Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

π. Ιωάννης Ρωμανίδης: Φράγκοι - Ρωμιοί και παιδεία (1984).

Θέμα: Ο Ρωμανίδης και η θεολογική του συμβολή



Ο Ρωμανίδης και η θεολογική του συμβολή
« στις: 28 Ιουνίου, 2008, 06:52:55 μμ »
Μεταφέρω εδώ, στον φυσικό της χώρο, την απάντησή μου στην κριτική που άσκησε σε προηγούμενα κείμενά μου για τον Ρωμανίδη ο επισκέπτης μας με το όνομα pistos.

Παράθεση
Ο pistos έγραψε:

Θα θίξω μόνο ένα: Την άδικη επίθεση του stampo στον Καθηγητή π.Ιωάννη Ρωμανίδη (βλ. ενότητα περι λειψάνων αλλά και ενότητα για την Δογματική του), ο οποίος μας έβγαλε από την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της σχολαστικής θεολογίας. Αλλά δυστυχώς ο κ.Stampo τόσα κατάλαβε τόσα λέει!... Του προτείνω να αφήσει τις παρωπίδες και να τον μελετήσει βαθύτερα και δίχως πάθος και φανατισμό και θα καταλάβει ότι είναι από τους μεγαλύτερους πανεπιστημιακούς θεολογους του αιώνα μας. Πατερικότατος!
1. Ο φίλος μας ο pistos έχει εν μέρει δίκαιο. Ο Ρωμανίδης δεν είναι τυχαία προσωπικότητα. Εμφανίστηκε στο θεολογικό στερέωμα με ιδέες πρωτότυπες, συναρπαστικές και (κατά το φαινόμενο) παραδοσιακότατες και πατερικότατες. Εγώ, οφείλω να το ομολογήσω, υπήρξα φανατικός μελετητής και θαυμαστής του Ρωμανίδη. Διαβάζοντας πολλές φορές το βιβλίο του ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ έκλαιγα από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό. Όντως αισθάνεται κανείς συγκλονισμένος μπροστά στο μεγαλειώδες όραμα της Ρωμιοσύνης που ξανοίγεται μπροστά του με τις σκέψεις του Ρωμανίδη. Επί πολλά χρόνια ήμουν σαγηνευμένος από το όραμα αυτό. Χρειάστηκε πολύς χρόνος και κόπος για να μπορέσω να αποδεσμευτώ από την μακάρια νάρκη στην οποία είχα περιέλθει. Διότι ο Ρωμανίδης αυτό επιτυγχάνει: Σε ναρκώνει με το υπέρτατο όραμα της Ρωμιοσύνης και παραδίνεσαι, παύεις πλέον να σκέφτεσαι έστω και στοιχειωδώς λογικά και θεολογικά. Είναι ουσιαστικά ένας μάγος· σε αιχμαλωτίζει, σε υπνωτίζει!
Αρκετοί παράγοντες συνετέλεσαν στο να ανανήψω κάποτε και να αρχίσω να διαβάζω με κριτικό βλέμμα τα κείμενά του. Στην ερώτηση: \"Αυτό γιατί είναι έτσι;\", έπαυσα να δίνω την στερεότυπη απάντηση: \"Επειδή το λέει ο Ρωμανίδης!\". Άρχισα πλέον να αναρωτιέμαι: \"Μα πραγματικά, είναι έτσι; Ας το ερευνήσουμε\". Έτσι ξέφυγα από τον ασφυκτικό κλοιό τού Ρωμανιδικού εντυπωσιασμού και προσπάθησα να σκέφτομαι με το δικό μου μυαλό και όχι με το δικό του.
Και φυσικά τότε είδα λάθη και πλάνες και αυθαιρεσίες που, όταν μου τις υπεδείκνυε κάποιος πριν, γινόμουν έξαλλος και τον απέριπτα με περιφρόνηση ως άγευστο νηπτικής, πατερικής, παραδοσιακής Ρωμαίικης θεολογίας.
Αυτή είναι η προϊστορία μου. Έτσι εξηγείστε και το γεγονός ότι τώρα μιλάω με τέτοιον τρόπο για τον Ρωμανίδη. Απλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας λαοπλάνος στο χώρο της θεολογίας, και αυτό δεν μπορώ να το αντέξω και να το αντιμετωπίσω ήρεμα.

Ο Ρωμανίδης υπήρξε πράγματι μέγας λαοπλάνος. Παρουσίασε σε σύγχρονη εκδοχή το θαύμα της Βυζαντινής (Ρωμαίικης) αυτοκρατορίας και συνήρπασε τις καρδιές των όντως Ρωμιών με την ιδέα που είναι αληθινή και που πάντα βρίσκει απήχηση στον τόπο μας, ότι δηλαδή εδώ και αιώνες εξυφαίνεται σχέδιο εξαφανισμού της Ρωμιοσύνης από τους δυτικούς. Όντως υπάρχει τέτοιο σχέδιο. Ο Ρωμανίδης όμως το σχηματοποίησε και το συστηματοποίησε παρεμβάλλοντας συνδετικούς κρίκους σε ασύνδετα γεγονότα, συμπληρώνοντας με τη φαντασία του τα κενά, παραβλέποντας και αποσιωπώντας τα αντίθετα στοιχεία και παρουσιάζοντας στο τέλος ένα σύνολο συναρπαστικότατο του τύπου «Κώδικας Ντα Βίντσι».

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ*π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοὺ Ὁμότιμου Καθηγητῆ Πὰν/μίου Ἀθηνῶν



1. Θὰ προσεγγίσουμε τὰ διαγραφόμενα στὸ δεδομένο πρὸς ἀνάπτυξη θέμα μεγέθη, μὲ σκοπὸ νὰ προσδιορισθεῖ ἡ μεταξύ τους σχέση. Παράδοση καὶ ἐθνικὴ ταυτότητα προϋποτίθεται, ὅτι λειτουργοῦν μὲ μιὰ ἀμοιβαιότητα, ὥστε ἡ ἀξιοποίηση τῆς πρώτης νὰ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀνάκτηση τῆς δεύτερης. Τὸ ζητούμενο, δηλαδή, εἶναι ἡ ἐθνική μας ταυτότητα, ὅπως διαμορφώθηκε διαχρονικὰ στὴν ἱστορικὴ σύζευξη ἑλληνικότητας καὶ χριστιανικότητας, ὡς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἕνωση αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀληθινὸ κοσμογονικὸ γεγονός, διότι γέννησε ἕνα κυριολεκτικὰ νέο κόσμο, ἕνα δηλαδὴ πρωτόγνωρο μέγεθος στὴν ἱστορία καὶ προϋποθέτει τὴν πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸ σῶμά Του, τὴν Ἐκκλησία, σὲ μιὰ θεανθρώπινη ἕνωση καὶ σχέση. Ἡ πρόσληψη αὐτὴ περιέλαβε φυσικὰ ὅλα τα στοιχεῖα τῆς ἑλληνικότητας, ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀνθρώπινη σάρκα στὴν θεανθρώπινη αὐτὴ ἕνωση. Διότι ὑπῆρχαν ἐκφράσεις τῆς ἑλληνικότητας, ποὺ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἐνέργημα τῆς θείας Χάρης, γιὰ νὰ προετοιμασθεῖ καὶ πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ ἕνωση, ἀλλὰ καὶ νὰ λειτουργήσει ὡς ζύμη στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση ὅλου του κόσμου.

Τὰ βασικότερα ἀπὸ τὰ συστατικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικότητος εἶναι ἡ θρησκευτικότητα ὡς θεοκεντρικότητα, ἡ συνεχὴς δηλαδὴ ἀναφορὰ στὸ θεῖο καὶ ἡ συνάρτηση μαζί του. Ὁ ἀνθρωπισμός, ὡς καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας, μὲ κορύφωση στὸ γεγονὸς τῆς πόλης. Ἡ συνεχὴς ζήτηση τῆς ἀλήθειας σ΄ὅλους τους χώρους τοῦ ἐπιστητοῦ. Ἡ συνείδηση τῶν ὁρίων τοῦ λόγου καὶ ἡ ὑπέρβαση κάθε ὑπερεκτίμησης τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, κάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν «ὕβριν». Ἡ κοινωνικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας, τὸ μοίρασμα δηλαδὴ τῶν ἀγαθῶν, ὡς βίωση τῆς ἀλήθειας, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἠρακλείτου: «καθ΄ ὅ,τι ἂν κοινωνήσωμεν ἀληθεύομεν». Εἶναι ἡ ἑλληνικὴ θεμελίωση τοῦ πνεύματος τοῦ κοινοτισμοῦ. Ἡ κατάφαση τῆς ἑτερότητας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Ἄλλου (ξενία) μὲ τὴν πρόσληψή του σὲ ἕνα ἑνιαῖο πολιτισμὸ ὡς ἰσότιμου ἑταίρου, κάτι ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο καὶ κορυφώθηκε  στὴν ρωμαίικη οἰκουμενικότητα.

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ*Ὁ Πατροκοσμᾶς δημιούργησε ἐπί Τουρκοκρατίας 200 Σχολεῖα π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ istorika




Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ συ­νέ­πε­σε μέ μιά κρι­σι­μό­τα­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ἐ­θνι­κῆς μας ἱ­στο­ρί­ας. Τό ἀ­πο­πνι­κτι­κό σκο­τά­δι τῆς τουρ­κι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας κρα­τοῦ­σε τό Γέ­νος στή φρι­κα­λε­ό­τη­τα μιᾶς ἀ­τέ­λει­ω­της νύ­κτας.

Τόν 18ο αἰ. ἄρ­χι­σε νά ἀ­πει­λεῖ­ται καί πά­λι ἡ ἐθνι­κή ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ὄ­χι ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λή αὐ­τή τή φο­ρά, ἀλλά ἀ­πό τή Δύ­ση. Συν­τε­λεῖ­ται ἡ συ­νάν­τη­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ μέ τόν δυ­τι­κό Δι­α­φω­τι­σμό. Πα­ρά τίς ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τες θε­τι­κές του πλευ­ρές ὁ Δι­α­φω­τι­σμός με­τα­κέ­νω­σε στήν ἐθνι­κή μας συ­νεί­δη­ση καί στοι­χεῖ­α κα­τα­λυ­τι­κά τῆς οὐ­σί­ας της, π.χ. τή θρη­σκευ­τι­κή ἀ­δι­α­φο­ρί­α ἤ μί­α ἀλ­λοι­ω­μέ­νη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ὁ­λό­τε­λα ξέ­νη πρός τήν οὐ­σί­α τῆς Πα­ρα­δό­σε­ώς μας.

