Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Η αφύπνιση της καρδιάς με τον φόβο του Θεού

Η μνήμη του θανάτου, ως συνάντηση με τη ζώσα αιωνιότητα του Θεού, πλήττει αποφασιστικά τον όλο άνθρωπο, γιατί φανερώνει τον άδη της απουσίας του Θεού από την καρδιά του και αποκαλύπτει την πνευματική πτώχεια και ερήμωση του νου. Η οδυνηρή αυτή εμπειρία γεννά τον φόβο του Θεού, που αρχίζει να περιβάλλει την καρδιά και να αλλάζει το φρόνημά του. Όπως η μνήμη του θανάτου, έτσι και ο θείος φόβος που την διαδέχεται, δεν είναι ψυχολογικό συναίσθημα αλλά πνευματική κατάσταση, δώρο της χάριτος.

Κάθε είδους επαφή με την αιωνιότητα, και μάλιστα στα αρχικά στάδια, προξενεί φόβο στην ψυχή, γιατί η αιωνιότητα βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο. Όπως ήδη αναφέραμε, η μνήμη του θανάτου προκαλεί τη χαρισματική απόγνωση στον άνθρωπο, χάρη στην οποία ελευθερώνεται από την έλξη των παθών και των κτισμάτων. Ομοίως και ο φόβος του Θεού, προερχόμενος από άνωθεν έλλαμψη, βοηθεί τον άνθρωπο να ανανήψει από τον μακραίωνα ύπνο της αμαρτίας και τον οδηγεί σε εγκράτεια. Ενισχύει την καρδιά του, ώστε με σταθερή βούληση να προτιμά «τα μη βλεπόμενα» και «αιώνια» αντί των «βλεπομένων» και «πρόσκαιρων». Ακριβώς στην προτίμηση αύτη έγκειται το νόημα και η αλήθεια του λόγου «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου».
Έχοντας ο άνθρωπος τη σοφή αυτή στάση προς τον Θεό και τα χαρίσματά Του συνάπτει, κατά κάποιον τρόπο, μαζί Του μία πνευματική διαθήκη. Προκρίνει αποφασιστικά να μην παραδοθεί στη φθορά και στον αιώνιο θάνατο που τον κυκλώνουν, αλλά να εκζητήσει διά παντός το Πρόσωπο του Υψίστου, φιλοτιμούμενος να εκπληρώσει «το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον». Για την αγαθή αυτή προαίρεσή του ο άνθρωπος δέχεται τον φωτισμό του Προσώπου του Χριστού που αναζωπυρώνει την καρδιά του.
Με τον εσωτερικό φωτισμό του φόβου του Θεού ο άνθρωπος αποκτά γνώση της αληθινής καταστάσεώς του. Αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του, όπως τον βλέπει ο Θεός. Πείθεται ότι γύρω του βασιλεύει το απαράδεκτο κράτος του θανάτου και ότι μέσα του εδρεύει το σκότος της φθοράς και της άγνοιας, σε βαθμό μάλιστα που προκαλεί μαρτυρική βάσανο στο πνεύμα του. Ανακαλύπτει βαθ¬μηδόν την κρυφή δολιότητα και τους πονηρούς λογισμούς που εμφωλεύουν στην καρδιά του και τρέμει για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του. Αν και δεν είναι σε θέση να ατενίσει κατά πρόσωπο την πηγή του Φω¬τός, ωστόσο γίνεται ικανός να αποτιμήσει το κατάντημά του. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν απελπίζεται για την αίσθηση της αθλιότητάς του, γιατί δεν την αποκόμισε με τη βοήθεια κάποιας ψυχολογικής μεθόδου, αλλά είναι πολύτιμος καρπός της ενέργειας της χάριτος. Απεναντίας, εμπνέεται να εκχύσει το περιεχόμενο της καρδιάς του στην προσευχή και να συνεργασθεί με τον Θεό για την κάθαρση και τη θεραπεία του.
Από τα πρώτα στάδια του φωτισμού και της θεραπείας της η καρδιά του ανθρώπου συλλαμβάνει μερικές αλήθειες. Διαισθάνεται το άμετρο μεγαλείο της ευαγγελικής κλήσεως και το ανέφικτο ύψος των εντολών του Κυρίου που νομοθετούν την οδό Του. Συνειδητοποιεί εξίσου σαφώς το μέγεθος της ρυπαρότητάς του. Συνέχεται από φόβο μήπως παραβεί τα θεία προστάγματα και κατανοεί ότι η σταύρωση είναι αναπόφευκτη για να εισέλθει στη Βασιλεία. Το ύψος του σκοπού αυτού και τα παθήματα που συνδέονται με την πραγμάτωσή του αυξάνουν τον φόβο. Καρδιά και νους κυριεύονται από την αγωνιώδη μέριμνα να μην αποδειχθεί ο άνθρωπος ανάξιος του Θεού της αγάπης.
Όπως ο Κύριος έδειξε την τελειότητα της αγάπης Του «διά παθημάτων», έτσι και ο μαθητής Του, που επιθυμεί να εισέλθει στην Ουράνια Βασιλεία, πρέπει να υπομείνει θλίψεις και παθήματα, για να εξαγνίσει την καρδιά του. Καθώς όμως τα μετέρχεται με καρτερία, έρχεται σε επίγνωση της αστάθειας της φύσεώς του. Αποδεικνύεται ανίκανος να αγαπήσει με σταθερότητα τον Χριστό, ο Οποίος «πρώτος ηγάπησεν ημάς». Γνωρίζει τότε εμπειρικά την ασθένειά του και βεβαιώνεται ότι «πας άνθρωπος ψεύστης», γιατί δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο μέτρο αγάπης. Η θλιβερή αυτή διαπίστωση εντείνει τον θείο φόβο που συντρίβει και ταπεινώνει την καρδιά, ώστε να γίνει εύθετη για την αγάπη του Θεού.
Ο φόβος του Θεού ενεργεί ποικιλοτρόπως στην καρδιά του ανθρώπου κατά τα διάφορα στάδια της πνευματικής ζωής. Αρχικά του δίδει τη σύνεση να προτιμά τα αιώνια αγαθά και την έμπνευση να τα αναζητεί. Στη συνέχεια τον οδηγεί σε επίγνωση των μέτρων της ασθενικής φύσε¬ώς του, ώστε να μάθει να διαφυλάττει τη χάρη του Θεού.
Η κενοδοξία αφανίζει τον τόπο της βαθειάς καρδιάς. Ο φόβος του Θεού είναι συνεπώς απαραίτητος, για να διδάξει τον άνθρωπο «μη υπερφρονείν παρ’ ο δει φρονείν», αλλά με ταπείνωση να διατηρεί ζωντανή την αίσθηση του Θεού στην καρδιά του. Τελικά, όταν η μεγάλη αγάπη του Χριστού πληθύνει στην καρδιά, τότε ο θείος φόβος γίνεται προστατευτικός. Μεταδίδει το τέλειο φρόνημα της ταπεινώσεως, τη βαθειά αίσθηση της αναξιότητας του ανθρώπου ενώπιον ενός τέτοιου Θεού, Θεού της αγάπης, όπως είναι ο Χριστός. Η ταπεινή ευγνωμοσύνη δεν παύει τότε να αυξάνει το πλήρωμα της θείας αγάπης, ωσότου επιτελεσθεί το μεγαλύτερο θαύμα στην ιστορία του κόσμου: «Ο Θεός ενώνεται με τον άνθρωπο σε ένα».
Κατά το μέτρο που έχει τον φόβο του Θεού ο άνθρωπος, μπορεί να έχει και την αγάπη. Έτσι συναγωνίζεται τα Χερουβίμ, τα οποία τρέμουν και φρίττουν, αλλά και αγαπούν τον Κύριο με όλο τους το είναι. Και οι δύο αυτές αισθήσεις οφείλουν να συνοδεύουν τον άνθρωπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ώστε να κατορθώσει να διαφυλάξει εκείνη την καρδιά την οποία αναγνωρίζει ο Θεός, και στην οποία αναπαύεται το Πνεύμα του Κυρίου.
Ο φόβος του Θεού είναι κατά κάποιον τρόπο φυσικός για τον άνθρωπο που δεν γεύθηκε τη θεία χάρη, γιατί δεν γνωρίζει το μέγεθος της ταπεινώσεως, της πραότητας και της αγάπης του Κυρίου. Ωστόσο, και όταν ακόμη ο νους και η καρδιά αρπαγούν στη φωτοφόρο απειρότητα του Ουρανού, και επιστρέψει έπειτα ο άνθρωπος από το πανηγύρι της θείας αγάπης στην καθημερινή πραγματικότητα, εισβάλλει εκ νέου ο φόβος με τη σκέψη: θα επιστρέψει άραγε ποτέ ο Απελθών;
Στην αρχή ο άνθρωπος έχει φόβο, γιατί δεν είναι οικείος με το έλεος του Κυρίου. Όταν όμως γνωρίσει το μέγεθος της ευσπλαχνίας Του, τότε τρέμει και συντρίβεται για το κενό που μπορεί να δημιουργήσει η αποχώρη¬σή Του. Αυτός είναι ο τέλειος φόβος των δικαίων. Καίτοι οι Άγιοι μετά την αρπαγή τους και την όραση του Θείου Φωτός ελευθερώνονται από τον φόβο του θανάτου, παρ’ όλα αυτά διατηρούν τη σύνεσή τους, ώστε και τότε να μην έχουν υπερβολική παρρησία και έτσι να φυλάγουν αταλάντευτη την παράστασή τους ενώπιον του Κυρίου. Συνεπώς η ταπείνωση του τέλειου φόβου κατασφαλίζει το χάρισμα του Θεού και αποθησαυρίζει στην καρδιά την πνευματική γνώση.
Ο άγιος φόβος διακατέχει την ψυχή του πιστού καθ’ όλη την πορεία του πίσω από τον Κύριο. Σε κάθε βαθμίδα της πνευματικής αναβάσεως ο φόβος αυτός προηγείται της αγάπης και ακολουθεί πάντοτε ως ακόμη πιό βαθειά ταπείνωση. Όταν τελικά ο άνθρωπος αξιωθεί να κατοπτεύσει το Πρόσωπο του Κυρίου, τότε εμφορείται εξ ολοκλήρου από το διπλό και υγιές αίσθημα του φόβου και της αγάπης. Αισθάνεται φόβο, γιατί ο Κύριος είναι ο Δημιουργός και η αγιωσύνη Του ανέφικτη. Αισθάνεται αγάπη, γιατί ο Θεός είναι πολυέλεος Πατέρας που συγκαταβαίνει από το ύψος της δόξας Του να κατοικήσει στην καρδιά του. Η τέλεια όμως αυτή αγάπη, όπως μαρτυρεί ο μεγάλος μαθητής της αγάπης Ιωάννης, διώχνει τον ατελή εκείνο φόβο, που «κόλασιν έχει».
Βλέπουμε, επομένως, ότι ο θείος φόβος αφυπνίζει την καρδιά του ανθρώπου, την καλλιεργεί και την τελειοποιεί με τη θεία αγάπη, για να καταστεί ικανή να δεχθεί τον ανεκτίμητο θησαυρό της γνώσεως και της σοφίας του Θεού. Χωρίς αναγεννημένη καρδιά ο άνθρωπος «ματαιούται εν τοις διαλογισμοίς αυτού» και αποδεικνύεται αδόκιμος για την απόκτηση σοφίας.
Ακόμη και αν η ευχάριστη διάθεση του ανθρώπου έχει αγνά ελατήρια, ο φόβος του Θεού τον συμβουλεύει να καλλιεργεί πάντοτε τη σύνεση, κατά το ρήμα Του: «Δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε Αυτώ εν τρό-μω». Βαδίζοντας σοφά πάνω στη γη με τον φόβο του Θεού, κάθε μέρα επιτελεί αγιωσύνη και λαμβάνει την κληρονομιά του Θεού, σύμφωνα με την αδιάσειστη υπόσχεσή Του: «Έδωκας κληρονομίαν τοις φοβουμένοις το Όνομά Σου, Κύριε».
Ακόμη και κατά τις μεγάλες στιγμές της επισκέψεως του Θεού και της εξάρσεως από τη χάρη Του, ο άνθρωπος διδάσκεται να περιορίζει με διάκριση τον ενθουσιασμό του περιφρουρώντας ταπεινά τον φόβο του Θεού. Βαδίζει έτσι μέσα στην ευδοκία της επισκέψεως του Θεού, χωρίς να μολύνεται από την ανθρώπινη τόλμη. «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμο¬ντα τους λόγους μου;» λέει ο Κύριος. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο οποίος συνιστά σύνεση κατά τις μεγαλειώδεις στιγμές της επισκέψεως του ανθρώπου από τη χάρη του Θεού, συμβουλεύει τα εξής: «Μη παρρησιάζου, καν καθα¬ρότητα κέκτησαι· ταπεινοφροσύνη δε μάλλον πολλή πρόσελθε, και πλέον παρρησιασθήση». Δυστυχώς, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αποβαίνουν επικίνδυνο όπλο, όταν υπερισχύσουν στον άνθρωπο η άγνοια και η υπερηφάνεια.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ἐγωισμός – Ἡ ζωή τοῦ κόσμου


