁποιαδήποτε αἰτία πρέπει νά καταφεύγει στόν Κύριο καί ὁ Κύριος θά τήν καθοδηγήσει. Αὐτό ὅμως γίνεται κυρίως σέ καιρό συμφορᾶς καί ἀπροσδόκητου συγχύσεως –κανονικά πρέπει νά ρωτᾶμε τόν πνευματικό, γιατί αὐτό εἶναι ταπεινότερο.
Καί ὅλα δίνουν τότε ἀγάπη στήν καρδιά, διότι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος νουθετεῖ μέ τό ἔλεος Του τόν ἄνθρωπο, γιά νά δέχεται μ’ εὐγνωμοσύνη τίς θλίψεις. Ποτέ σ’ ὅλη μου τή ζωή, οὔτε μία φορά δέν ἐγόγγυσα γιά τίς θλίψεις, ἀλλά τά δεχόμουν ὅλα σάν φάρμακο ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ καί πάντα Τόν εὐχαριστοῦσα καί γι’ αὐτό ὁ Κύριός μου ἔδωσε νά ὑπομένω ἐλαφρά τόν ἀγαθό ζυγό Του.
Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς ὑφίστανται ἀναπόφευκτα θλίψεις. Καί παρόλο πού δέν εἶναι μεγάλες οἱ θλίψεις πού παραχωρεῖ ὁ Κύριος, ὅμως φαίνονται στούς ἀνθρώπους ἀφόρητες καί συντριπτικές. Κι αὐτό γίνεται, διότι οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά ταπεινωθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά παραδοθοῦν στό θέλημά Του. Ὅσοι ὅμως ἄφησαν τόν ἑαυτό τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς καθοδηγεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μέ τή χάρη Του καί ὑπομένουν μέ ἀνδρεία τά πάντα γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο ἀγάπησαν καί μέ τόν Ὁποῖο θά δοξάζονται αἰώνια.
Ὅταν ἡ Παναγία βρισκόταν κοντά στόν Σταυρό, ἡ θλίψη Της ἦταν ἀκατάληπτα μεγάλη, ἐπειδή Αὐτή ἀγαποῦσε τόν Υἱό της περισσότερο ἀπ’ ὅτι μπορεῖ κανείς νά φαντασθεῖ. Κι ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ λύπη. Κατά τήν ἀνθρώπινη φύση ἡ Θεοτόκος δέν θά μποροῦσε μέ κανένα τρόπο νά μήν ὑποκύψει στίς θλίψεις Της παραδόθηκε ὅμως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα Τήν ἐνίσχυσε νά ἀντέξει στόν πόνο της.
Μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡ Παναγία ἔγινε ἡ μεγάλη παρηγοριά στίς θλίψεις γιά ὅλο τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος ἔδωσε ἐπί γῆς τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅσοι Τό ἔλαβαν αἰσθάνονται τόν παράδεισο μέσα τους.
Ἴσως πεῖς: Γιατί λοιπόν δέν ἔχω κι ἐγώ μία τέτοια χάρη; Διότι σύ δέν παραδόθηκες στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζεῖς κατά δικό σου θέλημα.
Παρατηρῆστε ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τό θέλημά του. Αὐτός δέν ἔχει ποτέ εἰρήνη στήν ψυχή καί δέν εὐχαριστιέται μέ τίποτε· γι’ αὐτόν ὅλα γίνονται ὅπως δέν ἔπρεπε. Ὅποιος ὅμως δόθηκε ὁλοκληρωτικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τήν καθαρή προσευχή καί ἡ ψυχή τοῦ ἀγαπᾶ τόν Κύριο .
Ἔτσι δόθηκε στόν Θεό ἡ Ὑπεραγία Παρθένος: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» . Ἄν λέμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο: «Ἰδού ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου», τότε τά Εὐαγγελικά λόγια τοῦ Κυρίου, πού ἐγράφτηκαν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, θά ζοῦσαν μέσα στίς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά βασίλευε’ ὅλο τόν κόσμο καί ἡ ζωή στή γῆ θά ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραία. Ἀλλά παρόλο πού τά λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούγονται τόσους αἰῶνες σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν τά καταλαβαίνουν καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Ὅποιος ὅμως ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά δοξασθεῖ καί στόν οὐρανό καί στή γῆ.
Ὅποιος παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπασχολεῖται μόνο μέ τόν Θεό. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν βοηθᾶ νά παραμένει στήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κι ὅταν ἀκόμα ἐργάζεται ἤ μιλάει, ἡ ψυχή του εἶναι ἀπορροφημένη ἀπό τόν Θεό καί γι’ αὐτό ὁ Κύριος τήν πῆρε ὑπό τήν προστασία Του.
Ἡ Παράδοση λέει πώς κατά τή φυγή στήν Αἴγυπτο ἡ Ἁγία Οἰκογένεια συνάντησε στό δρόμο ἕνα ληστή, ἀλλά δέν Τούς ἔκαμε κανένα κακό. Ὅταν μάλιστα ὁ ληστής εἶδε τό Νήπιο, εἶπε πώς, ἄν γινόταν ὁ Θεός ἄνθρωπος, δέν θά ἦταν ὡραιότερος ἀπό αὐτό τό Νήπιο, καί τούς ἄφησε νά φύγουν ἀνενόχλητοι.
Ἀξιοθαύμαστο πράγμα : Ληστής πού δέν σπλαχνίζεται κανένα σάν θηρίο, οὔτε προσέλαβε οὔτε λύπησε τήν Ἁγία Οἰκογένεια. Ἡ ψυχή τοῦ ληστῆ σάν εἶδε τό Νήπιο καί τήν ταπεινή Μητέρα Του συγκινήθηκε καί τήν ἄγγιξε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ 
Τό ἴδιο συνέβαινε καί στά ἄγρια θηρία, πού μόλις ἀντίκριζαν τούς ἅγιους Μάρτυρες ἤ τούς Ὅσιους καταπραΰνονταν καί δέν τούς ἔκαναν κακό. Ἀλλά κι οἱ δαίμονες ἀκόμα φοβοῦνται τήν πράη καί ταπεινή ψυχή, πού τούς νικᾶ μέ τήν ὑπακοή, τήν ἐγκράτεια καί τήν προσευχή.
Καί πάλι πράγμα παράδοξο: ὁ ληστής λυπήθηκε τό Νήπιο–Κύριο, ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι Τόν παρέδωσαν στόν Πιλάτο γιά νά σταυρωθεῖ. Κι αὐτό γιατί δέν προσεύχονταν καί δέν ζητοῦσαν ἀπό τόν Θεό σύνεση, πῶς καί τί νά κάνουν.
Ἔτσι, πολλές φορές οἱ κυβερνῆτες καί γενικά οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν μέν τό ἀγαθό, ἀλλά δέν ξέρουν πού εἶναι αὐτό τό ἀγαθό. Δέν ξέρουν πώς τό ἀγαθό βρίσκεται στόν Θεό καί μᾶς δίνεται ἀπό τόν Θεό.
Εἶναι ἀνάγκη νά προσευχόμαστε πάντοτε, γιά νά μᾶς νουθετεῖ ὁ Κύριος τί καί πῶς πρέπει νά κάνουμε, καί ὁ Κύριος δέν θά ἐπιτρέψει νά παραπλανηθοῦμε.
Ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε τή σύνεση, νά ρωτήσει τόν Κύριο γιά τόν καρπό πού τοῦ ἔδωσε ἡ Εὔα, καί γι’ αὐτό ἔχασε τόν Παράδεισο.
Ὁ Δαβίδ δέν ἐρώτησε τόν Κύριο: «Θά ἦταν ἄραγε καλό γιά μένα νά πάρω τή γυναίκα τοῦ Οὐρία;» κι ἔπεσε στά ἁμαρτήματα τοῦ φόνου καί τῆς μοιχείας.
Ἔτσι κι ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἁμάρτησαν, ἁμάρτησαν γιατί δέν ἐπεκαλοῦντο τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά νά τούς φωτίσει. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ εἶπε: «Ὅταν μιλοῦσα ἀπό τό νοῦ μου, συνέβαιναν λάθη».
Ὑπάρχουν ὅμως καί ἀναμάρτητα λάθη πού ὀφείλονται στήν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια βλέπουμε ἀκόμη καί στήν Παναγία. Λέγεται στό Εὐαγγέλιο πώς ὅταν ἐπέστρεφε ἡ Παναγία μέ τόν Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, ἐνόμισε πῶς ὁ Υἱός Της βάδιζε μαζί μέ τούς συγγενεῖς ἤ τούς γνωστούς. Καί μόνο μετά τριῶν ἡμερῶν ἀναζήτηση Τόν βρῆκαν στό Ἱερό τῶν Ἱεροσολύμων νά συνομιλεῖ μέ τούς πρεσβυτέρους.
Συνεπῶς, μόνον ὁ Κύριος εἶναι παντογνώστης, ἐνῶ ὅλοι ἐμεῖς, ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε, πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό ζητώντας σύνεση καί νά ρωτᾶμε τόν πνευματικό μας, γιά ν΄ ἀποφύγουμε τά λάθη.
Πόσο φανερό εἶναι γιά μένα πώς ὁ Κύριος μᾶς κατευθύνει. Χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦμε οὔτε νά σκεφθοῦμε τό ἀγαθό.
Ὅπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί ἡ ἀγάπη, ἔστω καί λίγη.
Στενοχωροῦμε καί θρηνῶ καί ὀδύρομαι γιά τούς ἀνθρώπους. Πολλοί σκέφτονται μέ ἀπόγνωση: «Ἁμάρτησα πολύ: σκότωσα, λήστεψα, ἐβίασα, ἐσυκοφάντησα, ἤμουν ἄσωτος κι ἔκανα κι ἄλλα πολλά». Κι ἀπό τήν ντροπή τους δέν ἔρχονται στή μετάνοια. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι σάν σταγόνα μπροστά στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ὤ ἀδελφοί μου, μετανοεῖτε, ὅσο ἀκόμα εἶναι καιρός. Ὁ Κύριος γεμάτος ἔλεος περιμένει τή μετάνοιά μας. Καί ὅλος ὁ οὐρανός, ὅλη ἡ γῆ καί ὅλοι οἱ ἅγιοι περιμένουν ἐπίσης τήν ἐπιστροφή μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή ν’ ἀγαποῦμε ἀλλήλους. Σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ ἐλευθερία: στήν ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον. Ἐδῶ βρίσκεται καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἰσότητα. Στήν κοσμική τάξη εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρξει ἰσότητα –αὐτό ὅμως δέν ἔχει σημασία γιά τήν ψυχή. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁ καθένας βασιλιάς ἤ ἄρχοντας, πατριάρχης ἤ ἡγούμενος ἤ διοικητής. Μπορεῖς ὅμως σέ κάθε τάξη ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί νά εἶσαι εὐάρεστος σ’ Αὐτόν –κι αὐτό εἶναι τό σπουδαῖο. Κι ὅσοι ἀγαποῦν περισσότερο τόν Θεό ἐπί γῆς , θά ἔχουν μεγαλύτερη δόξα στή Βασιλεία καί θά εἶναι πιό κοντά στόν Κύριο. Ὁ καθένας θά δοξασθεῖ κατά τό μέτρο τῆς ἀγάπης του.
Ἔμαθα πώς ἡ ἀγάπη ποικίλλει ὡς πρός τήν ἔντασή της. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, φοβᾶται νά Τόν λυπήσει μέ κάτι· αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός. Ὅποιος ἔχει τό νοῦ καθαρό ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς, αὐτό εἶναι ὁ δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος ἀπό τόν πρῶτο. Ὅποιος αἰσθητά ἔχει τή Χάρη στήν ψυχή του, αὐτός εἶναι ὁ τρίτος βαθμός τῆς ἀγάπης, ὁ ἀκόμα μεγαλύτερος.
Ἡ τέταρτη βαθμίδα, ἡ τέλεια ἀγάπη γιά τόν Θεό εἶναι ὅταν ἔχει κανείς τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἁγιάζουν τά σώματα καί μετά τόν θάνατό τους γίνονται ἅγια λείψανα. Ἔτσι γίνεται μέ τά σώματα τῶν ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν καί τῶν Ὁσίων ἀνδρῶν.
Ἅγιος Σιλουανός Ὁ Αθωνίτης