Μέ­σα σ᾿ αὐ­τό τό κλίμα, σ᾿ αὐ­τό τό κοι­νω­νι­κό καί ἱ­στο­ρι­κό πλαί­σιο, το­πο­θε­τεῖ­ται ἡ δρά­ση τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ. Δι­α­λέ­γει ἕ­ναν Ἀ­πο­στο­λι­κό τρό­πο ἐρ­γα­σί­ας, τήν πε­ρι­ο­δεί­α. Πε­ρι­ο­δεύ­ει γιά εἴ­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια, ἀρ­δεύ­ον­τας ὅ­λη τή χώ­ρα μέ τά νά­μα­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λή­θειας. Οἱ πε­ρι­ο­δεῖ­ες του ἀ­πο­σκο­ποῦ­σαν βα­σι­κά στήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ λα­οῦ. Ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ἀ­πευ­θύ­νει τό κή­ρυγμά του σέ ὁ­λό­κλη­ρο τό Γέ­νος. Στρέ­φε­ται ὅ­μως βα­σι­κά στόν λαό, στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λα­ϊ­κή βά­ση. Εἶ­χε πι­στεύ­σει στίς λα­ϊ­κές δυ­νά­μεις, πού δι­α­τη­ροῦ­σαν μέ­σα τους τά ζώ­πυ­ρα τῆς Πα­ρα­δό­σε­ως. Πί­στευ­ε στή δυ­να­τό­τη­τα ἀ­φυ­πνί­σε­ώς του, ἐ­πα­να­φο­ρᾶς του στή φα­νέ­ρω­ση τῆς ρω­μαί­ι­κης συ­νει­δή­σε­ως, γιά νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἔ­τσι καί ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους. Δέν θά μπο­ροῦ­σε ὅ­μως ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς νά ἐ­πι­χει­ρή­σει κά­τι τέ­τοι­ο, ἄν δέν κου­βα­λοῦ­σε ὁ ἴ­διος ὁ­λό­κλη­ρο τόν λαό μέ­σα του.

Τό λα­ϊ­κό φρό­νη­μα τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ φαί­νε­ται στή γλώσ­σα καί στό ὕ­φος τῶν Δι­δα­χῶν του. Ἡ γλωσ­σι­κή καί ὑ­φο­λο­γι­κή ἁ­πλό­τη­τά του δέν ὀ­φεί­λον­ταν βέ­βαι­α στή δι­κή του ἀ­νε­παρ­κῆ παι­δεί­α. Ὁ ἴ­διος κα­τεῖ­χε ὑ­ψη­λή γιά τήν ἐ­πο­χή του μόρ­φω­ση.

Ἡ ἀ­πύθ­με­νη ἀ­γά­πη του γιά τόν λαό φαί­νε­ται στά πα­ρα­κά­τω λό­για: «Χρέ­ος ἔ­χουν ἐ­κεῖ­νοι, ὅ­που σπου­δά­ζουν, νά μήν τρέ­χουν εἰς ἀρ­χον­τι­κά καί αὐ­λάς με­γά­λων καί νά μα­ται­ώ­νω­σι (νά χα­ρα­μί­ζουν) τήν σπου­δή τους, διά νά ἀ­πο­κτή­σουν πλοῦ­τον καί ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λά νά δι­δά­σκω­σι μά­λι­στα τόν κοι­νόν λα­όν, ὅ­πως ζῶ­σι μέ πολ­λήν ἀ­παι­δευ­σί­αν καί βαρ­βα­ρό­τη­τα…».

Ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς θέ­λει νά γί­νει δεί­κτης στρο­φῆς ὅ­λων τῶν μορ­φω­μέ­νων πρός τόν λα­ό, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὀ­φεί­λου­με νά σπου­δά­ζου­με. Για­τί, ἄν ἡ σπου­δή δέν ἀ­πο­βλέ­πει στόν φω­τι­σμό τοῦ λα­οῦ, δέν εἶ­ναι «θεί­α», ἀλ­λά «ἐ­πί­γει­ος, ψυ­χι­κή, δι­α­μο­νώ­δης». (Ἰ­ακ. 3, 15). Ἡ «ἀ­γα­θή γῆ» (Λουκ. 8, 8) ὅ­μως πού δε­χό­ταν τόν σπο­ρό­λο­γό του ἦ­ταν οἱ καρ­δι­ές τοῦ λα­οῦ, πού δι­α­τη­ροῦ­σε ἀ­κό­μα κά­τι ἀ­πό τήν πρω­ταρ­χι­κή του ὡ­ραι­ό­τη­τα («τό ἀρ­χαῖ­ον κάλ­λος»). Μέ­σα σ᾿ αὐ­τόν τόν λαό ὅ­μως ἦ­σαν καί ἀρ­κε­τοί Τοῦρ­κοι, πού ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς δέν τούς ἀ­πέ­κλει­ε, για­τί τό γνή­σιο ρω­μαί­ι­κο–οἰ­κου­με­νι­κό του πνεῦ­μα ἀ­να­ζη­τοῦ­σε κά­θε ἄν­θρω­πο κα­λῆς θε­λή­σε­ως. Ποῦ στή­ρι­ξε ὅ­μως τήν ἑ­νο­ποι­η­τι­κή ἱε­ρα­πο­στο­λι­κή καί ἐ­θνα­πο­στο­λι­κή του μαρ­τυ­ρί­α;

Στή γνη­σι­ό­τη­τα τῆς πί­στε­ως. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Στόν αὐ­θεν­τι­κό δη­λα­δή καί ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νο τρό­πο σκέ­ψε­ως, πί­στε­ως, δρά­σε­ως. Ἀ­γω­νί­σθη­κε νά ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­σει τό ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα τοῦ λα­οῦ, τό φρό­νη­μα τῶν ἁγί­ων Πα­τέ­ρων του. Γι᾿ αὐ­τό ἔ­κα­νε ἀ­δι­ά­κο­πα ἔκ­κλη­ση στά Ὀρ­θό­δο­ξα βά­θη τῆς ἀ­δού­λω­της λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς.

π.Γεώργιος Μεταλληνός στην Έδεσσα (31/5/2009)