Ο καθένας κλείνεται στο καβούκι του και φροντίζει για το συμφέρον του

Όσο για τις άλλες πλευρές της κοσμικής ζωής που ανέφερες, θα έλεγα πως είναι αναπόφευκτες. Πώς να το κάνουμε; Αυτή είναι η ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου, που χαρακτηρίζεται πρωταρχικά από την υπερηφάνεια, τον εγωισμό.
Ο κύριος στόχος και η βασική επιδίωξη του ανθρώπου είναι η ικανοποίηση του εγωισμού του, ενώ όλοι οι άλλοι και όλα τ’ άλλα αποτελούν όργανα και μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Έτσι ο καθένας προσπαθεί, έμμεσα ή άμεσα, να επιβάλει τις επιθυμίες του στους άλλους. Είναι αυτό που πολύ σωστά αποκάλεσες “τυραννία”.
Δεν έχει σημασία το πόσο έντεχνα καμουφλάρουμε τις επιθυμίες μας, γεγονός είναι ότι πίσω τους στέκει πάντα ο εγωισμός, που πασχίζει να μας μπλέξει στα θελήματά του ή να μας χρησιμοποιήσει ως όργανά του. Ο στόχος του είναι τούτος: Να μας εξαπατήσει, να μας παραπλανήσει.
Και χρησιμοποιεί ένα απατηλό τέχνασμα: τη συγκάλυψη των σφαλμάτων, δηλαδή το κουκούλωμα τους, όπως θα λέγαμε, και όχι την επανόρθωσή τους. Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή δεν διορθώνουμε αλλά κρύβουμε τον κακό εαυτό μας, δεν σταματάει ποτέ η ιδιοτελής χρησιμοποίηση του ανθρώπου από το συνάνθρωπό του. Και γι’ αυτό παρατηρείται αυτή η γενική ψυχρότητα, επειδή ο καθένας κλείνεται στο καβούκι του, φροντίζει για το συμφέρον του και δεν μπορεί να χαρίζει ζεστασιά, τη ζεστασιά της αληθινής, της ανυπόκριτης, της ανυστερόβουλης αγάπης.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι θα συναντήσεις αρκετούς ευγενικούς ανθρώπους, ανθρώπους που καλοπιάνουν και κολακεύουν τους άλλους, αγγίζοντας τις καρδιές τους βαθιά και άμεσα. Πρόκειται για το τελευταίο υπόλειμμα ενός αισθήματος με το οποίο προικίστηκε ο άνθρωπος, του αισθήματος της συγγένειας και της ομοιότητας με τους συνανθρώπους του. Κι αυτό ακόμα, όμως, συχνά μπαίνει – αλίμονο! – στην υπηρεσία του εγωισμού, που το χρησιμοποιεί ως το πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό μέσο πραγματοποιήσεως των επιδιώξεων του. Ξέρω έναν τέτοιον άνθρωπο. Καλύτερα να είναι κανείς απροκάλυπτα εγωιστής, παρά γλοιώδης κόλακας σαν κι αυτόν.
Λίγοι είναι σε θέση να αντιληφθούν τους κρυφούς σκοπούς αυτών των ανθρώπων. Σε ευεργετούν και σε εξυπηρετούν, αλλά για να σε υποχρεώσουν δέκα φορές περισσότερο.
“Μα πώς είναι δυνατό;” θα απορήσεις.
“Κάθε άνθρωπος αγωνίζεται να είναι έντιμος. Και όποιος δεν το κάνει, τον εαυτό του βλάπτει”.
Πραγματικά, έτσι είναι. Μόνο που αυτή η εντιμότητα, αυτός ο καθωσπρεπισμός, είναι το προσωπείο του εγωισμού. Ο καθένας κοιτάει να μην κηλιδωθεί, να μην εκτεθεί. Και για το σκοπό αυτό επιτρέπονται οι πιο ανέντιμες πράξεις, ό,τι μπορεί ν’ αρπάξει και να κρύψει κανείς από τους άλλους.
Ίσως ακόμα θ’ ακούσεις, ή και έχεις ήδη ακούσει, να λένε για κάποιον πως είναι εγωιστής. Μη νομίσεις ότι εκείνοι που τον κατηγορούν δεν είναι. Απλά και μόνο καταδικάζουν όποιον δεν επιτρέπει στον εαυτό του να γίνει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως ή να χρησιμοποιηθεί σαν άβουλο όργανο των εγωιστικών επιδιώξεων των κατηγόρων του. Οι τελευταίοι, συνεπώς, είναι οι αληθινοί εγωιστές.
Έχω ακούσει κάτι τέτοιους να κατηγορούν και τους μοναχούς για εγωισμό. Λένε πως οι μοναχοί αφήνουν τον κόσμο από φιλαυτία. Ταλαίπωροι καλόγεροι! Νηστεύετε, αγρυπνείτε, δουλεύετε υπάκουα νύχτα-μέρα, κόβοντας το θέλημα σας και νεκρώνοντας κάθε γήινη φιλοδοξία, για να σας λένε από πάνω και εγωιστές! Αυτό φτάνει για να καταλάβεις, τί αξία έχουν οι κρίσεις και επικρίσεις των κοσμικών ανθρώπων, θα το πω έξω από τα δόντια: Τολμάει ο γάιδαρος να πει τον πετεινό κεφάλα!
Ξαναδιαβάζοντας όσα έχω γράψει ως εδώ, διαπιστώνω πως ήμουν αυστηρός με την κοσμική ζωή. Ωστόσο, δεν παίρνω πίσω ούτε μια λέξη. Ίσως να μην έγραφα ό,τι έγραψα, αν δεν ήθελα να προσέξεις και ν’ αντιληφθείς πέρα για πέρα το σκοτάδι του κόσμου. Δεν είχα, πάντως, καμιά πρόθεση να σε επηρεάσω, αφού εσύ πρώτη έκανες παρόμοιες διαπιστώσεις.
Περιμένω, όμως, να ρωτήσεις: “Πώς ακριβώς, λοιπόν, πρέπει να είναι ένας άνθρωπος;” Σ’ αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε στη συνέχεια της αλληλογραφίας μας. Προς το παρόν σου λέω τούτο μόνο: Το να κρατηθείς μακριά από τον κόσμο είναι, βέβαια, αδύνατο. Αρνήσου όμως, όσο είναι δυνατό, να μπεις μέσα στον κυκεώνα της κοσμικής ζωής. Και όταν, παρά τη θέλησή σου, σε κάποια περίπτωση αναγκαστείς, φέρσου σαν να μην ήσουν εκεί: Βλέπε δίχως να βλέπεις και άκου δίχως ν’ ακούς.
Τα μάτια σου, δηλαδή, ας αδιαφορούν για ό,τι βλέπουν και τα αυτιά σου ας μη δίνουν σημασία σ’ ό,τι ακούνε. Φαινομενικά να συμπεριφέρεσαι όπως και οι άλλοι. Να είσαι τίμια και ειλικρινής. Φύλαξε, όμως, την καρδιά σου από συμπάθειες και θέλγητρα.
Προσοχή προπάντων σε τούτο: Φύλαξε την καρδιά σου! Έτσι θα βρίσκεσαι στον κόσμο μόνο σωματικά, όχι και ψυχικά, εκπληρώνοντας την αποστολική παραγγελία : «… και όσοι ασχολούνται με τα εγκόσμια, ας ζουν σαν να μην ασχολούνται καθόλου μ’ αυτά» (Α’ Κορ. 7:31).
Θα βρίσκεσαι, δηλαδή, σε επαφή με τον κόσμο και, όποτε είναι ανάγκη, θα συμμετέχεις σε εκδηλώσεις της κοσμικής ζωής. Εφόσον, όμως, κρατάς την καρδιά σου σε απόσταση, δεν θα κάνεις κακή χρήση αυτής της ζωής. Μ’ άλλα λόγια, δεν θα συμμετέχεις στην κοσμική ζωή επειδή το επιθυμείς, αλλά μόνο επειδή θα σε υποχρεώνουν κάποιες αναπόφευκτες περιστάσεις.
(Οσίου Θεοφάνους του εγκλείστου,
«Ο δρόμος της ζωής». Ι.Μ.Παρακλήτου)

Η Νοερά Προσευχή είναι η βάση της τελειότητας…




: Ένα θέμα πάντα επίκαιρο και πάντα φλέγον για κάθε συνειδητό χριστιανό. Η σημασία του και η αξία του είναι πράγματι ανυπολόγιστη για καθένα, που έστω και στοιχειωδώς αγωνίζεται να ζει κατά το θέλημα του Θεού.


Και όμως εμείς οι άνθρωποι οι αδύνατοι τι παθαίνουμε; Ένα τέτοιο καταπληκτικής δραστικότητος όπλο το αφήνουμε συχνά αναξιοποίητο ή το χρησιμοποιούμε λανθασμένα σε ώρες πολλές φορές κρίσιμες, που διακυβεύονται ύψιστα πνευματικά μας συμφέροντα.
Πόσο αλήθεια, αδικούμε τον εαυτό μας, όταν ένα τέτοιο μοναδικό για τον άνθρωπο προνόμιο, το υποβιβάζουμε σε ένα ψυχρό, τυπικό καθήκον χωρίς εκείνον τον συγκλονισμό της ψυχής, που δίνει η αίσθηση του μεγαλείου του! Και ύστερα απορούμε, γιατί η πνευματική μας ζωή παρουσιάζεται τόσο χλωμή, τόσο ωχρή χωρίς παλμό και σφρίγος, αποτελματωμένη μέσα στα θολά νερά της πνευματικής νωθρότητος και ραθυμίας. Όχι.
Δεν είναι υπερβολή, εάν πούμε, πως η προσευχή αποτελεί στοιχείο ζωής για τον άνθρωπο. Όσο μπορούμε να ζήσουμε βιολογικά χωρίς νερό και αέρα, άλλο τόσο μπορούμε πνευματικά χωρίς θεάρεστη προσευχή.
Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης: «Η προσευχή, ως προς την ποιότητά της, είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν, και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος πού μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς πού κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, φανέρωσις των μέτρων, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς… Μην επιτηδεύεσαι τα λόγια της προσευχής σου.
Διότι πολλές φορές τα απλά και ανεπιτήδευτα ψελλίσματα των μικρών παιδιών ευχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον ουράνιο Πατέρα τους. Μη ζητής να λέγης πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθή ο νους σου, αναζητώντας λόγια. Ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές εδημιούργησε στο νου φαντασίες και διάχυσι, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου».
Και κάπου αλλού λέγει: «Δείξε όλη την ανδρεία σου και την προθυμία σου (όταν προσεύχεσαι), και θα έχης τον ίδιον τον Θεόν διδάσκαλο στην προσευχή σου. Δεν μπορούμε να διδαχθούμε το πώς να βλέπωμε, διότι έκ φύσεως το γνωρίζομε μόνοι μας. Παρόμοια δεν μπορούμε να γνωρίσωμε με την διδασκαλία του άλλου το κάλλος της προσευχής. Διότι η προσευχή έχει ως διδάσκαλό της τον Θεόν, «τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν, και διδόντα ευχήν τώ ευχομένω και ευλογούντα έτη δικαίων»».
Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής λέγει περί του θέματος: «Η νοερά προσευχή είναι η βάση της τελειότητος. Η πρώτη βαθμίδα της πνευματικής ανυψώσεως είναι η νοερά προσευχή. Στην αρχή της ευχής αισθάνεσαι χαρά, έπειτα γλυκύτητα και στο τέλος σαν καρπός έρχονται τα δάκρυα. Διότι αισθάνεσαι πλέον την παρουσία του Ιησού.
Όταν θα καλλιεργήσετε την ευχή δε θα κουράζεστε, δε θα ταράζεστε, δε θα νυστάζετε στις ακολουθίες, διότι το σώμα σας θα είναι πλέον ένδυμα. Το φόρεμα ούτε λυπάται, ούτε κρυώνει, ούτε κουράζεται… Η προσευχή όλα τα τακτοποιεί. Τη θάλασσα μπορεί να την περπατάς. Εκμηδενίζει τις αποστάσεις.
Τις βουλήσεις των ανθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη και υπομονή στη ζωή μας πάντοτε. Την ένωση της ψυχής σας μετά του Θεού να φροντίσετε. Όταν θα βαδίσετε στις γραμμές της προσευχής, της σιωπής και της μελέτης, θα δείτε να κατοικεί ο Χριστός στην καρδιά σας. Χωρίς την προσευχή δεν είναι εύκολο να υπομένεις, ούτε να σιωπάς. Όταν καλλιεργήσετε την ευχή, δέν σας πειράζουν οι άνεμοι του πειρασμού. Εξασθενεί η δύναμή του, δε μπορεί να σας κάνει τίποτε. Η προσευχή ας σου είναι τείχος, ασπίδα και θώρακας. Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή και προσευχή…».
Θα καταλήξουμε με τον Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη ο οποίος τονίζει: «Ο Θεός μας θέλει καρδίαν καθαράν. Να προσέχουμε μόνο στο Θεό. Ο Θεός δεν θέλει μέσα στην καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αυτός να βασιλεύει. Αν μπορούμε να το πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε και εύκολα την καρδιακή προσευχή… Η νοερά προσευχή ολίγον κατ’ ολίγον φέρνει τον άνθρωπο εις την πρώτη χάρη του βαπτίσματος».

Ο ρόλος της καρδιάς και της μετάνοιας στον Κλήμεντα Ρώμης Χρήστος Αραμπατζής, Καθηγητής Τμ. Θεολογίας ΑΠΘ