Hannah Arendt (1) Τί είναι η φιλοσοφία της υπάρξεως;




Η φιλοσοφία της υπάρξεως έχει μια ιστορία παληά τουλάχιστον εκατό ετών. Ξεκίνησε με τον τελευταίο Σέλλινγκ και τον Κίρκεγκαρντ, βρήκε στον Νίτσε μια ανάπτυξη κατά μήκος δυνατοτήτων που δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη μέχρι σήμερα, καθόρισε ουσιωδώς την σκέψη του Μπεργκσόν και την λεγόμενη “φιλοσοφία της ζωής”, μέχρι να κατακτήσει στην μεταπολεμική Γερμανία, με το Σέλερ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, μια αξεπέραστη συνειδητοποίηση αυτού που παίζει αληθινά στην μοντέρνα φιλοσοφία.

Πρώτα απ’ όλα ο όρος “ύπαρξη” (existenz) δεν δείχνει παρά το Είναι τού ανθρώπου, ανεξαρτήτως από όλες τις ποιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, οι οποίες ερευνώνται ψυχολογικά. Αρμόζει μέχρις εδώ και για την φιλοσοφία τής υπάρξεως αυτό που είχε επισημάνει με το δίκηο του ο Χάιντεγκερ σχετικά με την φιλοσοφία της ζωής, δηλαδή πως αυτή η έκφραση ήταν τόσο μικρής σημασίας όσο και εκείνη τής “βοτανικής των φυτών”. Παρόλα αυτά δεν είναι τυχαίο που η λέξη “Είναι” αντικατεστάθη από την λέξη “ύπαρξη”. Σ’ αυτή την αλλαγή ορολογίας, κρύβεται στην πραγματικότητα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της μοντέρνας φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφία τού Hegel που, με μια πρωτοφανή πληρότητα, είχε εξηγήσει όλα τα φυσικά και ιστορικά φαινόμενα και τα είχε οργανώσει σε ένα σύνολο με μια μυστηριώδη συνάφεια –και που δεν κατορθώσαμε να ορίσουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για μια κατοικία ή για μια φυλακή– ήταν στην πραγματικότητα η «κουκουβάγια της Αθηνάς», η οποία ξεκινά το πέταγμά της μόνον όταν πέφτει το δειλινό. Αμέσως μετά τον θάνατο του Hegel, το σύστημά του φάνηκε σαν η τελευταία λέξη σύνολης της Δυτικής φιλοσοφίας, καθώς από τον Παρμενίδη ακόμη δεν αμφέβαλλε ποτέ της πως: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι, δηλαδή πως το Είναι και η σκέψη είναι ταυτόσημα. Αυτό που ακολούθησε τον Hegel ήταν μια επανάσταση των φιλοσόφων ενάντια στην ταυτότητα Είναι και σκέψης ή το χάσιμο της ελπίδας σ’ αυτή την ταυτότητα!

Όλες οι σημαντικές σχολές φιλοσοφίας που υπάρχουν σήμερα είναι σχολές επιγόνων! Όλες προσπαθούν να ξαναπετύχουν την ενότητα Είναι και σκέψης!

Μικρή σημασία έχει σ’ αυτή την προσπάθεια εάν δοκιμάζουν να πετύχουν αυτή την αρμονία ονομάζοντας κυρίαρχη την ύλη ή το πνεύμα. Όπως έχει μικρή σημασία επίσης πως, παίζοντας με τον όρο (Aspekt) “άποψις”, δοκιμάζουν να ιδρύσουν ένα όλον Σπινοζικού χρώματος.
Πρώτο κεφάλαιο

Η προσπάθεια ανοικοδομήσεως μέσω της Φαινομενολογίας

Ανάμεσα στους επιγόνους τού Hegel, τα τελευταία εκατό χρονιά, τα πιο μοντέρνα και ενδιαφέροντα φιλοσοφικά ρεύματα είναι ο πραγματισμός και η φαινομενολογία. Πάνω απ’ όλα η φαινομενολογία άσκησε στην σύγχρονη φιλοσοφία μια τέτοια επιρροή που δεν μπορεί να είναι τυχαία, η οποία δεν εξαρτάται αποκλειστικώς από την μέθοδό της. Ο Χούσερλ έθεσε σαν στόχο να ξαναδέσει την αρχαία σχέση ανάμεσα στο Είναι και στην σκέψη, η οποία είχε εξασφαλίσει στον άνθρωπο μια κατοικία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσω μια παρακάμψεως δια μέσου τής προθετικής δομής τής συνειδήσεως. Επειδή κάθε πράξη τής συνειδήσεως έχει από την φύση της ένα αντικείμενο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι τουλάχιστον για ένα πράγμα, δηλαδή ότι εγώ “έχω” το αντικείμενο τής συνειδήσεώς μου. Χωρισμένη τοιουτοτρόπως εντελώς από το πρόβλημα της πραγματικότητος, το θέμα του Είναι μπορεί να μπει σε παρένθεση: Σαν συνειδητό ον εγώ κατέχω όλο το Είναι και σαν συνείδηση Είμαι, μέσα στον ανθρώπινο κόσμο μου, το Είναι του κόσμου (το ειδωμένο δένδρο, το δένδρο σαν αντικείμενο της συνειδήσεώς μου δεν έχει ανάγκη να είναι το πραγματικό δένδρο, αυτό είναι ούτως ή άλλως το πραγματικό αντικείμενο της συνειδήσεώς μου).

Το μοντέρνο αίσθημα της αποξενώσεως (unheimlichkeit) ξεκίνησε μπροστά στα μοναχικά πράγματα, στα πράγματα που ελευθερώθηκαν από το λειτουργικό τους πλαίσιο. Σημείο αυτού του πράγματος είναι η λογοτεχνία και ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφικής. Όπως κι αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή την αποξένωση, κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά, αυτή η αποξένωση έχει τη φιλοσοφική της βάση στο γεγονός πως, παρότι το λειτουργικό πλαίσιο του κόσμου μέσα στο οποίο συμμετέχω μπορεί να εξηγήσει και να δικαιολογήσει πως για παράδειγμα υπάρχουν γενικώς τραπέζια και καρέκλες, αυτό το πλαίσιο δεν είναι σε θέση να με βοηθήσει να συλλάβω γιατί αυτό το τραπέζι υπάρχει. Και είναι ακριβώς η ύπαρξη αυτού του τραπεζιού, ανεξαρτήτως των τραπεζιών πού εννοούνται γενικώς πού προκαλεί το φιλοσοφικό σόκ. 

H Φαινομενολογία φάνηκε ικανή να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό θεωρητικό πρόβλημα. Η περιγραφή από τον Χούσερλ της συνειδήσεως συνελάμβανε εκείνα ακριβώς τα μοναχικά πράγματα, απελευθερωμένα από το λειτουργικό τους πλαίσιο, σαν περιεχόμενο οποιασδήποτε συνειδησιακής πράξεως. Φάνηκε δε ακόμη πως κατόρθωνε να τα ξανασυνδέει με τον άνθρωπο μέσω της «ροής της συνειδήσεως». Στην πραγματικότητα ο Χούσερλ ισχυριζόταν πως παρακάμπτοντας διά μέσου τής συνειδήσεως και ξεκινώντας από την λεπτομερή κατανόηση όλων των πραγματικών περιεχομένων τής συνειδήσεως (μιά καινούρια mathesis universalis), θα κατόρθωνε να ξαναοικοδομήσει τον κόσμο που είχε γίνει κομμάτια. Αυτή η ανοικοδόμηση τού κόσμου μέσω της συνειδήσεως θα εξισούτο με μιά δεύτερη δημιουργία, διότι σ’ αυτήν την αναδημιουργία θα αφαιρείτο ο τυχαίος χαρακτήρας του κόσμου, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως και ο πραγματικός του χαρακτήρας, έτσι ώστε τελικώς ο κόσμος δεν θα φαινόταν σαν κάτι δοσμένο στον άνθρωπο αλλά σαν κάτι δημιουργημένο από αυτόν. 