π. Γεώργιος Μεταλληνός: Ένας οικουμενικός διδάσκαλος και αγωνιστής της Ορθοδοξίας.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 20η Ιανουαρίου 2020
   Ένας ακόμη μεγάλος πνευματικός άνδρας πατερικών διαστάσεων, παγκόσμιας εμβέλειας και αναγνώρισης, έκλεισε το κεφάλαιο της επί γης ζωής του και αναχώρησε για την ουράνια πατρίδα. Ύστερα από μια πολύμηνη ταλαιπωρία, λόγω της κλονισμένης υγείας του, κοιμήθηκε ειρηνικά, γεμίζοντας με θλίψη εκατομμύρια Ορθοδόξων πιστών και απίστων, φίλων και εχθρών του, σε όλο τον κόσμο. Ο λόγος για τον αείμνηστο π. Γεώργιο Μεταλληνό, τον αληθινό πνευματικό πατέρα, τον ακαταίσχυντο υπηρέτη του ιερού θυσιαστηρίου, τον σεβαστό και σοφό πανεπιστημιακό δάσκαλο, τον νηφάλιο και ευγενή συζητητή, τον ταπεινό και αθόρυβο αγωνιστή, τον κοινωνικό εργάτη, τον ακραιφνή Ορθόδοξο θεολόγο, τον νοσταλγό της Ρωμιοσύνης, τον αμετακίνητο και θαρραλέο ομολογητή της Ορθοδοξίας και πολέμιο του Οικουμενισμού, τον πολυγραφότατο και ακούραστο ομιλητή.
   Ο μακαριστός π. Γεώργιος υπήρξε μια σπάνια χαρισματική προσωπικότητα. Συγκέντρωσε στο πρόσωπό του σπάνια φυσικά και επίκτητα προσόντα και χαρίσματα και τα διέθεσε όλα για τη δόξα της Εκκλησίας και τη διακονία του πιστού λαού του Θεού. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1940 όπου και ολοκλήρωσε τη φοίτηση του στις εγκύκλιες σπουδές, (1958). Από το 1964 έως το 1967 σπούδασε κλασική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου έλαβε τα πτυχία θεολογίας και Φιλολογίας. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, διορίστηκε επιστημονικός βοηθός στην έδρα της Πατρολογίας. Το 1969 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στην τότε Δυτική Γερμανία, στα πανεπιστήμια Βόννης και Κολωνίας, όπου και διέμεινε μέχρι το 1975. Ενδιάμεσα πραγματοποίησε σπουδές και αρχειακές έρευνες στην Αγγλία. Το 1971 εισήλθε στις τάξεις του κλήρου στη Γερμανία και έγινε διδάκτωρ της Θεολογίας, (Αθήνα) και της Φιλοσοφίας – Ιστορίας, (Κολωνία). Το 1984 εξελέγη καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διδάσκοντας «Ιστορία του Πνευματικού Βίου κατά την μεταβυζαντινή περίοδο», «Ιστορία και Θεολογία της Λατρείας» και «Βυζαντινή Ιστορία». Διετέλεσε Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής από το 2004 έως το 2007, οπότε και αφυπηρέτησε, όντας πλέον Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής. Την ποιμαντική του δραστηριότητα ανέπτυσσε στον πανεπιστημιακό Ναό του Αγίου Αντίπα στο χώρο της Οδοντιατρικής Σχολής. Το 2015 βραβεύτηκε με το Μακεδονικό Βραβείο για το συνολικό του έργο.
   Έγραψε πάνω από 60 βιβλία, κυρίως ιστορικού και θεολογικού περιεχομένου, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Μνημονεύουμε μερικά εξ’ αυτών, τα οποία έχουν μια ξεχωριστή θέση: α) Για την Ευρώπη μας με αγάπη, (Εκδόσεις Ακρίτας, 2003). β) Δοκίμια ορθόδοξης μαρτυρίας, (Εκδόσεις Άθως, 2002). γ) Πηγές εκκλησιαστικής ιστορίας, (Εκδόσεις Aρμός, 2001). δ) Εκκλησία και πολιτεία στην Ορθόδοξη παράδοση, (Εκδόσεις Aρμός, 2000). ε) Πολιτική και Θεολογία, (Εκδόσεις Tέρτιος, 2000). στ) Ελληνισμός και Ορθοδοξία, (Εκδόσεις Παρουσία, 1999). ζ) Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, (Εκδόσεις Aρμός, 1996). η) Παράδοση και αλλοτρίωση, (Εκδόσεις Δόμος, 1961). θ) Μαρτυρίες για θέματα πνευματικά και κοινωνικά, (Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, 2010). ι) Αγωνιστικά…, (Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, 2012). κ.α.
   Για την Ιερά Μητρόπολή Πειραιώς και ιδιαιτέρως για το Γραφείο Αιρέσεων της Μητροπόλεώς μας υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης, καθοδηγός, σύμβουλος και συναγωνιστής. Εμείς, ως Γραφείο επί των Αιρέσεων, είχαμε την ιδιαίτερη ευλογία και τιμή να τον γνωρίσουμε από κοντά σε προσωπικό επίπεδο επί σειρά ετών και να αντλήσουμε πολλά από την πολύτιμη σοφία και εμπειρία του. Γι’ αυτό και τον θεωρούσαμε ως διδάσκαλο, καθοδηγητή και πολύτιμο σύμβουλό μας σε κρίσιμες αποφάσεις και ενέργειές μας, αλλά και σε σοβαρά θεολογικά κείμενά μας κατά των πλανών και των αιρέσεων. Είχαμε την τιμή και την ευλογία να είμαστε συνεργάτες και συναγωνιστές του στην αγωνιστική «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών» για πολλά χρόνια, (από το 2000 και εντεύθεν) και στη συνέχεια στην επίσης αγωνιστική «Σύναξη για την Ορθοδοξία», η οποία συστήθηκε με δική του σύλληψη και προτροπή, για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις για την Εκκλησία και το έθνος μας και να χαραχτεί αντιοικουμενιστική γραμμή αγώνος, ενάντια στην πνευματική πανώλη του Οικουμενισμού, η οποία μάχεται την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας μας.
    Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις υπέροχες στιγμές που ζήσαμε μαζί του στα πολλά ταξίδια μας στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου, όπου γινόταν οι συνεδριάσεις των μελών της «Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών», στις οποίες η γνώμη του και οι κρίσεις του επί φλεγόντων εκκλησιαστικών ζητημάτων και γεγονότων είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα. Στα πολύωρα ταξίδια μας από την Αθήνα μέχρι το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος και αντίστροφα είχαμε την ευκαιρία να μαθητεύσουμε και να συζητήσουμε μαζί του, γύρω από την βαθύτερη σημασία των εκκλησιαστικών γεγονότων και να εκτιμήσουμε την γνώση, την εμπειρία, αλλά και το ταπεινό του φρόνημα. Ενδεικτικά μνημονεύουμε κάποια φράση του σε μια από τις εν λόγω συζητήσεις μας, που δείχνουν ακριβώς το ταπεινό του φρόνημα: «Όλα μαζί τα πτυχία, οι διδακτορικές μου διατριβές, οι επιστημονικές μου έρευνες, οι μελέτες μου και συγγραφές μου δεν αξίζουν τίποτε, αν συγκριθούν με μια ακτίνα Χάριτος». Με πολλή καύχηση μας ομιλούσε για τον αείμνηστο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ π. Ιωάννη Ρωμανίδη, τον οποίο γνώρισε για πρώτη φορά από το κείμενά του, όταν ακόμη σπούδαζε στην Κολωνία της Δυτικής Γερμανίας. Πολλές φορές μας τόνιζε την ιδιαίτερη αξία που είχε γι’ αυτόν η Δογματική του αείμνηστου καθηγητή. Μας έλεγε χαρακτηριστικά: «Όταν διάβασα την Δογματική του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, πέταξα αμέσως όλες τις άλλες Δογματικές, που είχα διαβάσει μέχρι τότε». Και μας εξηγούσε στη συνέχεια, γιατί η Δογματική του π. Ιωάννη είναι μια γνήσια Ορθόδοξη Δογματική, ασυγκρίτως ανώτερη από κάθε άλλη. Όταν τον ρωτούσαμε γύρω από τις πολιτικές παραμέτρους των εκκλησιαστικών πραγμάτων, μας τόνιζε, και μάλιστα με έμφαση, τον καθοριστικό ρόλο των πολιτικών στη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών εξελίξεων με συγκεκριμένα παραδείγματα από την πολυχρόνια πείρα του. Με πολλή θλίψη συνεχώς επεσήμαινε την μεγίστη επιρροή που ασκούσε η υπερατλαντική δύναμη στις αποφάσεις και στις ενέργειες των ελλήνων πολιτικών, έτσι ώστε να χαρακτηρίζει την Ελλάδα, από της εθνικής παλιγγενεσίας και εντεύθεν, ως «προτεκτοράτο των αμερικανών». Όταν τον ρωτούσαμε γύρω από την πάλη μεταξύ των δύο πρώτων μεγάλων κομμάτων, (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ή ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), μας απαντούσε ότι και τα δύο αποτελούν «τις δύο όψεις του αυτού νομίσματος». Και τα δύο υπηρετούν τους ίδιους στόχους της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξεως Πραγμάτων.
   Όταν στρέφαμε τη συζήτηση γύρω από την παναίρεση του Οικουμενισμού και τον ρωτούσαμε, εάν βλέπει να υπάρχει ελπίδα συνοδικής καταδίκης του, με πολλή πάλι θλίψη μας έλεγε: «Ρε παιδιά, εκείνο που πρέπει να καταλάβουμε κατ’ αρχήν είναι, ότι δεν λειτουργεί το Συνοδικό Σύστημα». Και φυσικά ως «λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος», δεν εννοούσε την εκλογή αρχιερέων, ή την ρύθμιση δευτερευούσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων, αλλά την αδράνεια του Σνοδικού Συστήματος γύρω από τα κυριότερα και σπουδαιότερα ζητήματα, όπως είναι τα ζητήματα πίστεως και αιρέσεων, έτσι ακριβώς όπως λειτουργούσε κατά την εποχή της ένδοξης Ρωμανίας. Επίσης αναφερόμενος στον Οικουμενισμό τόνιζε: «Δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε την ροή των εκκλησιαστικών πραγμάτων», εννοώντας προφανώς ότι δεν μπορούμε να αναχαιτίσουμε την λαίλαπα του Οικουμενισμού, που στο πέρασμά της σαρώνει τα πάντα. Ωστόσο δεν παρέλειπε πάντα να προσθέτει ότι εμείς θα κάνουμε ό,τι εξαρτάται από μας και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε στην πρόνοια του Θεού.