[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=162171]
Η καρδία ως το κέντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας και η μετάνοια ως το βασικό χαρακτηριστικό της εν Πνεύματι ζωής.
Για τον Κλήμη, ο οποίος ακολουθεί τον Παύλο,  το βαθύτερο κέντρο της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου είναι η καρδιά. Από εκεί πηγάζει η ειλικρινής υπακοή προς τις εντολές και το θέλημα του Χριστού. (2,8 και Παύλος Ρωμ 2,15). Αυτή η υπακοή στο θέλημα του Χριστού συνδεόμενη με την διαπίστωση ότι βασικό χαρακτηριστικό της μεταπτωτικής ανθρώπινης φύσης είναι η συνεχής άσκηση της αμαρτίας (39), οδηγεί τον επίσκοπο Ρώμης στην περιγραφή της εν Χριστώ ζωής, ως συνεχούς πορείας μετανοίας.
Στην πορεία αυτή δεν είναι ο άνθρωπος που προκαλεί με την ενέργειά του τον Θεό να τον επιβραβεύσει, αλλά ο Θεός που ενεργοποιεί κάθε καλό και αρετή στον άνθρωπο δωρίζοντας την μετοχή στην ίδια Του την ζωή (19,1-3, 33). Κάθε πνευματική δραστηριότητα είναι η ανταπόκριση στη χάρη του Θεού, καθώς η πνοή του Θεού υπάρχει εντός του ανθρώπου (21).
Ο Χριστός είναι αυτός που ενεργεί τις αρετές σε όσους συνειδητά και με αγώνα απορρίπτουν το ίδιον θέλημα (21,2-4, 38) και επιδεικνύουν την πίστη προς αυτόν αποδεχόμενοι την πρόσκληση του Πνεύματος (22).
Η πίστη όμως δεν είναι ένα παθητικό γεγονός αλλά ενέχει δραστηριότητα, ενέργεια, κίνηση αποδοχής του θελήματος του Θεού, παράδοση του οικείου θελήματος και προσαγωγή στη Χάρη μέσα στην οποία εκτελούνται τα ευάρεστα και αγαθά έργα. (30 και 33)
 Ένδειξη αυτής της κίνησης είναι η μετάνοια, στην οποία  διακρίνονται δύο στάδια.
Το πρώτο είναι ανθρωπογενές καθώς πηγάζει από την ανθρώπινη αυτογνωσία και την έκφραση του θελήματος για λύτρωση, η οποία παρέχεται έξωθεν. Το παράδειγμα του κορεσμού που παραθέτει ο Κλήμης σε δύο σημεία στο 3ο και στο 41ο κεφάλαιο, υποδεικνύει την πλήρη αδυναμία του ανθρώπου να λυτρωθεί ακόμη και όταν όλα του προσφέρονται από τον Θεό.
 Το δεύτερο αφορά στην συνεχή δωρεά και ενίσχυση της επιθυμίας του ανθρώπου να λυτρωθεί. Σ’  αυτό το στάδιο η έκφραση της μετάνοιας στηρίζεται από την παντοδυναμία του Θεού που ενισχύει και τους αγαπώντες Αυτόν (7,5 και 8,5, 38).  Από αυτή την ενίσχυση προκύπτει η ταπεινοφροσύνη, η υπακοή και η υποταγή στο θέλημα του.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΟΝΤΑΣ
Μέσα από την ανάλυση και ερμηνευτική προσέγγιση της επιστολής του Κλήμεντος προς την Εκκλησία της Κορίνθου διαφαίνονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά με τα οποία η μεταγενέστερη πατερική παράδοση θα περιγράψει την πνευματική ζωή και την βίωση της εν Χριστώ λύτρωσης.
Η εν Πνεύματι ζωή είναι μια δωρεά του Θεού, που ενεργοποιεί τις βαθύτερες ποιότητες με τις οποίες ο Θεός πλούτισε τον άνθρωπο και διά των οποίων τον καλεί να αποδεχθεί και να παραδοθεί στο θέλημά Του (23, 1-5, και 61-62). Μόνο μέσα από αυτή την ενεργητική παράδοση αναφύονται οι αρετές, ως ένδυμα και στόλισμα του ανθρώπου και εκδηλώνεται η εν Χριστώ ζωή. Ο κάθε δοξασμός οφείλεται όχι στα έργα ή στην δικαιοπραξία αλλά στο ίδιο το θέλημα του Θεού, που ενισχύει την προαίρεση και την προθυμία για αγαθοεργία (32, 1-3).
Τα δώρα αυτής της προσφοράς είναι η ζωή εν αθανασία, η λαμπρότητα εν δικαιοσύνη, η αλήθεια εν παρρησία, η συνειδητή πίστη και η εγκράτεια εν αγιασμώ.
Με την αγάπη του ο Θεός πλησιάζει σε μέγιστο βαθμό τον άνθρωπο και σχηματίζει μαζί του ένα οντολογικό δεσμό. Βαδίζει μαζί του σε όλη την διαδρομή προς την λύτρωση. Έτσι ο άνθρωπος δεν βρίσκεται ποτέ μόνος του, αλλά από τα πρώτα του βήματα της πνευματικής πορείας χαριτώνεται από τη Χάρη του Θεού, που τον στηρίζει και τον καλεί προς Αυτόν. Όμως αυτή την πνευματική ανάβαση δεν μπορεί ο άνθρωπος να την πραγματοποιήσει μόνο με τις δικές του δυνάμεις. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει στη γνώση του Θεού αν δεν τηρήσει πρώτα τις εντολές, αν δεν δουλέψει για να αποκτήσει τις αρετές.

Ο πόνος στη ζωή μας





Γράφει ο Σάββας Αλεξάνδρου- Θεολόγος
Είναι γεγονός αναντίλεκτο πως ο πόνος αποτελεί μια βασική πτυχή της ζωής του μεταπτωτικού ανθρώπου και συνυφαίνεται με το διφυές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Μέγας Βασίλειος, δίνοντας τη διάσταση και το διφυές του ανθρώπινου προσώπου, παρατηρεί: «΄Ανθρωπος εστίν νους και προσφόρως τη πρεπούση σαρκί ενδεδυμένος». Δηλαδή ο άνθρωπος είναι κράμα υλικό και πνευματικό.
Η υλική του υπόσταση συνδέεται με το σώμα ενώ η πνευματική του υπόσταση με την ψυχή, η οποία κατά το μεγάλο αυτόν Πατέρα της Εκκλησίας μας «Νοερά ουσία εστίν». Υπ’ αυτήν την έννοια, έχουμε δύο είδη πόνου, το σωματικό και τον ψυχικό.
Κατά την Πατερική Γραμματεία: «Μηδενός των ανθρώπων ο βίος όλος μακάριος εστίν». Δηλαδή κανενός ανθρώπου η ζωή δεν ταυτίζεται απόλυτα με την ευτυχία. Περισσότερες είναι οι λύπες και ο πόνος παρά οι χαρές.  Άλλωστε, μην ξεχνούμε πως το κλάμα είναι η πρώτη επαφή του ανθρώπου με τον κόσμο μόλις γεννηθεί.
Για τους Πατέρες της Ανατολής, μόνο ο Τριαδικός Θεός ως απαθής στέκει πιο πάνω από τον πόνο. Λέει γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος: «Το γαρ δια παντός ευ πράττειν μόνο Θεού εστίν».
Πρέπει να τονίσουμε πως η Πατερική σοφία ασφαλώς δεν επικροτεί τον πόνο αλλά προσδίδει σ’ αυτόν, όταν αντιμετωπίζεται θεοπρεπώς, σωτηριολογικές προεκτάσεις. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Τίποτε δεν αποδιώχνει την πονηρία και τις μικρότητες, όπως ο πόνος και η αρρώστια, γιατί καταφέρνουν να μαζέψουν το νου του ανθρώπου που σκορπίζεται στα υλικά και εφάμαρτα πράγματα και να τον στρέψουν προς τον εαυτό του και σε τελευταία ανάλυση, να τον οδηγήσουν προς το Θεό του».
Ο άνθρωπος λοιπόν που πονεί, που είναι άρρωστος, είναι σε θέση να φιλοσοφεί σωστά τη ζωή και να ιεραρχεί τις αξίες της, κάτι που πολλές φορές αδυνατεί να κάνει ο άνθρωπος, ο άσχετος με τον πόνο και την αρρώστια, που έχει την ψευδαίσθηση πως είναι αιώνιος πάνω στη γη και κατατρύχεται από τα πάθη, τις αδυναμίες και τις μικρότητες. ΄Ετσι, κατά τον ΄Αγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «Πολλές φορές ο Θεός επιτρέπει τον πόνο στη ζωή μας για να εμβαθύνομε στο αληθινό και ουσιώδες νόημά της και να μάθουμε να απορρίπτουμε τα δευτερεύοντα και επουσιώδη».
Ο πόνος και στις δύο διαστάσεις του, είτε ως σωματικός, είτε ως ψυχικός, θεωρείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως όρος απαραίτητος για τη μόρφωση και την καλλιέργεια των αρετών από τον άνθρωπο. Ο ΄Αγιος Διάδοχος ο Φωτικής, ένας μεγάλος φιλοκαλικός πατέρας, σημειώνει: «Ο άνθρωπος εάν μη δια πόνου δοκιμασθεί, ου δύναται χωρήσαι τη σφραγίδι της του Χριστού αρετής».
Στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία μας ο πόνος και οι θλίψεις θεωρούνται ως «χαλινός, χαλινούν το ανθρώπινο φύσημα» δηλαδή κατά τη θεολογία του Αγίου Ιωάννη του Καρπάθιου, στον οποίο ανήκει η πιο πάνω θέση, ο πόνος ταπεινώνει τον άνθρωπο, φυγαδεύει την αλαζονεία και την έπαρση και καθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο δεκτικό της Θείας Χάριτος.
Σάββα Αλεξάνδρου Θεολόγου
Βοηθού Διευθυντή Α΄ Λανιτείου Λυκείου Β’

Εισήγηση στην ΣΤ΄ συνάντηση (29.05.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017) Εισηγητής: Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης


Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 287- 368).