Σ’ αυτή την βασική επιδίωξη της φαινομενολογίας, βρίσκεται, η πιο χαρακτηριστική και μοντέρνα προσπάθεια να βρεθεί μια καινούρια βάση τού ανθρωπισμού. Το διάσημο γράμμα τού αποχαιρετισμού τού Hofmannsthal στον Stefan George, στο οποίο ο ίδιος καθοδηγείται πλέον από τα «μικρά πράγματα» ενάντια στις μεγαλόστομες λέξεις, διότι το Μυστικό της πραγματικότητος κρύβεται μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα «μικρά πράγματα», είναι εσωτερικά παραπλήσιο στο αίσθημα της ζωής από το οποίο γεννήθηκε και η φαινομενολογία. Ο Χούσερλ και ο Hofmannsthal είναι στο ίδιο μέτρο κλασσικοί, εάν ο κλασσικισμός είναι η προσπάθεια αναπαραγωγής μαγικά μιας κατοικίας μέσα σ’ έναν κόσμο αποξενωμένο πλέον, μέσω μιάς απολύτως λεπτομερούς και συνεπούς μιμήσεως των κλασσικών, μιάς μιμήσεως δηλαδή εκείνης της ανθρώπινης συνθήκης δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται στό σπίτι του μέσα στόν κόσμο. Η πρόταση «στά ίδια τα πράγματα» του Χούσερλ δεν είναι λιγότερο μαγική των «μικρών πραγμάτων» τού Χόφμανσταλ. Εάν μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε κάτι με την μαγεία -σε μιά εποχή πού διαθέτει σάν μοναδικό της πλεονέκτημα το ξεκαθάρισμα κάθε μαγείας- τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει κάποιος στά σίγουρα με τα μικρότερα και ταπεινότερα πράγματα, με τα μικρότερα πράγματα και με τις λιγότερο λαμπερές και πομπώδεις λέξεις. 

Χάρη σ’ αυτό το φαινομενικό κρύψιμο οι αναλύσεις τής συνειδήσεως τού Χούσερλ (τίς οποίες ο Γιάσπερς δέν βρήκε τόσο σημαντικές γιά τήν φιλοσοφία, καθώς δέν διέθετε καμία συμπάθεια ούτε πρός την μαγεία ούτε πρός τον κλασσικισμό), επηρέασαν αποφασιστικά στήν νεότητά τους και τον Χάϊντεγκερ και τόν Σέλερ, παρότι ο Χούσερλ δέν κατόρθωσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση της φιλοσοφίας της υπάρξεως. Αντιθέτως δέ από την διαδεδομένη γνώμη πως η επιρροή τού Χούσερλ υπήρξε σημαντική μόνον από το μέρος της μεθοδολογίας, είναι γεγονός πώς ελευθέρωσε τήν μοντέρνα φιλοσοφία από τίς αλυσίδες τού ιστορικισμού, στην οποία μοντέρνα φιλοσοφία εξάλλου δεν ανήκε ούτε ο ίδιος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ και κάτω από την επιρροή ενός δυνατού ενδιαφέροντος για την ιστορία, η φιλοσοφία διέτρεξε τόν κίνδυνο να μειωθεί σέ στοχασμό πάνω στους πιθανούς και δυνατούς νόμους της ιστορικής ροής. Δεν είχε δε καμία σημασία άν αυτοί οι στοχασμοί ήταν αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εάν στόχευαν να αναδείξουν αναπόφευκτη την πρόοδο, ή άν προέβλεπαν το τέλος της, Το πράγμα που μετρούσε ήταν πως και στίς δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος, με τα λόγια τού Herder, ήταν σάν ένα «μυρμήγκι πού δεν κάνει τίποτε άλλο από τού να έρπει πάνω στίς ρόδες τής μοίρας».

Η επιμονή τού Χούσερλ στά «ίδια τα πράγματα», πού σβύνει ένα τέτοιο κενό στοχασμό και οδεύει χωρίζοντας τό περιεχόμενο ενός γεγονότος πού δίδεται φαινομενικώς από την γέννεσή του, είχε μιά βαθειά απελευθερωτική επιρροή λόγω τού ότι επέτρεπε να ξαναγίνει θέμα τής φιλοσοφίας αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι η ιστορική ροή ή η φυσική ή η βιολογική ή η ψυχολογική, στίς οποίες ο άνθρωπος είχε καταβροχθισθεί.

Υπήρξαν πολλές οι συνέπειες πού προήλθαν από αυτή την απελευθέρωση της φιλοσοφίας, κάτι αρνητικό κατά κάποιο τρόπο γιά το οποίο ο Χούσερλ δεν απέκτησε ποτέ συνείδηση, καθώς στερείται εντελώς ιστορικής αίσθησης. 

Αυτή πάντως η απελευθέρωση απεδείχθη πιό σημαντική από τήν ίδια τήν φιλοσοφική πρόταση τού Χούσερλ, με την οποία προσπαθεί να μάς καθησυχάσει γύρω από ένα γεγονός γιά το οποίο η μοντέρνα φιλοσοφία δέν μπορεί βεβαίως να ησυχάσει, δηλαδή για το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πει ναι σ’ ένα ον το οποίο ο ίδιος δεν δημιούργησε ποτέ του και σε σχέση με το οποίο ο ίδιος είναι ουσιαστικά ξένος. Με την μεταμόρφωση αυτού του ξένου όντος σε συνείδηση ζητά να ξανακάνει τον κόσμο ανθρώπινο, όπως ο Χόφμανσταλ με την μαγεία των μικρών πραγμάτων στόχευε να ξαναξυπνήσει την αρχαία τρυφερότητα για τον κόσμο. Αυτό όμως στο οποίο αυτός ο μοντέρνος ανθρωπισμός, αυτή η καλή βούληση προς ότι είναι ταπεινό, ναυαγεί, είναι η μοντέρνα επίσης ύβρις που βρίσκεται στην βάση του και η οποία πονηρά (στον Χόφμανσταλ) ή ανοικτά και αθώα (στον Χούσερλ) ελπίζει, μ’ αυτόν τον τρόπο τον τόσο τρυφερό και γαλήνιο, να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σ’ αυτό που ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, δηλαδή δημιουργός του κόσμου και του εαυτού του!

Σε αντίθεση με την υπερήφανη ταπεινότητα του Χούσερλ, η πιο πρωτότυπη μοντέρνα φιλοσοφία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να δεχθεί το γεγονός πως ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτόν τον σκοπό ερευνά όλο και περισσότερο προς τη διεύθυνση που διαγράφεται από τις καλύτερες προθέσεις της: να τοποθετήσει τον άνθρωπο εκεί, που με μια περίεργη άγνοια του εαυτού του, ο Σέλλινγκ τοποθέτησε τον θεό: στην θέση του «Κυρίου του Είναι». 

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Ιερομόναχος Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός (1868-10 Οκτωβρίου 1938)


Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Ελευθέριος Παύλου Δουρουντάκης στο χωριό Γεράνι των Χανίων της Κρήτης. Εργάσθηκε ως δάσκαλος. Ήταν συμμαθητής και φίλος με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 
Το 1890 προσήλθε στη μονή Ξηροποτάμου και το 1893 εκάρη μοναχός. Το 1893 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1896 πρεσβύτερος. 
Το 1900 προήχθη σε προϊστάμενο. «Υπήρξε μια δυναμική πνευματική παρουσία στη μονή της μετανοίας του, την οποία υπηρέτησε από διάφορες σημαντικές θέσεις. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή του στα κοινά της μοναστικής πολιτείας». 
Χρημάτισε μέλος της πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους το 1924. Το 1925 εξέδωκε βιβλίο για τη μονή του και το 1933 κατάλογο των χειρογράφων της.
Το πρώτο βιβλίο του αφιερώνεται: «Ταις μακαρίαις ψυχαίς των τον ασκητικόν δίαυλον καρτερικώς εν τη ιερά και ευαγεί ταύτη μονή ανυσάντων και άχρι θανάτου μοχθησάντων υπέρ αυτής και εν αυτή ευσεβώς τον βίον καταλυσάντων λίαν ευλαβώς ανατίθησιν, ο πονήσας».
Για τις πολλές του υπηρεσίες προς τον ιερό τόπο και την Εκκλησία παρασημοφορήθηκε με τον άργυρό σταυρό του Σωτήρος.


Κατά το μοναχολόγιο της μονής, «διεκρίνετο διά την ευχέρειαν αυτού του προσφωνείν λόγους εις γλώσσαν ωραίαν εις διαφόρους επισήμους επισκέπτας και εις τας τραπέζας των πανηγύρεων».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 10.10.1938 στη μονή της μετανοίας του, «αφήνοντας μνήμη δυναμικού και γνήσιου Αθωνίτη ασκητού».

Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, α.ά. 25. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 81-82.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 325, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Ἐπισκόπων ἀγωνία μηδέν!




Οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες συνεχίζουν νὰ ἐκτελοῦν τὰ λειτουργικὰ καὶ ποιμαντικὰ καθήκοντά τους, χωρὶς πλέον νὰ ἐνδιαφέρονται (στὸ σύνολό τους) γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς Πίστεως καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ἀλήθειας τῆς ὁποίας κλήθηκαν λειτουργοὶ καὶ ὑπηρέτες.
Ὡς πιστοὶ καὶ ἐκπαιδευτικοί,
α) εἴμαστε μάρτυρες τῆς θλιβερῆς πραγματικότητος, νὰ δέχονται οἱ κληρικοὶ νὰ κοινωνοῦν κατὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν σχολείων Μωαμεθανούς, Βουδιστές, Προτεστάντες καὶ Ρωμαιοκαθολικοὺς μαθητές. Καὶ στὴν ἐπισήμανση τοῦ γεγονότος, πολλοὶ ἱερεῖς νὰ μὴν τολμοῦν νὰ πάρουν μέτρα, φοβούμενοι ὅτι ἔτσι θὰ ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν Μητροπολίτη τους, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντέχει νὰ ἀντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα καὶ φοβούμενος τὶς ὅποιες ἀντιπαραθέσεις, ἀρνεῖται νὰ προφυλάξει τὰ «ἅγια τῶν Ἁγίων».
β) Τὰ ἴδια βλέπουμε καὶ πληροφορούμαστε πὼς συμβαίνουν καὶ στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο τῆς Πίστεως. Ὅλοι οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Ποιμένες δέχονται ὅτι ὑπάρχει αἵρεση· καταμετροῦν μάλιστα καὶ τὶς δεκαετίες τῆς ὑπάρξεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· τὸν ὀνομάζουν Παναίρεση (χωρὶς νὰ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικοὺς ἡγέτες του)· βλέπουν τὰ γενόμενα ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν (συμπροσευχές, κοινὲς συμφωνίες καὶ δράσεις μὲ τοὺς αἱρετικούς, παραίτηση ἀπὸ βασικὲς Ἐντολὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ δόγματα τῆς Πίστεως −ὅπως τὸ 9ο καὶ 10ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κων/πόλεως) καὶ ὅμως οὐδὲν μέτρον λαμβάνουν ἐναντίον τους, οὐδεμία ἀπόσταση ἔχουν ἀπὸ αὐτούς, ἀντίθετα κοινωνοῦν πλήρως μαζί τους, συμπορεύονται χωρὶς συνειδησιακὸ πρόβλημα μετὰ τῶν αἱρετικῶν.
Κι ὅμως οἱ Ἅγιοι μᾶς δίδαξαν οὔτε μιὰ ὥρα νὰ μὴν μένουμε κοντά τους, ὅταν αἱρετίζουν (Μ. Βασίλειος). Κι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίδαξε ἔργοις καὶ λόγοις, ἀγωνίστηκε −καὶ ἐξορίστηκε, καὶ φυλακίστηκε γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες του− γιὰ ἕνα παράνομο βασιλικὸ γάμο, ὅταν εἶδε ὅτι αὐτὸς δὲν ἦταν μιὰ μεμονωμένη περίπτωση, ἀλλὰ γινόταν καθεστὼς ποὺ ἀνέτρεπε τὴν Εὐαγγελικὴ διδασκαλία.
Τέτοιοι γάμοι σήμερα γίνονται πολλοί. Καὶ οἱ Μητροπολῖτες ποὺ τοὺς ἐπιτρέπουν, καὶ οἱ ἱερεῖς ποὺ τοὺς τελοῦν, κάνουν κάτι χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἀγωνίστηκε ὁ ἅγιος Θεόδωρος, γιατὶ σήμερα ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γνωστὴ καὶ παγιωμένη στὸ θέμα αὐτό. Κι ὅμως, μὲ ποικίλες δικαιολογίες τὴν παραβαίνουν! Ἐπικαλοῦνται λόγους οἰκονομίας καὶ παραβαίνουν τὴν Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου!
Μάλιστα ἀκούστηκε ὅτι  στή μητρόπολη ἀντιοικουμενιστοῦ Ἐπισκόπου τελέστηκε ἕνας ἀντικανονικός μικτός γάμος. Θὰ προσκομίσουμε τὶς περὶ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ πληροφορίες, ὅταν θὰ ἔχουμε περισσότερα στοιχεῖα. Σήμερα ἀρκούμαστε νὰ παρουσιάσουμε ἕνα κείμενο ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, στὴν ὁποία ὁ Ἅγιος μᾶς παρουσιάζει τὴν ὀρθόδοξη στάση στὸ θέμα αὐτό, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ θέματα, ὅπως:
1.    Κάθε ἐνέργειά του, τὴν στηρίζει στοὺς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους, τὴν «συμφωνία τῶν Πατέρων», ὅπως λέμε σήμερα, καὶ δὲν αὐτοσχεδιάζει, οὔτε στηρίζεται (ὡς σὲ δόγμα) στὴν λεγόμενη «Οἰκονομία» τῆς Ἐκκλησίας.
2.    Διδάσκει ὅτι (ὁ Ἐπίσκοπος ἢ) ἡ Σύνοδος δὲν ἔχει οὐδὲν δικαίωμα νὰ βγάζει ἀντι-Εὐαγγελικὲς ἀποφάσεις. Ἡ Σύνοδος ποὺ βγάζει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι «παρασυναγωγὴ» κι ὄχι Σύνοδος! Ἄρα δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ τέτοιες Συνόδους καὶ ἀποφάσεις.
3.    Ἡ κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς παραβάτες, σημαίνει ἀποδοχὴ ὅσων αὐτοὶ κάνουν.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ ΠΕΡΙ EΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤHΣ OΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ AΓΙΩΝ ΕIΚΟΝΩΝ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου



Ἀδελφοί καί Πατέρες, τίς ἡμέρες αὐτές πού διερχόμαστε οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους τίς ὀνομάζουν ἑορτές ἐπειδή τρώγουν καί πίνουν κατ᾽ αὐτές ἀπρεπῶς καί μέ ἀκράτεια, μή γνωρίζοντας ὅτι ἀκριβῶς αὐτές τίς ἡμέρες μᾶς παραγγέλεται ἀποχή κρεάτων κι ὄχι νά καταγινώμαστε μέ μέθες κι ἀσωτεῖες πού εἶναι γνώρισμα εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν. Συνήθεια δέ καί γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν εἶναι τό νά εἶναι ὀλιγαρκεῖς καί λιτοδίαιτοι, καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθαι εἰς ἐπιθυμίας (Ρωμ. ιγ′ 14), ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλ᾽ ὅμως τό κακό ἐπεκράτησε σάν νόμος, γι᾽ αὐτό ἄγει καί φέρει τόν κόσμο ὅπως θέλει.
Ἐμεῖς ὅμως ἀδελφοί ἄς ἀποφύγουμε τήν ἀκράτεια καί σ᾽ αὐτά ἀκόμη πού μᾶς ἐπιτρέπεται νά καταλύουμε, ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἡ ἀκράτεια εἶναι μητέρα τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδή βέβαια καί ὁ προπάτωρ μας Ἀδάμ, ὅσο ἐγκρατευόταν ἀπό τήν ἀπηγορευμένη βρῶσι στόν Παράδεισο, χαιρόταν καί εὐφραινόταν τρεφόμενος ἀπό τήν παρουσία καί τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καί τήν μύησι στά μυστήριά Του. Ὅταν ὅμως νικήθηκε ἀπό τήν ἀκράτεια καί γεύθηκε τοῦ ξύλου τῆς παρακοῆς, ἀμέσως ἐξορίσθηκε ἀπό τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου κι ἔγινε σ᾽ αὐτόν ἡ ἀκράτεια γεννήτρια τοῦ θανάτου.
Ἔτσι καί οἱ Σοδομίτες, πού ἀπό τήν πολυφαγία ζοῦσαν μέ ἀσέλγεια, ἐπέσυραν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω τους, γι᾽ αὐτό καί τούς κατέκαυσε μέ φωτιά καί θειάφι. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Ἠσαῦ, πού δελεάσθηκε ἀπό τά λαίμαργα μάτια του, ἀντί ἑνός γεύματος παρέδωσε τά πρωτοτόκιά του καί μισήθηκε καί ἀποδιώχθηκε. Ἀλλά καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἐκάθισε φαγεῖν καί πιεῖν καί ἀνέστησαν παίζειν (Ἔξ. λβ’ 6).
Τέτοια εἶναι κι αὐτά πού γίνονται αὐτές τίς ἡμέρες· διασκεδάσεις δηλαδή καί μέθες, κραυγές καί πηδήματα δαιμονικά, πού διαρκοῦν ὄχι μόνο κατά τήν ἡμέρα ἀλλά καί κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας. Τόσο μεγάλο κακό εἶναι λοιπόν ἡ ἀκράτεια καί ἀπό αὐτήν εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ θάνατος.
Ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί ἀγαπημένοι ἀπό τόν Κύριο, ὀφείλουμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό πού μᾶς λύτρωσε ἀπό τέτοια μάταια πολιτεία καί διαγωγή καί μᾶς ἔφερε σ᾽ αὐτήν τήν μακαρία ζωή, ὅπου δέν ὑπάρχει ἀκράτεια ἀλλά συμμετρία· οὔτε μέθη ἀλλά νῆψις· οὔτε ταραχή ἀλλά εἰρήνη· οὔτε θόρυβος ἀλλά ἡσυχία· οὔτε αἰσχρολογία ἀλλά εὐχαριστία· οὔτε ἀσέλγεια ἀλλά ἁγνότητα καί ἁγιασμός καί σωφροσύνη.
Ἀπό αὐτήν τήν ζωή λοιπόν ἀνέτειλαν οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κατεπάτησαν τά πάθη, ἔδιωξαν δαίμονες, συναγωνίσθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, ἔκαναν θαύματα, ἐπέτυχαν οὐράνιο δόξα, ἔγιναν θαυμαστοί στόν κόσμο· ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι καί ὁ μακάριος Ἀντώνιος, τοῦ ὁποίου τόν βίο ἀναγνώσαμε καί μάθαμε πόσο ὁ Θεός τόν δόξασε σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, ὥστε καί οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά θεωροῦν μεγάλο πρᾶγμα τό νά γράφουν σ᾽ αὐτόν καί νά λαμβάνουν ἀπ᾽ αὐτόν πάλι ἐπιστολές του.
Τήν πολιτεία αὐτῶν τῶν μακαρίων κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί ἀκολουθοῦμε· καί τό ὅτι θέλουμε νά τούς μιμηθοῦμε τό μαρτυρεῖ ἡ μοναχική μας τελείωσις, ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου, ἡ ἀποξένωσίς μας ἀπό τήν πατρίδα μας, τούς συγγενεῖς μας, τούς φίλους μας, τά ὑπάρχοντά μας. Τό μαρτυρεῖ ἐπίσης ἡ ὑποταγή μας, ἡ ὑπακοή, ἀλλά καί αὐτή ἡ ὁμολογία μας τώρα (ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων), γιά τήν ὁποία ἔχουμε διωχθῆ. Λοιπόν νά χαιρώμαστε καί νά συγχαίρουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον πού μᾶς χαρίσθηκαν ὅλα αὐτά ἀπό τόν Θεό καί πού διανύουμε πνευματική ζωή, κατά τήν ὁποία ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά ἑορτάζουμε, ἄν θέλουμε, κάθε ἡμέρα καί νά χαιρώμαστε ἀτελεύτητη χαρά.
Γι᾽ αὐτό, παρακαλῶ, μέ ἀκόμη περισσότερο ζῆλο νά ἀγωνιζώμαστε καί νά συνεχίζουμε τήν ὁμολογία μας αὐτή, ἐπειδή μάλιστα ἀκούστηκε ὅτι ὁ βασιλεύς ἐξαγγέλει διαταγές ἐναντίον μας καί ἴσως νά ἔλθη ξαφνικά κανείς ἀπεσταλμένος του. Ἀλλά ἄς μή θορυβηθοῦμε μέ αὐτά πού ἀκούγονται. Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν (Ρωμ. η’ 31); Καί ἀφοῦ καί προηγουμένως μᾶς βοήθησε, δέν θά μᾶς βοηθήση καί στό ἑξῆς;
Μόνο ἄς ἔχουμε γενναῖο φρόνημα, μόνο νά προσέχουμε καλά, καί αὐτός θά μᾶς δώση δύναμι σέ ὅλα νά Τόν εὐαρεστήσουμε μέ τήν ζωή μας μέχρι τέλους καί νά ἐπιτύχουμε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μετάφρασις Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου.