    Δεν θα ξεχάσουμε επίσης τις συνεδριάσεις των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της «Συνάξεως για την Ορθοδοξία», στο ευλογημένο σπίτι του, στις οποίες σαν αληθινός πνευματικός στρατηγός και χάρις στην πλούσια εμπειρία και γνώση που διέθετε, χάραζε την γραμμή πλεύσεως και τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει η «Σύναξη» σε κάθε σπουδαίο εκκλησιαστικό ζήτημα. Δεν θα ξεχάσουμε την άοκνη και πολύτιμη συμβολή του σε Ημερίδες και Συνέδρια της «Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών», αλλά και της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, είτε ως εισηγητού, είτε ως συνδιοργανωτού, είτε ως συντονιστού των Ημερίδων και Συνεδρίων. Θα τον θυμούμαστε για πάντα με ευγνωμοσύνη.
    Ο μακαριστός π. Γεώργιος βίωνε με ακρίβεια την Ορθοδοξία και διακήρυττε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, ότι αυτή και μόνον αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Πίστευε και διακήρυττε ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου», (Εφ.1,23). Ως εκ τούτου δεν έχει ανάγκη ο άνθρωπος να καταφύγει στον «κόσμο» και το χειρότερο στον «άρχοντα του κόσμου τούτου» (Ιωάν.16,11), στα επίγεια όργανά του, για να βρει κάτι που νομίζει ότι λείπει από το Χριστό και την Εκκλησία. Δεν έβλεπε έξω από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία άλλες «Εκκλησίες», όπως διδάσκει ο σύγχρονος Οικουμενισμός και όπως συνοδικά θεσμοθετήθηκε στη «Σύνοδο» της Κρήτης. Ό,τι αυτοονομάζεται ως «Εκκλησία» εκτός της Εκκλησίας, είναι σχίσμα και αίρεση και γι’ αυτό υπήρξε σφοδρός πολέμιος των αιρέσεων. Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου κατέχει η ομολογία του στην μοναδικότητα της Ορθοδοξίας και στην στηλίτευση των αιρέσεων. Ως μεγάλος ιστορικός, (αυτή ήταν η ειδίκευσή του και το επιστημονικό του αντικείμενο ως καθηγητού Πανεπιστημίου), είχε εμβριθή γνώση των αιρέσεων και ιδιαίτερα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Μάλιστα αυτή η γνώση του συμπληρώθηκε και από την πολυχρόνια παραμονή του στην Ευρώπη, όπου έζησε εκ του σύνεγγυς τα δύο αυτά αιρετικά ρεύματα του παραφθαρμένου Δυτικού Χριστιανισμού.
   Δίδασκε ότι ο Παπισμός και η πολυδιάσπασή του, ο Προτεσταντισμός, δεν είναι τίποτε άλλο από την διαιώνιση του βαρβαρικού Φραγκισμού, ο οποίος κατέλαβε την Δυτική Εκκλησία και την έκαμε υποχείριο των κοσμικών του στόχων. Τόνιζε συνεχώς τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της Σχολαστικής Θεολογίας της Δύσεως σε σχέση με την Εμπειρική Θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολής, η οποία θέτει ως βασικό κριτήριο αξιολογήσεως κάθε εκκλησιαστικής διδασκαλίας το τρίπτυχο: Κάθαρσις- φωτισμός- θέωσις. Γι’ αυτό και θεωρούσε τον Παπισμό ως την χειρότερη αίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας και την μήτρα των συγχρόνων πλανών, αλλά και την αιτία της κακοδαιμονίας του σύγχρονου κόσμου.
    Στην περί Ρωμιοσύνης διδασκαλία του θεωρούσε, πως η μόνη δυνατή και επωφελής ενότητα της πολιτείας και της κοινωνίας βρίσκεται μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Στο βιβλίο του «Παρεμβάσεις- Ιστορικές και θεολογικές», (Αθήνα 1998, σελ.27-37), γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Όσο και αν κατά τον κριτικότατο αείμνηστο διδάσκαλό μου καθηγητή Νικόλαο Τωμαδάκη, ο όρος ‘Ρωμιοσύνη’ είναι ‘νεόπλασμα’, εν τούτοις εκφράζει κατά τον αυθεντικότερο και ιστορικά δικαιωμένο τρόπο το φρόνημα των Ορθοδόξων πολιτών της Νέας Ρώμης- Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και όλους τους λαούς της γης ή μεμονομένα άτομα που έζησαν και ζουν ιστορικά με το φρόνημ αυτό. Ο όρος έχει άμεση σχέση με τα ιστορικά ονόματά μας, Ρωμανία και Ρωμαίος, (Ρωμιός), που συνδέονται αδιαίρετα με το ιστορικό μέγεθος που εγκαθιδρύθηκε στην ιστορία στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. με τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και όλης της Ευρώπης, της Κωνσταντινουπόλεως- Νέας Ρώμης». Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο, μια βασική και ουσιώδης διαφορά μεταξύ της Ρωμιοσύνης και της αντίθετης μ’ αυτήν Φραγκοσύνης είναι, ότι στη Ρωμιοσύνη κέντρο πάντων είναι ο Θεάνθρωπος ενώ στη Φραγκοσύνη ο άνθρωπος. Μια άλλη ουσιώδης διαφορά είναι ότι στη Φραγκοσύνη κυριαρχεί η νοησιαρχία, (Σχολαστικισμός), ενώ στη Ρωμιοσυνη η βιωματική εμπειρία της άκτιστης θείας Χάριτος. Οι Ρωμιοί ομιλούν «με» τον Θεό και «με» τους άγιους, ενώ οι Φράγκοι ομιλούν «για» τον Θεό και «για» τους αγίους. Μόνον οι Ρωμιοί μπορούν να καταλάβουν τη γιγαντιαία διαφορά της βιωματικής έννοιας μεταξύ του ομιλείν «με» και του ομιλείν «για» τον Θεό και τους αγίους.
   Πίστευε ακόμη πως όλες οι λειτουργίες του ανθρωπίνου βίου, πνευματικές, μορφωτικές, κοινωνικές, πολιτικές, πρέπει να είναι, όχι απλά εμποτισμένες από την αλήθεια της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά να είναι εντεταγμένες στην εκκλησιαστική ζωή. Έλεγε χαρακτηριστικά πως στην ρωμαίικη, δηλαδή, την ελληνορθόδοξη Παράδοση, ο ναός, το σχολείο και το κοινοτικό γραφείο αποτελούν τα συστατικά της και δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Γι’ αυτό και ανάλωσε τη ζωή του σε αγώνες που είχαν στόχο τον ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής και πολιτείας. Από τα φοιτητικά του χρόνια πρωτοστάτησε στους περίφημους φοιτητικούς αγώνες στη δεκαετία του 1965. Αλλά και αργότερα συνέχισε τους αγώνες του για την πνευματική, την μορφωτική και κοινωνική ενότητα. Έδινε πάντοτε το παρόν σε προσπάθειες που είχαν αυτόν τον στόχο.
   Ο μακαριστός π. Γεώργιος σέβονταν απεριόριστα τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, τους οποίους θεωρούσε ως τους διδασκάλους της Εκκλησίας, ως τα στόματα του Αγίου Πνεύματος. Είχε μια απέραντη γνώση των Πατέρων, γι’ αυτό και σε κάθε ομιλία του, ή κείμενό του φρόντιζε να έχει πατερική κατοχύρωση. Είχε ακόμη και το χάρισμα του λόγου. Το μειλίχιο ύφος του, η ευγένειά του, η πραότητά του αφόπλιζε και τον πιο κακόπιστο συζητητή του. Συχνά σε δημόσιες συζητήσεις από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου, επέβαλε ήρεμο και πολιτισμένο κλίμα. Τις ύβρεις, τις επιθέσεις και την συχνά απαξιωτική στάση των αντιπάλων του μετέβαλε σε φιλική συζήτηση, περνώντας το μήνυμα, σε όσους τον έβλεπαν και τον άκουγαν, ότι η αλήθεια δεν επιβάλλεται μέσα από εχθρικές αντιπαραθέσεις. Γι’ αυτό και έχαιρε εκτιμήσεως ακόμη και από σφοδρούς ιδεολογικούς του αντιπάλους. Κατόρθωσε δε να μεταστρέψει πολλούς φανατικούς και ορκισμένους χριστιανομάχους στην Εκκλησία, ή τουλάχιστον τους έκαμε να πάψουν να μάχονται την Εκκλησία, όπως ο γνωστός Β. Ραφαηλίδης.
   Όμως η ζωή του δεν υπήρξε χωρίς πίκρες και διώξεις. Επειδή δεν υπήρξε ποτέ συμβιβασμένος με το πολυποίκιλο εκκλησιαστικό κατεστημένο, υπέστη διώξεις και ταπεινώσεις. Εδώ αναφέρουμε τον παραγκωνισμό του από όλα τα εκκλησιαστικά τιμητικά αξιώματα μετά το έτος 2001, επειδή είχε εναντιωθεί και είχε αγωνιστεί σθεναρά κατά της επίσκεψης του τότε «Πάπα» στην Αθήνα. Δυστυχώς ο εμφανής και επιδεικτικός παραγκωνισμός του συνεχίστηκε μέχρι και την κοίμησή του. Ο ίδιος, έχοντας ταπεινό φρόνημα, ουδέποτε ένοιωσε ταπεινωμένος από τέτοιες συμπεριφορές, αλλά και ούτε συμβιβαστικός προδίδοντας το ομολογητικό του φρόνημα.
   Κλείνοντας το σύντομο αυτό «μνημόσυνό» μας για τον αείμνηστο και πολυσέβαστο διδάσκαλό μας, π. Γεώργιο, θα θέλαμε να εκφράσουμε την κατ’ άνθρωπο οδύνη μας, διότι με την αναχώρηση του από την πρόσκαιρη αυτή ζωή άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην Εκκλησία, στη Θεολογία και στον αγωνιζόμενο κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού πιστό λαό του Θεού. Παρακαλούμε τον Κύριο να κατατάξει την αγιασμένη ψυχή του «ένθα οι άγιοι αναπαύονται». Ζητούμε από εκείνον, να πρεσβεύει στο Θεό για όλους εμάς, που τον γνωρίσαμε προσωπικά, αλλά και για όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Τέλος προσευχόμαστε να αναδείξει ο Κύριος έναν νέο «π. Γεώργιο Μεταλληνό», στους σύγχρονους δύστηνους εσχατολογικούς και αποκαλυπτικούς καιρούς μας, ως στήριγμα και οδηγό μας στην επίγεια ζωή μας και αρωγό στον μικρό μας ομολογητικό αγώνα!
Ας είναι αιωνία η μνήμη του!