Πανιερώτατε,
Αγαπητοί εν Κυρίω πατέρες και αδελφοί,
Ο όρος «πνευματική τελείωση» των χριστιανών στην ορθόδοξη θεολογία δηλώνει τη σωτηριολογική πορεία του πεπτωκότος ανθρώπου προς το αρχέτυπο κάλλος της δημιουργίας, δηλαδή την πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού. Η πορεία αυτή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πορείας του ανθρώπου της πτώσης, ο οποίος καλείται να επανέλθει στην οντολογική κατάσταση της Δημιουργίας, που πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, ως του κατεξοχήν σωτηριώδους Θεανθρώπινου οργανισμού.
Η πτώση των πρωτοπλάστων από την κατάσταση του φωτισμού της Δημιουργίας προς το σκοτάδι της αγνωσίας και του εγωκεντρισμού, οδήγησε τελικά τον άνθρωπο στην αυτόβουλη υποδούλωσή του στα πάθη, τις επιθυμίες και τη λογική, σκοτίζοντας τον νου, που αποτελεί το μέσο και το αισθητήριο κοινωνίας του με τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος αποποιήθηκε την ελευθερία του και έγινε δούλος της ύλης και του περιβάλλοντος κόσμου. Εντούτοις, η κατάσταση της υποδούλωσης του ανθρώπου στον κόσμο της πτώσης αντίκειται στην οντολογική του υπόσταση, που έχει ως βάση την ελευθερία που εκπηγάζει από την «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία του.
Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, εντασσόμενη στο πλαίσιο της προαιώνιας Θείας Οικονομίας, αποσκοπεί στην κατάργηση της κατάστασης της δουλείας και τη «συμφιλίωση» του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ο άνθρωπος καλείται να διέλθει από το στάδιο και την κατάσταση του δούλου στην προπτωτική κατάσταση του φίλου - υιού (κατά Χάρη) του Θεού. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος, με τη Χάρη του Θεού, ζώντας εντός της Εκκλησίας, καλείται να διέλθει από τρείς πνευματικές καταστάσεις: από δούλος να γίνει μισθωτός και στη συνέχεια υιός του Θεού. Η διδασκαλία αυτή συναντάται σε ολόκληρη την αγιογραφική και πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας. Ως δούλος, ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, για να αποφύγει την Κόλαση, ως μισθωτός τηρεί το θέλημα του Θεού για να κερδίσει τον Παράδεισο, και ως υιός και φίλος του Θεού εφαρμόζει τις εντολές Του από αγάπη σε Αυτόν, χωρίς να αναμένει κάποια ανταπόδοση.
Τα τρία αυτά στάδια, συνδέονται παράλληλα και με τις τρεις βαθμίδες της πνευματικής πορείας των χριστιανών προς τον αρχέτυπο και τελικό τους προορισμό, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και τελικά η θέωση (ή δοξασμός). Η πορεία αυτή επιτυγχάνεται εντός της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον σωτηριώδη «χώρο» περιχώρησης Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο τα αποτελέσματα της καθαρτικής και ζωοποιού του ενέργειας, αρκεί ο άνθρωπος αυτοπροαιρέτως να συναισθανθεί την πτωτική του κατάσταση και να ομολογήσει την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες των πειρασμών, προσφέροντας ταπεινά προς τον Σωτήρα και Δημιουργό την καρδιά και την ελπίδα του. Η συνέργεια Θεού και ανθρώπου, αναλόγως βεβαίως της οντολογικής κατάστασης του καθενός και όχι ισόρροπα, αποτελεί βασική προϋπόθεση της πορείας του ορθόδοξου πνευματικού αγώνα.
Ωστόσο, η πορεία προς τη θέωση, την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, αποτελεί κατ’ ουσία δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, μέσω της «υιοθεσίας» του πεπτωκότος Αδάμ που πραγματοποιείται με την ενσάρκωση του Θεού, και δεν αποκτάται ως επιβράβευση του όποιου πνευματικού αγώνα. Κατά συνέπεια, οι διαστάσεις του πνευματικού αγώνα των χριστιανών δεν σχετίζονται με ηθικά και δεοντολογικά δεδομένα, ούτε σχετίζονται με ανταποδοτικά αποτελέσματα, αλλά καθορίζονται με άξονα τη συντριβή και την ποιότητα της ταπείνωσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «η μεταβολή του ανθρώπου από την δουλεία στην κατά Χάρη υιοθεσία και η κατάργηση του θανάτου είναι η ουσία της ενανθρωπήσεως του Χριστού και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, γίνεται με την μεταβολή της φιλαυτίας του ανθρώπου σε φιλοθεΐα, της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή». «Οι θεούμενοι είναι οι κατ’ εξοχήν φίλοι του Θεού, γιατί υπερέβησαν τις δουλικές εξαρτήσεις και καταστάσεις οδηγηθέντες προς την ‘‘ατέλεστη τελειότητα”».
Βασικό πυλώνα της ορθόδοξης ασκητικότητας, ο οποίος συνδέεται με την κατά Χάρη υιοθεσία του Θεού, αποτελεί η νοερά προσευχή, η οποία μεταβάλλεται σταδιακά (με τη Χάρη του Θεού) σε καρδιακή. Η προσευχή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωταρχικός κώδικας κοινωνίας και επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά και ως ένας δίαυλος μετοχής του ανθρώπου στη Χάρη των ακτίστων θείων ενεργειών. Κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων και αγίων είναι η νοερά και καρδιακή προσευχή, η οποία αποτελεί απόδειξη ότι ο άνθρωπος έχει καταστεί κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Ο χαρακτήρας και η ποιότητα της νοεράς προσευχής συνδέεται και μεταβάλλεται ανάλογα με την πορεία και τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως των χριστιανών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι «όταν κάνουμε λόγο για στάδια τελειώσεως δεν εννοούμε κάποια σταθερά και αμετάβλητα σημεία, αλλά αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η Χάρη του Θεού στον άνθρωπο, ανεξαρτήτως χρονικών ή τοπικών συμβάσεων και περιορισμών. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, ενεργούν σε ολόκληρη την κτίση, συγκροτώντας και διέποντας τα δημιουργήματα, αναλόγως της υποστατικής τους δεκτικότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Όταν η Χάρη του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τα πάθη λέγεται καθαρτική, όταν φωτίζει το σκότος του νοός λέγεται φωτιστική, και όταν τον οδηγεί στη θέωση λέγεται θεοποιός». «Ο άνθρωπος στην πορεία του προς την θέωση κατ’ αρχάς μετέχει της καθαρτικής ενέργειας, έπειτα της φωτιστικής και τέλος της θεοποιού ενέργειας του Θεού. Ασφαλώς υπάρχουν αυξομειώσεις στην πορεία αυτή, καθότι η θέωση του ανθρώπου αποτελεί διάσταση με τελολογική προοπτική, συνδέεται δηλαδή με την αιώνια βασιλεία του Θεού.»
Η κάθαρση συνίσταται στην αποβολή των πτωτικών λογισμών και ενθυμήσεων του ανθρώπου, ώστε να παραμείνει στον νου και στην καρδιά του μόνο η μνήμη του Θεού, το ζωοποιό όνομα του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως, στην κατάσταση αυτή καθαρίζεται το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό και επιθυμητικό του πεπτωκότος ανθρώπου, αυτό που θα λέγαμε με απλά λόγια, τα ανθρώπινα πάθη. Ο νους του ανθρώπου είναι το κέντρο των αισθήσεων, ο οποίος στην προπτωτική κατάσταση δεχόταν τη φωτιστική ενέργεια του Θεού. Εντούτοις, διαχεόμενος στον κόσμο της πτώσης και συνδεόμενος με τις ανθρώπινες αισθήσεις, αναπόφευκτα έχει μολυνθεί. Όταν όμως καθαρισθεί από τις προλήψεις και τους λογισμούς, τότε όλες οι αισθήσεις ενοποιούνται και πραγματοποιείται αυτό που ονομάζεται ενοειδής συνέλιξη του νου. Αυτό οδηγεί, με τη Χάρη του Θεού, στην κάθαρση του νοός. Στην καρδιά του ανθρώπου (με την αγιογραφική και πατερική έννοια του όρου) εδράζεται το παθητικό, το επιθυμητικό και το θυμικό μέρος της ψυχής. Ο κεκαθαρμένος νους ενεργεί στην καρδιά μεταφέροντας εικόνες και προσλήψεις των αισθητών πραγμάτων. Μέσω της νοεράς προσευχής, ο νους κινεί την καρδιά σε αγάπη και ζήλο προς τον Θεό, μεταβάλλοντάς την σε κέντρο της προσευχής, η οποία από νοερά μεταβάλλεται σε καρδιακή.
Ο φωτισμός του ανθρώπου βιώνεται ως χωρισμός και ως απελευθέρωση του νου από τη λογική και ταυτόχρονα ως έλλαμψη (φωτισμός του νοός) από τη Χάρη του Θεού. Στο στάδιο αυτό η νοερά προσευχή αυτενεργεί υπερβατικά και ανεξάρτητα από τη λογική, η οποία αποτελεί την κατευθυντήρια δύναμη του ανθρώπινου παθητικού, καθώς ο φωτισμένος νους, δηλαδή η Χάρη του Θεού, διέπει και κατευθύνει το παθητικό μέρος της ψυχής». Με τον τρόπο αυτό ο φωτισμένος νους μπορεί να παρακολουθεί ανεξάρτητα τις κινήσεις της λογικής, αντιλαμβανόμενος τη συμβατικότητά της. Ωστόσο, η λογική δεν παύει να κινείται προσευχητικά.
Στη διάρκεια της θεώσεως η νοερά προσευχή μεταβάλλεται ανασταλτικά, καθώς ο νους του ανθρώπου βιώνει πλέον και βλέπει τη δόξα του Θεού, χωρίς όμως να καταργείται και η λογική του ενέργεια και προσευχή. Ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται στη θεία Λειτουργία και συγχρόνως να βλέπει ρεαλιστικά την άκτιστη πραγματικότητα, όχι όμως εκστασιαζόμενος (όπως συμβαίνει π.χ. με διάφορες ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες), αλλά συνεχίζοντας να αντιλαμβάνεται την πτωτική του κατάσταση ως ανάγκη για μετάνοια και προσευχή. Στο στάδιο της θεώσεως, αν και δεν πραγματοποιείται αναστολή της λογικής ενέργειας του ανθρώπου, εντούτοις αναστέλλονται οι σωματικές του ενέργειες και λειτουργίες. Οι άγιοι μας διδάσκουν ότι κατά τη διάρκεια της θεοπτίας αναστέλλονται τα φυσικά αδιάβλητα πάθη (π.χ. πείνα, κόπωση, νύστα κ.ο.κ.) και ότι ο διάβολος καθίσταται παντελώς ανίσχυρος. Ο θεούμενος, ευρισκόμενος στην κατάσταση της θέωσης, ζει μέσα στη δόξα του Θεού, βιώνει την αναστολή των φυσικών ενεργειών του σώματος, όχι της ψυχής, συνεχίζοντας όμως να αποτελεί μία αδιάσπαστη ψυχοσωματική οντότητα, να είναι αυτό που θα λέγαμε με βάση τα κοσμικά κριτήρια «φυσιολογικός». Με τον τρόπο αυτό ο θεόπτης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας του Θεού, καθώς η θεοπτία-θεωρία προσφέρει την αληθινή θεολογία. Με άλλα λόγια, η αληθινή θεολογία είναι έκφραση της θεοπτικής εμπειρίας, έκφραση και διατύπωση της άκτιστης πραγματικότητας με κτιστά ρήματα και νοήματα. Επιπρόσθετα, η αφθαρτοποιός ενέργεια του Θεού, μέσω της μετοχής του θεουμένου στη δόξα της Αγίας Τριάδος, διέπει ολόκληρο τον ψυχοσωματικό άνθρωπο, αφθαρτοποιώντας τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του. Τα λείψανα δηλαδή των αγίων, αποτελούν αποτέλεσμα (αν θέλετε και απόδειξη) της κατά Χάρη θεώσεώς τους.
Όπως προαναφέραμε, ομιλώντας για την πνευματική πορεία του ανθρώπου οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι δεν ομιλούμε για μία γραμμική και αμετάβλητη πορεία, καθώς αυτή μπορεί να ακολουθεί κυμαινόμενες, ακόμη και καθοδικές κατευθύνσεις.  «Ενώ υπάρχει μία πορεία ανόδου από την κάθαρση στον φωτισμό και τη θέωση, μπορεί αντιστρόφως να υπάρξει και μία πορεία καθόδου των σταδίων αυτών. Η θέωση, η οποία βιώνεται ως θεοπτική εμπειρία, συνήθως διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον όπως ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί την έννοια του χρόνου), ενώ μετά από αυτή ακολουθεί η κάθοδος στην κατάσταση του φωτισμού. Ακόμη όμως και η διατήρηση του ανθρώπου στο στάδιο του φωτισμού δεν αποτελεί ενιαία και αμετάβλητη ποιοτικά κατάσταση, καθώς η Χάρη του Θεού μπορεί να αποκρύβεται και να επανέρχεται στον άνθρωπο, μη θέλοντας να καταργήσει το ανθρώπινο αυτεξούσιο και την προοπτική της συνέργειας στην εκπλήρωση της τελείωσης του πνευματικού αγώνα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πνευματικές μεταπτώσεις, καταβιβάζοντάς τον από την κατάσταση του φωτισμού στην τάξη των μετανοούντων, ενίοτε μάλιστα και σε ακόμη χαμηλότερα πνευματικά επίπεδα σύγχυσης και αμαρτίας. Η έπαρση και η αλαζονεία οδηγούν σε καταστάσεις φαντασιακής πλάνης, παρασύροντας τον άνθρωπο σε αναπόφευκτη πτωτική και εωσφορική κατακρήμνιση.
Κομβικό σημείο για να κατανοήσουμε την πορεία αυτή, είτε προς την ανοδική είτε προς την καθοδική της κατεύθυνση, αποτελεί η έννοια της μετάνοιας του ανθρώπου, η οποία θα πρέπει να είναι συνεχής και ανατροφοδοτούμενη. Η έννοια της μετάνοιας είναι κατ’ εξοχήν έννοια με θεολογικές και όχι με ψυχολογικές διαστάσεις, τουλάχιστον όπως αυτές προβάλλονται από διάφορες επιστημονικοφανείς ιδεολογίες, όπως η λεγόμενη επιστήμη της ψυχολογίας. Στην Ορθόδοξη θεολογία, ως μετάνοια δεν χαρακτηρίζεται ούτε αυτό που ονομάζεται ενοχικό σύνδρομο, ούτε μία συναισθηματικού τύπου αναθεώρηση πράξεων και συμπεριφορών, αλλά η αλλαγή του νοός, ο αγώνας δηλαδή του ανθρώπου να οδηγηθεί από την κάθαρση προς τον φωτισμό και τη θέωση. Χωρίς την καλλιέργεια της μετάνοιας, ο μεταπτωτικός άνθρωπος (ο άνθρωπος δηλαδή της πτώσης) είναι καταδικασμένος να διέπεται από τις μεταπτώσεις του αναλαμβανόμενου πνευματικού του αγώνα, καθώς στο πλαίσιο της συνέργειας Θεού και ανθρώπου με σκοπό την πνευματική τελείωση των χριστιανών το μόνο συστατικό που μπορεί να συνεισφέρει ο άνθρωπος είναι η συντετριμμένη καρδιά του και ο σκοτισμένος του νους, προκειμένου να θεραπευθούν, να φωτιστούν και να θεωθούν.
Η Ορθόδοξη ασκητικότητα, η πορεία δηλαδή του ανθρώπου προς τον Θεό, συντελείται αποκλειστικά και μόνο εντός της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι μία ανθρωποκεντρική οργάνωση, όπως συμβαίνει με τις διάφορες αιρετικές εκκλησιοφανείς οργανώσεις της Δύσης, αλλά αποτελεί το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός, και μέλη της οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της θεώσεως, που ονομάζονται θεούμενοι. Οι άγιοι της πίστης μας αποτελούν την κατεξοχήν απόδειξη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, αλλά και τους ζώντες μεσίτες και πρεσβευτές των πιστών προς τον Σωτήρα Χριστό. Εκκλησία που δεν γεννά αγίους δεν είναι τίποτε άλλο από μία στείρα παρασυναγωγή.
Στον Χώρο της Εκκλησίας τα προσωπικά μας πάθη μεταποιούνται, με τη Χάρη του Θεού, σε δυνατότητες και ευκαιρίες συνάντησής μας με τον Πατέρα, που μας περιμένει, σαν τον άσωτο υιό, με ανοιχτές αγκάλες. Δεν μας κρίνει, δεν μας επιπλήττει, δεν μας κατηγορεί, ούτε μας απορρίπτει, δεν επιδιώκει να μας εξουθενώσει κουνώντας επιδεικτικά το δάκτυλο και λέγοντάς μας «σου τά ᾽λεγα Εγώ!»· αλλά αναμένει το πρώτο μας μικρό βήμα, για να ανοίξει διάπλατα την απέραντη αγκαλιά Του, χωρίς να το αξίζουμε, χωρίς προϋποθέσεις και κανόνες, να μας σκεπάσει, να μας κατανοήσει, να μας καλύψει, να μας δεχθεί μετανοιωμένους, έχοντας συνειδητοποιήσει την αδυναμία μας να πορευθούμε μόνοι μας σε αυτή τη ζωή, δίχως την προσωπική μας σχέση μαζί Του. Να μας οδηγήσει τελικά στον σκοπό για τον οποίο μας έχει δημιουργήσει: από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν».
Η πνευματική τελείωση των Χριστιανών (κάθαρση, φωτισμός, θέωση) Εκτύπωση

Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος – μεταπτωτικός άνθρωπος, δυαλισμός και Χριστιανισμός.


καὶ θαυμάσονται οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα ἐπὶ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, βλεπόντων τὸ θηρίον ὅτι ἦν, καὶ οὐκ ἔστι καὶ παρέσται.
[Και οι κάτοικοι της γης, των οποίων το όνομα δεν είναι γραμμένον στο βιβλίον της ζωής από τότε που εκτίζετο ο κόσμος, θα θαυμάσουν, όταν ίδουν ότι το θηρίον υπήρχε μεν κάποτε και δεν υπάρχει, και όμως πάλιν θα παρουσιασθή.]Ιερά Αποκάλυψις. 17,8β-
…Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαιξε έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του Ευαγγελίου. Όμως, σε αυτήν την χριστιανικοτάτην Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέβοσκε πάντοτε η ειδωλολατρία. Το θηρίο δηλαδή ουκ ην, δεν ήτο. Ήτο δεμένο αλλά υπέβοσκε. Όταν λέγει ήτο δεμένο δεν σημαίνει ότι είχε εξαφανιστεί ο διάβολος, [σημαίνει] δεν μπορούσε να ενεργήσει. Όπως λέγει ο Ανδρέας και ο Αρέθας, είχε απονευρωθεί. Υπέβοσκε όμως η ειδωλολατρία. Μια αναλαμπή αυτής της ειδωλολατρίας είναι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης.