Αναγκαίες διευκρινήσεις για θέματα εκκλησιαστικής κοινωνίας με αιρετικούς



Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
  Δημοσιεύουμε ἄρθρο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ δίδει ἱκανοποιητικὲς ἀπαντήσεις σὲ ἀπορίες κληρικοῦ (μετὰ τοῦ ὁποίου εἴχαμε σχετικὴ συζήτηση πρόσφατα), ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν χθεσινὴ Ἡμερίδα στὸν Πειραιᾶ γιὰ τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Μέσα στό κοσκίνισμα πού γίνεται ἀπό κάποιους ἀδελφούς καί σεβαστούς πατέρες (σύμφωνα μέ τήν λαϊκή ρῆσι, ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει), σχετικά μέ τήν κατοχύρωσι τῆς νεόκοπης θεωρίας τοῦ βολέματος (δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος περί ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους), ἀναφέρονται κάποιες θεωρίες γιά τίς ὁποῖες ἐθεώρησα ἀναγκαῖο νά καταθέσω αὐτές τίς σκέψεις προκειμένου νά διασφαλισθῆ ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ὡς πρός τό δέον γενέσθαι εἰς τήν παροῦσα αἱρετική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι εἶναι διαφορετικό πρᾶγμα τό νά μήν γνωρίζη κάποιος καί νά πλανηθῆ ἀπό ἄγνοια καί τελείως διαφορετικό τό νά κατασκευάζωμε θεωρίες, προκειμένου νά καθησυχάσωμε τούς ἑαυτούς μας καί νά πλανήσωμε καί τούς ἄλλους.
  Κατ’ ἀρχάς ἔχει γίνει ἀντιληπτή πλέον ἡ ἀδυναμία τῶν θιασωτῶν τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, εἰς τό νά κατοχυρώσουν τήν θεωρία των μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐφευρίσκουν ἄλλες μεθόδους καί τέχνες προκειμένου νά πείσουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.      Ἡ μία μέθοδος εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς θεωρίας ὅτι ὑπῆρχαν αἱρετικοί καί παλαιότερα καί μάλιστα καθ’ ὅλη τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅμως οἱ Ἅγιοι δέν ἀποτειχίζοντο ἀπό αὐτούς.
    Καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς παρούσης αἱρέσεως ἀπό τούς συγχρόνους γέροντες, τούς ὁποίους ἤδη ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν καί οἱ ὁποῖοι δέν ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες.
      