π. Γεώργιος Μεταλληνός: Ό,τι έζησαν οι άλλοι Ορθόδοξοι στη σοβιετική περίοδο, κινδυνεύουμε να ζήσουμε οι Έλληνες Ορθόδοξοι στην Ενωμένη Ευρώπη και τη Νέα Τάξη

Είναι κοινή διαπίστωση, ότι οι Διάλογοι, διαχριστιανικοί και διαθρησκειακοί, γίνονται στις ημέρες μας όλο και πιο συχνοί. Και το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει και εντατικοποιεί την παλαιά σχετική τακτική του, το συναγωνίζεται όμως και η Εκκλησία της Ελλάδος, ρίχνοντας το βάρος κυρίως προς δύο κατευθύνσεις: τις επαφές με το Βατικανό και τον Παπισμό αφ’ ενός, αλλά και τις διαθρησκειακές συναντήσεις αφ’ετέρου. Και το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολουθεί την χαραγμένη από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα (†1972) πορεία, χωρίς δυνατότητα πλέον αυτοκριτικής και αυτοελέγχου, η δε Εκκλησία της Ελλάδος, στις διοικητικές δομές της και παρά τις συνεχείς αντιδράσεις της πλειονοψηφίας του Κλήρου και του ευσεβούς Λαού, τείνει να υπερβή το Πατριαρχικό Κέντρο σε πρωτοβουλίες, με ρυθμούς συνεχώς επιταχυνομένους, που δίκαια προβληματίζουν, διότι αθετούν σκανδαλωδώς την γνωστή από το παρελθόν τακτική της συνετής αυτοσυγκρατήσεως, που εφήρμοζαν οι Αρχιεπίσκοποί μας, από τον Χρυσόστομο Β´ (†1968) μέχρι και τον Σεραφείμ (†1998). Και το ερώτημα είναι αμείλικτο: Διατί; 1. Στις οικουμενικές σχέσεις ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ενεκαινίασε μία πορεία, συνεχώς επιταχυνομένη, που είναι πια αδύνατο να αναθεωρήσουν και αναχαιτίσουν οι διάδοχοί του, σ’ αυτή δε την «παγίδα» έχει εμπλακεί και η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία με την σημερινή της Ηγεσία, παρά τον φαινομενικό ανταγωνισμό με την κορυφή του Φαναρίου, εφαρμόζει την ίδια με εκείνο οικουμενι(στι)κή και διαθρησκειακή πολιτική. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συνέδραμε χωρίς αναστολές την προώθηση των στόχων της Β´ Βατικανής Συνόδου (1962-1965), που δεν ήταν άλλοι από την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Παπισμό, υπό το πρόσχημα της ενώσεως. Η ενεργοποιημένη από την Συνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) αρχή της Ουνίας έγινε ανομολόγητα δεκτή και από την ελληνόφωνη Ορθοδοξία, με την ψευδαίσθηση, ότι διεξάγεται διάλογος «επί ίσοις όροις», με σκοπό την «εν αληθεία» ένωση, ενώ στην ουσία καταλήξαμε στην ουνιτική αναγνώριση του Παπισμού, της μεγαλύτερης και ριζικότερης «αλλοτριώσεως του ίδιου του πυρήνα της εκκλησιαστικής αληθείας» με την παραγωγή «ενός διαφορετικού χριστιανισμού στους αντίποδες του ευαγγελικού τρόπου ζωής και σωτηρίας του ανθρώπου» (Χρ. Γιανναράς). Από τον πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον πάπα Παύλο ΣΤ´, Ιεροσόλυμα 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β´, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας. Από τον «Διάλογο της αγάπης», εφεύρημα παραπλανητικό της Β´ Βατικανής Συνόδου, και του οποίου ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής υπήρξε ο Αθηναγόρας, προχωρήσαμε βεβιασμένα στον Θεολογικό Διάλογο, χωρίς όμως να εκπληρωθή ο βασικός όρος της Ορθοδοξίας, η άρση δηλαδή του παπικού πρωτείου και αλαθήτου, δεδομένου ότι ο παπικός θεσμός συνιστά την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χριστού και το σημαντικότερο εμπόδιο στην «εν αληθεία» συνάντηση Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας. Η εφαρμοζομένη όμως «πολιτική» της παραπλανήσεως και παγιδεύσεως επιβεβαιώνεται και από την απόφαση κατά τον Θεολογικό Διάλογο να μη συζητηθούν τα «διαιρούντα» (μόνιμη και απαράβατη αρχή των Οικουμενικών Συνόδων), αλλά τα «ενούντα», για την δημιουργία ψευδαισθήσεως ενότητος και ταυτίσεως, με την προώθηση της ουνιτικής τακτικής. Έτσι εξηγείται η επιμονή του Βατικανού να σώση με κάθε τρόπο τον θεσμό της Ουνίας, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» (κορύφωση η συνάντηση του Balamand το 1993 και το αχαρακτήριστο κείμενο περί Ουνίας, που συνυπέγραψαν εννέα ορθόδοξες Εκκλησίες, με πρώτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Όταν ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης διεμαρτυρήθη για όλα αυτά και κυρίως για την αποδοχή της μεθόδου της Ουνίας, επιτιμήθηκε με γράμματα γεμάτα οργή (σώζονται…) και απειλήθηκε έμμεσα με καθαίρεση. (Ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβασθή με αυτή την στάση, που τον οδήγησε ταχύτερα στον θάνατο).
2. Μιλήσαμε όμως παραπάνω για αποφασισμένη και ακολουθουμένη «γραμμή» και για να μη μένη καμμία αμφιβολία, θα παρουσιάσουμε ένα «ντοκουμέντο» αδιάψευστο, που αποκαλύπτει τις βάσεις αυτής της πορείας, όπως ετέθησαν από τον πατριάρχη Αθηναγόρα. Τον Αύγουστο του 1971 μία ομάδα Ελλήνων Κληρικών (είκοσι εξ Αμερικής και δέκα εκ Δυτικής Γερμανίας), μαζί με τις συζύγους και άλλα πρόσωπα, επισκέφθηκαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η προσφώνηση του Αθηναγόρου μαγνητοφωνήθηκε από πολλούς και σώζονται και σήμερα οι μαγνητοταινίες. Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο έχει δημοσιευθή στην εφημερίδα « Ορθόδοξος Τύπος» της 13.7.1979. Αναζητώντας την ερμηνεία των σημερινών φαινομένων και εξελίξεων, θυμήθηκα το κείμενο εκείνο, που είχε σαφώς προγραμματικό χαρακτήρα. Δεν εκφράζει μόνο τον ιδεολογικό κόσμο του πρ. Πατριάρχου και το πνευματικό υπόβαθρο των οικουμενιστικών ενεργειών του, αλλά και τις υποθήκες, που «ευκαίρως-ακαίρως», άφηνε στους περί αυτόν, που αποδεικνύονται προγραμματικές και αμετάθετες.
 