Αργότερα, επειδή δεν μπορούσε στα κεφάλια μερικών λογίων του Βυζαντίου να κατανοηθεί ο σταυρικός πυρήν του Ευαγγελίου, δηλαδή η άρνησις του κόσμου εν εννοία πνευματική, άρχισε η θεολογική σκέψις των λογίων να γίνεται περισσότερον και περισσότερον φιλοσοφική. Αυτό το διακρίνομε σε πολλούς λογίους. Βέβαια η παιδεία τους ήτο και παιδεία των Ελληνικών γραμμάτων. Μερικοί όμως παρέκκλιναν και εγίνοντο ερασταί του αρχαίου πνεύματος. Έτσι, βασικό θέμα ετέθη ως εξής:
Εις τον Χριστιανισμόν υπάρχει η ούτως ειπείν απαγόρευσις της ικανοποιήσεως των αισθήσεων. Αλλά γιατί να υπάρχει αυτή η απαγόρευσις; Γιατί να μην χαρούμε την ζωή όπως μας προσφέρεται κατά φυσικόν τρόπον;  Άρα λοιπόν μέσα στον Χριστιανισμόν, είπαν οι λόγιοι αυτοί, υπάρχει η αναβίωσις ενός στοιχείου δυαλιστικού. «Δυαλισμός» -το δυ με ύψιλον- θα πει ένα στοιχείο που είναι διπλούν : το στοιχείο της ύλης και το στοιχείο του πνεύματος. Και έρχονται σε μία αντίθεση.
Ένας κύριος εκπρόσωπος αυτού του πνεύματος ήτο ο Γεμιστός ο Πλήθων, που πέθανε ένα χρόνο προ της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλως, το 1452, στον Μυστρά της Πελοποννήσου. Έχομε κι άλλους όμως ομοίους με τον Πλήθωνα.
Γιατί λοιπόν να μην έχει κανείς μίαν ενοποίηση των δυνάμεων της φύσεως; Γιατί να μην υπάρχει μία ενοποίησις ψυχής και σώματος και να βάλομε αυτά τα δύο να συγκρούονται -ψυχή με σώμα; Γιατί να εισάγει ο Χριστινισμός δυαλισμόν;
Περιττό να σας πω ότι αυτά δεν είναι καθόλου σωστά, διότι αντιθέτως ο Χριστιανισμός κατήργησε κάθε δυαλιστικό στοιχείο. Διότι δέχεται έναν Θεόν, σαρκός και πνεύματος
Αν υπάρχει μία αντίθεσις ανάμεσα στην σάρκα και στο πνεύμα, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «τις με ρύσεται του σώματος του θανάτου τούτου;», ομιλεί εξ ονόματος του μεταπτωτικού ανθρώπου.
Και ευθύς παρακάτω ο Απόστολος Παύλος δοξολογεί τον Χριστόν ότι τον ηλευθέρωσε ο Χριστός ακριβώς από αυτό το δυαλιστικό στοιχείο.
Ο δυαλισμός λοιπόν, η διαρχία, δεν υπάρχει στον Χριστιανισμό και αν σου πει ο άλλος «δεν θα φας αυτό, θα κάνεις εγκράτεια εκεί» δεν είναι γιατί υπάρχει κάτι κακό στην ύλη ή στο σώμα, αλλά δια λόγους ασκήσεως, επειδή υπάρχει ο μεταπτωτικός άνθρωπος να υπάρξει ο αγώνας να έλθομε εις τον καινούριον άνθρωπο. Αυτά όμως -μέχρι σήμερα αγαπητοί μου προσέξατε- δεν μπορούσαν να κατανοηθούν.
Πάρτε το θέμα της εγκρατείας. Να το πω έτσι ωμά ωμά όπως τα λένε οι άνθρωποι, γιατί τα πήρα εγώ φιλοσοφικά. Να σας τα πω ωμά, πρακτικά.
Παντρεύτηκα, λέει, και μου απαγορεύεις να συνέρχομαι με την γυναίκα μου; Για ποιον λόγο; Αμαρτία είναι; Και όταν η σύζυγος πει στον άντρα, -ξέρεις είναι Σαρακοστή; -Γιατί σε παντρεύτηκα; Αμαρτία είναι; …
Δεν είναι αμαρτία αδελφέ μου γιατί δεν υπάρχει διαρχία, δεν υπάρχει δυαλισμός, αλλά ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΣΑΡΚΑ εάν δέσεις τον εαυτόν σου στις αισθήσεις σου. 
Μας το πληροφορεί η ιστορία. Τί συνέβη στην εποχή του κατακλυσμού του Νώε;
ου μη καταμείνη το πνεύμα μου εν αυτοίς δια το είναι αυτούς σάρκας
Έγιναν σαρκικοί άνθρωποι. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό αδελφέ μου; Ότι είσαι ο μεταπτωτικός άνθρωπος και έχεις μίαν ευαισθησίαν και έλκεσαι από τις αισθήσεις σου και γίνεσαι χώμα;
Αυτό που είπε ο Θεός στον διάβολο, στο φίδι: Όλες τις μέρες της ζωής σου χώμα θα τρως, θα σέρνεσαι. Στο διάβολο το λέει αυτό γιατί το φίδι είναι δημιούργημα του Θεού και το φίδι δεν είχε πρώτα ποδάρια και τα απέβαλε μετά. Ω διάβολε, ουδέποτε θα ορθώσεις κεφάλι, να δεις κάτι πνευματικό, κάτι πού είναι πιο πάνω από τον εαυτόν σου. Πάντα θα έχεις το κεφάλι σου προς τα κάτω να τρως ύλη, να τρως αμαρτία, να τρως εκείνο που δεν θα έπρεπε να τρως. Ω διάβολε.
Κι εσύ άνθρωπε που παρεσύρθης από τον διάβολον, δεν το καταλαβαίνεις αδελφέ μου; Δεν υπάρχει δυαρχία. Ο Θεός έκανε το σώμα, ο Θεός έκανε και το πνεύμα, ο Θεός έκανε και το γενετήσιο.
δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινα ἐστι τοῦ Θεοῦ, 
λέγει ο Απόστολος Παύλος (Α Κορ. 6,20)
Έτσι οι φιλοσοφούντες αυτοί, λίγο θεολογούντες και περισσότερο φιλοσοφούντες, και περισσότερο παρασυρόμενοι από τις αισθήσεις τους, άρχισαν να λένε γιατί να μην υπάρχει μία ελευθερία και να μην υπάρχει ενοποίησις σώματος και ψυχής, αλλά έρχεται ο Χριστιανισμός και λέγει, μη αυτό, μη εκείνο.
Παρανόησις. Βλέπετε η αδυναμία της ζωής, των βιωμάτων, της σαρκός; Όταν ο άνθρωπος δεν ζει Χριστιανικά, βλέπετε τι πονηρά δόγματα γεννάει; όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος;
Λοιπόν. Ποιός θα ικανοποιήσει το θέμα της ενοποιήσεως πνεύματος και σαρκός/σώματος; Το αρχαίον Ελληνικόν πνεύμα, δηλαδή επαναφορά εις την ειδωλολατρεία της αρχαιότητος. «Εκεί θα ξαναβρούμε πάλι την αρμονία και την ισορροπία της ανθρωπίνης υπάρξεως». Σας ο εξήγησα λοιπόν. Αυτό το ίδιο πνεύμα υπάρχει μέχρι σήμερα και ογκούται, μεγαλώνει.
Σας είπα, ένας εκπρόσωπος αυτού του πνεύματος ήτο ο Πλήθων. Αν διαβάσετε την ιστορία της εποχής εκείνης, πως αυτός πήγε στην Ιταλία, πως τα Ελληνικά γράμματα έλαμψαν στην Ιταλία και λοιπά και πως ακόμη μεταφέρθηκε αυτό το πνεύμα που υπέβοσκε στη Δύση και δημιουργήθηκε η γνωστή Αναγέννησις στη Δύση, η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι υποβόσκουσες αυτές φιλοσοφικο-θεολογικές ιδέες του Βυζαντίου. Αποτέλεσμα, ερασταί κι εκείνοι της αρχαιότητος στη Δύση, στην Ιταλία κυρίως, άρχισε να δημιουργείται η Αναγέννησις, η νοσταλγία της ειδωλολατρίας, γέννημα της οποίας Αναγεννήσεως είναι ο δικός μας Θεόφιλος Καΐρης, μόλις του περασμένου αιώνος.
Στα μέσα του περασμένου αιώνος απέθανε ο Θεόφιλος Καΐρης στη Σύρο. Κληρικός ήταν και στην Άνδρο είχε κάνει ένα ορφανοτροφείον, στην πραγματικότητα δεν ήτανε παρά μία σχολή. Συγκέντρωνε πολλούς μαθητάς, εκατοντάδες μαθητάς απ’ όλη την Ελλάδα στην προσπάθειά του όχι να δώσει μόρφωση μόνο. Δίδασκε όλα τα μαθήματα, Μαθηματικά, Φυσική, Φιλοσοφία, Ελληνικά. Όλα τα μαθήματα μόνος του. Όχι μόνο αυτό αλλά προσπάθησε να δημιουργήσει μία καινούρια θρησκεία με καινούριο τελετουργικό, με νέους ύμνους και με καινούριες προσευχές. Στο βάθος λοιπόν ήτο παιδί της Αναγεννήσεως της Δύσεως, η οποία ήτο παιδί των Βυζαντινών εραστών της ειδωλολατρίας. ….
***
Απομαγνητοφώνηση Φαίη
Πηγή arnion.gr [Απόσπασμα Ομιλίας Νο 69«Ἡ ἀναβίωσις τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ ἑπτά βασιλεῖς. Οἱ δέκα βασιλεῖς.» – Ιερά Αποκάλυψις. 27/02/83]

Η εμπειρική γνώση του Θεού Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής


Η γνώση του Θεού: Η ησυχαστική θεολογία ως εμπειρική γνώση του Τριαδικού Θεού

Η γνώση των ανθρώπων σε θέματα της κτιστής πραγματικότητας είναι αποκλειστικά υπόθεση νοησιαρχικής διαδικασίας. Όμως κάνοντας λόγο συγκεκριμένα για την κατεξοχήν θεολογία ως χαρισματική λειτουργία, δηλαδή ως Αληθειο-λογία και όχι ως ακαδημαϊκή σπουδή, η οποία πολλάκις εκτροχιάζεται και περιπλανάται σε ειδυλλιακές ουτοπίες, τα πράγματα δεν ακολουθούν αυτή τη φόρμουλα. Καθετί δηλαδή που αναφέρεται στη θεία πραγματικότητα αν δεν ταυτίζεται με την αποκάλυψη του Χριστού δεν αποτελεί θεολογία. Η Αλήθεια ως ενυπόστατη στον Λόγο, δεν αποτελεί μετρήσιμο μέγεθος και επομένως δεν αποτελεί αντικείμενο γνώσης κατά τη μέθοδο της θύραθεν γνωσιολογίας, η οποία ισχύει για όλα τα επιστητά και νοητά πράγματα. Ο απ. Παύλος με την φράση, «νν δ γνντες Θεν, μλλον δ γνωσθντες π Θεο», αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει. Πως ο Θεός, ακόμη και στην διαδικασία που ο άνθρωπος τον αναζητεί να τον ψηλαφήσει ώστε να τον γνωρίσει, δεν παύει να είναι το δρών και το κατεξοχήν Υποκείμενο. Κατά την βιβλική άποψη, πρώτα ο άνθρωπος γινώσκεται υπό του Θεού, αποκαλυπτομένου εν Χριστώ, και ακολούθως ο πιστός διά της καταφάσεώς του γνωρίζει το Θεό. Άλλωστε ο απ. Παύλος κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο και θέλοντας να εκφράσει την άμεση εξάρτηση της γνώσης ως εμπειρίας, με την αγάπη προς τον Θεό γράφει «ε δ τις γαπ τν Θεν, οτος γνωσται π᾿ ατο».
Η εμπειρική γνώση του Θεού - Επί ασπαλάθων
Μεταπτωτικά αυτή η θέα του Θεού δεν είναι δεδομένη και ούτε φυσικά απροϋπόθετη…

Υπάρχει μια απέραντη απόσταση μεταξύ Θεού και δημιουργίας, κι αυτή είναι απόσταση φύσεων.

«Πάντα πέχει Θεο, ο τόπ λλ φύσει»  κατά τον μέγα δογματολόγο Ιωάννη Δαμασκηνό. Κι όμως, παρά τη χαώδη αυτή οντολογική ετερότητα του ανθρώπου εν σχέσει με το άκτιστο, είναι εφικτή η γνώση του Θεού (θεολογική γνωσιολογία), η οποία όμως νοείται πάντοτε στο πλαίσιο της κατ΄ενέργειαν σχέσης του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό. Επομένως, μεταπτωτικά αυτή η «θέα του Θεού» δεν είναι δεδομένη και ούτε φυσικά απροϋπόθετη, όπως κατά κανόνα ισχύει γύρω μας στην κτιστή πραγματικότητα, αλλά τουναντίον, στη φράση «μακριοι ο καθαρο τ καρδίᾳ, τι ατο τν Θεν ψονται», τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση από τον ίδιο τον Χριστό η καθαρότητα της καρδιάς, νοουμένης πάντοτε ως του όλου ανθρώπου.

Ο μεταπτωτικός άνθρωπος όμως, έρμαιο των αισθήσεων και του φαινόμενου κόσμου, έχει ανάγκη οντολογικής απελευθέρωσης, ως αποδέσμευσης από τα πάθη.

Η ελευθερία αυτή δεν είναι άπιαστο και απατηλό όνειρο αλλά αντίθετα δύναται να γίνει βιούμενη πραγματικότητα. «Γνσεσθε τν λθειαν, κα λθεια λευθερσει μς»  διδάσκει ο Χριστός. Η τήρηση των εντολών του Θεού αυτό ακριβώς δηλώνει.  Ακολουθώντας ο άνθρωπος τη βούληση του Θεού, δηλαδή αλλάζοντας και ζώντας εν Χριστώ με την εν γένει μυστηριακή ζωή, μέσω της αυτοπαράδοσής του στον ίδιο το Χριστό, ελευθερώνεται πραγματικά και οντολογικά από τον υλώδη και κοσμικό τρόπο ζωής και αντιλήψεως. Βέβαια ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ θα μας πει, ότι «ο κτιστός άνθρωπος, δεν μπορεί μόνο με τις φυσικές του δυνάμεις να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Η επιδίωξή του αυτή θα παρέμενε απραγματοποίητη αν δεν συνεργούσε η θεία Χάρη, η οποία άλλωστε είναι και το ζητούμενο». Η ορθόδοξη θεώρηση της συνεργίας για τη σωτηρία, έγκειται ακριβώς στην αυτογνωσία του ανθρώπου ότι αδυνατεί να την πετύχει μόνος του, ως ταπεινή ομολογία των πεπερασμένων δυνατοτήτων της. Με τη συνεργία ο άνθρωπος όχι μόνο δεν αυτονομείται, αλλά πρακτικώς βιώνει το «ἐν Χριστῷ» είναι του και δεν επαναλαμβάνει πλέον στη ζωή του το προπατορικό αμάρτημα.
Για να συνδέσουμε όλα τα ανωτέρω, θα πρέπει να τονίσουμε πως η γνώση του Θεού είναι γνώση υπαρξιακή και περιλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν αποτελεί καθαρό γνωσιολογικό πρόβλημα, αλλά είναι οντολογική αλλοίωση, μετοχή στην αγαθή και ζωοποιό θεία ενέργεια. Αυτή η ενέργεια όμως, δεν παύει να είναι ο ίδιος ο Θεός, αφού παρότι σαφώς διαφέρει και διακρίνεται από τη θεία ουσία, εν τούτοις δεν διασπάται από αυτήν.

Υπάρχει δυναμικός και όχι στατικός χαρακτήρας σε αυτού του είδους τη γνώση του Θεού που προϋποθέτει κίνηση και τάση προς το άπειρο.