    Εἰς τήν πρώτη ἔνστασι ἔχομε νά καταθέσωμε, ὅτι κατ’ ἀρχάς ὅσοι ὑποστηρίζουν αὐτήν την θεωρία συγκρίνουν καί ταυτίζουν τελείως διαφορετικά καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πράγματα. Διότι ὄντως ὑπῆρχαν παλαιότερα κάποιοι Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί τά ἐκήρυτταν μέ λόγια καί ἔργα. Ποτέ δέν ἔλλειψαν ἄλλωστε, οὔτε θά λείψουν αὐτοί οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι. Αὐτοί ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι ἀποτελοῦσαν μεμονωμένες περιπτώσεις καί δέν ἐξέφραζον συνοδικῶς καί πανορθοδόξως τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ἐνῶ αὐτοί εἶχαν αἱρετικά φρονήματα, δέν ἐπηρέαζαν τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ γραμμή καί πορεία της διαπιστώνεται ὄχι ἀπό τήν γραμμή καί πορεία τοῦ καθενός, ἀλλά ἀπό τήν σύνολη πορεία ἡ ὁποία ἐκφράζεται θεωρητικά ἀπό τίς συνοδικές ἀποφάσεις καί πρακτικά ἀπό τήν κοινή στάσι της ἀπέναντι στίς αἱρέσεις καί στούς αἱρετικούς.
    Ἦταν ὡς ἐκ τούτου σάν τό πλοῖο τό ὁποῖο ἔχει ὀρθή πορεία, σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί μέσα σ’ αὐτό ὑπάρχουν κάποιοι οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ αὐτήν τήν Ὀρθόδοξο πορεία, ἀλλά δέν δύνανται νά τήν ἐπηρεάσουν ἤ νά τήν ἀλλάξουν. Βεβαίως ὑπῆρχε τότε ἡ εὐαισθησία καί ἡ ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως, εἰς τρόπον ὥστε καί αὐτές τίς μεμονωμένες περιπτώσεις νά τίς καταδικάζουν συνοδικῶς πρός διασφάλισι κυρίως τοῦ ποιμνίου καί βεβαίως τήν περαιτέρω ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως.
  Σήμερα ὅμως τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Διότι δέν πρόκειται γιά τίς παλαιότερες μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπηρέαζαν τήν σύνολη πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τούς περισσοτέρους συγχρόνους Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους (σ’ αὐτούς προστίθενται καί οἱ δειλοί καί ἄφωνοι καί αὐτοί πού συνοδοιποροῦν ἀποβλέποντες σέ προσωπικές προσδοκίες καί ἀκόμη οἱ τυχάρπαστοι πού πορεύονται ὅπως φυσᾶ ὁ ἄνεμος), οἱ ὁποῖοι ὄχι ἁπλῶς ἐπηρεάζουν, ἀλλά κατευθύνουν τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα συνοδικῶς ἀποφαίνονται καί χαράζουν τήν οἰκουμενιστική καί αἱρετική πλέον πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ λοιπόν ἔχομε τό παράδειγμα τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο ἔχει ἀλλάξει πορεία καί ἔχει στρέψει τήν πλώρη ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς, καί μέσα σ’ αὐτό ὑπάρχουν καί κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ αὐτήν τήν πορεία τοῦ πλοίου (ἔχοντες προφανῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), ἀλλά καί δέν δύνανται νά τήν ἐπηρεάσουν ἤ νά τήν ἀλλάξουν καί ἁπλῶς συμπορεύονται καί συνταξιδεύουν διαφωνοῦντες καί διαμαρτυρόμενοι.
   Εἶναι προφανές ὅτι τό παράδειγμα αὐτό τό ὁποῖο ἐπικαλοῦνται
οἱ συμπορευόμενοι καί συναγελαζόμενοι μέ τούς Οἰκουμενιστές τό προσάγουν ὡς δικαιολογία γιά τήν συνοδοιπορία μέ τούς Οἰκουμενιστές, καί ἀποτελεῖ δόλο καί προπέτασμα καπνοῦ, καί λέγεται πρός καθησύχασι τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνησυχούντων. Διότι τότε (γιά νά μιλήσωμε πρακτικά), πού ὑπῆρχαν αὐτές οἱ μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἀπόφασι ἡ ὁποία νά κατοχυρώνη τήν αἵρεσι τῶν μεμονωμένων Ἐπισκόπων καί νά τήν καθιστᾶ τοιουτοτρόπως γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα ὅμως ὑπάρχουν συνοδικές ἀποφάσεις π.χ. περί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τῶν Παπικῶν, περί τῆς ἐντάξεώς μας ὡς ἰσότιμα μέλη στό δαιμονικό Π.Σ.Ε., περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν ὡς «Ἐκκλησίες» (βλ. συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920), τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν χωρίς αὐτοί νά μετανοήσουν καί ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία κλπ. Ἀκόμη δέ καί οἱ συμπροσευχές καί οἱ λεγόμενες κοινές δηλώσεις καί οἱ ἐλεεινές καί προδοτικές ἀποφάσεις τῶν λεγομένων θεολογικῶν διαλόγων, τυγχάνουν τῆς συνοδικῆς καλύψεως καί εὐλογίας, εἰς τρόπον ὥστε καί αὐτά νά ἀποτελοῦν πλέον γραμμή αἱρετική τῆς Ἐκκλησίας.
    Οἱ οἰκονομίες ὡς ἐκ τούτου πού ἐγίνοντο τότε, σέ μεμονωμένες περιπτώσεις αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, πέραν τοῦ ὅτι ἐγίνοντο γιά λίγο χρονικό διάστημα καί γιά συγκεκριμένο καί θεάρεστο σκοπό (διότι ἡ κατά Θεόν οἰκονομία ἔχει καί σκοπό καί ὅρια), δέν ἐπηρέαζον στό ἐλάχιστο τήν Ὀρθόδοξο πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τώρα ἡ ἴδια ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αἱρετική, κατοχυρωμένη μέ συνοδικές ἀποφάσεις.
       Εἰς ὅλες λοιπόν τίς περιπτώσεις πού ἡ αἵρεσις ἐθεσπίζετο και κατωχυρώνετο συνοδικῶς, οἱ Ἅγιοι ἀποτειχίζοντο ἀπό τούς αἱρετικούς καί τή Σύνοδο πού ἐκήρυττε τήν αἵρεσι καί αὐτοί πλέον ἀποτελοῦσαν τήν Ἐκκλησία. Διότι τό βασικό γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἡ ὁποία, ὅταν ἐκλείψει ἤ παύσει νά κηρύσσεται συνοδικῶς, ἐκπίπτουν αὐτομάτως καί οἱ κηρύσσοντες καί συμπορευόμενοι μέ τήν αἵρεσι καί τότε ἡ Ἐκκλησία διασώζεται, σύμφωνα πάντοτε μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, μεταξύ «τριῶν Ὀρθοδόξων», δηλαδή ὅσων ἀπομακρυνθοῦν ἐκκλησιαστικά ἀπό τήν αἵρεσι καί κρατήσουν τήν ἀληθινή πίστι. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς τήν ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς πίστεως καί διδασκαλίας, ὅπως δέν νοεῖται σῶμα ζωντανό χωρίς τό ὄργανο τῆς καρδιᾶς.
         Θά ἀναφέρωμε εἰς τό σημεῖο αὐτό καί μία περίπτωσι ἀπό τήν πατερική διδασκαλία καί ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀντιπροσωπευτικό δεῖγμα τῶν ὅσων ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Πρόκειται γιά τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ὁ ὁποῖος εἶχε αἱρετικές δοξασίες, οἱ ὁποῖες ἔμοιαζαν μέ αὐτές τοῦ Νεστορίου σέ σημεῖο νά θεωρῆται αὐτός ὡς διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου. Στήν τρίτη λοιπόν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου καταδικάσθηκε ὁ Νεστόριος καί οἱ διδασκαλίες του καί ἀναθεματίστηκαν, δέν καταδικάσθηκε ὅμως ὀνομαστικῶς καί ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας. Τόν λόγο τόν ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Κύριλλος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγ. Πρόκλο , Πατριάρχη Κων/πόλεως. Γράφει λοιπόν μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:
«Ἴστω δέ ἡ σή ὁσιότης, ὅτι παρενεχθείσης τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ἐκθέσεως παρ’ αὐτοῦ συνταχθείσης, ὡς οἱ προελόντες ἔφασκον, οὐδέν ἐχούσης ὑγιές, κατεκιβδήλευσε μέν αὐτήν ἡ ἁγία σύνοδος, ὡς διεστραμμένων γέμουσαν ἐννοιῶν, καί τήν Νεστορίου δυσσέβειαν οἱονεί πως πηγάζουσαν. Κατακρίνασα δέ τούς οὕτω φρονοῦντας, οἰκονομικῶς οὐκ ἐμνημόνευσε τοῦ ἀνδρός, οὐδέ αὐτόν ὑπέθηκεν ὀνομαστί τῷ ἀναθεματισμῷ δι’ οἰκονομίαν, ἵνα μή τινες τῇ ὑπολήψει τοῦ ἀνδρός προσεσχηκότες ἀποβάλωσιν ἑαυτούς τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ δέ ἐν τούτοις οἰκονομία ἄριστόν τι χρῆμα καί σοφόν. Εἰ μέν γάρ ἦν ἐν τοῖς ζῶσιν ἔτι, καί σύνοπλος ἦν ταῖς Νεστορίου δυσφημίαις, ἤ συναγορεύειν ἤθελεν οἷς ἔγραψεν αὐτός, πέπονθεν ἄν καί τόν εἰς ἴδιον πρόσωπον ἀναθεματισμόν. Ἐπειδή δέ ἀπεδήμησε πρός Θεόν, ἀρκεῖ, καθάπερ ἐγᾦμαι, τά ἐκτόπως αὐτῷ γεγραμμένα ἐκβάλλεσθαι παρά τῶν ὀρθῶς ἐχόντων τάς δόξας, ὅτε ταῖς αὐτοῦ περιτυγχάνουσι βίβλοις, καί τό περαιτέρω χωρεῖν θορύβων ἔσθ’ ὅτε τίκτει προφάσεις. Καί καθ’ ἕτερον δέ τρόπον ἀναθεματισθεισῶν καί ἐκβεβλημένων τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, συνεκβέβληνται καί τά ἐκείνου πλείστην ἔχοντα πρός ταῦτα τήν συγγένειαν» (P.G. 77, 345 A).
   Ἡ Γ΄ λοιπόν Οἰκουμενική Σύνοδος κατ’ οἰκονομίαν δέν κατεδίκασε ὀνομαστικῶς τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Κύριλλος, ὑπῆρχαν πολλοί στήν Ἀνατολή πού τόν ἀκολουθοῦσαν καί τόν ἀποδέχοντο ὡς διδάσκαλο καί ἐφοβήθηκαν οἱ Πατέρες μήπως αὐτοί ἀποσχισθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀκολουθοῦντες τήν διδασκαλία ἑνός αἱρετικοῦ, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε ἀποβιώσει. Γιά κάποιο δέ χρονικό διάστημα οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς δέν ἔσβηναν ἀπό τά δίπτυχα τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας ὡς αἱρετικό, ἀλλά ἐξακολουθοῦσαν νά τόν μνημονεύουν. Ὁ ἅγ. Κύριλλος εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, κατ’ οἰκονομίαν, δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς τούς ἀνατολικούς Ἐπισκόπους περιμένοντας γιά λίγο νά τό κατανοήσουν αὐτοί μόνοι των.
Ἐδῶ προφανῶς δέν ἔχομε μία αἵρεσι πού κηρύσσεται συνοδικῶς μέ λόγια καί ἔργα, οὔτε πολύ περισσότερο ἡ πορεία καί ἐκκλησιαστική γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶτο καί κατευθύνετο ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δικαιολογεῖ αὐτές τίς οἰκονομίες, τῶν μεμονωμένων αἱρετικῶν οἱ ὁποῖες γίνονται ἐν γνώσει μέ συγκεκριμένο σκοπό καί γιά συγκεκριμένο χρόνο. Γράφει ὁ ὅσ. Θεόδ. ὁ Στουδίτης τά ἑξῆς ἐπί τοῦ θέματος ἐρωτηθείς ἀπό τόν μοναχό Ναυκράτιο καί ἀναφερόμενος στή μοιχειανική αἵρεσι:
«Ἐπί τάς ἐρωτήσεις σου τρεπτέον τόν λόγον. Ἔφης ἄνθ’ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς ἑώας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον Μοψουεστίας, αἱρετικόν ὄντα, ἐπάν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ’ αὐτοῖς ἐσέσωστο∙ οὕτω γάρ γέγραπται ...ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τῶν πατέρων, αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν. οἷον διηνεκές μέν, ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῖς Ἰταλοῖς∙ πρός καιρόν δέ, οἷον τοῦ ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἷον καί τό νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου∙ ἅ μέχρι τινός καιροῦ γινόμενα, οὐδέν ἔχει τό μεμπτόν οὐδέ τό κατά τι ἀπηχές καί ἔκνομον, ὑφειμένον δ’ οὖν ὅμως καί οὐκ ἄγαν ἀκριβές∙ τοῦτο γάρ ἡ οἰκονομία ἡ πρός καιρόν... οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε˙ μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες; ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει. ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν ὁ τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως» (Φατ. 49,141,57).
   Ἐδῶ βλέπομε ἐπί πλέον τούς Ἁγίους νά ἑρμηνεύουν τούς προγενεστέρους Ἁγίους καί νά μᾶς διδάσκουν τόν ὀρθόδοξο δρόμο, ὥστε νά μήν νομίσωμε ὅτι στήν περίπτωσι τῶν μεμονωμένων αἱρετικῶν οἱ οἰκονομίες τῶν Ἁγίων ἐσήμαιναν ἰσοπέδωσι τῶν πάντων, ἤ τό χειρότερο νά μήν μεταφέρωμε ἐμεῖς τίς μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες δέν ἔβλαπταν, οὔτε στό ἐλάχιστο ἐπηρέαζον τήν ὀρθόδοξο πορεία τῆς Ἐκκλησίας, στήν περίπτωσι πού κηρύσσεται αἵρεσι συνοδικῶς καί ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αἱρετική. Ἐδῶ πρέπει ἐπί πλέον νά τονισθῆ ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου «ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὔ ρήματι ἀναθεματίζει» ἀναφέρεται σέ μή καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς, ὅπως ἦτο ὁ Μοψουεστίας, πολύ δέ περισσότερο στούς καταδικασμένους.
   Ἀκόμη βλέπομε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου ὅτι ἡ μνημόνευσις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀποδεικνύει τό φρόνημά μας: «μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες;».
Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας ἐν προκειμένῳ ἀναθεματίσθηκε ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά ἑκατό καί πλέον ἔτη ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, τότε πού προφανῶς δέν ὑπῆρχε πρόβλημα οἰκονομίας ἐξ αἰτίας τῆς ἀποσχίσεως μέρους τοῦ λαοῦ. Ὅμως καί πρίν τήν συνοδική καταδίκη του οἱ Ὀρθόδοξοι, σύμφωνα μέ τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη, τόν εἶχαν ἀναθεματίσει καί διαγράψει ἀπό τά δίπτυχα.
     Αὐτές ὅλες τίς μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες δέν ἐπηρέαζον τότε τήν ὀρθόδοξο πορεία καί γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, τίς ἔχομε σήμερα, κατά τό δή λεγόμενο, κάνει σημαία, προκειμένου νά δικαιολογήσωμε τήν αἱρετική πλέον πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τίς συνοδικές κατοχυρώσεις τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα τῶν ἀντιοικουμενιστῶν.
     Ἐν κατακλεῖδι δέ ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἀναφέρομε ὅτι κάποιες αἱρέσεις καί αἱρετικοί κατεδικάσθηκαν ἀμέσως μόλις ἐμφανίσθηκαν, ἐξ αἰτίας τῆς εὐαισθησίας τῶν τότε Ὀρθοδόξων εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει παντελῶς ἐκλείψει, ὅπως π.χ. ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου ἡ ὁποία μόλις ἐμφανίσθηκε ἀμέσως καταδικάσθηκε μαζί μέ τόν ἀρχηγό της Ἄρειο, ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας ἅγ. Ἀλέξανδρο καί τήν περί αὐτόν Σύνοδο τῆς Αἰγύπτου.
²²²
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί διά τό θέμα τῆς μεθόδου τῶν νέων ἁγίων καί γερόντων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί προβάλλονται ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές, ὡς παράδειγμα παραμονῆς καί συμπορεύσεως μέ τήν αἵρεσι αὐτή τῆς ἐποχῆς μας. Ἐξ ἀρχῆς ἐπισημαίνουμε ὅτι δέν θά κάνουμε καμμία ἀναφορά στούς προσωπικούς ἀγῶνες καί στίς ἀρετές τῶν γερόντων αὐτῶν, ἀλλά μόνο εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.
      Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως οἱ πρῶτοι πού θά πρέπει νά ἀνθίστανται μέχρι θανάτου, νά διώκωνται καί νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά καθοδηγοῦν τρόπον τινά μέ λόγια καί ἔργα τόν λαό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ὀρθοδοξία εἶναι οἱ μοναχοί. Καί τοῦτο διότι οἱ μοναχοί εἶναι οἱ ἀφιερωμένοι ἄνθρωποι στόν Θεό, οἱ θυσιάσαντες τά ἐγκόσμια δι’ Αὐτόν, οἱ μή ἔχοντες γήϊνες φροντίδες, οἱ μή προσδοκῶντες σέ ἀξιώματα, τιμές κλπ. Ὅταν λοιπόν προσβάλλεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις προσβάλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, Τόν ὁποῖο ὁλοκληρωτικά πρέπει νά ὑπηρετοῦν καί νά θυσιάζωνται δι’ Αὐτόν.
Τά Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν καί μᾶς πιστοποιοῦν καθημερινά αὐτήν τήν Παράδοσι. Ἐνδεικτικά ἀναφέρομε τόν Μ. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἄφησε τήν ἔρημο καί κατέβηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, προκειμένου νά στηρίξη τούς Ὀρθοδόξους στόν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν· τούς ὁσίους καί καθηγητές τῆς ἐρήμου, Σάββα τόν Ἡγιασμένο καί Θεοδόσιο τόν Κοινοβιάρχη, οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθησαν στόν αἱρετικό αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο τόν δίκορο, ὑπερμαχοῦντες τῆς πίστεως καί ἀναθεματίζοντες τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς των, οἱ ὁποῖοι κυρίως δέν ἐδέχοντο τίς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὑπερασπίσθηκε τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ἐκδιώχθηκε καί ἐμαρτύρησε χάριν αὐτῆς, ὅταν προέκυψε τό ζήτημα τῶν δύο θελήσεων τοῦ Χριστοῦ· τούς ὁσίους Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη μέ ὅλους τούς μοναχούς του, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπίσθηκαν τήν Ὀρθοδοξία εἰς τό ζήτημα τῶν εἰκόνων· τόν ὅσιο Στέφανο τό Νέο καί τό πλῆθος τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνεθεμάτισαν τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους τῆς ἐποχῆς των καί ἐδιώχθησαν καί ἐθανατώθησαν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως· τούς ὁσίους Θεόδωρο καί Θεοφάνη τούς Γραπτούς, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν καί αὐτοί ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων· τούς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες τούς ἐπί Βέκκου, οἱ ὁποῖοι ἐθανατώθησαν ἐπειδή δέν ἤθελαν νά συλλειτουργήσουν μέ τούς Λατινόφρονες «Ὀρθοδόξους» καί τόν αἱρετικό Πατριάρχη κλπ.
Μέ ἕνα λόγο δέν ὑπῆρξε αἵρεσι στήν Ἐκκλησία εἰς τήν ὁποία νά μήν ἐναντιώθηκαν πρωτίστως οἱ μοναχοί καί νά μήν διαδραμάτισαν πρωταρχικό ρόλο εἰς τήν κατάσβεσι τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς (Βλ. ἀναλυτικά τό βιβλίο «Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου ἁγ. Ὄρους).
         Ἐνῶ λοιπόν, αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἐπωμίζονται πρωτίστως οἱ μοναχοί, σήμερα παρουσιάζομε μία ἄλλη καινοφανῆ καί νεόκοπο παράδοσι, κομμένη καί ραμμένη κατά τό δή λεγόμενο στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού τήν ὑπηρετεῖ, ἡ ὁποία διακελεύει ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως οἱ μοναχοί ἀσχολοῦνται μέ τά πνευματικά των, εὑρίσκονται στήν ἡσυχία των καλλιεργώντας τίς μοναχικές ἀρετές, καθοδηγοῦν τούς Ὀρθοδόξους εἰς τά προσωπικά των μόνο προβλήματα καί ζητήματα, ἀδιαφορώντας γιά τήν αἱρετική πυρκαϊά ἀπό τήν ὁποία κατακαίγονται ὅλοι, διδάσκουν τήν ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς καί τήν συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι πρός ἀποφυγή δῆθεν σχίσματος, τό ὅτι διά τῆς προσευχῆς μόνο θά λυθῆ τό πρόβλημα κλπ.
Αὐτήν τήν νεοεποχίτικη παράδοσι τήν διδάσκουν κυρίως οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά δυστυχῶς ἔχουν παρασυρθῆ σ’ αὐτήν καί οἱ ἀντιοικουμενιστές. Καί οἱ μέν Οἰκουμενιστές εἶναι πασίδηλο ὅτι, διδάσκοντας αὐτήν τήν θεωρία, βοηθοῦνται τά μέγιστα εἰς τήν ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἀφοπλίζουν καί θέτουν ἐκτός μάχης τούς κυριωτέρους ὑπερασπιστές τῆς πίστεως, οἱ δέ ἀντιοικουμενιστές βοηθοῦνται διά νά δικαιολογήσουν τήν συμπόρευσί των καί τόν συναγελασμό μέ τούς αἱρετικούς, καί νά κατοχυρώσουν βεβαίως πρακτικά τήν θεωρία τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος (δυνητική ἑρμηνεία τοῦ περί ἀποτειχίσεως ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου), καί πρός ἀποφυγήν οἱασδήποτε ποινῆς καί διωγμοῦ.
    Ὡς ἀντιπροσωπευτικά παραδείγματα μοναχικοῦ ἐφησυχασμοῦ καί βολέματος παρουσιάζουν τούς συγχρόνους γέροντες, τούς ὁποίους ἤδη ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν. Καί δέν νομίζω ὅτι ἀμφιβάλλει κανείς γιά τό ὅτι, ἐάν αὐτοί οἱ σύγχρονοι γέροντες ἀκολουθοῦσαν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πρωτίστως ἀναφέρεται στούς μοναχούς, ὄχι μόνον δέν θά τούς ἁγιοποιοῦσαν, ὄχι μόνον δέν θά τούς ἐπρόβαλλον εἰς τόν λαό καί τούς μοναχούς ὡς πρότυπα πρός μίμησι εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ἀπεναντίας θά τούς ἐδίωκον παντοιοτρόπως καί θά τούς καθαιροῦσαν ἤ ἀφώριζον, ὅπως ἔπραττον ἐν καιρῷ αἱρέσεως οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι καί Πατριάρχες ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἰς τούς ὁσίους καί ὁμολογητάς μοναχούς.