Η προσλαλιά του Αθηναγόρου
 
«… Εδώ την 15ην Ιουλίου του 1054 ένας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθηκεν εις την αγίαν Τράπεζαν της Αγιάς Σοφιάς, που θα επισκεφθήτε αύριον, ένα λίβελλο, κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Και ο Κηρουλάριος απήντησε, δεν ηξεύρω καλά αν έκαμε να απαντήση η όχι, αλλ’ εν πάση περιπτώσει απήντησε. Και αυτοί οι δυο λίβελλοι, αυτά τα δυο γράμματα, ωνομάσθησαν σχίσμα. Σχίσμα ουδέποτε εκηρύχθη, μήτε από την Ρώμην, ούτε από την Ανατολήν, αλλά το εζήσαμεν 900 χρόνια. Με πολλάς συνεπείας, με πολλάς καταστροφάς. Το εζήσαμεν 900 χρόνια! Χωρίς να έχης αδελφόν να του λες πόσο τον αγαπάς! Και ξαφνικά μίαν ημέραν του Δεκεμβρίου του 1963, ανέγνωσα εις τον Τύπον, ότι ο πάπας απεφάσισε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, και χοροστατών εις μίαν Εκκλησίαν εδώ γειτονικήν, ανεκοίνωσα, ότι θα ζητήσω να τον συναντήσω. Ήλθα εδώ (και) εξέδωκα ανακοινωθέν δια του Associated Press να συναντηθώμεν. Ο σταθμός του Βατικανού απήντησε, και την 5ην Ιανουαρίου του 1964 συνηντήθημεν εις τα Ιεροσόλυμα, την 9ην της νυκτός, εις την κατοικίαν του Πάπα. Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια – Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δυο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δυο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα! Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν. Και έπειτα εκαλέσαμεν τας συνοδείας ημών, ανεγνώσαμεν ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιον, και είπαμεν το «Πάτερ ημών» και προσεφώνησα εγώ πρώτος. Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς, και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κυριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Παπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Αγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Αγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος. Το ’65 εσηκώσαμεν το Σχίσμα, εις την Ρωμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ. Και τον Ιούλιον του ’67 ήλθεν ο Πάπας εδώ. Ευκολώτερον να μετεκινείτο ένα βουνό από την Ιταλίαν, λ.χ. τα Απέννινα, και να έλθουν εδώ, παρά να έλθη ο Πάπας εδώ. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν. Ήλθον και άλλοτε Πάπαι, αλλά αιχμάλωτοι. Εγένοντο τελεταί εις τον πατριαρχικόν ναόν, τον υπεδέχθην επάνω εις το Γραφείον μου, το οποίον θα το δήτε, και εκεί είχαμεν άλλην ομιλίαν και συνεφωνήσαμεν να συναντηθώμεν μίαν ημέραν εκεί, όθεν εξέβημεν.
» Εως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το φιλιόκβε. Η προσθήκη εις το ‘Πιστεύω’ έγινε τον 6ον αι. και το εδέχθημεν, επί 6 αιώνας. Και τόσας άλλας διαφοράς. Αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τωρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 54, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον; Υπάρχουν δυο δρόμοι: Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον – δεν έχω, να με συγχωρήσετε οι θεολόγοι, είσθε κάμποσοι θεολόγοι εδώ μέσα – δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος. Εγώ έζησα επτά πολέμους. Και είδα πολλάς καταστροφάς, πολύ αίμα, να χυθή. Και όλοι οι πόλεμοι είναι εμφύλιοι, αδελφικοί… Και η έλευσίς σας ενταύθα μου ενισχύει αυτήν την πίστιν, ότι η μεγάλη ημέρα και επιφανής του Κυρίου, η συνάντησις εις το ίδιον άγιον Ποτήριον θα έλθη…».
3. Αν θέλαμε να αναλύσουμε λεπτομερώς το κείμενο αυτό, θα χρειαζόταν πολύς χώρος. Θα μείνουμε γι’ αυτό σε κάποιες βασικές επισημάνσεις. Η ερμηνεία του σχίσματος του 1054 δεν αντέχει ασφαλώς σε σοβαρά κριτική και δείχνει άγνοια η παραποίηση της ιστορίας. Αλλωστε, ο μακαριστός Πατριάρχης, όπως φαίνεται και στο κείμενο, δεν… συμπαθούσε πολύ τους θεολόγους, τα δε δόγματα, όπως συχνά διεκήρυσσε, μπορούσαν να τεθούν στο «θησαυροφυλάκιο» η και το «μουσείο». Αφήνω τον αχαρακτήριστο συναισθηματισμό του κειμένου στα αναφερόμενα στην συνάντηση με τον Παπα. Διερωτώμαι, μάλιστα, γιατί οι περί τον Αθηναγόρα κύκλοι καταδικάζουν ενίοτε τον οργανωσιακό ευσεβισμό… Από τα λόγια του Πατριάρχου γίνεται καταφανές, ότι υπήρξαν «συμφωνίες», για την κοινή περαιτέρω πορεία Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης. Οι συναισθηματισμοί, άλλωστε, αρκούσαν, για να καλύψουν τις πρώτες στιγμές της συναντήσεως. Ας μην αναπτύξη κανείς, επίσης, τα περί της προσθήκης στο Σύμβολο (φιλιόκβε). Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο, που και προ της ενάρξεώς του ο θεολογικός διάλογος η διάλογος της πίστεως, υποτάσσεται από τον Πατριάρχη στον διάλογο της αγάπης, των καλών δηλαδή σχέσεων και των συναισθηματισμών. Σ’ αυτή την μορφή «διαλόγου» ο Πατριάρχης θεμελιώνει και το «κοινόν Ποτήριον», την μυστηριακή διακοινωνία, η οποία κατά την ομολογία του είχε γίνει πια κατάσταση το 1971. Διερωτώμεθα, συνεπώς, γιατί εκπλησσόμεθα για την μετάδοση των Αχράντων Μυστηρίων σε Παπικούς στη Ραβέννα πρόσφατα η σε ναούς των Αθηνών, όπως απεκάλυψαν τα γράμματα, που δημοσίευσε πρόσφατα η εφημερίδα « Ορθόδοξος Τύπος». Λέγεται, βέβαια, ότι στην Ραβέννα έγινε στους παρόντες Ρωμαιοκαθολικούς σχετική υπόμνηση. Το ερώτημα είναι, γιατί οι ανάλογες υπομνήσεις ημών των ταπεινών Ιερέων «έπιαναν» στην Γερμανία, ενώ στην Ραβέννα δεν είχαν αποτελεσματικότητα! Άλλος όμως είναι ο λόγος. Μετά την συμφωνία του Balamand (1993), όλοι πιστεύουν στην Δύση ότι η ένωση είναι γεγονός και συνεπώς η μυστηριακή διακοινωνία (Interkommunio) απόλυτα φυσική.
Εξ άλλου, ο Παναγιώτατος, κατά τα δημοσιευθέντα στον Τύπο (βλ. εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 16.6.02), συνέδεσε τη χριστιανική ενότητα με την πρόοδο της Ευρωπαϊκής ενότητος: «Η συνύπαρξη μέσα στον ίδιο τον πολιτικό-οικονομικό χώρο -είπε- ευρωπαϊκών λαών, που ανήκουν και στις δυο Εκκλησίες, θα συντελέση ασφαλώς στη μεγαλύτερη προσέγγισή τους και θα βοηθήση στην αποκατάσταση της ενότητας, που υπήρχε πριν από το Σχίσμα». Τόσο απλά! Οι κοσμικοί παράγοντες επιστρατεύονται, για να εξαφανίσουν τις εσωτερικές, καθαρά εκκλησιαστικές, προϋποθέσεις.
4. Το πνεύμα και η «γραμμή» του Αθηναγόρου έχει εγκλωβίσει τους πάντες, που, και να το θέλουν τώρα, δεν τολμούν να την παρακάμψουν η να την τροποποιήσουν έστω, λόγω της εν τω μεταξύ προχωρημένης αμβλύνσεως των κριτηρίων μας και της σύμφωνα με τα πολιτικά πρότυπα σχετικοποιήσεως και ιδεολογικοποιήσεως της Πίστεως, που έχει καταντήσει (από μας) σύνολο θεωρητικών αληθειών επιδεχομένων συμβιβασμούς και όχι ως η οριοθέτηση του γεγονότος της εν Χριστώ υπάρξεως. Από την μικρή έστω εμπειρία, που έχουμε στους διαχριστιανικούς διαλόγους, γνωρίζουμε την εφαρμοζομένη από τους Ετεροδόξους μέθοδο ήδη επί δεκαετίες: Καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων και κλίματος (κοσμικής) φιλίας μεταξύ των θεολόγων, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, αλλά και η παροχή οικονομικών ενισχύσεων (αρκετοί μητροπολίτες μας θεωρούν καύχηση να αναγράφουν στα Ιδρύματά τους την ευγνωμοσύνη τους προς το Π.Σ.Ε. η το Βατικανό, για την προσφερθείσα οικονομική βοήθεια) για την άμβλυνση και αποδυνάμωση κάθε διαθέσεως μαρτυρίας και ομολογίας. Αυτό γίνεται δεκαετίες τώρα. Πλήρης η κατίσχυση των κοσμικών και πολιτικών πρακτικών.
Στο πνεύμα αυτό κινείται και η Ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, χρησιμοποιείται δε και εδώ η ίδια πρόφαση: Διάλογο κάνουμε, ισχυρίζονται, δεν αλλάζουμε την πίστη μας! Και ναι μεν ο διάλογος ως «αγαπητική έξοδος» προς τον άλλο (όπως λέγουν στη γλώσσα τους οι οικουμενισταί) είναι ευλογημένος. Εδώ όμως από ετών ο διάλογος νοείται ως «αμοιβαία αναγνώριση» και όχι συνάντηση στην Αλήθεια, τον ένα Χριστό δηλαδή, όπως παραδίδεται στον λόγο και την πολιτεία των Αγίων μας. Αυτό όμως συνιστά «ουνιτισμόν». Η ουνιτίζουσα δε αυτή στάση είναι διευκολυντική στις συμπεριφορές μας, διότι η παραδοχή του μη Χριστιανισμού ως Χριστιανισμού (και του Παπισμού λ.χ. ως Εκκλησίας) γίνεται με το πρόσχημα και την ψευδαίσθηση, εκ μέρους μας, της συνεχείας της παραδόσεώς μας, αφού τυπικά και εξωτερικά δεν αρνούμεθα την πίστη και παράδοσή μας. Το πρόβλημα όμως είναι, αν με την αναγνώριση της χριστιανικότητος και ορθοδοξίας της οποιασδήποτε πλάνης σώζεται και η δική μας Αλήθεια. «Τις κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β´ Κορ. 6, 14).
Προβάλλεται μάλιστα ως δικαιολογία γι’ αυτή την συμπεριφορά (μας) η αγωνία, για την διάσωση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη, αφού η αντιχριστιανική πολιτική των ισχυόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνει επικίνδυνα και απειλητικά, στο δε σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό Σύνταγμα ουδεμία αναφορά γίνεται στην χριστιανική κληρονομία του ευρωπαϊκού χώρου. Και ως εδώ το πράγμα έχει καλώς. Το ερώτημα όμως είναι: συμμαχούντες με τον Παπισμό και στηρίζοντάς τον ως Εκκλησία, ποιο Χριστιανισμό σώζουμε; Θυσιάζουμε την Ορθοδοξία, για να σώσουμε τον Παπισμό; Μη γένοιτο! Τι να τον κάμη αυτόν τον «Χριστιανισμό» η Ευρώπη; Όλη η ιστορική (ιδεολογική, κοινωνική και πολιτική) κακοδαιμονία της Ευρώπης (και όχι μόνο!) δεν ριζώνει στην διαστροφή, που υπέστη ο Χριστιανισμός, με την ανάπτυξη και εδραίωση του παπικού οικοδομήματος; Αν δεν «πεθάνη» ο Παπισμός, με την εν Χριστώ μετάνοιά του και την επιστροφή του στην Εκκλησία του Χριστού, αν δεν γίνη δηλαδή ο Παπισμός Εκκλησία, θα προσφέρη νοθευμένο Χριστιανισμό στην Ευρώπη και στον κόσμο. Αντί να κηρύσσουμε στην πνευματικά ημιθανή Ευρώπη την Ορθοδοξία των Πατέρων μας, καταντούμε θλιβερά δεκανίκια του Παπισμού και του Κράτους του Βατικανού, επαναλαμβάνοντας το έγκλημα, που διέπραξαν οι «βυζαντινοί» Πατέρες μας το 1438. Και τότε μας είχαν καλέσει οι αντιπαπικοί ρωμαιοκαθολικοί στη Συνοδο της Βασιλείας (1431-1437/38), αγωνιζόμενοι να αποτινάξουν τον καταθλιπτικό παπικό ζυγό. Εμείς προτιμήσαμε όμως να αποδεχθούμε την πρόσκληση του Παπα Ευγενίου Δ´ (1431-1447), που με την σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας προσπαθούσε να σώση την εξουσία του. Και εμείς ταχθήκαμε στο πλευρό του Παπα και στηρίξαμε τον Παπισμό και αλλοίμονο, αν δεν μας έσωζαν από την βέβαιη εκφράγκευσή μας ο άγιος Μάρκος και οι «ξεροκέφαλοι» μοναχοί και κληρικοί του «Βυζαντίου». Αντί, λοιπόν, να προβάλουμε στην Ευρώπη την Ορθοδοξία των Αγίων μας, ενισχύουμε με την στάση μας τον καταρρέοντα στη συνείδηση των Ευρωπαίων Παπισμό, αναγνωρίζοντάς τον ως Χριστιανισμό και Εκκλησία. Η βαβυλώνια αιχμαλωσία, στην οποία μας ωδήγησε η γραμμή Αθηναγόρου, είναι, φαίνεται, ανυπέρβλητη.
5. Ο,τι όμως συμβαίνει στο χώρο του διαχριστιανικού διαλόγου, ισχύει και για την διαθρησκειακή πολιτική μας. Και εδώ η «γραμμή» είναι δεδομένη από μακρού και καθοριστική. Στην παραπάνω ομιλία του προς τους ορθοδόξους Ιερείς του αποδήμου Ελληνισμού ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εξέφρασε την πεποίθησή του, ότι «με την ενότητα των Εκκλησιών βαδίζομε και προς μίαν πανανθρωπότητα». Σαφέστερα διατυπώθηκε αυτό το 1972 (εφημερίδα «Το Βήμα», 22.8.1972) από τον πρ. Αμερικής κ. Ιακωβο, διατελέσαντα και συμπρόεδρο του Π.Σ.Ε.: «…Το Π.Σ.Ε. προχωρεί προς πραγματοποίησιν του σκοπού του δια του συγκερασμού πολιτισμού, θρησκειών και λαών». Σε συνέντευξή του δε στο περιοδικό «ΝΕΜΕΣΙΣ» (Νοέμβριος 1999) εκφράζει στην δημοσιογράφο κ. Μ. Πίνη την απογοήτευσή του, διότι ο σκοπός αυτός του Π.Σ.Ε. βραδύνει να επιτευχθή. Ο σκοπός της υπάρξεως του Π.Σ.Ε. δεν ήταν άλλος, τελικά, από την νεοποχική Πανθρησκεία, κάτι, που απεσαφηνίσθη πλέον με πληρότητα στην εποχή μας. Ερωτούμε τους υψιπέτες αγαπολόγους και λυρικούς ωραιολογους (κατά παπα-Γιάννη Ρωμανίδη) συναδέλφους: Είναι αυτό «έξοδος αγάπης» προς τους άλλους η (αυτο)υποδούλωση της Ορθοδοξίας στην πολυπρόσωπη και πολυώνυμη πλάνη; Βέβαια δεν είναι η Ορθοδοξία των Πατέρων ημών που υποδουλώνεται, αλλά η ήδη υπόδουλη στα πάθη μας (συμφέροντα κ.λπ.) κακοδοξία μας, που υποκρίνεται την Ορθοδοξία.
Αλλά και εδώ ακολουθούμε πιστά την «γραμμή» της Β´ Βατικανής Συνόδου, που ακολουθούσε πιστά και ο Αθηναγόρας. Η Σύνοδος αυτή διεκήρυξε, ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (θρησκεύματα) πιστεύουν στον ίδιο Θεό, για να διευκολυνθή έτσι ο διάλογος και η πορεία προς την ενότητα και στον διαθρησκειακό χώρο. Θα μου συγχωρηθή να επαναλάβω κάτι, που έχω και σε άλλη περίπτωση αναφέρει. Όταν το 1969 πήγα στην (τότε Δυτική) Γερμανία και μάλιστα στην Βόννη, βρέθηκα σε ένα περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχούσαν οι αποφάσεις και θέσεις της Β´ Βατικανής Συνόδου. Ο προτεσταντικός κόσμος (με λουθηρανούς συγχρωτιζόμουν), παρά την όποια αντίθεση με τον Παπισμό, συμμεριζόταν αυτό το άνοιγμα προς τα μεγάλα θρησκεύματα, διότι αυτό προωθούσε η υποφώσκουσα ήδη πανθρησκειακή κίνηση. Σε ένα σεμινάριο Πατρολογίας (το περιβάλλον ήταν λουθηρανικό) προέκυψε η συζήτηση περί της πίστεως των διαφόρων θρησκειών (θρησκευμάτων) στον ίδιο Θεό. Τότε, συνειδητοποιώντας την ελληνικότητά μου, έκαμα χρήση της σωκρατικής μεθόδου, «Πόσοι ήλιοι υπάρχουν στον κόσμο μας;» -ρώτησα. Με συγκαταβατικό χαμόγελο μου απήντησαν: «Φυσικά ένας». Όχι, συνέχισα. Διότι, πως είναι δυνατόν τον ίδιο ήλιο να μπορώ να τον ατενίζω κατάματα εδώ στην Γερμανία, ενώ στην Ελλάδα, αν τον κυττάξω, τυφλώνομαι;» Και κατέληξα: Ένας είναι ο ήλιος, αλλά διαφέρει από τον τρόπο και τις συνθήκες θεωρήσεώς του. Το ίδιο είναι και ο Θεός. Είναι ένας, αλλά κάθε θρησκεία, όπως και κάθε χριστιανική ομάδα, τον βλέπει με τον δικό της τρόπο. Οπότε, από τον τρόπο θεωρήσεως του Θεού (αυτό λέγεται θεολογία) προκύπτει σε κάθε περίπτωση άλλος Θεός για τον ένα η τον άλλο. Ορθοδοξία αγιοπατερική είναι η σύμπτωση της περί Θεού γνώσεώς μας με την αυτοαποκάλυψη του Θεού στην ιστορία. Η αντικειμενική «πίστις», η αυτοαποκάλυψη του Θεού εν τοις Αγίοις του («πιστευομένη πίστις») πρέπει να συμπίπτη με την δική μας θεώρηση και αποδοχή του Θεού («πιστεύουσα πίστις»). Σ’ αυτό κυρίως διαφέρει η Ορθοδοξία από την αίρεση και πλάνη.
6. Το 1986 στην Ασσίζη της Ιταλίας άρχισαν επίσημα οι διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές. Δεν είναι, συνεπώς, επιστημονικά θρησκειολογικά συνέδρια, αλλά συνάξεις ομολογίας της ενότητος, με βάση τον ένα Θεό, που λαμβάνουν χώρα περί τον Παπα, ως κέντρο αυτής της ενότητος και ηγέτη πνευματικό, στην πράξη, όλου του κόσμου. Γι’ αυτό ωνομάσθηκε στην Δύση ο Πάπας «πλανητάρχης Νο 2». Πρέπει να δηλωθή, ότι επί κεφαλής της πατριαρχικής μας αντιπροσωπείας το 1986 ήταν ο Σεβ. Μητροπολίτης Πισιδίας (σήμερα) κ. Μεθόδιος (Φούγιας), στη δε « Ασσίζη Β´» το 1994 ο Μακαρ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος (Γιαννουλάτος). Νέα Παν(δια)θρησκειακή συνάντηση υπό τον Παπα έγινε εφέτος (2002), πάλι στην Ασσίζη, με τη συμμετοχή 250 προσώπων, εκπροσωπούντων 12 θρησκεύματα. Δεν έλειψαν, φυσικά, οι Ορθόδοξοι υπό τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Όπως ορθά έχει παρατηρηθή, «οι διαθρησκειακοί διάλογοι μοιάζει να ανταποκρίνωνται πλήρως στην εκδοχή και στην πρακτική, με την οποία διαλέγονται σήμερα οι συνδικαλιστές, οι πολιτικοί, οι ιδεολογίες». (Χρ. Γιανναράς). Μετά δε την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και ο,τι αυτή η ημερομηνία σημαίνει για τον κόσμο μας, φάνηκε καθαρά πλέον, ότι οι διάλογοι αυτοί γίνονται «κατ’ επιταγήν» και μάλιστα, για την υπεράσπιση και προπαγάνδιση της επίσημης και νόμιμης τρομοκρατίας, έναντι της ανεπίσημης και «ρέμπελης». Έτσι, η εποχή μας γελοιοποιεί και τους θρησκευτικούς διαλόγους, που συνεργάζονται για την αστυνόμευση του κόσμου κατά τα συμφέροντα και διαθέσεις των ισχυρών της Γης. Και μεις, υπακούοντας στις οδηγίες και στη «γραμμή», συμμετέχουμε και μεταβάλλουμε την Ορθοδοξία σε όργανο και ουραγό. Φιμώνουμε, έτσι, εμείς οι ίδιοι την Ορθοδοξία, που αντί να είναι «κρίση» και «έλεγχος» της ανομίας, μεταβάλλεται στα πρόσωπά μας σε υποστηρικτή και συντηρητή της. Και εδώ υπάρχει, φυσικά, εύκολη δικαιολογία: Για να μη χαρακτηρισθούμε αντιδραστικοί και για να ενισχυθή το ευρωπαϊκό (και νεοταξικό) πρόσωπό μας! Η αναζήτηση λοιπόν της ανεξιθρησκείας, όπου έχει ατονίσει η χαθή, ως «ουσιαστικού συστατικού των μονοθεϊστικών πιστεύω» ( Α.Δ. Παπαγιαννίδης στο «Βήμα» της 9.6.02) θα ήταν ευλογημένη, αν δεν επρόκειτο για συναντήσεις «κατ’ επιταγήν». Η ετοιμαζόμενη αλλά αναβληθείσα και στην Αθήνα διαθρησκειακή συνάντηση (προηγήθηκε άλλη στην Κύπρο) θα αποδείξη κατά πόσον πρόκειται για «κατάθεση της μαρτυρίας μας» και ορθόδοξη πρόταση ως την μόνη λύση στα δεινά του κόσμου και όχι για ισοπέδωση της Ορθοδοξίας στην πανθρησκειακή, και γι’ αυτό συγκρητιστική, πολτοποίηση. Ήδη ο Προϊστάμενος του Γραφείου της Εκκλησίας μας στις Βρυξέλλες διεκήρυξε ότι η προσπάθειά μας είναι: «να προετοιμάσουμε τον κόσμο, να τον διαπαιδαγωγήσουμε, για να μην αντιδράση (δηλαδή, γι’ αυτούς τους διαλόγους), να σχηματίσουμε (δηλαδή να χειραγωγήσουμε -Γ.Δ.Μ.) τη συνείδηση του κόσμου». Άρα και εδώ ακολουθείται κάποια «γραμμή», την οποία όμως ποιός καθορίζει; Και όμως δεν γίνεται δεκτή η προειδοποίηση μίας πλειάδος Κληρικών, Ηγουμένων, Πνευματικών Πατέρων και γνωστών ορθοδόξων Θεολόγων, που εξετέθη στο υποβληθέν στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο « Υπόμνημα περί Οικουμενισμού» και όπου διαβάζουμε:
«Ο διαθρησκειακός Οικουμενισμός καλπάζει. Δεν μένει εις τα όρια ενός φιλοσοφικού η κοινωνικού διαλόγου (σημ. γράφοντος: άρα δεν απορρίπτεται ο διάλογος ως «αγαπητική έξοδος» κ.λπ.). Προχωρεί εις θεολογικόν επίπεδον, και προσπαθεί να εύρη κοινά σημεία πίστεως μεταξύ ορθοδόξων και ετεροδόξων. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τας βασικάς διαφοράς. Διακηρύσσει ότι και εις τας λοιπάς θρησκείας και μάλιστα τας μονοθεϊστικάς, υπάρχει σωτηρία. Ούτως ανατρέπει την θεμελιώδη χριστιανικήν πίστιν, ότι “ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία”… Ο διαθρησκειακός συγκρητισμός σχετικοποιεί την ευαγγελικήν αλήθειαν. Προχωρεί ακόμη ούτος και εις το λατρευτικόν επίπεδον. Ορθόδοξοι Ιεράρχαι η και Πρωθιεράρχαι συμμετέχουν εις πανθρησκειακάς εκδηλώσεις ως της Ασσίζης η εις κοινάς συμπροσευχάς και δοξολογίας μεθ’ ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, και δη Ιουδαίων και Μουσουλμάνων. Διερωτάται τις, ποίον Θεόν δοξολογούν;… Οι Άγιοι Απόστολοι εκήρυττον εις τας Συναγωγάς, αλλά Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, διό και ηκολούθουν διωγμοί, φυλακίσεις, βασανιστήρια και θάνατοι…».
Εμείς, αντίθετα, ισοπεδώνοντας τον Χριστόν στην πράξη με τις όποιες θεότητες, τιμώμεθα και επαινούμεθα, απολαμβάνοντες διακρίσεις και βραβεία. Και μόνο αυτό δείχνει, ότι «κάτι δεν πάει καλά» με μας. Ο κόσμος «το ίδιον φιλεί» (παράβ. Ιωάνν. 15, 19) και ταυτιζόμεθα με τις δυνάμεις του κόσμου, όταν αγαπώμεν «την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού» ( Ιωάνν. 12, 43).
Στους διαθρησκειακούς διαλόγους συναντάμε την ίδια σπουδή, την ίδια νοοτροπία και τις ίδιες μεθόδους, που παρατηρούνται και στην διεξαγωγήν των διαχριστιανικών διαλόγων. Διότι πρόκειται τελικά, για την ίδια στοχοθεσία. Η αλληλοπεριχώρηση των δύο αυτών μορφών ενός και του αυτού στην ουσία διαλόγου, φάνηκε ήδη στην Καμπέρρα της Αυστραλίας (Ζ´ Γ. Συνέλευση Π.Σ.Ε.), όπου οι Χριστιανοί κάλεσαν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες. Δεν πρόκειται προφανώς για ανεξιθρησκεία και «αγαπητική έξοδο κ.λπ.», αλλά για σχετικοποίηση της πίστεως, όπως συνάγεται από τη δήλωση του υπευθύνου αυτών των διαλόγων, Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού: « Η προσέγγιση αυτή, γράφει, κάνει ξαφνικά να αποκτήσουμε συνείδηση του γεγονότος, ότι κατά βάθος, μία Εκκλησία η ένα τέμενος… αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου». Δεν είναι αυτό αυτόματη διαγραφή της εν Χριστώ σωτηρίας και του έργου του Αγίου Πνεύματος; Αν υπάρχει «και εν άλλω τινί» δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως, τότε διατί η εν Χριστώ αποκάλυψη, ασάρκως στην Π. Διαθήκη, ενσάρκως στην Κ. Διαθήκη; Διατί η Σάρκωση, η Πεντηκοστή, η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού και κοινωνία Αγίων; Οι πράξεις μας συνιστούν απόρριψη του Χριστιανισμού, παρά την παραπλανητική ωραιολογία μας, που κανένα δεν μπορεί πια να απατήση.
7. Επειδή δε ο λόγος είναι πάντα για «γραμμή», μη λησμονούμε, ότι το 1970 στη Γενεύη, όπου το «μαντείον» κάθε αντιχριστιανικής-αντορθόδοξης διαπλοκής, στη δεύτερη διάσκεψη του αμερικανικού Ιδρύματος με τον τίτλο «Ναός της Κατανόησης, INC», δηλαδή ενός «Συνδέσμου των Ηνωμένων Θρησκειών», ο Γενικός Γραμματέας του Π.Σ.Ε. Eugene Blake κάλεσε τους ηγέτες όλων των θρησκειών (2 Απριλίου) και έλαβε χώρα μία υπερομολογιακή λειτουργία και προσευχή στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου, κατά την οποία ο καθένας προσευχήθηκε στη δική του γλώσσα και σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας του. Η παρότρυνση δε, ήταν να συνυπάρξουν έτσι στη λατρεία του ίδιου Θεού. Πρόκειται όμως, για πιστή εφαρμογή της μασονικής μεθόδου της υπερβάσεως κάθε ιδεολογίας και πίστεως, για να επιτευχθή η ενότητα, και μάλιστα υπό τον άρχοντα του κόσμου τούτου. Κατά το υπάρχον διαφημιστικό υλικό των συνάξεων αυτών ήσαν παρόντες και ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, ο δε Σεβ. Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Αιμιλιανός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σχολάζων σήμερα εν Αιγίω, είναι μέλος της «Διεθνούς Επιτροπής του Ναού».
Και όμως όλα αυτά έχουν απαντηθή στο ιερό Ευαγγέλιον, που διαψεύδει τις προφάσεις μας. Όταν οι οικουμενιστές μας απορρίπτουν ως φανατικούς και φονταμενταλιστές, συναπορρίπτουν και τους Αγίους μας, των οποίων την στάση ταπεινώς μιμούμεθα. Αλλά και αυτόν τον Κύριον, ο Οποίος, μη θέλοντας να συνάξη οπαδούς, θυσιάζοντας την Αλήθεια, όταν ο λόγος Του εθεωρήθη «σκληρός» και πολλοί τον εγκατέλειψαν, εστράφη και στους έντρομους «δώδεκα» και τους ρώτησε: «Μη και υμείς θέλετε υπάγειν»; ( Ιωάνν. 6, 48 επ.). Αυτή είναι η δική μας «γραμμή», αγαπητοί αγαπολόγοι και ωραιολογοι και όχι η «γραμμή» των συνθηκολογούντων με τους άρχοντες του κόσμου τούτου και μη γνησίων Ποιμένων μας.
8. Πρέπει όμως να θεωρήται βέβαιο ότι η αθέτηση της «γραμμής» των Ηγετών μας από το ορθόδοξο λήμμα, το «μικρόν ποίμνιον» (Λουκ. 12, 32) δηλαδή, δεν πρόκειται να γίνεται για πολύ χρόνο ανεκτή από τις δυνάμεις του Κόσμου, εντός και εκτός της Εκκλησίας (πρβλ. Πραξ. 20, 29 επ.). Η θεωρία της Προπαγάνδας διδάσκει, ότι η ακολουθουμένη σ’ αυτές τις περιπτώσεις μέθοδος είναι στην αρχή η γελοιοποίηση των αντιφρονούντων (ήδη όλους εμάς «γραφικούς» μας αποκαλούν) και η ηθική μείωση και ο ευτελισμός τους, για να ακολουθήση κατόπιν, αν αποφασισθή, η φυσική εκμηδένιση. Ήδη δε στοιχειοθετούνται οι αρχές του κατηγορητηρίου εναντίον των αντιδραστικών. Πολύ πρόσφατα το Αμερικανικό Κογκρέσσο απαγόρευσε κάθε χαρακτηρισμό των άλλων ιδεολογιών και κυρίως των θρησκευτικών ομάδων, ως αιρετικών κ.τ.ο. Κάπως απαλότερα σήμερα (μέσω του Τύπου και της φιλολογικής κριτικής) επικρίνεται ο Ορθόδοξος, που θα τολμήση βάσει της πίστεώς του να χαρακτηρίση τους οποιουσδήποτε «άλλους», με βάση το υπονοούμενο και μη κρυπτόμενο ότι όλες οι θρησκείες συνιστούν οδό θεογνωσίας με διαφορετικό τρόπο. Αυτά έχουν διακηρύξει γνωστοί εκκλησιαστικοί Ηγέτες.
Δεν είναι ευρύτερα γνωστό ασφαλώς, ότι πριν από καιρό οι συγγραφείς του βιβλίου των Θρησκευτικών της Α´ Λυκείου (Χ. Γκότσης, π.Γ. Μεταλληνός και Γ. Φίλιας) λάβαμε «εξώδικο» από τους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» και τους «Σαηεντολόγους», για τα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου, που βλέπουν τους χώρους αυτούς μέσα από την ορθόδοξη προοπτική, φυσικά. Η εξώδικος εστάλη στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Βέβαια, απαντήσαμε, αλλά την εξέλιξη την αγνοούμε. Είναι όμως περισσότερο γνωστή η περιπέτεια του κεφαλαίου του βιβλίου περί της Μασονίας. Επειδή δε έλαχε στον υπογραφόμενο ο κλήρος της συγγραφής του, έζησα με κάθε λεπτομέρεια κινήσεις και μεθόδους, αλλά και πιέσεις, που ασκήθηκαν, για την απάλειψη του κεφαλαίου, ώστε να το ανασυνθέσω τρεις φορές και στο τέλος να προτείνω να εκτεθή πρώτα η αυτομαρτυρία του Μασονισμού και παράλληλα η ορθόδοξη θεώρησή του. Το κωμικοτραγικό δε είναι, ότι τα κεφάλαια αυτά μας δόθηκαν από το Αναλυτικό Πρόγραμμα του Υπουργείου (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), το οποίο ( Αναλυτικό Πρόγραμμα) καθόριζε και τις γραμμές που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Οπότε το ερώτημα είναι: Ποιοί εξουσιάζουν τελικά αυτόν τον τόπο; Βέβαια εμείς το γνωρίζουμε πλέον με μεγάλη ακρίβεια, από την στάση όμως του Υπουργείου θα διευκρινισθή, αν αντέχουμε ως Έθνος ακόμη στις ασκούμενες πιέσεις.
Με τον μετασχηματισμό μας (εκούσια και μετ’ ενθουσιασμού) σε «νομαρχία» (όχι «επαρχία») της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η τελευταία ως εντολοδόχος και «υποδιεύθυνση» της Νέας Τάξεως και της Ηγεσίας της, όλο και περισσότερο επιδεικτικά και απροκάλυπτα εμφανίζεται να προσδιορίζη μέσω διαφόρων διαύλων τη ζωή και τις συμπεριφορές μας, μεταγγίζοντας γι’ αυτό με χίλια μέσα τις δικές της νοοτροπίες. Πρόσφατα το Τμήμα μας (Θεολογίας) έλαβε ένα έγγραφο (κατ’ ακρίβεια, ανυπόγραφο!), προερχόμενο από τους υπευθύνους του Πανεπιστημίου για τα ευρωπαϊκά προγράμματα, που ενώ μας επαινεί, για την επιτυχή ανταπόκρισή μας σε ένα προταθέν σε μας πρόγραμμα με τον τίτλο « Ορθοδοξία και Παγκοσμιοποίηση», εν τούτοις το Πρόγραμμά μας κρίθηκε «ανεπαρκές», διότι μεταξύ άλλων «διαπιστώθηκε ότι το πρόγραμμα εν γένει είναι ομολογιακής και εν πολλοίς εφηρμοσμένης φύσεως, χωρίς να εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα της σπουδής των θρησκευτικών φαινομένων και της Θρησκείας ως πανανθρωπίνου φαινομένου και πραγματικότητας». Και αυτό, μολονότι η Θρησκειολογική προοπτική δεν απουσιάζει στο Πρόγραμμά μας (διδάσκει ειδικός καθηγητής). Αλλά ο σκοπός είναι να προβληθή ο «ομολογιακός» χαρακτήρας του Τμήματός μας και γενικότερα των Θεολογικών μας Σχολών. Αυτό σημαίνει, ότι σε λίγα χρόνια οι Θεολογικές μας Σχολές θα μεταβληθούν (αν επιβιώσουν στο Πανεπιστήμιο) σε θρησκειολογικές και γι’ αυτό γίνεται προσπάθεια (και ενδοεκκλησιαστικά) να περιέλθουν οι Θεολογικές Σχολές στην δικαιοδοσία της Διοικούσης Εκκλησίας. Όταν μιλώ, για την σοβιετοποίησή μας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, αυτό εννοώ: Ό,τι έζησαν οι άλλοι Ορθόδοξοι στη σοβιετική-κομμουνιστική τους περίοδο, κινδυνεύουμε να ζήσουμε οι Έλληνες Ορθόδοξοι στην Ενωμένη Ευρώπη και τη Νέα Τάξη.
Αυτή η πορεία διαγράφεται. Η ελευθερία μας περιορίζεται επικίνδυνα και εντελλόμεθα να ενεργούμε και πορευόμεθα «τοις ’κείνων ρήμασι πειθόμενοι» και με βάση την χαραγμένη από δεκαετίες τώρα «γραμμή». Διαφορετικά, δεν θα έχουμε «ευρωπαϊκό πρόσωπο» και δεν θα χωράμε ως ελεύθεροι συν-εταίροι μέσα στην Ευρώπη. Είναι έτοιμη η Εκκλησιαστική μας Ηγεσία να αντισταθή, προτιμώντας τον «ονειδισμόν του Χριστού, των εν Ευρώπη θησαυρών» (παράβ. Εβρ. 11, 26), όταν πρόκειται, μάλιστα, και για πραγματικούς θησαυρούς ευρωπαϊκών κονδυλίων; Είναι πρόθυμη και έτοιμη η Εκκλησία μας, αν χρειασθή, να προκρίνη τις κατακόμβες; Εύχομαι να είναι! Αν και θα το δείξη γρήγορα. Αν όμως δεν είναι, τότε σημαίνει ότι αποκόπτεται από το ευσεβές πλήρωμα, που μένει πιστό στην παράδοση των Αγίων του, και το προδίδει. Συνηθίσαμε να μιλούμε για την υπακοή ως υψίστη αρετή του ασκουμένου ορθοδόξου. Και είναι αυτό πράγματι παγία. πράξη των Αγίων μας. Αν όμως πάντα η «υπακοή» ίσχυε «εν οις εντολή Θεού ουκ εμποδίζεται», κατά τον Μ. Βασίλειο (P.G. 31, 860), τώρα μόνο η ανυπακοή σώζει!