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κορεσμός της επιθυμίας γνώσεως του Θεού και της αγαπητικής σχέσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αφού ‘’στάση’’ της επιθυμίας σημαίνει διακοπή της μετοχής στην αγαθή και ζωοποιό ενέργεια του Θεού. «Ερεσις στίν ατό τό εί ζητεν» θα μας πεί ο Γρηγόριος Νύσσης. Φορέας της γνώσεως είναι ο νους του ανθρώπου. Μάλιστα όλοι οι νηπτικοί χαρακτηρίζουν τον νου ως το ηγεμονικό μέρος και τον οφθαλμό της ψυχής, ο οποίος προπτωτικά στην κατά φύση κατάστασή του ήταν «ενοειδής» και «μονοειδής» . Είχε δηλαδή εκείνα τα χαρακτηριστικά του φωτισμού, της καθαρότητας και της «αμορφίας» που αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις της απερίσπαστης προσευχής και ένωσης με τον Θεό. Μετά την πτώση όμως, ο νους του ανθρώπου εξέρχεται από την καρδιά και παραδίδεται στους εμπαθείς λογισμούς, πράγμα το οποίο δηλώνει τη δέσμευση και την αιχμαλωσία του στα αισθητά και ορατά της κτίσεως, οπότε και αδυνατεί να συναντηθεί με τον Θεό «ν τ προσευχ». Ο συνδυασμός όλων αυτών τον καθιστά ευάλωτο στις δαιμονικές δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία που κάνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς στην παραβολή του ασώτου Υιού, όπου ταυτίζει τον άσωτο υιό με το νου του ανθρώπου και την πατρική οικία με την καρδία του, από την οποία και εξήλθε «ες χραν μακρν»  για τη μάταιη και ψυχοφθόρα περιπλάνηση και στην οποία επανέρχεται μόνο κατόπιν μετανοίας, για να συναντηθεί και να κοινωνήσει αγαπητικά και ευχαριστιακά με τον πατέρα του. Άλλωστε, μετάνοια σημαίνει επάνοδος από το παρά φύση στο κατά φύση και από το διάβολο στο Θεό.
γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ - Επί ασπαλάθων
«Ο κτιστός άνθρωπος, δεν μπορεί μόνο με τις φυσικές του δυνάμεις να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Η επιδίωξή του αυτή θα παρέμενε απραγματοποίητη αν δεν συνεργούσε η θεία Χάρη, η οποία άλλωστε είναι και το ζητούμενο»
Ο άγ. Νικόδημος Αγιορείτης στον πρόλογο της Φιλοκαλίας, υπογραμμίζει ότι η συλλογή αυτή απευθύνεται τόσο σε μοναχούς, όσο και σε λαϊκούς, αφού όλοι έχουν κληθεί για τον αγιασμό και την χαρισματική βίωση της αγιοτριαδικής ενότητας του «να σιν ν». Η κοινωνία της ζωοποιού ενέργειας του Θεού δεν είναι η ίδια από όλους τους πιστούς. «Κυμαίνεται μεταξύ τῆς εἰς θάνατον κατακρίσεως καί τῆς εἰς ζωήν αἰώνιον ἀφθαρτοποιήσεως». Οπότε ο κάθε πιστός βιώνει αυτή την ενότητα κατά το μέτρον της δεκτικότητάς του, σε μία έμπονη κλιμακωτή πορεία, κατά την οποία « νος καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοται». Εδώ ακριβώς, στο ζήτημα της δεκτικότητας στηρίζεται η διάκριση των ανθρώπων που κάνει ο απ. Παύλος σε «σαρκικό, ψυχικό και πνευματικό», όπου το επίπεδο της γνώσης διαβαθμίζεται αντιστοίχως με το επίπεδο της πνευματικής αλλοίωσης που υφίσταται ένεκα της αυτοπαράδοσής του στην αγάπη του Θεού. Ο αγιασμός, η καθολική εξυγίανση του ανθρώπου ως ακέραιο ψυχόσωμα και η θεογνωσία, ξεκινά με την κάθαρση των παθών μέσω ασκητικής μεθόδου στην οποία συνεργούν οπωσδήποτε όλες οι σωματικές αλλά καί οι πνευματικές δυνάμεις του, ενώ συνεχίζει με τον φωτισμό του νοός, ο οποίος δεν «εξαφανίζεται αλλά αναγεννάται, αγιάζεται, θεούται τελικώς, καθιστάμενος ικανός και άξιος δέκτης της αληθογνωσίας εν Χριστώ» . Η μετατροπή του σταδίου του φωτισμού σε αυτό της θεώσεως, δεν λογίζεται κατά τα κριτήρια της εμβάθυνσης της φυσικής γνώσης, αλλά είναι η διάβαση από τα ρητά της Γραφής και των Πατέρων, στην υπεροχική αγνωσία που υπερβαίνει τη φυσική γνώση και νόηση.

Συγκεχυμένη γνώση περί των όντων μπορεί να έχει και ο εκτός χάριτος άνθρωπος.

Άλλωστε, κοσμική γνώση είχαν και έχουν οι αιρετικοί όλων των εποχών. Δεν είναι όμως γνώση με σωτηριολογικές διαστάσεις δυνάμενη να μεταμορφώσει. Η γνώση του Θεού είναι αποτέλεσμα και καρπός της θείας ελλάμψεως ως άρρητη ενέργεια της τρισηλίου θεότητος που λέγεται και είναι αόρατη όραση, άγνωστη γνώση και αμέθεκτη μετοχή, ώστε «να διαφανεί μέσα από τις εννοιολογικές αντιθέσεις η δυνατότητα εμπειρικής μέθεξης ολόκληρου του ανθρώπου (και όχι μόνο της σκέψης) στην εκφραζόμενη αλήθεια» .
Γι΄αυτό το λόγο το «νφε ν πσι», ως νήψη, ως διαρκής εγρήγορση και αδιάλλειπτη προσευχή είναι απαραίτητη στάση ζωής δια το «μ εσλθητε ες πειρασμν». Έτσι κατανοούμε καλύτερα τον λόγο του Ευαγρίου του Ποντικού που σημειώνει χαρακτηριστικά, «ε θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ληθς. Κα ε ληθς προσεύχῃ, θεολόγος ε». Χωρίς αδιάλλειπτη και θερμή προσευχή, δεν μπορεί ο άνθρωπος να ανέλθει στον σιωπηλό γνόφο του θαβωρίου όρους, ο οποίος ταυτόχρονα είναι σκοτεινός και υπέρφωτος, αφού η ίδια η προσευχή ταυτίζεται με την υψηλότερη και εγκυρότερη εκδοχή της θεολογίας. Γίνεται εμφανής η οργανική ενότητα που υπάρχει μεταξύ μυστηρίων, προσευχής και ασκήσεως.

Η διά της προσευχής όμως απελευθέρωση του ανθρώπου από την υλικότητα του κόσμου, διακρίνεται σαφώς από την «έκσταση», όπως αυτή νοηματοδοτείται και προσδιορίζεται από τα διάφορα ρεύματα των ανατολικών θρησκειών και μεθόδων.

Στην περίπτωση των φιλοσοφικών και υπόλοιπων θρησκευτικών αντιλήψεων περί εκστάσεως, έχουμε μια σχιζοφρενική «πνευματικότητα», η οποία κατανοεί τον άνθρωπο ως μια φυλακισμένη ψυχή μέσα σε ένα επικίνδυνο σάρκινο όστρακο, καταδικασμένο στη φθορά. Η λύτρωση της ψυχής από αυτό, επιτυγχάνεται μέσω μιας μυστικιστικής διαδικασίας, η οποία αποβλέπει στην έξοδό της από το σώμα και στην «ταύτισή της με μια συμπαντική πραγματικότητα […] στην αναζήτηση μιας προσωρινά χαμένης ταυτότητας».
Βουδιστικός ναός
Στην περίπτωση των φιλοσοφικών και υπόλοιπων θρησκευτικών αντιλήψεων περί εκστάσεως, έχουμε μια σχιζοφρενική «πνευματικότητα», η οποία κατανοεί τον άνθρωπο ως μια φυλακισμένη ψυχή μέσα σε ένα επικίνδυνο σάρκινο όστρακο, καταδικασμένο στη φθορά…
Όμως, η διάσπαση αυτή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Το κακό διαιρεί και φθείρει τα ενωμένα, ενώ το αγαθό ενοποιεί και συνέχει τα διηρημένα. Στην Ορθόδοξη παράδοση σε καμία περίπτωση δεν εννοείται κάτι τέτοιο, διότι προοπτική είναι το θαβώριο όρος της Θείας Μεταμορφώσεως, το όρος της θεοπτίας, στο οποίο καμιά αίσθηση και λειτουργία δεν αφανίζεται. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ευαγγελίου κατά την ώρα της Μεταμόρφωσης του Χριστού, ακούστηκε η φωνή του Πατρός, ενώ επίσης εθεάθησαν «Μωσς κα ᾿Ηλας μετ᾿ ατο συλλαλοντες». Υπάρχει δηλαδή καί ακοή καί όραση. Όμως, εκτός από την αποκαλυπτική μεταμόρφωση του Χριστού, συνέβη και μεταμόρφωση, δηλαδή πνευματική αλλοίωση των αισθήσεων των μαθητών, καθώς διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να αντικρύσουν τη δόξα του Θεού. Στην πραγματικότητα, κατά την ώρα της θεοπτίας όλες οι αισθήσεις ενοποιούνται και ο άνθρωπος βλέπει το Θεό διά της θεώσεώς του. Αυτήν ακριβώς τη μεταμόρφωση ως «λλοωσιν τς δεξις το Υψστου» επιδιώκει ο ενσυνείδητος χριστιανός παρακαλώντας το Θεό «λάμψον κα μν τος μαρτωλος, τ φς σου τ ἀΐδιον», κατά την οποία καταξιώνεται στην ακρότατη βαθμίδα της θεογνωσίας και γνωρίζει όχι τον Θεόν ως προς το είναι, αλλά τα περί τον Θεόν. Γι΄ αυτό και κάθε γνήσια πνευματική εμπειρία μπορεί να θεωρηθεί ως μια επαλήθευση ή συνέχιση της μεταμόρφωσης στο Όρος Θαβώρ.

Η Αλήθεια είναι Φως, είναι «τ φς τ ληθινν».

Και αυτό το Φως δεν προσεγγίζεται μέσα σε πλαίσια στείρας συμβατικότητας. Προσεγγίζεται και μετέχεται μόνο δια του ιδίου του φωτός, σε μια προσπάθεια του ανθρώπου να ομοιάσει χαρισματικά προς αυτό, στην δυναμική πορεία του «καθ᾿ μοίωσιν ». «Σημειωθτω φ’ μς τ φς το προσπου σου, να ν ατ ψμεθα φς τ πρσιτον». Δικαίως λοιπόν έχει γραφεί ότι ο ησυχασμός αποτελεί τέχνη και επιστήμη του φωτός. Αν ο άνθρωπος δεν βιώσει εμπειρικά την Αλήθεια δεν μπορεί να θεολογήσει με την υπαρξιακή έννοια του όρου, εφόσον ο θεόπτης θεολόγος είναι ο κατεξοχήν Αληθειο-λόγος.
Η εμπειρική γνώση του Θεού – Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής

Το Φυσικό Περιβάλλον στον Ορθόδοξο Λόγο Πολυξένη Δημοσθένους


[Προηγούμενη δημοσίευση: https://www.pemptousia.gr/?p=179464]
Έδωσε ζωικές πρωτεΐνες για τροφή στις αγελάδες και τις έκανε τρελές. Άρχισε την καλλιέργεια και εκτροφή μεταλλαγμένων ειδών για να παράγει πιο αποδοτικά ζώα και φυτά εστιάζοντας την προσοχή του αποκλειστικά στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και τον ευδαιμονισμό και αδιαφορώντας ουσιαστικά για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στον ίδιο τον εαυτό του.
Στην παράλογη αυτή συμπεριφορά του ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τόσο συνεπής που δεν κάνει διακρίσεις ούτε στο ίδιό του το είδος. Ο ίδιος σαν άτομο έχει το αναφαίρετο δικαίωμα για μια άνετη και απολαυστική ζωή, όμως αδιαφορεί για την ευτελή ζωή του άλλου και ανέχεται τον θάνατο εκατομμυρίων παιδιών στον τρίτο κόσμο και τις χιλιάδες εκτρώσεις εμβρύων που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στην πατρίδα του.

Το Περιβάλλον στον Ορθόδοξο Λόγο και στην Ορθόδοξη Παράδοση
Στο ερώτημα «γιατί άραγε φθάσαμε ως εδώ;» απαντά ο προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης: «… από κακίας των κατοικούντων εν αυτή ηφανίσθησαν κτήνη και πετεινά… αφανισμώ ηφανίσθη πάσα η γη» (Ιερεμία, 12:4). Μετά την πτώση και την έξοδό του από τον Παράδεισο, ο άνθρωπος βρέθηκε μέσα σ’ ένα φυσικό περιβάλλον, εχθρικό, στο οποίο αγωνίζεται και αντιπαλεύει για να επιβιώσει. Αν και η διανοητική του υπεροχή τον έκανε να είναι «κύριος και κάτοχος της φύσης», όμως η μεταπτωτική δημιουργικότητά του κυριαρχήθηκε από ιδιοτέλεια και φόβο και λησμόνησε το «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γένεση, 2:15). Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αλλοτριώθηκε και η αλλοτρίωση αυτή δεν είχε σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από τον Θεό-Δημιουργό αλλά και την αποξένωσή του από τη φύση-δημιουργία.
Η Ενσάρκωση του Θεού-Λόγου, η παρουσία Του πάνω στη γη, η Σταύρωση και η εκ νεκρών Ανάστασή Του, αλλά και η Ανάληψη του Θεανθρώπου, δείχνουν την Αγάπη του Θεού για το πλάσμα Του, αλλά και τη θέση του ανθρωπίνου σώματος και γενικότερα της φύσης με την οποία αυτό είναι άρρηκτα συνυφασμένο. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με τη γέννησή του ευλόγησε τη γη, με τη Βάπτισή του τα νερά, με το κήρυγμα και τα θαύματά του τον άνθρωπο και όλη τη φύση. Με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του έλυσε την κατάρα του θανάτου και έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να γίνουν πάλι δεδοξασμένα παιδιά του Θεού. Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του (8: 18-23) αυτός ο δεδοξασμένος άνθρωπος θα συμπαρασύρει μαζί του στη δόξα και την κτήση, την οποία με την πτώση του οδήγησε κάποτε στη φθορά.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας με τη συνεργία του Αγ. Πνεύματος συνεχίζει στους αιώνες το λυτρωτικό έργο του Ιδρυτή της, όπως το παρέλαβε από τους Αγ. Αποστόλους και θεόπνευστους Πατέρες της. Η Εκκλησία δεν απορρίπτει το φυσικό/υλικό κόσμο, αλλά όπως και τον άνθρωπο τους αγιάζει με τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος. Έτσι το ζυμωμένο ψωμί και το κρασί καθαγιάζονται και μετουσιώνονται σε «Σώμα και Αίμα Χριστού», το λάδι μετατρέπεται σε ιαματικό «Ευχέλαιο» και το νερό της κολυμβήθρας σε καθαρτήριο αμαρτημάτων. Αλλά και το ευχολόγιο της εκκλησίας μας είναι γεμάτο από ευχές υπέρ «ευκρασίας αέρων», «όμβρων ειρηνικών», «καρπών ευφορίας» καθώς και ευχές υπέρ θεραπείας ζώων από διάφορες νόσους. Επίσης, στον ιδιοτελή και υπερκαταναλωτικό τρόπο ζωής η Εκκλησία έχει να αντιπαραθέσει τον Ασκητισμό, ο οποίος καθαρίζει το σώμα και το πνεύμα από αντικοινωνικές συμπεριφορές και αντιλήψεις και τον φέρνει έτσι πιο κοντά στο Θεό, τους συνανθρώπους του και το φυσικό του περιβάλλον.
Ο αγιασμός και η σωτηρία του ανθρώπου και μαζί του της φύσης, αποτελούν τη σημαντικότερη προσφορά της εκκλησίας στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης. Ο αγιασμός δίνει τη δυνατότητα επαναφοράς του ανθρώπου και της φύσης στην αρχέγονή τους μορφή όταν πρωτοπλάσθηκαν όλα «καλά λίαν». Ζωντανά παραδείγματα είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι με τον βίο και τη πολιτεία τους μας διαβεβαιώνουν ότι ο αγιασμός και η σωτηρία δεν είναι αφηρημένα λόγια αλλά διαχρονική πράξη στους κόλπους της Εκκλησίας.

Το σύμπλεγμα της δαιμονικής δουλείας του σαρκικού ανθρώπου Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (+)


Ο μωσαϊκός νόμος με την εντολή· “Ουκ επιθυμήσεις” απεκάλυψε τον εσώτερο υπαρξιακό προβληματισμό του ανθρωπίνου προσώπου, που προέκυψε από την πράξη της παραβάσεως της εντολής του Θεού!
Τον προβληματισμό αυτό, στον οποίο εγκλωβίσθηκε το πρόσωπο αυτό, κατά τη διαδικασία της αντίθεης επιλογής του, τον αγνοούσε, αφού η αυτοσυνειδησία του λειτουργούσε πλέον, ύστερα από την επιλογή αυτή, στο καθεστώς της αιχμαλωσίας και της δουλικής του υποταγής στη δαιμονική βία!
Το πρόβλημα επομένως της απελευθερώσεως του ανθρώπου από τη δουλεία του αυτή ήταν πράγματι, πρώτα-πρώτα, πρόβλημα αυτογνωσίας, με πρώτο στόχο την κατανόηση της πλοκής και της φύσεως του βασικού του υπαρξιακού προβληματισμού.
*
Ποιά πρόκληση θα ήταν κατάλληλη για να προκαλέσει και να εκλύσει τις αναγκαίες φωτιστικές διεργασίες, στο πεδίο της αυτοσυνειδησίας του ανθρωπίνου προσώπου, για μια ψυχοδυναμική «γεώτρηση» σ’ ένα, απροσδόκητο για το πρόσωπο αυτό, βάθος;
Ασφαλώς, και στην περίπτωση τούτη η εντολή “ουκ επιθυμήσεις”, αλλά ως ανατομική τώρα διείσδυση στην εσώτερη πλοκή της επιθυμίας με τη βιωματική αναγκαιότητα της ελευθερίας, της υπαρξιακής δηλ, ανάγκης για ελεύθερο αυτοκαθορισμό και έκφραση!
*
Η εντολή “ούκ επιθυμήσεις”, τη στιγμή που εδίδετο, απεκά¬λυπτε και άρα ανεγνώριζε συγχρόνως τη δυνατότητα του ανθρω¬πίνου προσώπου να επιθυμεί αλλά και να μην (όταν θέλει) επιθυμεί. Αλλά η αποκάλυψη της δυνατάτητος αυτής, προερχομένη από τη λειτουργία του νόμου, ήταν επίσης αποκάλυψη της δυνατότητος της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου να αυτοορίζεται και να αυτοκαθορίζεται στο «επιθυμητικό» πεδίο της υπάρξεως.
Έτσι η εντολή• “Ουκ επιθυμήσεις”, τη στιγμή που παρελαμβάνετο από το σαρκικό άνθρωπο, γινόταν αισθητή στο βαθύτερο ψυχισμό του ως πρόκληση βιώσεως προσωπικής ελευθερίας και εκφράσεως.
– Όταν παίρνω την εντολή να μην επιθυμώ, αισθάνομαι ότι μπορώ, έχω τη δυνατότητα να επιθυμώ αλλά και (όταν θέλω) να μην επιθυμώ. Γιατί, εξάλλου, αν δεν έχω τη δυνατότητα και την ελευθερία να μην επιθυμώ, ποιό νόημα έχει για μένα μια εντολή, που δεν μπορώ να εφαρμόσω;
*
Αλλά ο σαρκικός (μεταπτωτικός) άνθρωπος, τη στιγμή που θέλησε την πρόκληση της προσωπικής του ελευθερίας και εκφράσεως (την εντολή) να την κάνει βίωμα (δηλ. να μην επιθυμήσει) αντιλήφθηκε την ανικανότητά του και την αδυναμία του να εκφρασθεί ελεύθερα και κυριαρχικά, επί του εαυτού του, αρνούμενος τις προσωπικές του επιθυμίες, για να μείνει πιστός στην επιταγή της εντολής.
Έτσι ενώ η εντολή τού άνοιξε θύρα ελευθερίας, με την αφυπνιστική πρόκληση, συγχρόνως, η ίδια αυτή εντολή τού έδειχνε τα πραγματικά όρια της ελευθερίας του, δηλ. της ανελευθερίας του. Τη στιγμή που τον υποχρέωνε, ως εντολή, να μην επιθυμεί, την ίδια στιγμή του έδειχνε, ότι δεν μπορεί να αρνείται (να μην ικανοποιεί) τις επιθυμίες του.
Δεν πρέπει να επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, παρά να επιθυμεί, ό,τι δεν πρέπει να επιθυμεί!
Αυτή η βιωματική-υπαρξιακή αντίφαση έδειχνε, ότι η ίδια η εντολή ήταν επικύρωση του θανάτου του σαρκικού ανθρώπου, αφού η ικανοποίηση της επιθυμίας του, ως παράβαση της εντολής, ισοδυναμούσε με θάνατο!
*
Μια τέτοια «συμπεριφορά» της εντολής σκανδάλισε και προ¬βλημάτισε μέχρι… θανάτου το σαρκικό άνθρωπο!
– Τί μου συμβαίνει λοιπόν;
Εγώ ζούσα κάποτε χωρίς νόμο όταν ήλθε η εντολή, η αμαρτία ανέζησε (αφού δεν μπορούσα να εφαρμόσω την εντολή) και τότε εγώ απέθανα. Και έτσι η εντολή, που ήταν προωρισμένη να με οδηγήσει στη ζωή, σ’ έμενα έφερε το θάνατο.
Τί σημαίνει αυτή η συμπεριφορά της εντολής; Πώς η εντολή που με αφύπνισε με οδήγησε στο θάνατο; Τί ήταν λοιπόν ο νόμος, που γέννησε την εντολή; Δεν ήταν στην πραγματικότητα καλός και άγιος και η εντολή, που γέννησε ο νόμος, δεν ήταν αγαθή και αγία; Αυτό που μου δόθηκε ως αγαθό (η εντολή) έγινε για μένα θάνατος;
Προς Θεού! «Μη γένοιτο», θα σημειώσει με έμφαση ο απόστολος των εθνών, δίνοντας τη σωστή εξήγηση στον προβληματισμένο εαυτό του σαρκικού ανθρώπου. “Ο μεν νόμος άγιος (αφού δόθηκε από το Θεό) και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή (αφού επρόκειτο να δημιουργήσει φωτιστικό ρήγμα αυτογνωσίας στο συμπαγές και αδιάλυτο σκοτάδι της δαιμονικής μου αυτοσυνειδησίας)”.
– Αλλά τότε τί συνέβη;
Να τι συνέβη, θα εξηγήσει πιό πέρα ο Απόστολος· “Η αμαρτία, για να φανερωθεί σαν αμαρτία, χρησιμοποίησε (αυτό που εγώ δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω) το αγαθό (την εντολή) για να μου προξενήσει θάνατο. Κι’ έτσι έγινε (και απεκαλύφθη) η αμαρτία υπερβολικά (καθ’ υπερβολήν) αμαρτωλή, με τη λειτουργία (της αγαθής και αγίας και δικαίας) εντολής (αφού παραβαίνοντας εγώ την εντολή, επειδή δεν μπορούσα να μην επιθυμώ, γινόμουνα αποδέκτης των συνεπειών της παραβάσεως αυτής, δηλ. του θανάτου, που είναι καρπός της αμαρτίας).
*
Να λοιπόν ότι η εντολή («ουκ επιθυμήσεις») απέδειξε την αμαρτία που ζούσα εγώ, ο σαρκικός άνθρωπος, «καθ’ υπερβολήν» αμαρτωλή. Συγχρόνως βέβαια μου έδειξε (ως κέρδος αυτογνωσίας) ότι μπορώ να κάνω τις επιλογές μου στο βουλητικό ψυχικό πεδίο του εαυτού μου, αλλά δεν μπορώ να πραγματοποιώ και να βιώνω αυτές τις επιλογές!
Αυτό ήταν, για μένα, το καλό και αγαθό αποτέλεσμα της λειτουργίας του νόμου με τις εντολές του· μου άνοιξε τα μάτια και μου έδειξε, ότι μπορώ να έχω επιθυμίες και επιλογές, αλλά συγχρόνως μου απέδειξε, ότι δεν μπορώ να τις χειρίζομαι ελεύθερα και να τις βιώνω «κατά βούλησιν», αυτές τις επιθυμίες και τις επιλογές!
*
Αλλά μια τέτοια αυτοσυνειδησία, που διαμορφώθηκε στο πνεύμα του σαρκικού μεταπτωτικού ανθρώπου είχε έκδηλο τον αντιφατικό της χαρακτήρα¬·
Δεν πρέπει να επιθυμείς («ουκ επιθυμήσεις»), αλλά δεν μπορείς παρά να επιθυμείς (και να βρίσκεσαι στη δουλεία της αμαρτίας)!
Περίεργο και παράδοξο γεγονός! Δύο αντιφατικές μεταξύ τους συνειδητοποιήσεις· Δεν πρέπει (διατύπωση σε απόλυτο τόνο) αλλά δεν μπορείς (πραγματικότητα αμετάκλητη)!
*
Τί συμβαίνει λοιπόν; Ποιό είναι επιτέλους το πραγματικό φως που ρίφθηκε στο σκοτάδι της αυτοσυνειδησίας μου, εμένα του σαρκικού άνθρωπου;
Τί σημαίνει να παίρνεις μια εντολή και συγχρόνως να διαβεβαιώνεσαι, από την ίδια την εντολή, ότι δεν μπορείς να την εφαρμόσεις;
“Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ”. Βρίσκομαι μεταξύ δύο συμπληγάδων «γνωρίζω τώρα ότι ο νόμος είναι πνευματικός, εγώ όμως είμαι σαρκικός, πουλημένος στην αμαρτία».
Βρίσκομαι πραγματικά στο κέντρο ενός εξουθενωτικού υπαρξιακού προβληματισμού• «Δεν γνωρίζω ακριβώς και δεν αντιλαμβάνομαι αυτό που κάνω και βιώνω στη ζωή μου. Δεν κάνω αυτό που θέλω, αλλά κάνω εκείνο που μισώ και απεχθάνομαι».
«Σ’ αυτήν την περίπτωση, βέβαια, αφού μπορώ να θέλω και να μη θέλω, είμαι σύμφωνος με το νόμο και τον αναγνωρίζω ως καλό και αγαθό».
«Αλλά πάλι αντιλαμβάνομαι καλά, ότι η αντιφατικότητα που βιώνω, μεταξύ αυτού που θέλω και εκείνου που αναγκαστικά πράττω και είναι αντίθετο με τη θέλησή μου, δεν είναι δικό μου έργο αλλά ενέργεια και πράξη της αμαρτίας», «αφού γνωρίζω ότι, σ’ έμενα το σαρκικό άνθρωπο, δεν κατοικεί τίποτε καλό»!
«Η θέληση να κάνω το καλό υπάρχει. Αλλά δεν έχω τη δύναμη να το κάνω, αφού δεν κάνω το καλό που θέλω αλλά το κακό, που δεν θέλω, αυτό κάνω. Και εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε δεν ενεργώ πλέον εγώ αλλ’ η αμαρτία που υπάρχει μέσα μου (και με προσδιορίζει και με καθορίζει αμετάκλητα)».
*
«Κι’ έτσι έχω εμπειρία αυτού του νόμου· ότι δηλ. ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό, μέσα μου υπάρχει πρόχειρο το κακό. Ενώ από τη μια μεριά αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση από το φως που ρίχνει μέσα μου, ο νόμος του Θεού, εντούτοις βλέπω (συγχρόνως) άλλο νόμο στα μέλη μου, που αντιστρατεύεται (και αντιφάσκει) στο νόμο του λογικού μου και με αιχμαλωτίζει (βίαια) στο νόμο της αμαρτίας, που υπάρχει στα μέλη μου».
Πράγματι! “Είμαι ένας ταλαίπωρος άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώσει από το σώμα τούτο (τη «σάρκα»), μέσα στο οποίο κυριαρχεί η αμαρτία ως αμετάκλητος θάνατος;”.
Η παύλειος αυτή περιγραφή και ανάλυση της εσωτερικής αντιφατικότητος του σαρκικού ανθρώπου, αν και είναι πολύ γενική και συνοπτική του υπαρξιακού προβληματισμού του ανθρώπου αυτού, δείχνει οπωσδήποτε την ύπαρξη και λειτουργία δύο εαυτών, μέσα στον ψυχικό κόσμο του ανθρωπίνου προσώπου, που προέκυψε από την παράβαση της εντολής του Θεού στον παράδεισο.
Ο ένας εαυτός είναι εκείνος που βλέπει τις επιθυμίες, που πρέπει να αρνηθεί, για να εφαρμόσει την εντολή και να γίνει αποδέκτης του λυτρωτικού αγαθού της εντολής αυτής. Ο άλλος εαυτός είναι εκείνος που είναι κυριευμένος από την αυτοσυνειδησία της αδυναμίας του να εφαρμόσει την εντολή.
Ο ένας εαυτός αισθάνεται ευχαρίστηση από την εσωτερική αίσθηση του νόμου του Θεού και συμφωνεί με την εντολή του νόμου αυτού. Ο άλλος εαυτός είναι εκείνος, που λειτουργεί ως «άλλος νόμος», αντιστρατευόμενος και αντιστεκόμενος στο νόμο του λογικού τού εαυτού, που θέλει να εφαρμόσει την εντολή.
Ο ένας εαυτός αποδέχεται το νόμο του Θεού και τον βιώνει ως νόμο του λογικού του (του νοός του). Ο άλλος εαυτός λειτουργεί ως «άλλος νόμος», ως «νόμος της αμαρτίας», συγκρουόμενος με το νόμο του λογικού τού εαυτού, που καταφάσκει το νόμο του Θεού!
*
Δύο εαυτοί σ’ ένα αντιφατικό και αδιάλυτο «σύμπλεγμα» δαιμονικής δουλείας και καταδυναστεύσεως! Αυτό είναι το ψυχοδυναμικό-πνευματικό σχήμα υπαρξιακής λειτουργίας του σαρκικού ανθρώπου!
Σε μια τέτοια ποιότητα υπαρξιακής λειτουργίας το μόνο που μπορεί πραγματικά να κάνει, η ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία, είναι να κραυγάσει σε τόνο αθεράπευτης απογνώσεως!
– “Ποιός μπορεί να με λυτρώσει από το σώμα (το «σύμπλεγμα») του θανάτου τούτου;”.
*
Έτσι τελικά όλη η υπαρξιακή προβληματική του σαρκικού ανθρώπου αποκορυφώνεται σε μια απορία-έκκληση ελευθερίας και ζωής, στο· Ποιός!
-Ποιός θα με απαλλάξει από το θάνατο, που είναι η αμετάκλητη μοίρα μου;
*
Αλλά μια τέτοια απορία-έκκληση αποτελεί ουσιαστικά αναφορά του σαρκικού ανθρώπου στην παγίδευση και εμπλοκή του στα δεσμά της δαιμονικής βίας, αφού ο θάνατος (ο σωματικός και ο πνευματικός) είναι πάντοτε η εσχάτη έκφραση της βίας αυτής!
*
Ποιός λοιπόν θα λυτρώσει το σαρκικό-μεταπτωτικό άνθρωπο από το θανάσιμο εναγκαλισμό του με τη δαιμονική βία;
(Ιωάννη Κορναράκη, «Βία. Η οδός του Θεού», εκδ. Αφων Κυριακίδη, Θεσ/νἰκη, σ. 98-105)

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Αγιος Φώτιος: Ποιο παράδοξο έργο αρχαίου Έλληνα διέσωσε




Ένα ακόμη δείγμα της αγάπης και του σεβασμού που έτρεφαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας απέναντι στα αρχαία ελληνικά κείμενα είναι και η διάσωση ενός έργου του Αντωνίου Διογένους, που έγραψε μια συλλογή φανταστικών θαυμαστών ιστοριών οι οποίες έλαβαν χώρα σε ένα περιπετειώδες ταξίδι προς τη Θούλη! Διαβάστε το κείμενο!


Ο Αντώνιος Διογένης, ήταν ένας μυθιστοριογράφος του 1ου ή του 2ου αι. μ.Χ. Έγραψε μια συλλογή φανταστικών θαυμαστών ιστοριών που έλαβαν χώρα σε ένα περιπετειώδες ταξίδι προς τη Θούλη (Τά υπέρ θούλην άπιστα, 24 βιβλία).
Το έργο μας σώθηκε με τη μορφή επιτομής στην Βιβλιοθήκη του Φωτίου και με τη μορφή απανθισμάτων στον Βίον Πυθαγόρου του Πορφύριου.
Θα πρέπει εδώ να πούμε ότι το βιβλίο αποτελεί μια περίεργη ανάμειξη ταξιδιωτικής έκθεσης, ερωτικής ιστορίας και περιπετειώδους μυθιστορίας.Η αφηγηματική όμως παρουσίαση του έρωτα, της απόδρασης, του ταξιδιού ως το φεγγάρι, του θανάτου και της καθόδου στον Άδη, της ανάστασης και της τελικής σωτηρίας δεν υπηρετεί απλώς ψυχαγωγικούς σκοπούς, αλλά συμβολίζει τις πεπρωμένες τύχες και τη σωτηρία της ψυχής με το νόημα της πυθαγορικής διδασκαλίας, που στον Ιο αι. μ.Χ. γνώρισε μια έντονη αναβίωση.
Οι λογής-λογής εμπειρίες του ήρωα δίνονταν με μια ραφιναρισμένη αφηγηματική τεχνική – όσο, βέβαια, μας επιτρέπουν να το αναγνωρίσουμε τα κομμάτια που έχουμε από το έργο.
Ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα παρώδησε το μυθιστόρημα στις Αληθινές του ιστορίες. Το μυθιστόρημα ωστόσο εξακολούθησε να είναι πολύ δημοφιλές ως τον 4ο και τον 5ο αιώνα!..
Ποιος ήταν ο Φώτιος
Ο Φώτιος Α΄ ήταν Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (820 -891 μΧ) κατά τα έτη 858 – 867 μ.Χ. και 877 – 886 μ.Χ. Ήταν συγγραφέας και μία από τις μεγαλύτερες μορφές των γραμμάτων και της εκκλησίας κατά τη βυζαντινή περίοδο. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια κι έκανε πολυετείς συστηματικές σπουδές. Το 858 μ.Χ., όταν καθαιρέθηκε ο πατριάρχης Ιγνάτιος, ο Φώτιος χειροτονήθηκε πατριάρχης μέσα σε πέντε μέρες, αφού διέτρεξε όλα τα στάδια της ιεροσύνης μέσα στο διάστημα αυτό. Η δράση του, κατά την περίοδο που ήταν πατριάρχης, συνδέεται με το Σχίσμα των Εκκλησιών.
Υπήρξε συγχρόνως θεολόγος, ιστορικός, νομικός, φιλόλογος, μουσικός, ποιητής, αρχαιολόγος, μαθηματικός, γιατρός, πολιτικός και ρήτορας και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις του στη διδασκαλία των μαθητών. Έγραψε πολλά και σπουδαία συγγράμματα, όπως είναι η «Μυριόβιβλος», τα «Αμφιλόχια», που αναφέρονται κυρίως στην ερμηνεία των Αγίων Γραφών, ο «Νομοκανών», που είναι συλλογή των αποστολικών και συνοδικών κανόνων κ.ά.
Η διπλή πατριαρχεία του Φώτιου, έγινε το κέντρο της πνευματικής και φιλολογικής κίνησης κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα στο Βυζάντιο.
*ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Φώτιος, χφ 166. Κ. Burger, Studien zur Gesch. d. gr. Romans II, Progr. Blankenburg 1903.

Άγιος Φώτιος: Ο μέγας πολέμιος των αιρέσεων



Του Κώστα Τζίμα 
Ο Μέγας Φώτιος έζησε κατά τους χρόνους που βασίλευσαν οι αυτοκράτορες Μιχαήλ , Βασίλειος Α' ο Μακεδών και ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός . Γεννήθηκε το 810 μ.Χ. (κατά άλλους το 820 μ.Χ.) στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, που αγωνίσθηκε για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων. Οι γονείς ήταν ο Αγιος Σέργιος και η Ειρήνη και καταδιώχθηκαν επί του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829 - 842 μ.Χ.).
Ο ιερός Φώτιος διέπρεψε πρώτα στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Οταν με εντολή του αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το έτος 858 μ.Χ..
Ο  Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε, κατά τα καθιερωμένα, τα της εκλογής του στους Πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να την παγιώσει, επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων πολιτικών και των οπαδών του Πατριάρχη Ιγνατίου, των «Ιγνατιανών». Οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στον ναό της Αγίας Ειρήνης, αφόρισαν τον ιερό Φώτιο και ανακήρυξαν Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Ο Αγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στον ναό των Αγίων Αποστόλων, για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των «Ιγνατιανών» και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον Πατριάρχης και ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο την ποινή της καθαιρέσεως και του αφορισμού.
Ο  Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους και επιτυχείς αγώνες υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εναντίων των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών και επανέφερε στους κόλπους της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πολλούς από αυτούς.
Το θεολογικό του έργο δικαίωνε τους αγώνες της Εκκλησίας, βεβαίωνε την Ορθόδοξη πίστη και ενέπνεε την Εκκλησιαστική συνείδηση για τη συνεχή εγρήγορση του όλου εκκλησιαστικού Σώματος.
Σύμφωνα με τον Φώτιο, η ζωντανή Ορθόδοξη πίστη, κατά τον ιερό Πατέρα, η πίστη της αληθείας, είναι η αρχή της Χριστιανικής μας υποστάσεως και επιβάλλει την συνεχή προσπάθεια για το «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοὶς οὐρανοὶς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», για την πραγμάτωση της «καινῆς κτίσεως», που επιτυγχάνεται με τη δυναμική γεφύρωση, σύνδεση και αλληλοπεριχώρηση του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Ο Χριστός ενώνει στο πρόσωπό Του τη θεία με την ανθρώπινη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η θεότητα και η ανθρωπότητα έχουν εν Χριστώ έναν κοινό τρόπο υπάρξεως και αυτός ο τρόπος είναι η ενότητα, η αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, η κοινωνία της αγάπης. Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι μία αφηρημένη αρχή. Φανερώνεται σε εμάς, όπως φανερώνεται πάντοτε η φύση: μόνο ως τρόπος υπάρξεως, δηλαδή ως δυνατότητα ζωής. Είναι η δυνατότητα να ζήσουμε, να πληρωθεί η απύθμενη δίψα για ζωή που βασανίζει την ύπαρξή μας, να ζήσουμε όλες τις δυνατότητες της ζωής, νικώντας την αναπηρία και τον θάνατο της τεμαχισμένης υπάρξεως. Αρκεί να αποδεχθεί ο άνθρωπος την αμαρτία και αποτυχία του και να ζήσει την κένωση του Χριστού, τη ζωή του Θεού.
Για την ενότητα της Ορθοδοξίας

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης - Το μεγαλείο και η προσφορά του Μεγάλου Φωτίου



Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ 
1. Παγκοσμίων διαστάσεων τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου 
Ὁ Μέγας Φώτιος εἶναι μία ἔξοχη, μία σπάνια, μία μεγαλειώδης φυσιογνωμία τοῦ 9ου αἰῶνος. Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἔχει χαρακτηρισθῆ, ἰδιαίτερα ἀπὸ δυτικοὺς ἐρευνητάς, ὡς αἰώνας τῆς ἀναγέννησης τῶν κλασσικῶν γραμμάτων. Ἄλλοι ἐρευνηταὶ διαφωνοῦν μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό, διότι, ὅπως ὀρθῶς ἰσχυρίζονται, οὐδέποτε στὸ Βυζάντιο ἔπαυσε ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ σπουδὴ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς καὶ γραμματειακῆς παραδόσεως. Ἂν ὑπάρχει κάποια διαφοροποίηση τὸν 9ο αἰώνα, αὐτὴ συνίσταται στὴν παρουσία καὶ δράση τῆς ἐξαιρετικῆς μορφῆς τοῦ Μεγάλου Φωτίου. 
Ὁ Μέγας Φώτιος ἔχει προσδιορίσει τὸ μέλλον ὄχι μόνον τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλὰ καὶ τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὅπως ἐλπίζω νὰ φανῆ ἀπὸ τὴν σύντομη ἀνάπτυξη ποὺ θὰ ἐπιχειρήσω. Ἐὰν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν μᾶς ἐχαρίζετο ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν κρίσιμη περίοδο τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ κόσμου θὰ ἦταν διαφορετική. Καὶ σπεύδω νὰ πῶ ἀμέσως, κατοχυρώνοντας αὐτὴν τὴν θέση, ὅτι ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν Δύση τῶν Φράγκων σφραγίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὅπως καὶ ἡ πορεία καὶ ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη τῶν Σλάβων. Οἱ σλαβικοὶ λαοὶ οφείλουν τὸν πολιτισμό  τους, τὴν γλῶσσα τους, τὴν θρησκεία τους σὲ ἐνέργειες καὶ δράσεις τοῦ Μ. Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίασε καὶ ἐπραγματοποίησε τὸν ἐκχριστιανισμό  τους. Ἡ σθεναρὴ στάση τοῦ Μ. Φωτίου ἔναντι τοῦ πάπα καὶ τῶν Φράγκων, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ ἡ πολιτιστικὴ διεύρυνση τοῦ Βυζαντίου πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς δείχνουν τὸ παγκοσμίων διαστάσεων ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἂν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν προσέφερε αὐτὰ ποὺ προσέφερε, ἐκινδύνευαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐκλατινισθοῦν, νὰ φραγκέψουν, οἱ δὲ σλαβικοὶ λαοὶ ἢ θὰ ἐξισλαμίζοντο ἢ θὰ ἐξελατινίζοντο, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι πολὺ διαφορετικὸς σήμερα ὁ χῶρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

2. Ἡ Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα
Ὁ αἰώνας τοῦ Φωτίου, ὁ 9ος αἰώνας, ἦταν πολὺ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ρωμιοσύνη τοῦ Βυζαντίου. Μέχρι τότε ὑπῆρχε μιὰ ἑνιαία αὐτοκρατορία, μία ἑνιαία οἰκουμένη, ἡ ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἐκτεινόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλη πολιτικὴ ὀντότητα, ἄλλη πολιτικὴ δύναμη ἱκανὴ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν κυριαρχία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ νὰ διαιρέσει τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ ἕνωση ὅμως τῶν φραγκικῶν λαῶν ὑπὸ τὸν Μέγα Κάρολο δημιουργεῖ στὴ Δύση ἕνα νέο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, μία νέα πολιτικὴ δύναμη. Τὸ 800 μ.Χ. γίνεται στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν πάπα ἡ στέψη τοῦ Μεγάλου Καρόλου ὡς αὐτοκράτορος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ ἔθνους. Ἡ ἑνιαία αὐτοκρατορία διασπᾶται, τὸ Βυζάντιο ἀποκτᾶ ἰσχυρὸ ἀντίπαλο στὴ Δύση μὲ καταλυτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία.
Ὁ πάπας μέχρι τότε μετεῖχε στὴν ἑνιαία ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Παρὰ τὶς αὐταρχικὲς καὶ μοναρχικὲς τάσεις ποὺ εἶχαν ἐκδηλωθῆ ἐκ μέρους μερικῶν παπῶν, ἦταν ἁπλῶς ἕνα μέλος τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, μετέχων ἰσοτίμως στὶς οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀκόμη καὶ στὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων τὸ 787. Θεώρησε λοιπὸν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία, συμμαχῶν μὲ τοὺς Φράγκους, νὰ προωθήσει τὶς μοναρχικὲς ἀξιώσεις του ἐπὶ τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐπιβάλει τὶς περὶ πρωτείου καὶ παγκόσμιας δικαιοδοσίας ἀξιώσεις του.