Τό ὅτι βεβαίως οἱ σύγχρονοι αὐτοί γέροντες ἀναγνωρίζονται σήμερα καί ἁγιοποιοῦνται ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, θά πρέπει ὄχι μόνον νά μᾶς προβληματίση ὡς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί νά μᾶς ἐξαγριώση δι’ αὐτήν τήν ἀπάτη, διότι οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἐνδιαφέρονται διά τήν προβολή τῶν συγχρόνων γερόντων, ἀλλά γιά τήν προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως. Καί καθώς φαίνεται πρός τόν σκοπόν αὐτό παίζουν, ἀθέλητα βεβαίως, τόν ρόλο τους καί αὐτοί οἱ γέροντες.
Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρωμε, πρός κατοχύρωσι τῶν λεγομένων, τά λόγια τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι καί στηριζόμενος πάντοτε στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους, ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ ἐπιστολή του πρός κάποιον ἡγούμενο προτρέποντάς τον πρός ἀποτείχισι:
«Καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο. Καί ἐάν ἡ σή στερρότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; καί ἐάν ὁ παρρησιασάμενος δυνάμει θεοῦ ὡς ἅγιος πλήν τελείας αἱρέσεως ἄρτι μετά τήν αἵρεσιν ὑποστείληται, πῶς ἕτερος τολμήσει γρύξαι; καί ἐάν τό μοναδικόν τάγμα οὐχ ἡγήσηται πάντα σκύβαλα, μοναστήρια λέγω καί πάντα τά περί αὐτά, πῶς λαϊκός καταφρονήσει γυναικός, τέκνων καί τῶν ἄλλων; Διό ὑπομιμνήσκω, ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (Φατ. 39,113,66).
Ἡ ἀπόφασις δέ τοῦ Κυρίου τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ὅσιος εἶναι αὐτή πού ἀναφέρεται εἰς αὐτούς πού σκανδαλίζουν (Ματθ. 18,7). Δηλαδή ἐδῶ ἡ ἔννοια τοῦ σκανδάλου ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ὅσιο, ὄχι μόνο εἰς τό νά μή γίνη κανείς σκάνδαλο σέ κάποιον πράττοντας κάποια ἁμαρτία, ἀλλά νά μή γίνη σκάνδαλο μή πράττοντας τά δέοντα ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παρασυρθοῦν καί οἱ ἄλλοι, πού τόν ἔχουν, ὡς μοναχό, πρότυπο καί παραμείνουν στήν αἵρεσι.
Ἐπί πλέον μέ τήν προβολή καί ἁγιοποίησι τῶν συγχρόνων γερόντων δημιουργεῖται ἕνα ὀξύτατο θεολογικό καί δογματικό πρόβλημα, τό ὁποῖο, ἄν δέν συνειδητοποιήσωμε, θά εὑρεθοῦμε καί ἐμεῖς μεταξύ ἐκείνων πού κατασκευάζουν νεόκοπες θεωρίες, προκειμένου νά γεφυρώσουν τό κενό καί νά συνάψουν τά διεστῶτα. Διότι ἐδῶ ἔχομε, ὄχι μόνον δημιουργία ἄλλης παραδόσεως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως, ἀλλά ἔχομε ἀκόμη καί ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ὑπερμαχοῦν καί ὑπερασπίζονται αὐτή τήν παράδοσι. Δηλαδή ἔχομε καινούριους καί συγχρόνους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἀντιμάχονται τούς παλαιούς, διδασκαλίες καί πράξεις τῶν νεόκοπων αὐτῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖες ἀντιστρατεύονται καί πολεμοῦν τήν διαχρονική ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἕνα λόγο, γίνονται τά ἄνω κάτω, πρός ὠφέλεια καί προαγωγή τῆς αἱρέσεως. Οἱ δέ Ὀρθόδοξοι μένουν ἀστήρικτοι ἤ κατά τό πλεῖστον συμπορεύονται μέ τίς νέες θεωρίες, ὄχι μόνο ἐπειδή οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν ἔχουν ἄγνοια τῆς ἐν καιρῷ αἱρέσεως διαχρονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί διότι οἱ νέες θεωρίες ἐξυπηρετοῦν καί προάγουν τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα ἑκάστου.
Ἄν λοιπόν ἐπικρατήσουν οἱ νέες αὐτές θεωρίες, θά ἐκλείψουν οἱ ὁμολογητές καί μάρτυρες τῆς πίστεως καί τήν διόρθωσι τῶν πραγμάτων θά τήν ἀναμένωμε κατά τρόπο μαγικό ἐξ οὐρανοῦ. Οἱ Πατέρες ὅμως κατενόησαν καί ἐδίδαξαν ὅτι ἡ εὐθύνη διά τήν σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ τῆς αἱρέσεως εἶναι ἀποκλειστικῶς ἐπιφορτισμένη εἰς τούς ὤμους τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι διεξήγαγον πάντοτε μαρτυρικούς ἀγῶνες διά τήν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό συνδυάζονται καί συρράπτονται οἱ δύο αὐτές θεωρίες, αὐτή δηλαδή, πού ἀρχικῶς ἀναφέραμε, τῶν μεμονωμένων αἱρετικῶν, τούς ὁποίους κάποιες φορές γιά λίγο χρόνο καί γιά κάποιο σοβαρό λόγο ἀνέχοντο κατ’ οἰκονομίαν οἱ Πατέρες καί δέν ἀπετειχίζοντο ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς, καί ἡ θεωρία τῶν συγχρόνων γερόντων καί ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί δέν ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τούς συγχρόνους αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Προσπαθῶντας λοιπόν νά δικαιολογήσουν τήν στάσι τῶν συγχρόνων γερόντων ἀπέναντι στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀναφέρουν ὅτι καλῶς ἔπραξαν οἱ σύγχρονοι γέροντες πού δέν ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς, διότι αὐτό συνέβαινε παλαιότερα, ὅταν οἱ παλαιοί Ἅγιοι ἀνέχονταν πολλές φορές τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Μάλιστα γενικεύοντας τίς μεμονωμένες περιπτώσεις ἰσχυρίζονται ὅτι πάντοτε στήν Ἐκκλησία συνέβαινε αὐτό καί ποτέ δέν ἀποτειχίσθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς αἱρετικούς, πρίν δηλαδή καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς. Ἡ μοναδική των δυσκολία εἰς τό σημεῖο αὐτό καί τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο εἶναι, ὅπως ἐκ τῶν προτέρων φαίνεται, ὅτι δέν μποροῦν νά εὕρουν ἁγιογραφικές καί πατερικές διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες νά στηρίζουν τίς θεωρίες των, ὥστε νά δέση μέ τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ἡ ὅλη ὑπόθεσις.
     Ὄχι μόνον δέν δύνανται νά εὕρουν τέτοιες διδασκαλίες, ἀλλά ἀπεναντίας ἀπό κοινοῦ καί ἐκ συμφώνου καί ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Πατέρες ὁμοθυμαδόν διδάσκουν τήν ἄμεση ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε ποιμένα, ὁ ὁποῖος ἔχει αἱρετικά φρονήματα καί τά κηρύσσει δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς μέ λόγια καί ἔργα. Πολύ δέ περισσότερο ἀπαιτοῦν οἱ ἅγ. Πατέρες τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι, ὅταν αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα κηρύσσονται καί συνοδικῶς, τό ὁποῖο, ὅπως προαναφέραμε, σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις ἔχει γίνει πλέον ἐπίσημη γραμμή καί πορεία τοῦ πλοίου τῆς Ἐκκλησίας.
     Παρ’ ὅλα αὐτά, καί εἰς πεῖσμα θά λέγαμε τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, οἱ θεωρίες αὐτές διδάσκονται καί διαδίδονται εὑρέως μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί, μάλιστα, εἶναι καί ἀρεστές, διότι ὁδηγοῦν στήν εὔκολη καί πλατεία ὁδό, ἐνῶ παράλληλα ἀποκλείουν τόν διωγμό καί τό μαρτύριο. Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν οἱ θέλοντες εὐσεβῶς καί μακράν τῆς αἱρέσεως ζεῖν εἶναι πλήρως ἀσφαλισμένοι, διότι ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου διδάσκει «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλατ. 1,8). Δηλαδή, ἄν οἱ σύγχρονοι γέροντες, καί ἅγιοι, καί ἄγγελοι, καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι ἔλθουν νά διδάξουν κάτι ἀντίθετο ἀπό αὐτά πού μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι διά τῆς Ἁγία Γραφῆς καί τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως, αὐτό, αὐτομάτως εἶναι ἀναθεματισμένο ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἀποστόλους. Πρέπει ὡς ἐκ τούτου ὄχι νά μᾶς ὑποδείξουν οἱ σύγχρονοι γέροντες τί λέγουν καί τί πράττουν οἱ Ἅγιοι, ἀλλά νά μᾶς ἀποδείξουν ἄν, αὐτά πού ἔπραξαν, εἶναι σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐφ’ ὅσον αὐτό ἀδυνατοῦν νά τό πράξουν, σημαίνει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ καί ὑπάγονται στόν ἀναθεματισμό τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
     Πέραν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ἐν κατακλεῖδι, θεωροῦμε ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες εἶχαν πολλές ἀρετές καί ἐβοήθησαν πολλούς ἀνθρώπους νά ξεφύγουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἴσως γιά τούς ἀγῶνες ἀκριβῶς αὐτούς, τούς ὁποίους ἔκαναν ἐναντίον τῶν παθῶν των, νά τούς ἔδωσε ὁ Θεός καί κάποια χάρι, προκειμένου βεβαίως νά βοηθηθοῦν οἱ ψυχές πού ἐζητοῦσαν ἀπό αὐτούς βοήθεια. Αὐτό ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες εἶναι καί παράδειγμα πρός μίμησι καί εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, διότι εἰς τό σημεῖο αὐτό, τό τόσο σημαντικό, ἔσφαλαν. Ἄν δέν ἔσφαλαν δέν θά τούς ἁγιοποιοῦσαν, οὔτε θά τούς προέβαλλαν οἱ αἱρετικοί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρήσουν Ἁγίους ἤ νά προβάλλουν οἱ Παπικοί τόν Μ. Φώτιο, τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τόν ἅγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό. Διά τούς συγχρόνους ὅμως γέροντες καί ἁγίους, θεωρῶ, ἄν ἐρωτῶντο σήμερα οἱ Παπικοί (ἴσως καί νά ἐρωτήθηκαν), δέν θά εἶχαν καμμία ἀντίρρησι γιά τήν προβολή καί ἁγιοποίησί των.
                                           Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς